Στη χαμηλοτάβανη καντίνα, στα έγκατα του κτιρίου, η ουρά για το μεσημεριανό γεύμα προχωρούσε αργά. Η αίθουσα ήταν ήδη ασφυκτικά γεμάτη και ο θόρυβος εκκωφαντικός. Από τη σχάρα του πάγκου ερχόταν μια ξινή μεταλλική μυρωδιά από μαγειρεμένο κρέας, μια οσμή που δεν μπορούσαν να καλύψουν ούτε οι αναθυμιάσεις του Τζιν της Νίκης. Στην άλλη άκρη της αίθουσας υπήρχε ένα μικρό μπαρ, μια τρύπα στον τοίχο, όπου μπορούσες να αγοράσεις τζιν, δέκα σεντς τη δόση.
«Ακριβώς ο άνθρωπος που έψαχνα» είπε μια φωνή πίσω από την πλάτη του Γουίνστον.
Στράφηκε κι αντίκρισε τον φίλο του τον Σάιμ, που εργαζόταν στο Τμήμα Ερευνών. Ίσως η λέξη “φίλος” δεν ήταν η κατάλληλη. Αυτοί οι καιροί δεν ήταν για φίλους, είχε μόνο συντρόφους. Υπήρχαν όμως κάποιοι σύντροφοι που η παρέα τους ήταν πιο ευχάριστη από των υπολοίπων. Ο Σάιμ ήταν φιλόλογος, ειδικός της Νέας Ομιλίας. Όντως, συμμετείχε στη μεγάλη ομάδα εμπειρογνωμόνων που ασχολούνταν τώρα με τη σύνταξη της Ενδέκατης Έκδοσης του Λεξικού της Νέας Ομιλίας. Ήταν μικροκαμωμένος, πιο κοντός από τον Γουίνστον, με σκούρα μαλλιά και μεγάλα γουρλωτά μάτια, θλιμμένα και ταυτόχρονα χλευαστικά, που έμοιαζαν να μην αφήνουν ούτε στιγμή το βλέμμα σου όσο σου μιλούσε.
«Ήθελα να σε ρωτήσω μήπως σου βρίσκονται τίποτα ξυραφάκια» είπε.
«Ούτε ένα» απάντησε ο Γουίνστον με ένοχη βιασύνη. «Έψαξα παντού. Δεν υπάρχουν πια».
Όλοι σού ζητούσαν ξυραφάκια συνεχώς. Στην πραγματικότητα, ο Γουίνστον είχε δύο αχρησιμοποίητα, τα φυλούσε όμως ευλαβικά. Εδώ και μήνες υπήρχε μεγάλη έλλειψη. Όλο και κάποιο από τα είδη πρώτης ανάγκης ήταν αδύνατον να βρεθεί στα καταστήματα του Κόμματος. Άλλες φορές ήταν τα κουμπιά, άλλες πάλι η κλωστή για μαντάρισμα, τα κορδόνια, τώρα ήταν τα ξυραφάκια. Μπορούσες να τα προμηθευτείς μόνο αν έψαχνες στην “ελεύθερη αγορά”, πάντα με προφυλάξεις, χωρίς και πάλι να είναι σίγουρο ότι όντως θα έβρισκες.
«Χρησιμοποιώ το ίδιο ξυραφάκι εδώ κι έξι εβδομάδες» πρόσθεσε λέγοντας ψέματα.
Η ουρά προχώρησε άλλο ένα αργό βήμα. Καθώς σταμάτησαν, ο Γουίνστον στράφηκε και κοίταξε ξανά τον Σάιμ. Πήραν κι οι δυο τους έναν λιγδιασμένο μεταλλικό δίσκο από τον σωρό στην άκρη του πάγκου.
«Πήγες να δεις το κρέμασμα χθες;» ρώτησε ο Σάιμ.
«Είχα δουλειά» απάντησε αδιάφορα ο Γουίνστον. «Θα το δω στο σινεμά, υποθέτω».
«Δεν είναι το ίδιο» είπε ο Σάιμ.
Τα χλευαστικά του μάτια διέτρεξαν το πρόσωπο του Γουίνστον. “Σε ξέρω” έμοιαζαν να του λένε. “Βλέπω μέσα σου. Ξέρω πολύ καλά γιατί δεν πήγες να δεις που τους έστησαν στην κρεμάλα”. Το μυαλό του Σάιμ έσταζε δηλητήριο ορθολογισμού. Μπορούσε να πιάνει κουβέντα για επιδρομές ελικοπτέρων σε εχθρικά χωριά, για δίκες και ομολογίες εγκληματιών της σκέψης, για εκτελέσεις στα υπόγεια του Υπουργείου Αγάπης, με ένα ύφος χαιρέκακης ικανοποίησης. Αν του έπιανες εσύ την κουβέντα, καλό θα ήταν να τον απομακρύνεις από τέτοια θέματα και να τον παρασύρεις, αν μπορούσες, στις τεχνικές λεπτομέρειες της Νέας Ομιλίας, κάτι στο οποίο ο Σάιμ υπερτερούσε σε αυθεντία και ενδιαφέρον. Ο Γουίνστον έγειρε λίγο το κεφάλι του για να αποφύγει το σκοτεινό εξονυχιστικό του βλέμμα.
«Ήταν καλό κρέμασμα» αναπόλησε ο Σάιμ. «Το χαλάνε λιγάκι που τους δένουν τα πόδια. Μου αρέσει να τα βλέπω να κλωτσάνε στον αέρα. Και το κορυφαίο είναι όταν πετιέται έξω η γλώσσα τους μπλαβιά –τι ζωηρό μπλαβί χρώμα! Αυτές είναι λεπτομέρειες που μου κάνουν γούστο».
«Ο επόμενος, παρακαλώ!» ούρλιαξε η προλετάρια με την άσπρη ποδιά και την κουτάλα στο χέρι.
Ο Γουίνστον και ο Σάιμ έσπρωξαν τους δίσκους τους στη σχάρα του πάγκου. Το γεύμα που προέβλεπε ο κανονισμός σωριάστηκε στα γρήγορα στους δίσκους: μια μεταλλική γαβάθα με ένα ροζόγκριζο ζωμώδες κρέας, ένα κομμάτι ψωμί, ένα κομματάκι τυρί, μια κούπα Καφέ της Νίκης χωρίς γάλα και μια ταμπλέτα ζαχαρίνη.
«Έχει ελεύθερο τραπέζι εκεί πέρα, κάτω από την τηλεοθόνη» είπε ο Σάιμ. «Να πάρουμε κι ένα τζιν».
Το τζιν σερβιριζόταν σε κινέζικα φλιτζάνια χωρίς λαβές. Διέσχισαν την κατάμεστη αίθουσα και ξεφόρτωσαν τους δίσκους τους στη μεταλλική επιφάνεια του τραπεζιού. Σε μια άκρη του κάποιος είχε αφήσει μια λιμνούλα από το ζουμί του κρέατος, μια βρομερή μάζα σαν ξερατό. Ο Γουίνστον σήκωσε το φλιτζάνι με το τζιν, πήρε μια ανάσα για να ηρεμήσει και κατέβασε με μια γουλιά το υγρό με την ελαιώδη γεύση. Όταν σκούπισε τα δάκρυα από τα μάτια του, ξαφνιάστηκε συνειδητοποιώντας ότι πεινούσε. Άρχισε να καταπίνει λαίμαργες κουταλιές από το φαγητό του, που αν και νερουλό, είχε και κομματάκια σαν ροζ σφουγγάρι που έμοιαζαν με κρέας. Κανείς από τους δύο δεν μίλησε μέχρι να αδειάσουν τις γαβάθες τους. Από το τραπέζι στα αριστερά και λίγο πιο πίσω από τον Γουίνστον, κάποιου η γλώσσα πήγαινε ροδάνι. Τα ακατάληπτα λόγια του ακούγονταν σαν κρώξιμο πάπιας, ένας ήχος που ξεχώριζε μέσα στη γενική οχλαγωγία.
«Πώς πάει το Λεξικό;» ρώτησε ο Γουίνστον υψώνοντας τη φωνή του για να ακουστεί.
«Αργά» είπε ο Σάιμ. «Βρίσκομαι στα επίθετα. Είναι συναρπαστικό».
Με το που έγινε λόγος για τη Νέα Ομιλία, το πρόσωπό του έλαμψε. Παραμέρισε τη γαβάθα του, έπιασε με το λεπτεπίλεπτο χέρι του το ψωμί και με το άλλο το τυρί και έσκυψε πάνω στο τραπέζι για να μπορεί να μιλάει χωρίς να είναι αναγκασμένος να φωνάζει.
«Η Ενδέκατη Έκδοση είναι η τελειωτική» είπε. «Φτάνουμε τη γλώσσα στην τελική της μορφή –αυτή που θα έχει όταν κανείς δεν θα μιλάει άλλη γλώσσα. Όταν το ολοκληρώσουμε, άνθρωποι σαν του λόγου σου θα πρέπει να τη μάθουν από την αρχή. Θα έλεγα πως πιστεύεις ότι η δουλειά μας είναι να φτιάχνουμε καινούριες λέξεις. Νομίζεις! Εμείς καταστρέφουμε λέξεις –στρατιές, εκατοντάδες, κάθε μέρα. Πετσοκόβουμε τη γλώσσα, βάζουμε το μαχαίρι μέχρι το κόκκαλο. Η Ενδέκατη Έκδοση δεν θα περιέχει ούτε μία λέξη από όσες θα θεωρούνται απαρχαιωμένες πριν από το 2050».
Δάγκωσε λαίμαργα το ψωμί κι αφού κατάπιε δύο μπουκιές, συνέχισε να μιλάει με ακρίβεια εκκρεμούς. Το σκούρο λεπτό του πρόσωπο είχε ζωηρέψει, τα μάτια του είχαν χάσει τη χλευαστική διάθεση που τα χαρακτήριζε και είχαν γίνει ονειροπόλα.
«Είναι όμορφο πράγμα η καταστροφή των λέξεων. Βέβαια, η μεγάλη σφαγή γίνεται στα ρήματα και τα επίθετα, υπάρχουν όμως χιλιάδες ουσιαστικά που μπορούμε επίσης να ξεφορτωθούμε. Δεν είναι μόνο τα συνώνυμα. Υπάρχουν και τα αντίθετα. Έτσι κι αλλιώς, ποιος ο λόγος ύπαρξης μιας λέξης που είναι απλά το αντίθετο μιας άλλης; Μια λέξη εμπεριέχει την αντίθετή της. Πάρε για παράδειγμα το “καλός”. Τι χρησιμότητα έχει η λέξη “κακός”; “Μηκαλός” κάνει το ίδιο πράγμα και καλύτερα μάλιστα, γιατί είναι ακριβώς το αντίθετο, ενώ η άλλη δεν είναι. Ή πάλι, αν θέλεις κάτι πιο έντονο από το “καλός”, τι νόημα έχει μια ολόκληρη σειρά από αόριστες άχρηστες λέξεις όπως “υπέροχος”, “τέλειος” και όλο το σινάφι; “Υπερκαλός” είναι η λέξη που καλύπτει το ζητούμενο ή “διςυπερκαλός” αν θέλεις κάτι πιο δυνατό. Φυσικά ήδη χρησιμοποιούμε αυτούς τους τύπους, στην τελική εκδοχή της Νέας Ομιλίας όμως δεν θα υπάρχει τίποτα άλλο. Στο τέλος, το φάσμα του καλού και του κακού θα καλύπτεται από έξι μόνο λέξεις –στην πραγματικότητα από μία μόνο. Δεν βλέπεις τι ομορφιά έχει μέσα του όλο αυτό, Γουίνστον; Φυσικά ήταν ιδέα του Μεγάλου Αδελφού αρχικά» πρόσθεσε σαν να το σκέφτηκε καλύτερα.
Στην αναφορά του Μεγάλου Αδελφού, κάτι σαν άτονο ενδιαφέρον φάνηκε στο πρόσωπο του Γουίνστον. Πάντως ο Σάιμ διέκρινε αμέσως την έλλειψη ενθουσιασμού.
«Δεν έχεις ιδιαίτερη εκτίμηση στη Νέα Ομιλία, Γουίνστον» είπε θλιμμένα σχεδόν. «Ακόμα κι όταν τη γράφεις, σκέφτεσαι στην Παλαιά Ομιλία. Διάβασα κάποια από τα άρθρα που γράφεις καμιά φορά στους “Τάιμς”. Είναι αρκετά καλά, όμως είναι μεταφράσεις. Κατά βάθος, θα προτιμούσες να μείνεις κολλημένος στην Παλαιά Ομιλία, με όλες τις αοριστίες και τις άχρηστες αποχρώσεις της. Δεν μπορείς να συλλάβεις την ομορφιά της καταστροφής των λέξεων. Γνωρίζεις ότι η Νέα Ομιλία είναι η μόνη γλώσσα στον κόσμο που το λεξιλόγιό της συρρικνώνεται κάθε χρόνο;»
Και βέβαια το γνώριζε ο Γουίνστον. Χαμογέλασε με συμπάθεια, έτσι πίστευε ότι φάνηκε τουλάχιστον, μια και δεν εμπιστευόταν τον εαυτό του να μιλήσει. Ο Σάιμ δάγκωσε λίγο ακόμα από το μαύρο ψωμί, το μάσησε στα γρήγορα και συνέχισε:
«Δεν καταλαβαίνεις ότι ο σκοπός της Νέας Ομιλίας είναι να περιορίσει την ακτίνα της σκέψης; Στο τέλος, θα κάνουμε θεωρητικά αδύνατον το έγκλημα της σκέψης, γιατί δεν θα βρίσκονται λέξεις για να το εκφράσουν. Κάθε έννοια που μπορεί να χρειαστεί θα εκφράζεται ακριβώς με μία λέξη με αυστηρά καθορισμένο νόημα, και όλες οι παράπλευρες έννοιές της θα σβήσουν και θα ξεχαστούν. Ήδη, στην Ενδέκατη Έκδοση, δεν απέχουμε πολύ από το ζητούμενο. Η διαδικασία όμως θα συνεχιστεί πολλά χρόνια μετά τον θάνατο και των δυο μας. Κάθε χρόνο όλο και λιγότερες λέξεις, όλο και μικρότερη ακτίνα σκέψης. Ακόμα και τώρα βέβαια, δεν έχει λόγο ή δικαιολογία κάποιος για να διαπράξει έγκλημα της σκέψης. Είναι απλά θέμα αυτοκυριαρχίας, ελέγχου της πραγματικότητας. Στο τέλος όμως ούτε αυτά θα χρειάζονται. Η Επανάσταση θα ολοκληρωθεί όταν τελειοποιηθεί η γλώσσα. Η Νέα Ομιλία είναι ΑΓΓΣΟΣ και ο ΑΓΓΣΟΣ είναι Νέα Ομιλία» πρόσθεσε με ένα ίχνος μυστικιστικής ικανοποίησης. «Σου πέρασε ποτέ από το μυαλό, Γουίνστον, ότι το πολύ μέχρι το 2050 δεν θα ζει κανένα ανθρώπινο πλάσμα που να καταλαβαίνει μια συζήτηση σαν αυτή που κάνουμε τώρα οι δυο μας;»
«Εκτός…» άρχισε να λέει ο Γουίνστον, φανερώνοντας κάποια αμφιβολία, αλλά σταμάτησε.
Στην άκρη της γλώσσας το είχε να ξεστομίσει “εκτός από τους προλετάριους”, συγκρατήθηκε όμως καθώς δεν ένιωθε καθόλου σίγουρος ότι αυτή η παρατήρηση ήταν κατά κάποιο τρόπο ορθόδοξη. Ο Σάιμ, πάντως, μάντεψε τι ήθελε να πει.
«Οι προλετάριοι δεν είναι ανθρώπινα πλάσματα» είπε αδιάφορα. «Το 2050 –ίσως και νωρίτερα– ό,τι ξέρουμε για την Παλαιά Ομιλία θα έχει εξαφανιστεί. Ολόκληρη η λογοτεχνία του παρελθόντος θα έχει καταστραφεί. Ο Τσώσερ, ο Σαίξπηρ, ο Μίλτον, ο Μπάιρον θα υπάρχουν αποκλειστικά σε εκδοχές της Νέας Ομιλίας. Τα έργα, όχι μόνο θα έχουν μεταβληθεί σε κάτι διαφορετικό, αλλά θα είναι και εντελώς αντίθετα από την προηγούμενη μορφή τους. Ακόμα και η λογοτεχνία του Κόμματος θα αλλάξει. Ακόμα και τα συνθήματα θα αλλάξουν. Τι νόημα έχει ένα σύνθημα σαν το “η ελευθερία είναι σκλαβιά”, όταν η έννοια της ελευθερίας θα έχει καταργηθεί; Όλο το φάσμα της σκέψης θα είναι διαφορετικό. Βασικά δεν θα υπάρχει σκέψη όπως την εννοούμε τώρα. Ορθοδοξία σημαίνει να μη σκέφτεσαι, να μη χρειάζεται να σκέφτεσαι. Ορθοδοξία είναι η έλλειψη συνείδησης».
Μια από αυτές τις μέρες, σκέφτηκε ο Γουίνστον, απόλυτα συνειδητοποιημένος ξαφνικά, ο Σάιμ θα εξαερωθεί. Παραείναι έξυπνος. Παραβλέπει καθαρά και παραεκφράζεται ειλικρινά. Στο Κόμμα δεν αρέσουν τέτοιοι τύποι. Μια μέρα θα εξαφανιστεί, το γράφει στο πρόσωπό του.
Ο Γουίνστον αποτελείωσε το ψωμί και το τυρί του. Έστρεψε λίγο πλάγια την καρέκλα του για να πιει πιο άνετα τον καφέ του. Στο τραπέζι στα αριστερά του, ο άνδρας με τη διαπεραστική φωνή συνέχιζε να φλυαρεί ασταμάτητα. Μια νέα γυναίκα, η γραμματέας του ίσως, που καθόταν με την πλάτη γυρισμένη στον Γουίνστον, τον άκουγε και φαινόταν να συμφωνεί πρόθυμα με τα λεγόμενά του. Κάπου κάπου, ο Γουίνστον έπιανε στον αέρα μια παρατήρηση όπως: “Νομίζω ότι έχετε τόσο δίκιο, συμφωνώ τόσο μαζί σας”, που την πρόφερε μια νεανική και μάλλον ανόητη γυναικεία φωνή. Η άλλη φωνή όμως συνέχιζε απτόητη, ακόμα κι όταν μιλούσε η κοπέλα. Ο Γουίνστον γνώριζε φυσιογνωμικά τον άνδρα, παρότι δεν ήξερε τίποτα παραπάνω γι’ αυτόν πέρα από το ότι είχε κάποια σημαντική θέση στο Τμήμα Φαντασίας. Ήταν γύρω στα τριάντα, με μυώδη λαιμό και μεγάλο, ευκίνητο στόμα. Το κεφάλι του έγερνε κάπως προς τα πίσω, και εξαιτίας αυτής του της στάσης, το φως έπεφτε πάνω στα γυαλιά του δίνοντας στον Γουίνστον την εντύπωση ότι έβλεπε δύο άδειους φακούς στη θέση των ματιών. Εκείνο που ήταν κάπως φρικιαστικό ήταν ότι σχεδόν δεν μπορούσες να ξεχωρίσεις έστω και μια λέξη από τον χειμαρρώδη μονόλογό του. Μόνο μία φορά ο Γουίνστον έπιασε μια φράση, “απόλυτη και οριστική εξάλειψη του Γκολντσταϊνισμού”, μια φράση που ξεπήδησε με ταχύτητα πολυβόλου και τόσο μονοκόμματα σαν μια πυκνή σειρά τυπογραφικών στοιχείων. Τα υπόλοιπα λόγια του ήταν ένας μονότονος θόρυβος, το κουάκ κουάκ μιας πάπιας. Κι όμως, παρότι δεν μπορούσες να ακούσεις τι πραγματικά έλεγε, δεν είχες καμία αμφιβολία για τη φύση των λόγων του. Μπορεί να αποδοκίμαζε τον Γκολντστάιν και να απαιτούσε αυστηρότερα μέτρα κατά των εγκληματιών της σκέψης και των δολιοφθορέων, μπορεί να ξεσπούσε εναντίον των φρικαλεοτήτων του ευρασιατικού στρατού, μπορεί να εξυμνούσε τον Μεγάλο Αδελφό ή τους ήρωες του μετώπου του Μαλαμπάρ, δεν είχε σημασία. Ό,τι κι αν έλεγε, μπορούσες να είσαι σίγουρος ότι ήταν καθαρές, ορθόδοξες λέξεις, καθαρός ΑΓΓΣΟΣ. Καθώς παρατηρούσε το αόμματο πρόσωπο με το σαγόνι που ανεβοκατέβαινε με ταχύτητα, ο Γουίνστον είχε την παράδοξη εντύπωση ότι δεν ήταν πραγματικά ανθρώπινο πλάσμα, αλλά κάποιο ανδρείκελο. Δεν μιλούσε με το μυαλό, αλλά με το λαρύγγι του. Τα λόγια που έβγαιναν από το στόμα του ήταν λέξεις, όχι όμως όπως τις εννοούμε. Ήταν ένας ασυνείδητος θόρυβος, σαν κρώξιμο πάπιας.
Ο Σάιμ είχε μείνει σιωπηλός για λίγο και με τη λαβή του κουταλιού του σχεδίαζε στη λιμνούλα του κρεατόζουμου στη μεταλλική επιφάνεια. Η φωνή στο άλλο τραπέζι συνέχισε να κρώζει, ευδιάκριτη παρά τη φασαρία της αίθουσας.
«Υπάρχει μια λέξη στη Νέα Ομιλία» είπε ο Σάιμ. «Δεν ξέρω αν τη γνωρίζεις: παπιομιλιά, να κρώζεις σαν πάπια. Είναι μία από εκείνες τις ενδιαφέρουσες λέξεις, που έχουν δύο αντικρουόμενες έννοιες. Αν την πεις για αντίπαλο, είναι βρισιά. Αν την πεις για κάποιον με τον οποίον συμφωνείς, είναι έπαινος».
Δεν υπάρχει αμφιβολία, ο Σάιμ θα εξαερωθεί, σκέφτηκε ξανά ο Γουίνστον. Το σκέφτηκε όμως με κάποια λύπη, παρότι γνώριζε ότι ο Σάιμ δεν τον συμπαθούσε ιδιαίτερα και ότι ήταν ικανός να τον καταγγείλει σαν εγκληματία της σκέψης αν έβλεπε ότι υπήρχε κάποιος λόγος να το κάνει. Υπήρχε κάτι αδιόρατα στραβό επάνω του, κάτι του έλειπε: εχεμύθεια, επιφυλακτικότητα, ένα είδος σωτήριας βλακείας. Δεν μπορούσες να τον πεις ανορθόδοξο. Πίστευε στις αρχές του ΑΓΓΣΟΣ, λάτρευε τον Μεγάλο Αδελφό, πανηγύριζε με τις νίκες, μισούσε τους αιρετικούς με ειλικρίνεια και έναν ασίγαστο ζήλο, ήταν πολύ καλύτερα ενημερωμένος από οποιοδήποτε συνηθισμένο μέλος του Κόμματος. Κι όμως, ήταν σαν να τον περιέβαλλε πάντα μια ελαφριά αύρα κακοπιστίας. Έλεγε πράγματα που ήταν καλύτερο να έμεναν ανείπωτα, είχε διαβάσει πλήθος βιβλίων, σύχναζε στο Καφενείο της Καστανιάς, στέκι ζωγράφων και μουσικών. Δεν υπήρχε κάποιος νόμος, ούτε καν άγραφος, εναντίον των συναθροίσεων στο Καφενείο της Καστανιάς, και πάλι όμως το στέκι ήταν κατά κάποιο τρόπο δυσοίωνο. Τα παλιά ηγετικά στελέχη του Κόμματος που είχαν πέσει σε δυσμένεια συνήθιζαν να συγκεντρώνονται εκεί πριν την οριστική τους εκκαθάριση. Λεγόταν ότι ο ίδιος ο Γκολντστάιν είχε θεαθεί στο καφενείο κάποιες φορές, δεκαετίες πριν. Δεν ήταν δύσκολο να μαντέψεις το μέλλον του Σάιμ. Κι όμως, ήταν γεγονός ότι αν ο Σάιμ, έστω και για δευτερόλεπτα, είχε υποψιαστεί τι είδους κρυφές σκέψεις έκανε ο Γουίνστον, θα τον πρόδιδε χωρίς κανέναν δισταγμό στην Αστυνομία της Σκέψης. Όχι ότι ο καθένας δεν θα έκανε κάτι τέτοιο, ο Σάιμ όμως περισσότερο από όλους. Δεν αρκούσε ο ζήλος. Ορθοδοξία ήταν η έλλειψη συνείδησης.
Ο Σάιμ σήκωσε τα μάτια. «Έρχεται ο Πάρσονς» είπε. Κάτι στον τόνο της φωνής του έμοιαζε να συμπληρώνει “αυτός ο πανηλίθιος”.
Ο Πάρσονς, ο γείτονας του Γουίνστον στο Κτίριο της Νίκης, διέσχιζε όντως την αίθουσα –ένας παχύς, μετρίου αναστήματος άνδρας με ανοιχτόχρωμα μαλλιά και βατραχίσιο πρόσωπο. Στα τριάντα πέντε του είχε ήδη δίπλες λίπους στον λαιμό και την περιφέρεια, οι κινήσεις του όμως ήταν ζωηρές, σαν μικρού αγοριού. Η όλη του εμφάνιση έδινε τόσο πολύ την εντύπωση ενός μικρομέγαλου παιδιού που, αν και φορούσε τη στολή που απαιτούσε ο κανονισμός, δεν μπορούσες παρά να τον σκεφτείς ντυμένο με τα μπλε σορτσάκια, το γκρίζο πουκάμισο και το κόκκινο μαντήλι των Κατασκόπων. Όταν τον έφερνες στο μυαλό σου, είχες πάντα μπροστά σου την εικόνα κάποιου με λακκάκια στα γόνατα και γυρισμένα μανίκια στα παχουλά του μπράτσα. Πράγματι, ο Πάρσονς φορούσε χωρίς εξαίρεση σορτς όταν μια ομαδική πεζοπορία ή κάποια άλλη φυσική δραστηριότητα του έδιναν αυτή την ευκαιρία.
Χαιρέτησε και τους δυο τους με ένα πρόσχαρο “Γεια σας, γεια σας!” και κάθισε στο τραπέζι αποπνέοντας μια δυνατή μυρωδιά ιδρώτα. Κόμποι ιδρώτα γυάλιζαν στο ροδαλό του πρόσωπο. Η ικανότητά του να ιδρώνει ήταν κάτι το απίθανο. Στο Κοινοτικό Κέντρο μπορούσες να μαντέψεις με σιγουριά πότε έπαιζε πινγκ πονγκ, από την υγρασία της ρακέτας.
Ο Σάιμ είχε βγάλει μια λωρίδα χαρτί όπου ήταν γραμμένο ένα κατεβατό λέξεων και το μελετούσε παίζοντας ένα στυλό στα δάχτυλά του.
«Κοίτα που δουλεύει και την ώρα του φαγητού» είπε ο Πάρσονς σκουντώντας τον Γουίνστον. «Τι προθυμία! Τι μελετάς εκεί πέρα, παλιόφιλε; Στα σίγουρα κάτι πολύ έξυπνο για το δικό μου μυαλό. Σμιθ, παλιόφιλε, να σου πω γιατί σε πήρα στο κατόπι. Είναι για εκείνη τη συνδρομή που ξέχασες να μου δώσεις».
«Ποια συνδρομή λες;» ρώτησε ο Γουίνστον ψάχνοντας μηχανικά τις τσέπες του για χρήματα. Γύρω στο ένα τέταρτο του μισθού σου πήγαινε σε εθελοντικές συνδρομές, τόσες πολλές στον αριθμό που δύσκολα τις θυμόσουν όλες.
«Για την Εβδομάδα Μίσους. Ξέρεις, ο έρανος από σπίτι σε σπίτι. Είμαι ο ταμίας για την πολυκατοικία μας. Κάνουμε τεράστια προσπάθεια, θα στήσουμε μεγαλεία. Στο λέω, δεν θα φταίω εγώ αν το Κτίριό μας δεν θα έχει τις περισσότερες σημαίες στον δρόμο. Μου υποσχέθηκες δύο δολάρια».
Ο Γουίνστον έβγαλε και του έδωσε δύο τσαλακωμένα βρόμικα χαρτονομίσματα, και ο Πάρσονς τα καταχώρησε σε ένα μικρό σημειωματάριο με τα καθαρά γράμματα που κάνει ένας αγράμματος.
«Με την ευκαιρία, παλιόφιλε. Άκουσα ότι ο μικρός μου αλητάκος σε πήρε βόλι με τη σφεντόνα του χθες. Τον κατσάδιασα για τα καλά. Βασικά του ξηγήθηκα πως θα του πάρω τη σφεντόνα αν το ξανακάνει» είπε.
«Νομίζω πως ήταν λίγο στενοχωρημένος που δεν πήγε να δει την εκτέλεση» είπε ο Γουίνστον.
«Α, μάλιστα. Θέλω να πω, δείχνει σωστό πνεύμα, έτσι; Διαβολόπαιδα είναι και τα δυο τους, αλλά από προθυμία άλλο τίποτα. Το μόνο που σκέφτονται είναι οι Κατάσκοποι κι ο πόλεμος βέβαια. Ξέρεις τι έκανε η μικρή μου το προηγούμενο Σάββατο όταν πήγε με την ομάδα της πεζοπορία κατά το Μπέρκχαμστεντ; Πήρε μαζί της άλλα δύο κορίτσια, το έσκασαν από τους υπόλοιπους και πέρασαν όλο το απόγευμά τους παρακολουθώντας έναν περίεργο τύπο. Τον πήραν στο κατόπι κάνα δυο ώρες. Μέσα στο δάσος πρώτα και μετά, όταν έφτασαν στο Άμερσαμ, τον παρέδωσαν στην περίπολο».
«Γιατί το έκαναν αυτό;» ρώτησε ο Γουίνστον με κάποια έκπληξη.
Ο Πάρσονς συνέχισε θριαμβολογώντας:
«Η πιτσιρίκα μου ήταν βέβαιη πως ο τύπος ήταν πράκτορας του εχθρού –μπορεί να είχε πέσει με αλεξίπτωτο, για παράδειγμα. Εδώ όμως είναι το ζουμί, παλιόφιλε. Τι νομίζεις πως την έκανε να τον ακολουθήσει; Παρατήρησε ότι φορούσε κάτι περίεργα παπούτσια, είπε ότι δεν είχε ξαναδεί κανέναν να φοράει τέτοια. Άρα, μάλλον ξένος θα ήταν. Είδες μυαλό, κι ας είναι μόνο επτά χρονών!»
«Τι απέγινε ο άνδρας;» ρώτησε ο Γουίνστον.
«Πού να ξέρω; Όμως όχι ότι δεν θα το περίμενα αν…» Ο Πάρσονς έκανε μια κίνηση σαν να στόχευε με ένα τουφέκι και πλατάγισε τη γλώσσα μιμούμενος την εκπυρσοκρότηση.
«Ωραία» είπε αφηρημένα ο Σάιμ, χωρίς να σηκώσει το βλέμμα από το χαρτί που κρατούσε.
«Φυσικά, δεν μπορούμε να διακινδυνεύσουμε» συμφώνησε ευσυνείδητα ο Γουίνστον.
«Θέλω να πω, πόλεμο έχουμε» είπε ο Πάρσονς.
Σαν σε επιβεβαίωση των λόγων του, ένα σάλπισμα ήχησε από την τηλεοθόνη πάνω από τα κεφάλια τους. Αυτή τη φορά πάντως δεν ήταν αναγγελία μιας στρατιωτικής νίκης, αλλά μόνο μια ανακοίνωση από το Υπουργείο Αφθονίας.
«Σύντροφοι!» φώναξε μια ενθουσιώδης νεανική φωνή. «Προσοχή, σύντροφοι! Έχουμε να σας ανακοινώσουμε σπουδαία νέα. Κερδίσαμε τη μάχη της παραγωγής! Η ολοκλήρωση της καταγραφής της παραγωγής όλων των καταναλωτικών αγαθών δείχνει ότι το βιοτικό επίπεδο ξεπέρασε κατά 20% σε άνοδο την προηγούμενη χρονιά. Σε όλη την Ωκεανία σήμερα το πρωί έλαβαν χώρα ασυγκράτητες αυθόρμητες διαδηλώσεις. Εργάτες βγήκαν από τα εργοστάσια και τα γραφεία και παρέλασαν με πανό στους δρόμους για να εκφράσουν την ευγνωμοσύνη τους στον Μεγάλο Αδελφό για την καινούρια μας ευτυχισμένη ζωή που η σοφή ηγεσία του μας εξασφάλισε. Παραθέτουμε μερικά από τα στοιχεία. Τρόφιμα…»
Η φράση “η καινούρια ευτυχισμένη μας ζωή” επαναλήφθηκε πολλές φορές. Τώρα τελευταία, ήταν η προσφιλής φράση του Υπουργείου Αφθονίας. Το σάλπισμα είχε αποσπάσει την προσοχή του Πάρσονς, ο οποίος καθόταν και άκουγε με ανοιχτό το στόμα, κάπου ανάμεσα στη σοβαρότητα και την ευχάριστη πλήξη. Δεν μπορούσε να καταλάβει τα στατιστικά στοιχεία, αντιλαμβανόταν όμως ότι αποτελούσαν λόγο ικανοποίησης. Είχε βγάλει μια μεγάλη βρόμικη πίπα, που ήταν ήδη μισογεμάτη στάχτη. Σπάνια μπορούσες να γεμίσεις καπνό μέχρι επάνω την πίπα σου, αφού η μερίδα ήταν μόλις 100 γραμμάρια την εβδομάδα. Ο Γουίνστον κάπνιζε ένα Τσιγάρο της Νίκης κρατώντας το προσεκτικά σε οριζόντια θέση. Η καινούρια μερίδα θα μοιραζόταν από αύριο, και του είχαν απομείνει μόνο τέσσερα τσιγάρα. Για την ώρα, είχε προσηλωθεί στη φλυαρία της τηλεοθόνης απομονώνοντας κάθε άλλο ήχο μέσα στην αίθουσα. Απ’ ό,τι φαινόταν, είχαν γίνει διαδηλώσεις για να ευχαριστήσουν τον Μεγάλο Αδελφό ακόμα και για την αύξηση της μερίδας της σοκολάτας σε είκοσι γραμμάρια την εβδομάδα. Ο Γουίνστον σκέφτηκε ότι μόλις την προηγούμενη μέρα είχε ανακοινωθεί ότι η μερίδα θα μειωνόταν σε είκοσι γραμμάρια την εβδομάδα. Ήταν δυνατόν να το είχαν χάψει έπειτα από μόλις είκοσι τέσσερις ώρες; Φυσικά και το είχαν χάψει. Ο Πάρσονς το είχε χάψει μια χαρά, με την αναισθησία ενός ζώου. Το αόμματο πλάσμα στο άλλο τραπέζι το είχε χάψει φανατικά, με πάθος, με μια άγρια λαχτάρα να ξετρυπώσει, να καταδώσει, να εξαερώσει οποιονδήποτε που πιθανώς να ισχυριζόταν ότι μόλις την προηγούμενη εβδομάδα η μερίδα ήταν τριάντα γραμμάρια. Κι ο Σάιμ το ίδιο. Κι ο Σάιμ το είχε χάψει με έναν πιο πολύπλοκο τρόπο που είχε να κάνει με τη δισκεψία. Τότε, μόνο αυτός διέθετε μνήμη;
Οι σπουδαίες στατιστικές συνέχιζαν να ξεχύνονται από την τηλεοθόνη. Σε σύγκριση με την προηγούμενη χρονιά, υπήρχαν περισσότερα ρούχα, περισσότερο φαγητό, περισσότερα σπίτια, περισσότερα έπιπλα, περισσότερα κατσαρολικά, περισσότερα πλοία, περισσότερα καύσιμα, περισσότερα ελικόπτερα, περισσότερα βιβλία, περισσότερα παιδιά. Απ’ όλα είχαν περισσότερα, εκτός από αρρώστιες, εγκλήματα και τρέλα. Χρόνο τον χρόνο, λεπτό το λεπτό, όλοι και όλα άνθιζαν. Ο Γουίνστον, μιμούμενος τον Σάιμ, είχε πιάσει το κουτάλι του και ανατάραζε το ρυάκι της λιπαρής σάλτσας που κυλούσε προς την άκρη του τραπεζιού, χαράσσοντας πάνω του σχέδια. Συλλογίστηκε με πικρία την υλική πλευρά της ζωής. Ήταν άραγε πάντα έτσι τα πράγματα; Το φαγητό είχε πάντα αυτή τη γεύση; Κοίταξε την καντίνα γύρω του. Ήταν χαμηλοτάβανη, ασφυκτικά γεμάτη, οι τοίχοι της μέσα στη λίγδα από την επαφή αμέτρητων σωμάτων. Κακοπαθημένα μεταλλικά τραπέζια και καρέκλες, τόσο κοντά μεταξύ τους που οι ώμοι σου άγγιζαν τον διπλανό σου. Στραβά κουτάλια, ραγισμένοι δίσκοι, χοντροκομμένα άσπρα φλιτζάνια. Παντού βρομιά, λίγδα σε κάθε χαραμάδα. Και μια ξινή συνθετική μυρωδιά κακής ποιότητας τζιν, η στυφή μυρωδιά του υδαρούς κρέατος, βρόμικα ρούχα. Πάντα στο στομάχι και το δέρμα σου ένιωθες μια αόριστη διαμαρτυρία, σαν να σου έκλεψαν κάτι που σου ανήκε δικαιωματικά. Η αλήθεια όμως ήταν πως ο Γουίνστον δεν θυμόταν κάτι εντυπωσιακά διαφορετικό. Όσο μπορούσε να θυμηθεί με ακρίβεια, ποτέ δεν υπήρχε αρκετό φαγητό, ποτέ δεν είχες κάλτσες ή εσώρουχα που να μην είναι κόσκινο από τις τρύπες. Τα έπιπλα ήταν πάντα κακοπαθημένα και ετοιμόρροπα, τα δωμάτια ίσα που είχαν μια στάλα θέρμανση. Τα τρένα ήταν γεμάτα κόσμο, τα σπίτια κατέρρεαν. Το ψωμί ήταν σκούρο, το τσάι σπάνιζε, ο καφές είχε άθλια γεύση, τα τσιγάρα δεν επαρκούσαν –το μόνο φθηνό και σε αφθονία ήταν το συνθετικό τζιν. Και όλα αυτά χειροτέρευαν όσο μεγάλωνες. Δεν ήταν ένα σημάδι ότι η φυσική κατάσταση των πραγμάτων είχε παραβιαστεί, όταν αρρώσταινες στην ιδέα της έλλειψης ανέσεων, της βρομιάς, της στέρησης, του ατελείωτου χειμώνα, της κάλτσας που κολλούσε στο πόδι σου από τη λίγδα, του ανελκυστήρα που δεν λειτουργούσε ποτέ, του κρύου νερού τον χειμώνα, του τραχιού σαπουνιού, των τσιγάρων που διαλύονταν, του φαγητού με την παράξενη αηδιαστική γεύση; Γιατί να τα νιώθεις όλα αυτά σαν βρόγχο στον λαιμό σου, αν δεν είχες μέσα σου μια προγονική μνήμη μιας ολότελα διαφορετικής ζωής κάποτε;
Ξανακοίταξε γύρω του. Όλοι σχεδόν ήταν άθλιοι και θα συνέχιζαν να δείχνουν άθλιοι ακόμα κι αν φορούσαν κάτι διαφορετικό από τη μπλε φόρμα του κανονισμού. Στην άκρη της καντίνας καθόταν μοναχός ένας ανθρωπάκος που έμοιαζε με σκαθάρι. Έπινε ένα φλιτζάνι καφέ ρίχνοντας καχύποπτες ματιές ολόγυρα. Ο Γουίνστον σκέφτηκε πόσο εύκολο ήταν, αν δεν κοιτούσες γύρω σου, να πιστέψεις ότι ο σωματότυπος που το Κόμμα όριζε ως ιδανικό –ψηλοί μυώδεις νέοι, νέες με πλούσιο στήθος, όλοι ξανθοί, δραστήριοι, ηλιοκαμένοι, ανέφελοι– όχι μόνο υπήρχε αλλά και υπερίσχυε. Στην πραγματικότητα, από όσο ο ίδιος μπορούσε να κρίνει, η πλειοψηφία των κατοίκων της Πρώτης Ζώνης ήταν μικρόσωμοι, σκουρόχρωμοι και κακοσουλούπωτοι. Ήταν άξιο απορίας πώς αυτός ο σκαθαρόμορφος τύπος ευδοκιμούσε στα Υπουργεία: άθλια, πρόωρα καμπουριασμένα ανθρωπάκια, με κοντά πόδια, γρήγορες σπασμωδικές κινήσεις, πλαδαρά κι ανέκφραστα πρόσωπα με μικρά μάτια. Ήταν ο τύπος που έμοιαζε να ανθίζει κάτω από την κυριαρχία του Κόμματος.
Η ανακοίνωση του Υπουργείου Αφθονίας ολοκληρώθηκε με ένα ακόμα σάλπισμα και έδωσε τη θέση της σε μια μουσική που σου τρυπούσε τα αυτιά. Ο Πάρσονς έβγαλε την πίπα από το στόμα του, ενθουσιασμένος από τον καταιγισμό των στατιστικών στοιχείων.
«Το Υπουργείο Αφθονίας τα κατάφερε καλά αυτή τη χρονιά» είπε κουνώντας με νόημα το κεφάλι του. «Με την ευκαιρία, Σμιθ παλιόφιλε, μπας και σου βρίσκονται τίποτα ξυραφάκια να μου δανείσεις;»
«Ούτε ένα» είπε ο Γουίνστον. «Χρησιμοποιώ το ίδιο εδώ και έξι εβδομάδες».
«Α, καλά. Έτσι είπα να σε ρωτήσω, παλιόφιλε».
«Λυπάμαι» είπε ο Γουίνστον.
Το κρώξιμο από το τραπέζι στα αριστερά, μετά την προσωρινή διακοπή του από την ανακοίνωση του Υπουργείου, είχε ξαναρχίσει πιο δυνατό από πριν. Για κάποιον αδιευκρίνιστο λόγο, ο Γουίνστον έφερε στο μυαλό του την κυρία Πάρσονς με τα αραιά μαλλιά και τις σκονισμένες ρυτίδες. Σε δύο χρόνια τα παιδιά της θα την κατέδιδαν στην Αστυνομία της Σκέψης. Η κυρία Πάρσονς θα εξαερωνόταν. Ο Γουίνστον θα εξαερωνόταν. Ο Ο’ Μπράιεν θα εξαερωνόταν κι αυτός. Αντιθέτως, ο Πάρσονς δεν θα εξαερωνόταν ποτέ. Το ίδιο και το αόμματο πλάσμα που έκρωζε σαν πάπια. Τα ανθρωπάκια που έμοιαζαν με σκαθάρια και διέτρεχαν βιαστικά τον δαίδαλο των διαδρόμων του Υπουργείου θα γλύτωναν επίσης. Και το μελαχρινό κορίτσι, το κορίτσι από το Τμήμα Φαντασίας δεν θα εξαερωνόταν επίσης. Ο Γουίνστον, σαν από ένστικτο, έμοιαζε να γνωρίζει ποιος θα επιβίωνε και ποιος θα χανόταν, χωρίς όμως να μπορεί να προσδιορίσει ποιος ήταν ο λόγος που κάποιοι θα επιζούσαν.
Πάνω εκεί, ξύπνησε απότομα από την ονειροπόλησή του. Η κοπέλα του διπλανού τραπεζιού είχε μισοστραφεί και τον κοιτούσε. Ήταν το μελαχρινό κορίτσι. Τον κοιτούσε πλάγια, με εμφανή περιέργεια. Μόλις τα βλέμματά τους συναντήθηκαν, η κοπέλα γύρισε αλλού τα μάτια της.
Ο Γουίνστον ένιωσε την πλάτη του να ιδρώνει. Ένας φρικτός υπόκωφος τρόμος τον διαπέρασε, έφυγε όμως σχεδόν αμέσως αφήνοντας πίσω του μια ενοχλητική ανησυχία. Γιατί τον παρατηρούσε; Γιατί συνέχιζε να τον παρακολουθεί; Δυστυχώς δεν μπορούσε να θυμηθεί κατά πόσο η κοπέλα καθόταν ήδη στο τραπέζι όταν αυτός μπήκε στην καντίνα ή αν είχε έρθει αργότερα. Την προηγούμενη μέρα πάντως, στο Δίλεπτο Μίσος, είχε καθίσει ακριβώς πίσω του χωρίς συγκεκριμένο λόγο. Προφανώς ο στόχος της ήταν να ακούσει αν εκδήλωνε το μίσος του αρκετά κραυγαλέα.
Θυμήθηκε ξανά την προηγούμενη υποψία του. Μάλλον δεν ήταν μέλος της Αστυνομίας της Σκέψης, από την άλλη όμως ακριβώς αυτοί οι ερασιτέχνες κατάσκοποι αποτελούσαν τον μεγαλύτερο κίνδυνο. Ο Γουίνστον δεν ήξερε πόση ώρα τον παρατηρούσε η κοπέλα, ίσως πέντε λεπτά, κι ακόμα φοβόταν ότι δεν είχε καταφέρει να ελέγξει απόλυτα την έκφραση του προσώπου του. Ήταν τρομερά επικίνδυνο να αφήνεις τις σκέψεις σου να τρέχουν ανεξέλεγκτες όταν βρισκόσουν σε δημόσιο χώρο ή στην ακτίνα παρακολούθησης της τηλεοθόνης. Το παραμικρό μπορούσε να σε προδώσει: ένα νευρικό τικ, μια αθέλητη ανήσυχη ματιά, η συνήθεια να μονολογείς –οτιδήποτε το οποίο υπονοούσε κάποια ανωμαλία ή ότι κάτι είχες να κρύψεις. Σε κάθε περίπτωση, μια λάθος έκφραση στο πρόσωπό σου (για παράδειγμα, αν έδειχνες δυσπιστία στην ανακοίνωση κάποιας νίκης) ήταν από μόνη της κολάσιμη. Υπήρχε ως και συγκεκριμένη λέξη για αυτό στη Νέα Ομιλία: φατσοέγκλημα.
Η κοπέλα τού έστρεψε ξανά την πλάτη. Ίσως και να μην τον ακολουθούσε, ίσως να ήταν σύμπτωση το ότι είχε καθίσει τόσο κοντά του δύο μέρες στη σειρά. Το τσιγάρο του είχε σβήσει, και το ακούμπησε προσεκτικά στην άκρη του τραπεζιού. Θα συνέχιζε το κάπνισμα μετά τη δουλειά, αν φυσικά μπορούσε να κρατήσει τον καπνό στη θέση του. Πιθανόν ο τύπος στο διπλανό τραπέζι να ήταν κατάσκοπος της Αστυνομίας της Σκέψης, και πιθανόν μέσα σε τρεις μέρες ο Γουίνστον να κατέληγε στα υπόγεια του Υπουργείου Αγάπης, το αποτσίγαρό του όμως δεν θα το πετούσε. Ο Σάιμ δίπλωσε το χαρτί που μελετούσε και το έχωσε στην τσέπη του. Ο Πάρσονς ξανάπιασε το κουβεντολόι.
«Σου χω πει ποτέ, παλιόφιλε» είπε χαμογελώντας με την πίπα στο στόμα «για τότε που τα καλόπαιδά μου έβαλαν φωτιά στη φούστα μιας γυναίκας στην παλιά αγορά, επειδή την είδαν να τυλίγει λουκάνικα σε μια αφίσα του Μεγάλου Αδελφού; Βρέθηκαν στα μουλωχτά πίσω της και της έβαλαν φωτιά με ένα κουτί σπίρτα. Την έκαψαν για τα καλά, νομίζω. Τι αλητάκια, ε; Είναι όμως ξεφτέρια! Κάνουν πρώτης τάξης εκπαίδευση οι Κατάσκοποι σήμερα, καλύτερα και από τον δικό μου τον καιρό, στα σίγουρα. Τι νομίζεις πως τους έδωσαν τώρα τελευταία; Χωνιά αυτιού για να ακούνε μέσα από τις κλειδαρότρυπες. Η μικρούλα μου κουβάλησε ένα από δαύτα σπίτι τις προάλλες –το δοκίμασε στην πόρτα του σαλονιού μας και υπολόγισε πως μπορούσε να ακούσει δυο φορές καλύτερα από το να έβαζε το αυτί της στην κλειδαρότρυπα. Φυσικά, ένα παιχνίδι είναι μόνο, ξέρεις. Τα βάζει όμως στο σωστό δρόμο, έτσι;»
Πάνω στην ώρα, ακούστηκε από την τηλεοθόνη ένα εκκωφαντικό σφύριγμα. Ήταν το σήμα της επιστροφής στη δουλειά τους. Και οι τρεις άνδρες πετάχτηκαν όρθιοι για να προλάβουν τον συνωστισμό στους ανελκυστήρες, και ο καπνός που είχε απομείνει στο τσιγάρο του Γουίνστον σκόρπισε στο πάτωμα.