Ο Γουίνστον έγραφε στο ημερολόγιό του:
Ήταν τρία χρόνια πριν, ένα σκοτεινό απόγευμα, σε ένα στενοσόκακο κοντά σε κάποιον από τους μεγάλους σταθμούς του Υπόγειου. Εκείνη στεκόταν δίπλα σε μια πόρτα στον τοίχο, κάτω από το αμυδρό φως της λάμπας του δρόμου. Είχε νεανικό πρόσωπο, έντονα βαμμένο. Το βάψιμο ήταν που με τράβηξε, έτσι όπως έκανε το πρόσωπό της να δείχνει λευκό, σαν να φορούσε μάσκα, και τα κόκκινα σαν της φωτιάς χείλη της. Οι γυναίκες του Κόμματος δεν βάφουν ποτέ το πρόσωπό τους. Κανείς άλλος δεν βρισκόταν στον δρόμο, ούτε τηλεοθόνες υπήρχαν πουθενά. Μου είπε πως ήθελε δύο δολάρια. Εγώ…
Για την ώρα, του ήταν δύσκολο να συνεχίσει. Έκλεισε τα μάτια και τα πίεσε με τα δάχτυλά του προσπαθώντας να σβήσει την εικόνα που δεν άφηνε το μυαλό του. Τον είχε καταλάβει μια αφόρητη επιθυμία να βρίσει δυνατά ή να κοπανήσει το κεφάλι του στον τοίχο, να κλωτσήσει το τραπέζι και να πετάξει το μελανοδοχείο από το παράθυρο –να κάνει οτιδήποτε θορυβώδες και επίπονο, ώστε να αφανίσει την ανάμνηση που τον βασάνιζε.
Ο χειρότερός σου εχθρός, σκέφτηκε, ήταν το ίδιο σου το νευρικό σύστημα. Η εσωτερική σου πίεση μπορούσε να εκδηλωθεί οποιαδήποτε στιγμή με κάποιο ορατό σύμπτωμα. Θυμήθηκε έναν τύπο που είχε συναντήσει στον δρόμο του κάτι βδομάδες πίσω. Συνηθισμένη εμφάνιση μέλους του Κόμματος, γύρω στα τριάντα πέντε με σαράντα, ψηλόλιγνος, κρατούσε έναν χαρτοφύλακα. Λίγα μέτρα τούς χώριζαν, όταν ξαφνικά η αριστερή πλευρά του προσώπου του άνδρα ταράχτηκε από έναν σπασμό. Το ίδιο έγινε και την ώρα που περνούσε από δίπλα του: ένα τράβηγμα, ένα τρέμουλο τόσο γρήγορο όσο το κλικ της φωτογραφικής μηχανής, προφανώς όμως συνηθισμένο για τον άνθρωπο. Ο Γουίνστον θυμήθηκε τι είχε σκεφτεί εκείνη τη στιγμή. Ο κακομοίρης ήταν χαμένος. Το τρομακτικό ήταν ότι το τικ μάλλον γινόταν ασυναίσθητα. Ο πιο θανάσιμος κίνδυνος ήταν να παραμιλάς στον ύπνο σου. Δεν μπορούσες να προστατευτείς από έναν τέτοιον κίνδυνο, αυτό ήξερε ο Γουίνστον.
Πήρε ανάσα και συνέχισε να γράφει:
Την ακολούθησα περνώντας την είσοδο, διασχίσαμε μια εσωτερική αυλή, μπήκαμε σε μια υπόγεια κουζίνα. Υπήρχε ένα κρεβάτι στον τοίχο και μια λάμπα που έφεγγε χαμηλά πάνω σε ένα τραπεζάκι. Εκείνη…
Τα δόντια του σφίχτηκαν. Ήθελε να φτύσει. Ταυτόχρονα με τη γυναίκα στην υπόγεια κουζίνα τού ήρθε στο μυαλό η Κάθριν, η γυναίκα του. Ο Γουίνστον ήταν παντρεμένος –ή τουλάχιστον είχε υπάρξει παντρεμένος, προφανώς ήταν ακόμα, από όσο γνώριζε η γυναίκα του δεν είχε πεθάνει. Του φάνηκε ότι ανέπνεε ξανά την ασφυκτική ζέστη της υπόγειας κουζίνας, μια ανάκατη μυρωδιά κοριών, βρόμικων ρούχων κι ενός φτηνιάρικου αρώματος, που όμως ήταν ελκυστικό, γιατί καμία γυναίκα του Κόμματος δεν φορούσε άρωμα ούτε μπορούσες να τη φανταστείς να κάνει κάτι τέτοιο. Μόνο οι προλετάριες φορούσαν άρωμα. Στο μυαλό του το είχε συνδέσει με την παράνομη συνουσία.
Όταν πήγε με εκείνη τη γυναίκα, ήταν το πρώτο του ολίσθημα μετά από δύο χρόνια περίπου. Απαγορευόταν να πηγαίνεις με πόρνες φυσικά, ήταν όμως ένας από εκείνους τους κανόνες που έμπαινες στον πειρασμό να παραβείς. Ήταν επικίνδυνο, όχι όμως και ζήτημα ζωής ή θανάτου. Αν σε έπιαναν με πόρνη, μπορεί να περνούσες πέντε χρόνια σε στρατόπεδο καταναγκαστικής εργασίας, τίποτα περισσότερο, αν βέβαια δεν είχες διαπράξει άλλο παράπτωμα. Και ήταν εύκολο, αρκεί να μη σε έπιαναν στα πράσα. Οι πιο φτωχές συνοικίες έβριθαν από γυναίκες έτοιμες να πουλήσουν το κορμί τους. Μερικές μπορούσες να τις πάρεις για ένα μπουκάλι τζιν, που ήταν απαγορευμένο για τους προλετάριους. Σιωπηρά, το Κόμμα ήταν διατεθειμένο ακόμα και να ενθαρρύνει την πορνεία, σαν διέξοδο στα ένστικτα που δεν μπορούσε να καταπιέσει εντελώς. Η απλή σωματική επαφή δεν είχε μεγάλη σημασία, αρκεί να ήταν μυστική και χωρίς ηδονή και να αφορούσε μόνο γυναίκες μιας υποβαθμισμένης και περιφρονημένης τάξης. Το ασυγχώρητο έγκλημα ήταν η σεξουαλική επαφή μεταξύ μελών του Κόμματος. Παρότι όμως αυτό συνιστούσε και ένα από τα εγκλήματα που παραδέχονταν οι κατηγορούμενοι στις μεγάλες εκκαθαρίσεις, ήταν δύσκολο να φανταστείς να συμβαίνει πραγματικά μια τέτοιου είδους επαφή.
Ο σκοπός του Κόμματος δεν ήταν απλά να εμποδίσει τη σύναψη δεσμών ανάμεσα σε άνδρες και γυναίκες, δεσμών που δεν μπορούσε να ελέγξει. Ο πραγματικός, αόρατος σκοπός ήταν να αφαιρέσει κάθε ηδονή από τη σεξουαλική πράξη. Ο εχθρός και μέσα και έξω από τον γάμο δεν ήταν τόσο η αγάπη όσο ο ερωτισμός. Όλοι οι γάμοι ανάμεσα σε μέλη του Κόμματος έπρεπε να εγκριθούν από μία ειδική για αυτόν τον σκοπό επιτροπή, και η έγκριση δεν δινόταν αν το υπό κρίση ζευγάρι έδειχνε να αισθάνεται αμοιβαία φυσική έλξη –αν και αυτός ο κανόνας δεν είχε ποτέ διατυπωθεί επίσημα. Ο μόνος αναγνωρισμένος σκοπός του γάμου ήταν να γεννηθούν παιδιά για να υπηρετήσουν το Κόμμα. Η σεξουαλική πράξη έπρεπε να αντιμετωπίζεται σαν μια αηδιαστική μικροεπέμβαση, σαν να έκανες ένα κλύσμα. Ούτε αυτό ήταν κάτι ρητά διατυπωμένο, επαναλαμβανόταν όμως με έναν έμμεσο τρόπο σε κάθε μέλος του Κόμματος από την παιδική του ηλικία, σαν να του γινόταν πλύση εγκεφάλου. Υπήρχαν ως και οργανώσεις, όπως ο Αντισεξουαλικός Σύνδεσμος Νέων, που υποστήριζαν την απόλυτη αγαμία και για τα δύο φύλα. Όλα τα παιδιά έπρεπε να γεννιούνται με τεχνητή γονιμοποίηση (στη Νέα Ομιλία την αποκαλούσαν Τεχγόν) και να ανατρέφονται σε δημόσια ιδρύματα. Ο Γουίνστον αντιλαμβανόταν ότι αυτό δεν το εννοούσαν απόλυτα, έδενε όμως με τη γενική ιδεολογία του Κόμματος. Το Κόμμα προσπαθούσε να πατάξει το σεξουαλικό ένστικτο, και αν δεν μπορούσε να το πατάξει, τουλάχιστον να το διαστρεβλώσει και να το κηλιδώσει. Ο Γουίνστον δεν ήξερε για ποιο λόγο γινόταν αυτό, φαινόταν πάντως σαν να ήταν έτσι η φυσική κατάσταση των πραγμάτων. Και όσον αφορούσε τις γυναίκες, η προσπάθεια του Κόμματος γνώριζε τεράστια επιτυχία.
Σκέφτηκε ξανά την Κάθριν. Πρέπει να είχαν περάσει εννιά, δέκα, όχι, ήταν σχεδόν έντεκα χρόνια από τον χωρισμό τους. Περίεργο πόσο σπάνια τη σκεφτόταν. Υπήρχαν καιροί που επί μέρες ξεχνούσε εντελώς ότι κάποτε είχε υπάρξει παντρεμένος. Είχαν ζήσει μαζί μόνο δεκαπέντε μήνες. Το Κόμμα απαγόρευε το διαζύγιο, αλλά ανεχόταν τον χωρισμό, εφόσον δεν υπήρχαν παιδιά.
Η Κάθριν ήταν ψηλή, ευθυτενής, ανοιχτόχρωμη, με χάρη. Είχε ένα τολμηρό αετίσιο πρόσωπο, ένα πρόσωπο που θα μπορούσες να αποκαλέσεις ευγενικό έως ότου καταλάβαινες ότι πίσω του υπήρχε μόνο το απόλυτο κενό. Πολύ νωρίς στην κοινή τους ζωή είχε κατασταλάξει –ίσως γιατί τη γνώριζε πιο στενά από ό,τι οποιονδήποτε άλλον άνθρωπο– ότι ήταν το πιο ανόητο, πρόστυχο, κενό πλάσμα που είχε ποτέ του συναντήσει. Στο κεφάλι της δεν είχε δικές της σκέψεις, παρά μόνο συνθήματα, ενώ διέθετε την απίστευτη ικανότητα να καταπίνει όποια ηλιθιότητα σέρβιρε το Κόμμα. Μυστικά, ο Γουίνστον τής είχε δώσει το παρατσούκλι “ο ανθρώπινος παπαγάλος”. Παρ’ όλα αυτά όμως, θα μπορούσε να ανεχτεί τη ζωή μαζί της, αν δεν υπήρχε το πρόβλημα του σεξ.
Με το που την άγγιζε, εκείνη τραβιόταν και κοκάλωνε. Είτε την αγκάλιαζες είτε αγκάλιαζες ένα ξύλινο ξόανο, ήταν ένα και το αυτό. Και το παράξενο ήταν πως ακόμα κι όταν τον έσφιγγε επάνω της, ο Γουίνστον ένιωθε ότι ταυτόχρονα τον απωθούσε με όλη της τη δύναμη. Η ακαμψία της έδινε αυτή την εντύπωση. Έμενε ξαπλωμένη με κλειστά μάτια χωρίς να φέρνει αντίσταση, χωρίς όμως και να συμμετέχει. Απλά υποτασσόταν. Ήταν μια απίστευτα δυσάρεστη εμπειρία, και μετά από λίγο καιρό κατέληξε να είναι και τρομακτική. Ακόμα κι έτσι όμως, θα ανεχόταν τη συμβίωσή τους αν είχαν συμφωνήσει να μην έχουν σωματική επαφή. Παραδόξως, η Κάθριν δεν το δέχτηκε. Είπε ότι είχαν καθήκον να κάνουν παιδί, αν μπορούσαν. Κι έτσι η παράσταση συνεχιζόταν κανονικά μία φορά την εβδομάδα, εκτός κι αν ήταν αδύνατον λόγω συνθηκών. Μάλιστα η Κάθριν συνήθιζε να του το θυμίζει από το πρωί, σαν να ήταν κάτι που όφειλε να γίνει το βράδυ, και δεν έπρεπε να το ξεχάσουν. Χρησιμοποιούσε δύο ονόματα για την πράξη. Το ένα ήταν “να κάνουμε ένα μωρό” και το άλλο ήταν “το καθήκον μας προς το Κόμμα” –ναι, αυτή τη φράση είχε χρησιμοποιήσει. Σύντομα, άρχισε να τον πιάνει μια απέχθεια όσο πλησίαζε η προκαθορισμένη μέρα. Ευτυχώς όμως, το μωρό δεν ήρθε ποτέ, και στο τέλος συμφώνησαν να πάψουν να προσπαθούν. Λίγο αργότερα χώρισαν.
Ο Γουίνστον αναστέναξε σιγανά. Ξανάπιασε την πένα του και έγραψε:
Έπεσε στο κρεβάτι και αμέσως, χωρίς προκαταρκτικά, με τον πιο άκομψο, φρικτό τρόπο που θα μπορούσε να φανταστεί κανείς, σήκωσε ψηλά τη φούστα της. Εγώ…
Είδε τον εαυτό του να στέκεται εκεί στο αχνό φως της λάμπας, με τη μυρωδιά των κοριών και του φτηνού αρώματος στα ρουθούνια του και μια αίσθηση παραίτησης και πικρίας που ακόμη κι εκείνη τη στιγμή μπερδευόταν με την εικόνα του λευκού σώματος της Κάθριν, παγωμένου για πάντα από την υπνωτιστική δύναμη του Κόμματος. Γιατί έπρεπε να είναι πάντα έτσι; Γιατί να μην έχει δική του μια γυναίκα αντί για αυτές τις ανά διαστήματα βρομερές δοκιμασίες; Μια πραγματική ερωτική σχέση ήταν όμως κάτι σχεδόν ανήκουστο. Οι γυναίκες του Κόμματος ήταν όλες τους της ίδιας νοοτροπίας. Η αγνότητα είχε ριζώσει βαθιά μέσα τους, τόσο όσο και η αφοσίωση στο Κόμμα. Τα φυσιολογικά αισθήματα είχαν ξεριζωθεί από μέσα τους με την προσεκτική καθοδήγηση από νωρίς, τα αγωνίσματα, τα κρύα ντους, τις ανοησίες με τις οποίες γέμιζαν τα κεφάλια τους στο σχολείο, στους Κατασκόπους, στον Σύνδεσμο Νεολαίας, με τις κατηχήσεις, τις παρελάσεις, τα τραγούδια, τα συνθήματα και τη στρατιωτική μουσική. Η λογική του τού ψιθύριζε ότι θα έπρεπε να υπάρχουν και κάποιες εξαιρέσεις, η καρδιά του όμως δεν το πίστευε. Αυτές οι γυναίκες ήταν όλες τους απόρθητες, όπως ακριβώς τις ήθελε το Κόμμα. Αυτό που ο Γουίνστον επιθυμούσε περισσότερο και από το να αγαπηθεί, ήταν να γκρεμίσει τον τοίχο της αρετής, έστω και για μία φορά στη ζωή του. Η επιτυχημένη σεξουαλική πράξη ήταν επανάσταση. Ο πόθος ήταν έγκλημα της σκέψης. Ακόμα κι αν είχε καταφέρει να ξυπνήσει την επιθυμία στην Κάθριν, θα έμοιαζε με αποπλάνηση, κι ας ήταν η γυναίκα του.
Έπρεπε να καταγράψει τη συνέχεια της ιστορίας. Έγραψε:
Δυνάμωσα τη λάμπα. Όταν την είδα στο φως…
Μετά το σκοτάδι, το αδύναμο φως της λάμπας παραφίνης τού φάνηκε πολύ ζωηρό. Για πρώτη φορά μπορούσε να δει τη γυναίκα καθαρά. Έκανε ένα βήμα προς το μέρος της και τότε σταμάτησε διχασμένος ανάμεσα στη λαγνεία και τον τρόμο. Με πόνο συνειδητοποίησε πόσο είχε ριψοκινδυνέψει μπαίνοντας σε εκείνο το σπίτι. Η περίπολος θα μπορούσε κάλλιστα να τον συλλάβει την ώρα που θα έβγαινε. Μπορεί να καραδοκούσαν ήδη στην πόρτα. Αν έφευγε χωρίς να κάνει αυτό για το οποίο είχε έρθει…!
Έπρεπε να το καταγράψει, να το εξομολογηθεί. Αυτό που είχε δει ξαφνικά στο φως της λάμπας ήταν ότι η γυναίκα ήταν γριά. Το έντονο βάψιμο είχε απλωθεί σαν πηλός στο πρόσωπό της, δίνοντας την αίσθηση ότι από στιγμή σε στιγμή θα τσάκιζε σαν χάρτινη μάσκα. Τα μαλλιά της είχαν άσπρες τούφες. Η πιο ανατριχιαστική λεπτομέρεια όμως ήταν ότι έτσι όπως είχε μισανοίξει το στόμα, αποκαλύφθηκε μια κατασκότεινη κοιλότητα χωρίς καθόλου δόντια.
Συνέχισε να γράφει βιαστικά, με ακαλαίσθητα γράμματα:
Στο φως είδα ότι ήταν σχεδόν γριά, τουλάχιστον πενήντα χρονών. Προχώρησα όμως και ολοκλήρωσα αυτό που είχα έρθει να κάνω.
Πάλι πίεσε τα δάχτυλα πάνω στα βλέφαρά του. Επιτέλους είχε καταγράψει το περιστατικό, δεν άλλαξε όμως κάτι. Η θεραπεία δεν έφερε αποτέλεσμα. Η ανάγκη του να βρίσει με όλη του τη δύναμη επανήλθε πιο έντονη.