“Αν υπάρχει ελπίδα, αυτή βρίσκεται τους προλετάριους” έγραψε ο Γουίνστον.
Αν υπήρχε ελπίδα, θα έπρεπε να βρίσκεται στους προλετάριους, γιατί μόνο σε εκείνες τις αναρίθμητες καταφρονεμένες μάζες, το 85% του πληθυσμού της Ωκεανίας, μπορούσε να ενεργοποιηθεί η δύναμη που θα κατέστρεφε το Κόμμα. Το Κόμμα δεν μπορούσε να ανατραπεί εκ των έσω. Οι εχθροί του, αν είχε πλέον εχθρούς, δεν γνώριζαν τον τρόπο να μαζευτούν ή να αναγνωρίσουν ο ένας τον άλλον. Ακόμα κι αν η μυθική Αδελφότητα ήταν υπαρκτή, ήταν ασύλληπτο να μπορέσουν να συγκεντρωθούν το πολύ δυο τρία μέλη της. Εξέγερση ήταν ένα βλέμμα, μια αλλαγή στον τόνο της φωνής, το πολύ ένας ευκαιριακός ψίθυρος. Οι προλετάριοι όμως, αν κατάφερναν με κάποιο τρόπο να συνειδητοποιήσουν τη δύναμή τους, δεν θα είχαν ανάγκη να συνωμοτήσουν. Δεν θα είχαν παρά να σηκωθούν και να τιναχτούν, όπως το άλογο τινάζει τις μύγες από πάνω του. Αν τους έκανε κέφι, μπορούσαν να διαλύσουν σε κομματάκια το Κόμμα, το επόμενο πρωί κιόλας. Αργά ή γρήγορα, στα σίγουρα θα αντιλαμβάνονταν τη δύναμή τους. Και όμως…
Θυμήθηκε που κάποτε περπατούσε σε έναν πολυσύχναστο δρόμο, όταν μια τρομερή βοή εκατοντάδων γυναικείων φωνών ξεχύθηκε από έναν κοντινό παράδρομο. Ήταν μια εκπληκτική κραυγή θυμού και απελπισίας μαζί, ένα βαθύ βροντερό “Ωωω!”, που συνέχισε να αντηχεί σαν καμπάνα. Η καρδιά του είχε αναπηδήσει. Ξεκίνησε! είχε σκεφτεί τότε. Μια εξέγερση! Επιτέλους, οι προλετάριοι σπάζουν τα δεσμά τους! Όταν έφτασε στο επίμαχο σημείο, είδε ένα πλήθος από διακόσιες ή τριακόσιες γυναίκες να στριμώχνονται γύρω από τους πάγκους μιας υπαίθριας αγοράς, φιγούρες τόσο τραγικές όσο οι καταδικασμένοι επιβάτες ενός πλοίου που βυθίζεται. Εκείνη όμως τη στιγμή, η γενική απελπισία βρήκε εκτόνωση, καθώς οι γυναίκες άρχισαν να καυγαδίζουν μεταξύ τους. Φαίνεται, ένας από τους πάγκους πουλούσε τενεκεδένια κατσαρολάκια. Ήταν κάτι ελεεινές παλιατζούρες, από την άλλη όμως οποιοδήποτε μαγειρικό σκεύος σπάνιζε. Τώρα, εντελώς απροσδόκητα, η παραγωγή τους είχε αρχίσει να διανέμεται. Οι γυναίκες που είχαν καταφέρει να προμηθευτούν κατσαρολάκια, προσπαθούσαν να το σκάσουν με τα λάφυρά τους στα χέρια, ενώ οι υπόλοιπες τις έσπρωχναν και τις στρίμωχναν. Την ίδια στιγμή, δεκάδες άλλες είχαν αγκιστρωθεί ουρλιάζοντας γύρω από τον πάγκο, κατηγορώντας τον πωλητή ότι έκανε χάρες και ότι κάπου είχε κρυμμένα κι άλλα κατσαρολάκια. Καινούριες φωνές ξέσπασαν σε λίγο. Δύο πελώριες γυναίκες, η μια αναμαλλιασμένη, κρατούσαν την ίδια κατσαρόλα, και η κάθε μία προσπαθούσε να την αρπάξει από την άλλη. Για λίγο, τραβούσαν δυνατά και οι δύο μαζί, και ξαφνικά τα χερούλια ξεκόλλησαν από τα άθλια τεντζερέδια. Ο Γουίνστον τις παρακολουθούσε με απέχθεια. Κι όμως, για μια στιγμή, τι τρομακτική δύναμη είχε εκείνη η κραυγή που βγήκε από λίγες εκατοντάδες λαρύγγια! Γιατί άραγε δεν μπορούσαν ποτέ να φωνάξουν έτσι για σημαντικά ζητήματα;
Έγραψε:
Μέχρι να αποκτήσουν συνείδηση, ποτέ δεν θα εξεγερθούν, και έως ότου εξεγερθούν, ποτέ δεν θα αποκτήσουν συνείδηση.
Αυτό, σκέφτηκε, θα μπορούσε να είναι απόσπασμα από κάποιο εγχειρίδιο του Κόμματος. Το Κόμμα ισχυριζόταν φυσικά ότι είχε απελευθερώσει τους προλετάριους από τα δεσμά τους. Πριν την Επανάσταση, ήταν φρικτά καταπιεσμένοι από τους καπιταλιστές, πεινούσαν και μαστιγώνονταν, οι γυναίκες ήταν αναγκασμένες να δουλεύουν στα ανθρακωρυχεία (η πραγματικότητα ήταν ότι οι γυναίκες συνέχιζαν να δουλεύουν στα ανθρακωρυχεία), τα παιδιά πουλιόνταν στα εργοστάσια μόλις έφταναν τα έξι τους χρόνια. Ταυτόχρονα όμως, το Κόμμα δίδασκε ότι οι προλετάριοι ήταν εκ φύσεως κατώτεροι, που έπρεπε να υποτάσσονται σαν τα ζώα με την εφαρμογή μερικών απλών κανόνων. Στην πραγματικότητα, λίγα πράγματα ήταν γνωστά σχετικά με τους προλετάριους. Δεν χρειαζόταν να ξέρεις περισσότερα. Όσο συνέχιζαν να δουλεύουν και να αναπαράγονται, οι υπόλοιπες δραστηριότητές τους δεν είχαν καμία σημασία. Αφημένοι στην τύχη τους, σαν το κοπάδι που τριγυρνάει ξέφραγο στις πεδιάδες της Αργεντινής, είχαν υιοθετήσει έναν τρόπο ζωής που τους φαινόταν φυσιολογικός, σαν προγονικό πρότυπο. Γεννιόνταν, μεγάλωναν στην αθλιότητα, άρχιζαν να δουλεύουν από τα δώδεκα, διένυαν μια σύντομη περίοδο ομορφιάς και σεξουαλικής ευεξίας, παντρεύονταν στα είκοσι, στα τριάντα τους είχαν ήδη μπει στη μέση ηλικία και τέλος, στο μεγαλύτερο ποσοστό τους, πέθαιναν στα εξήντα. Η βαριά χειρωνακτική εργασία, η φροντίδα του σπιτιού και των παιδιών, οι καυγάδες με τους γείτονες για ασήμαντη αφορμή, οι ταινίες, η μπύρα, το ποδόσφαιρο και πάνω απ’ όλα ο τζόγος ήταν οι μόνες τους σκοτούρες. Δεν ήταν δύσκολο να τους τιθασεύσεις. Κάποιοι πράκτορες της Αστυνομίας της Σκέψης τριγυρνούσαν πάντα ανάμεσά τους διαδίδοντας ψεύτικες φήμες, στοχοποιώντας και εξαφανίζοντας τους λίγους που ήταν ικανοί να αποβούν επικίνδυνοι. Δεν είχε γίνει όμως καμία προσπάθεια να τους μυήσουν στην ιδεολογία του Κόμματος. Δεν ήταν επιθυμητό να έχουν ιδιαίτερη πολιτική συνείδηση οι προλετάριοι. Το μόνο που απαιτούσαν από αυτούς ήταν να δείχνουν έναν πρωτόγονο πατριωτισμό, τον οποίον επικαλούνταν όποτε έκριναν απαραίτητο ώστε να τους αναγκάσουν να αποδεχτούν τις επιπλέον ώρες εργασίας ή τις μικρότερες μερίδες. Ακόμα κι όταν τους δυσαρεστούσε κάτι, η δυσαρέσκειά τους δεν έβγαζε πουθενά, αφού οι ελλιπείς τους γνώσεις τούς έκαναν να εστιάζουν μόνο σε ασήμαντα μικροπροβλήματα. Δεν μπορούσαν ποτέ να αντιληφθούν τα ουσιώδη θέματα. Οι περισσότεροι προλετάριοι δεν διέθεταν καν τηλεοθόνες στα σπίτια τους. Ακόμα και η αστυνομία σπάνια επενέβαινε. Η εγκληματικότητα στο Λονδίνο ήταν ιδιαίτερα εκτεταμένη –ένας ολόκληρος υπόκοσμος κλεφτών, ληστών, εκδιδομένων γυναικών, διακινητών ναρκωτικών και παρανόμων κάθε είδους. Αφού όμως όλα αυτά περιορίζονταν στον κόσμο των προλετάριων, δεν είχαν καμία σημασία. Σε ό,τι είχε σχέση με ζητήματα ηθικής, τους άφηναν να ακολουθήσουν τον προγονικό τους κώδικα. Ο σεξουαλικός πουριτανισμός του Κόμματος δεν εφαρμοζόταν στους προλετάριους. Η σεξουαλική ελευθερία παρέμενε ατιμώρητη, το διαζύγιο επιτρεπόταν. Ακόμα και η θρησκευτική λατρεία θα τους επιτρεπόταν, αν οι προλετάριοι είχαν δώσει κάποιες ενδείξεις ότι την χρειάζονταν ή την επιθυμούσαν. Ήταν υπεράνω υποψίας. Όπως το έθετε το σύνθημα του Κόμματος: “Τα ζώα και οι προλετάριοι είναι ελεύθεροι”.
Ο Γουίνστον έσκυψε και έξυσε προσεκτικά τις ερεθισμένες φλέβες του. Είχαν αρχίσει πάλι να του προκαλούν φαγούρα. Το πρόβλημα ήταν ότι γυρνούσε ξανά και ξανά στο ίδιο ερώτημα: πώς να ήταν άραγε η ζωή πριν την Επανάσταση; Ήταν όμως αδύνατον να δώσει απάντηση. Έβγαλε από το συρτάρι ένα βιβλίο ιστορίας για παιδιά, το οποίο είχε δανειστεί από την κυρία Πάρσονς, και άρχισε να αντιγράφει ένα απόσπασμα στο ημερολόγιό του:
Τον παλιό καιρό, πριν τη λαμπρή Επανάσταση, το Λονδίνο δεν ήταν η όμορφη πόλη που γνωρίζουμε σήμερα. Ήταν ένα σκοτεινό, άθλιο, βρόμικο μέρος, όπου σχεδόν κανείς δεν είχε αρκετό φαγητό και εκατοντάδες χιλιάδες φτωχοί δεν είχαν ούτε παπούτσια να φορέσουν ούτε στέγη να κοιμηθούν. Τα παιδιά της ηλικίας σας αναγκάζονταν να δουλεύουν δώδεκα ώρες την ημέρα για απάνθρωπους αφέντες που τα χτυπούσαν με μαστίγια αν χασομερούσαν και τα τάιζαν μόνο μπαγιάτικο ψωμί και νερό. Όμως, μέσα σε αυτή τη φοβερή φτώχεια, υπήρχαν και λίγα πανέμορφα σπίτια. Εκεί έμεναν πλούσιοι με τριάντα υπηρέτες να τους φροντίζουν. Αυτοί οι πλούσιοι ονομάζονταν καπιταλιστές. Ήταν χοντροί, άσχημοι, με κακιωμένα πρόσωπα, ακριβώς όπως αυτό στην απέναντι σελίδα. Μπορείτε να δείτε ότι φοράει ένα μακρύ μαύρο σακάκι που λεγόταν ρεντιγκότα κι ένα παράξενο κυλινδρικό γυαλιστερό καπέλο που ονομαζόταν ημίψηλο. Αυτή ήταν η στολή των καπιταλιστών, και δεν επιτρεπόταν να τη φοράει κανείς άλλος. Οι καπιταλιστές είχαν όλον τον κόσμο δικό τους, και όλοι οι υπόλοιποι ήταν σκλάβοι τους. Όλα τούς ανήκαν: όλη η γη, όλα τα σπίτια, όλα τα εργοστάσια και όλα τα λεφτά. Αν κάποιος αρνιόταν να τους υπακούσει, μπορούσαν να τον κλείσουν φυλακή ή να τον απολύσουν από τη δουλειά και να τον αφήσουν να πεθάνει από την πείνα. Όταν ένας κοινός άνθρωπος απευθυνόταν σε έναν καπιταλιστή, όφειλε να σκύψει και να υποκλιθεί, να βγάλει το καπέλο του και να τον αποκαλέσει “Κύριο”. Ο αρχηγός των καπιταλιστών ονομαζόταν Βασιλιάς, και …
Το γνώριζε το παραμύθι ο Γουίνστον. Μετά θα αναφέρονταν στους επισκόπους με τα πολυτελή άμφια, στους δικαστές με τις τηβέννους από ερμίνα, στα εργαλεία βασανιστηρίων, στον τροχό, στον κύφωνα5, στα μαστίγια, στο επίσημο δείπνο του Λόρδου Δημάρχου και στη συνήθεια να φιλάνε τα πόδια του Πάπα. Υπήρχε και κάτι που ονομαζόταν “δικαίωμα της πρώτης νύχτας”, που προφανώς δεν μπορούσε να αναφερθεί σε παιδικό βιβλίο. Επρόκειτο για τον νόμο που έδινε σε κάθε καπιταλιστή το δικαίωμα να κοιμάται με τις γυναίκες των εργαζομένων του.
Πώς μπορούσες να γνωρίζεις πόσα από όλα αυτά ήταν ψέματα; Μπορεί να ήταν αλήθεια ότι ο μέσος άνθρωπος είχε καλύτερη διαβίωση σήμερα παρά τις μέρες πριν την Επανάσταση. Η μόνη απόδειξη του αντίθετου ήταν η βουβή διαμαρτυρία στο μεδούλι σου, η ενστικτώδης αίσθηση ότι οι συνθήκες της ζωής σου ήταν αφόρητες και ότι κάποτε πρέπει να ήταν καλύτερες. Ξαφνικά, ο Γουίνστον σκέφτηκε ότι η χαρακτηριστική πραγματικότητα της σύγχρονης ζωής δεν ήταν η σκληρότητα και η ανασφάλεια, αλλά πολύ απλά η κενότητα, η αθλιότητα και η υποταγή. Αν κοιτούσες γύρω σου, η ζωή δεν είχε καμία σχέση ούτε με τα ψέματα που αράδιαζαν οι τηλεοθόνες, αλλά ούτε και με τα ιδανικά που προσπαθούσε να επιτύχει το Κόμμα. Το μεγαλύτερο μέρος της σύγχρονης ζωής ήταν αδιάφορο και απολιτικό, ακόμα και για ένα μέλος του Κόμματος. Ζούσες δουλεύοντας σκληρά σε ανούσιες δουλειές, παλεύοντας να βρεις μια θέση στον Υπόγειο, μαντάροντας μια τρύπια κάλτσα, ζητιανεύοντας για μια ταμπλέτα ζαχαρίνης, φυλώντας σαν κάτι πολύτιμο ένα αποτσίγαρο. Τα ιδανικά που όριζε το Κόμμα ήταν τεράστια, τρομερά, απαστράπτοντα –ένας κόσμος από ατσάλι και τσιμέντο, γεμάτος τερατώδεις μηχανές και τρομερά όπλα, ένα έθνος πολεμιστών και φανατικών που προχωρούσαν μπροστά μέσα σε τέλεια ενότητα, που έκαναν τις ίδιες σκέψεις και φώναζαν τα ίδια συνθήματα, που δούλευαν ασταμάτητα, πολεμούσαν, θριάμβευαν, καταδίωκαν. Τριακόσια εκατομμύρια άνθρωποι, όλοι τους με το ίδιο πρόσωπο. Η πραγματικότητα ήταν σαθρές τρισάθλιες πόλεις γεμάτες υποσιτισμένους ανθρώπους που σέρνονταν με τρύπια παπούτσια, που ζούσαν σε προχειρομπαλωμένα σπίτια του δέκατου ένατου αιώνα, τα οποία βρομούσαν λάχανο και άθλιες τουαλέτες. Του φαινόταν πως έβλεπε σαν σε όραμα το Λονδίνο αχανές, ερειπωμένο, μια πόλη εκατομμυρίων σκουπιδοτενεκέδων. Και κάπου μέσα σε όλα αυτά μπλεκόταν και η εικόνα της κυρίας Πάρσονς, μιας γυναίκας με ρυτιδιασμένο πρόσωπο και αραιά μαλλιά, που σκάλιζε με απόγνωση έναν βουλωμένο σωλήνα αποχέτευσης.
Ο Γουίνστον έσκυψε κι έξυσε ξανά τον αστράγαλό του. Νυχθημερόν, οι τηλεοθόνες σού έπαιρναν τα αυτιά με στατιστικές που αποδείκνυαν ότι σήμερα ο κόσμος είχε περισσότερο φαγητό, περισσότερα ρούχα, καλύτερα σπίτια, καλύτερη ψυχαγωγία. Κι ακόμα, ότι ζούσαν περισσότερα χρόνια, δούλευαν λιγότερες ώρες, ήταν πιο ψηλοί, πιο υγιείς, πιο δυνατοί, πιο ευτυχισμένοι, πιο έξυπνοι, είχαν καλύτερη μόρφωση από ό,τι πενήντα χρόνια πριν. Ούτε λέξη από όλες αυτές τις στατιστικές δεν μπορούσε να αποδειχθεί σωστή ή λανθασμένη. Για παράδειγμα, το Κόμμα ισχυριζόταν ότι σήμερα το 40% των ενηλίκων προλετάριων ήταν μορφωμένοι, ενώ πριν από την Επανάσταση ο αντίστοιχος αριθμός ήταν 15%. Το Κόμμα ισχυριζόταν ότι η βρεφική θνησιμότητα τώρα ήταν μόνο 16%, ενώ πριν την Επανάσταση ήταν 30%, και ούτω καθ’ εξής. Ήταν μια εξίσωση με δύο αγνώστους. Κάθε λέξη που περιεχόταν στα βιβλία της ιστορίας, ακόμα και όσα ο κόσμος θεωρούσε αυτονόητα, θα μπορούσε κάλλιστα να ήταν σκέτη φαντασία. Από όσο γνώριζε ο Γουίνστον, μπορεί και να μην είχε καν υπάρξει νόμος όπως το δικαίωμα της πρώτης νύχτας ή πλάσματα όπως οι καπιταλιστές ή ρουχισμός όπως το ημίψηλο καπέλο.
Το καθετί χανόταν μέσα στην ομίχλη. Το παρελθόν είχε σβηστεί και η διαγραφή του είχε ξεχαστεί, το ψέμα είχε γίνει αλήθεια. Μία μόνο φορά στη ζωή του, ο Γουίνστον έπιασε στα χέρια του –μετά το περιστατικό, αυτό μετρούσε– μια στέρεη, αλάνθαστη απόδειξη της αλλοίωσης της αλήθειας. Την είχε κρατήσει στα χέρια του για μισό λεπτό. Το 1973 πρέπει να ήταν –πάντως τον καιρό που χώρισε με την Κάθριν. Η πραγματικά σχετική ημερομηνία όμως ήταν επτά ή οκτώ χρόνια νωρίτερα.
Η ιστορία άρχισε κάπου στα μέσα της δεκαετίας του εξήντα, την περίοδο των μεγάλων εκκαθαρίσεων, τότε που οι πρώτοι ηγέτες της Επανάστασης εξοντώθηκαν μία και καλή. Μέχρι το 1970 δεν είχε απομείνει κανείς τους εκτός από τον ίδιο τον Μεγάλο Αδελφό, αφού όλοι οι υπόλοιποι είχαν βρεθεί προδότες και αντεπαναστάτες. Ο Γκολντστάιν είχε διαφύγει χωρίς κανείς να γνωρίζει πού βρισκόταν. Όσο για τους άλλους, κάποιοι λίγοι απλά εξαφανίστηκαν, ενώ οι περισσότεροι εκτελέστηκαν μετά από θεαματικές δημόσιες δίκες, έχοντας ομολογήσει τα εγκλήματά τους. Ανάμεσα στους τελευταίους επιζώντες ήταν τρεις άνδρες: Ο Τζόουνς, ο Άαρονσον και ο Ράδερφορντ. Πρέπει να ήταν γύρω στο 1965, όταν συνέλαβαν αυτούς τους τρεις. Όπως συνέβαινε συχνά, και οι τρεις τους εξαφανίστηκαν για έναν χρόνο ή και παραπάνω, και κανείς δεν γνώριζε την τύχη τους. Μετά, ξαφνικά εμφανίστηκαν και πάλι στο προσκήνιο για να υποδείξουν τους εαυτούς τους ως ενόχους, με τον γνωστό τρόπο. Ομολόγησαν ότι έδιναν πληροφορίες στον εχθρό (και τότε ο εχθρός ήταν και πάλι η Ευρασία), ότι έκαναν κατάχρηση του δημόσιου χρήματος, ότι είχαν δολοφονήσει διάφορα έμπιστα μέλη του Κόμματος, ότι συνωμοτούσαν εναντίον του Μεγάλου Αδελφού, και μάλιστα πολύ πριν την Επανάσταση. Ομολόγησαν επίσης δολιοφθορές, που είχαν σαν αποτέλεσμα τον θάνατο εκατοντάδων χιλιάδων ανθρώπων. Μετά τις ομολογίες τους, τους δόθηκε συγχώρηση, επανεντάχθηκαν στο Κόμμα και τους ανατέθηκαν θέσεις φαινομενικά σπουδαίες, στην πραγματικότητα όμως επρόκειτο για αργομισθίες. Και οι τρεις τους έγραψαν μακροσκελή ταπεινωτικά άρθρα στους “Τάιμς”, όπου ανέλυαν τους λόγους της αποστασίας τους και υπόσχονταν να επανορθώσουν.
Λίγο καιρό μετά την απελευθέρωσή τους, ο Γουίνστον είδε και τους τρεις τους στο Καφενείο της Καστανιάς. Θυμήθηκε πόσο γοητευμένος αλλά και τρομοκρατημένος ένιωσε καθώς τους κοιτούσε με την άκρη του ματιού του. Ήταν πολύ μεγαλύτεροί του στην ηλικία, λείψανα του παλιού καιρού, οι τελευταίες μεγάλες φυσιογνωμίες που είχαν απομείνει από τις ηρωικές ημέρες του Κόμματος. Η δόξα του κρυφού αγώνα και του εμφύλιου πολέμου αντανακλούσε, έστω και αμυδρά, ακόμα επάνω τους. Ο Γουίνστον είχε την αίσθηση ότι γνώριζε τα ονόματά τους πολύ πριν μάθει το όνομα του Μεγάλου Αδελφού, αν και ήδη εκείνον τον καιρό και οι ημερομηνίες και τα γεγονότα ήταν συγκεχυμένα. Όμως ήταν παράνομοι, εχθροί, απόβλητοι, καταδικασμένοι με απόλυτη σιγουριά σε αφανισμό το πολύ σε ένα δύο χρόνια. Όποιος είχε πέσει μια φορά στα χέρια της Αστυνομίας της Σκέψης, δεν είχε διαφυγή. Ήταν κουφάρια που απλά περίμεναν να επιστρέψουν στον τάφο τους.
Κανείς δεν καθόταν στα κοντινά τραπέζια. Δεν ήταν έξυπνο να σε δουν τριγύρω τους. Κάθονταν σιωπηλοί μπροστά σε ποτήρια τζιν αρωματισμένου με γαρύφαλλα, τη σπεσιαλιτέ του καφενείου. Από τους τρεις τους, αυτός που έκανε μεγαλύτερη εντύπωση στον Γουίνστον ήταν ο Ράδερφορντ. Κάποτε ήταν φημισμένος γελοιογράφος, και τα σκληρά του σκίτσα είχαν ανάψει τη φλόγα στην κοινή γνώμη, και πριν την Επανάσταση και κατά τη διάρκειά της. Ακόμα και τώρα, σε αραιά διαστήματα, σκίτσα του εμφανίζονταν στους “Τάιμς”. Ήταν όμως απομίμηση της προηγούμενης τεχνοτροπίας του και παράδοξα άτονα, χωρίς πειθώ. Αναμασούσαν πάντα τα παλιά θέματα: άθλιες γειτονιές, πεινασμένα παιδιά, οδομαχίες, καπιταλιστές με ημίψηλα –ακόμα και στα οδοφράγματα, οι καπιταλιστές έμοιαζαν να προσπαθούν να κρατήσουν τα καπέλα στα κεφάλια τους– μια ατελείωτη ανέλπιδη προσπάθεια επιστροφής στο παρελθόν. Ο Ράδερφορντ ήταν ένας πελώριος άνδρας με μακριά γκρίζα λιγδιασμένα μαλλιά. Το πρόσωπό του ήταν σακουλιασμένο, γεμάτο ουλές, ενώ τα χείλη του ήταν παχιά νεγροειδή. Κάποτε πρέπει να ήταν εξαιρετικά δυνατός. Τώρα, το τεράστιο κορμί του συρρικνωνόταν, έγερνε, διαλυόταν, έμοιαζε να καταρρέει μπροστά στα μάτια σου, σαν το βουνό που γκρεμίζεται.
Ήταν εκείνη η μοναχική ώρα που τα ρολόγια δείχνουν δεκαπέντε. Ο Γουίνστον δεν θυμόταν πια πώς είχε γίνει και είχε βρεθεί τέτοια ώρα στο καφενείο. Το μαγαζί ήταν σχεδόν άδειο. Μια σπαστική μουσική ξεχυνόταν από τις τηλεοθόνες. Οι τρεις άνδρες κάθονταν στη γωνιά τους ασάλευτοι, αμίλητοι. Χωρίς να έχει πάρει κάποια παραγγελία, ο σερβιτόρος ακούμπησε μπροστά τους από ένα δεύτερο ποτήρι τζιν. Υπήρχε μια σκακιέρα πάνω στο τραπέζι τους, τα πιόνια ήταν στημένα, κανείς όμως δεν έπαιζε. Και τότε, για μισό λεπτό το πολύ, κάτι έπαθαν οι τηλεοθόνες. Ο σκοπός που έπαιζαν άλλαξε, όπως άλλαξε και το ύφος της μουσικής. Έγινε…, ήταν δύσκολο όμως να περιγράψεις τον ήχο. Ήταν ένας τόνος ιδιαίτερος, κοφτός, δυνατός, ειρωνικός, και στο μυαλό του ο Γουίνστον τον ονόμασε νότα φθοράς. Και μετά, η φωνή τραγούδησε μέσα από την τηλεοθόνη:
Κάτω από την τεράστια καστανιά,
με ξέγραψες, σε ξέγραψα κι εγώ.
Εκεί στέκουν αυτοί, κι εμείς εδώ,
κάτω από την τεράστια καστανιά.
Οι τρεις άνδρες ούτε που κουνήθηκαν. Όταν όμως ο Γουίνστον ξανακοίταξε το ερειπωμένο πρόσωπο του Ράδερφορντ, είδε τα μάτια του γεμάτα δάκρυα. Και για πρώτη φορά παρατήρησε με κάτι σαν εσωτερική ανατριχίλα –χωρίς να ξέρει για ποιον λόγο ανατρίχιασε– ότι και ο Άαρονσον και ο Ράδερφορντ είχαν σπασμένες μύτες.
Λίγο καιρό αργότερα συνέλαβαν ξανά και τους τρεις. Απ’ ό,τι φαινόταν, αμέσως μετά την απελευθέρωσή τους είχαν εμπλακεί σε νέες συνωμοσίες. Στη δεύτερη δίκη ομολόγησαν εκ νέου τα παλιά τους εγκλήματα και μια ολόκληρη σειρά νέων. Εκτελέστηκαν, και η μοίρα τους καταγράφηκε στα ιστορικά χρονικά του Κόμματος σαν μια προειδοποίηση για τις μελλοντικές γενιές. Περίπου πέντε χρόνια μετά από αυτό το γεγονός, το 1973, ο Γουίνστον ξετύλιγε μια δέσμη εγγράφων που μόλις είχαν προσγειωθεί στο γραφείο του μέσω του αεροσωλήνα, όταν βρήκε ένα κομμάτι χαρτί που μάλλον είχε παραπέσει ανάμεσα στα άλλα και είχε ξεχαστεί. Τη στιγμή που το ξεδίπλωνε, κατάλαβε αμέσως τι σήμαινε. Ήταν μισή σελίδα κομμένη από τους “Τάιμς” δέκα χρόνια πριν –για την ακρίβεια, το πάνω μέρος της σελίδας έγραφε την ημερομηνία. Στο απόκομμα υπήρχε και μια φωτογραφία των εκπροσώπων του Κόμματος σε μια συγκέντρωση που είχε γίνει στη Νέα Υόρκη. Στη μέση της ομάδας ξεχώριζαν οι Τζόουνς, Άαρονσον και Ράδερφορντ. Δεν υπήρχε περίπτωση να μην τους αναγνωρίσεις. Εξάλλου, τα ονόματά τους ήταν φαρδιά πλατιά στη λεζάντα κάτω από τη φωτογραφία.
Το θέμα ήταν ότι και στις δύο δίκες οι τρεις άνδρες είχαν ομολογήσει ότι βρίσκονταν σε ευρασιατικό έδαφος. Είχαν πετάξει από ένα μυστικό αεροδρόμιο του Καναδά για μια συνάντηση κάπου στη Σιβηρία. Επρόκειτο για μια σύσκεψη του Γενικού Ευρασιατικού Επιτελείου, όπου οι τρεις αυτοί είχαν προδώσει σημαντικά στρατιωτικά μυστικά. Η ημερομηνία είχε αποτυπωθεί στη μνήμη του Γουίνστον, καθώς συνέπεσε να είναι η μέρα του Άη Γιάννη. Σίγουρα όμως η όλη ιστορία θα είχε καταγραφεί και αλλού αμέτρητες φορές. Το μόνο δυνατό συμπέρασμα ήταν ότι οι ομολογίες ήταν ψευδείς.
Αυτό το συμπέρασμα δεν ήταν φυσικά μια τρομερή ανακάλυψη. Ακόμα και τότε, ο Γουίνστον δεν πίστευε ότι οι άνθρωποι που αφανίζονταν στις μεγάλες εκκαθαρίσεις είχαν πράγματι διαπράξει όσα τους καταμαρτυρούσαν. Αλλά το χαρτί που είχε εκείνη τη στιγμή μπροστά του ήταν απτή απόδειξη. Ήταν ένα υπόλειμμα του μηδενισμένου παρελθόντος, σαν κάποιο απολίθωμα που βρίσκεται σε λάθος στρώμα της γης και καταρρίπτει μια γεωλογική θεωρία. Αν με κάποιο τρόπο δημοσιευόταν και ο κόσμος μάθαινε τη σημασία του, αρκούσε για να τινάξει στον αέρα το Κόμμα.
Είχε συνεχίσει χωρίς χρονοτριβή τη δουλειά του. Με το που κατάλαβε τι ήταν και τι σήμαινε η φωτογραφία, τη σκέπασε με ένα άλλο χαρτί. Ευτυχώς που όταν την είχε ξεδιπλώσει, μόνο η πίσω όψη της ήταν ορατή στην τηλεοθόνη.
Πήρε το σημειωματάριό του στα χέρια κι έσπρωξε την καρέκλα του προς τα πίσω, ώστε να διευρύνει την απόσταση από την τηλεοθόνη. Δεν ήταν δύσκολο να κρατήσεις ανέκφραστο το πρόσωπό σου. Ακόμα και την ανάσα σου μπορούσες να ελέγξεις με λίγη προσπάθεια. Δεν μπορούσες όμως να ελέγξεις το χτυποκάρδι σου, και η τηλεοθόνη ήταν αρκετά ευαίσθητη ώστε να το συλλάβει. Έτσι, άφησε να περάσουν κάπου δέκα λεπτά, αγωνιώντας όλη αυτή την ώρα μήπως τον προδώσει κάποιο ατύχημα –ένα ξαφνικό ρεύμα αέρα, που ίσως να φυσούσε στο γραφείο του, για παράδειγμα. Μετά, έχοντας τη φωτογραφία πάντα καλυμμένη, την έριξε στην τρύπα της μνήμης μαζί με άλλα άχρηστα χαρτιά. Στο επόμενο λεπτό, θα κατέληγε σε στάχτες.
Αυτό είχε συμβεί δέκα, έντεκα χρόνια πριν. Σήμερα, ίσως και να φύλαγε τη φωτογραφία. Παράδοξο, όμως το γεγονός ότι την είχε κρατήσει στα χέρια του, του φαινόταν να έχει σημασία ακόμα και τώρα που τόσο η φωτογραφία όσο και το συμβάν το οποίο αποτύπωνε ήταν μονάχα μια ανάμνηση. Αναρωτήθηκε αν η κυριαρχία του Κόμματος πάνω στο παρελθόν αποδυναμωνόταν επειδή ένα αποδεικτικό στοιχείο που δεν υπήρχε πια, είχε υπάρξει κάποτε.
Σήμερα όμως, αν υπέθετε ότι με κάποιον τρόπο η φωτογραφία μπορούσε να αναγεννηθεί από τις στάχτες της, ίσως και να μην αποτελούσε αποδεικτικό στοιχείο. Ήδη, τον καιρό που ο Γουίνστον έκανε αυτή την ανακάλυψη, η Ωκεανία δεν ήταν σε πόλεμο με την Ευρασία, άρα οι τρεις άνδρες υποτίθεται ότι είχαν προδώσει την πατρίδα τους σε πράκτορες της Ανατολασίας. Πόσες αλλαγές είχαν γίνει από τότε; Ούτε και θυμόταν. Πιθανότατα οι ομολογίες είχαν γραφτεί ξανά και ξανά, μέχρι που τα αρχικά γεγονότα και οι ημερομηνίες δεν είχαν πια καμία σημασία. Το παρελθόν δεν άλλαζε απλώς, άλλαζε συνεχώς. Αυτό όμως που επηρέαζε περισσότερο τον Γουίνστον παίρνοντας διαστάσεις εφιάλτη ήταν ότι ποτέ δεν είχε ξεκαθαρίσει στο μυαλό του για ποιο λόγο γινόταν αυτή η τεραστίων διαστάσεων παραποίηση της ιστορίας. Τα άμεσα πλεονεκτήματα της αλλοίωσης του παρελθόντος ήταν προφανή, το απώτερο κίνητρο όμως παρέμενε ένα μυστήριο. Ξανάπιασε την πένα του και έγραψε στο ημερολόγιο:
Καταλαβαίνω πώς, δεν καταλαβαίνω γιατί.
Αναρωτήθηκε, όπως είχε αναρωτηθεί πολλές φορές στο παρελθόν, αν ήταν τρελός. Ίσως ένας τρελός αποτελούσε τη μειοψηφία του ενός και τίποτα περισσότερο. Το να πιστεύεις ότι η γη περιστρέφεται γύρω από τον ήλιο, ίσως κάποτε ήταν σημάδι τρέλας. Σήμερα ήταν σημάδι τρέλας το να πιστεύεις ότι το παρελθόν δεν μπορούσε να αλλάξει. Ίσως να ήταν ο μόνος που πίστευε κάτι τέτοιο, κι αν ήταν ο μόνος, τότε ήταν τρελός. Δεν τον προβλημάτιζε όμως η σκέψη ότι μπορεί να είχε τρελαθεί. Μπορεί να έκανε λάθος και να μην ήταν τρελός τελικά, κι αυτό ήταν που τον προβλημάτιζε.
Ξανάπιασε στα χέρια του το παιδικό βιβλίο ιστορίας και κοίταξε το πορτρέτο του Μεγάλου Αδελφού στην προμετωπίδα. Τα υπνωτιστικά μάτια κοιτούσαν βαθιά τα δικά σου. Ήταν λες και μια τεράστια δύναμη σε πίεζε –κάτι που διαπερνούσε το κρανίο σου, σε τρομοκρατούσε σε τέτοιο βαθμό ώστε σε ανάγκαζε να αποκηρύξεις τα πιστεύω σου, σχεδόν σε έπειθε να απαρνηθείς τη μαρτυρία των ίδιων σου των αισθήσεων. Στο τέλος, το Κόμμα θα ανακοίνωνε ότι δύο και δύο έκαναν πέντε, κι εσύ θα έπρεπε να το πιστέψεις. Αργά ή γρήγορα θα το ισχυρίζονταν και αυτό, ήταν αναπόφευκτο. Η λογική του ισχυρού το απαιτούσε. Η φιλοσοφία του Κόμματος σιωπηρά αρνιόταν όχι μόνο την εγκυρότητα της εμπειρίας, αλλά και την ύπαρξη της εξωτερικής πραγματικότητας. Η αίρεση των αιρέσεων ήταν η κοινή λογική. Το τρομακτικό δεν ήταν ότι θα σε σκότωναν αν σκεφτόσουν διαφορετικά. Το τρομακτικό ήταν ότι μπορεί και να είχαν δίκιο. Γιατί, σε τελευταία ανάλυση, πώς ξέρουμε ότι δύο και δύο κάνουν τέσσερα; Ή ότι η δύναμη της βαρύτητας ισχύει; Ή ότι το παρελθόν είναι αμετάβλητο; Αν το παρελθόν και ο εξωτερικός κόσμος υπάρχουν μόνο στο μυαλό μας, και αν το μυαλό μας είναι ελεγχόμενο, τότε τι γίνεται;
Όμως όχι! Το κουράγιο του Γουίνστον αναπτερώθηκε ξαφνικά. Χωρίς να έχει καμία σχέση με όσα σκεφτόταν, το πρόσωπο του Ο’ Μπράιεν ήρθε στο νου του. Ο Γουίνστον γνώριζε, με περισσότερη σιγουριά από πριν, ότι ο Ο’ Μπράιεν ήταν με το μέρος του. Έγραφε το ημερολόγιο για τον Ο’ Μπράιεν –προς τον Ο’ Μπράιεν. Ήταν σαν ένα ατελείωτο γράμμα που δεν θα διάβαζε ποτέ κανείς, απευθυνόταν όμως σε ένα συγκεκριμένο πρόσωπο και χρωματιζόταν από αυτό το γεγονός.
Το Κόμμα σού έλεγε να απορρίπτεις τη μαρτυρία των αυτιών και των ματιών σου. Ήταν η τελική και σημαντικότερη εντολή του. Η καρδιά του Γουίνστον βούλιαξε στη σκέψη της τεράστιας δύναμης που παρατασσόταν εναντίον του, της ευκολίας με την οποία οποιοσδήποτε διανοούμενος του Κόμματος θα τον νικούσε σε μια συζήτηση, των επιχειρημάτων με τις λεπτές αποχρώσεις τα οποία δεν θα ήταν σε θέση να κατανοήσει, ούτε και φυσικά να ανταπαντήσει. Κι όμως, αυτός είχε δίκιο. Είχαν άδικο, κι αυτός είχε δίκιο. Το προφανές, το ανόητο, η αλήθεια έπρεπε να προασπιστούν. Οι κοινοτοπίες είναι αλήθεια, σε αυτό πρέπει να στηρίζεται κανείς! Ο υλικός κόσμος υπάρχει, οι νόμοι του δεν αλλάζουν. Οι πέτρες είναι σκληρές, το νερό είναι υγρό, τα ελεύθερα αντικείμενα πέφτουν προς το κέντρο της γης. Με την αίσθηση ότι μιλούσε στον Ο’ Μπράιεν, αλλά και ότι διατύπωνε ένα σημαντικό αξίωμα, έγραψε:
Ελευθερία είναι η ελευθερία να λες ότι δύο και δύο κάνουν τέσσερα. Αν αυτό θεωρηθεί ως δεδομένο, όλα τα άλλα ακολουθούν.
8ο ΚΕΦΑΛΑΙΟ
Από το βάθος του στενοσόκακου ξεχυνόταν στον δρόμο η μυρωδιά ψημένου καφέ –αληθινού καφέ, όχι Καφέ της Νίκης. Ο Γουίνστον κοντοστάθηκε άθελά του. Για μια σύντομη στιγμή, γύρισε πίσω στον μισοξεχασμένο κόσμο της παιδικής του ηλικίας. Μετά, μια πόρτα βρόντηξε διακόπτοντας απότομα τη μυρωδιά σαν να ήταν κάποιος ήχος.
Είχε διανύσει αρκετά χιλιόμετρα περπατώντας στους δρόμους, και οι πρησμένες του φλέβες, χαμηλά στον αστράγαλο, του έστελναν οδυνηρές σουβλιές. Αυτή ήταν η δεύτερη φορά μέσα σε τρεις εβδομάδες που σημείωνε απουσία από τις απογευματινές συγκεντρώσεις στο Κοινοτικό Κέντρο. Μεγάλη απερισκεψία, καθώς ήταν σίγουρο ότι το Κόμμα παρακολουθούσε και κατέγραφε προσεκτικά τις παρουσίες όλων. Βασικά, ένα μέλος του Κόμματος δεν διέθετε ελεύθερο χρόνο και δεν ήταν ποτέ μόνο του, εκτός από την ώρα του ύπνου. Υποτίθεται ότι, όταν δεν δούλευες, έτρωγες ή κοιμόσουν, έπρεπε να συμμετέχεις σε κάποιου είδους ομαδική ψυχαγωγία. Αν έκανες οτιδήποτε υπονοούσε διάθεση για απομόνωση, ακόμα κι αν έβγαινες για περπάτημα, ήταν πάντα κάπως επικίνδυνο. Υπήρχε μια λέξη γι’ αυτό στη Νέα Ομιλία: μονοζωή λεγόταν και σήμαινε ατομικισμό και εκκεντρικότητα.
Αυτό όμως το απόγευμα, καθώς ο Γουίνστον βγήκε από το Υπουργείο, ο μυρωμένος Απριλιάτικος αέρας τον έβαλε σε πειρασμό. Ο ουρανός είχε ένα ζεστό γαλάζιο χρώμα που αντίστοιχο δεν είχε αντικρίσει ποτέ του άλλοτε μέσα στη χρονιά. Ξαφνικά, το μακρόσυρτο θορυβώδες απόγευμα στο Κέντρο, τα ανιαρά εξαντλητικά παιχνίδια, οι διαλέξεις, η ψευδαίσθηση συντροφικότητας που διευκόλυνε το τζιν, του φάνηκαν ανυπόφορα. Εντελώς παρορμητικά, γύρισε την πλάτη του στη στάση του λεωφορείου και άρχισε να περιπλανιέται στον λαβύρινθο του Λονδίνου, αρχικά προς τα νότια, κατόπιν ανατολικά, κι έπειτα βόρεια, χαμένος σε άγνωστους δρόμους, χωρίς να νοιάζεται για την κατεύθυνση που θα ακολουθούσε.
“Αν υπάρχει ελπίδα” είχε γράψει στο ημερολόγιό του “αυτή βρίσκεται στους προλετάριους”. Αυτές οι λέξεις επαναλαμβάνονταν στο μυαλό του, σαν δήλωση μια μυστικής αλήθειας και ενός χειροπιαστού παραλογισμού ταυτόχρονα.
Είχε φτάσει κάπου στα βορειοανατολικά του σημείου που βρισκόταν άλλοτε ο σταθμός του Σεντ Πάνκρας, σε κάτι απροσδιόριστες σκουρόχρωμες συνοικίες. Βάδιζε σε έναν λιθόστρωτο δρόμο πλαισιωμένο από διώροφα σπίτια με ρημαγμένες πόρτες, που άνοιγαν κατευθείαν στο πεζοδρόμιο και που κατά έναν περίεργο τρόπο έδιναν την εντύπωση ποντικότρυπας. Εδώ κι εκεί στο λιθόστρωτο υπήρχαν λακκούβες γεμάτες βρομόνερα. Μέσα κι έξω από τις σκοτεινές πόρτες και στα στενοσόκακα που διακλαδίζονταν σε κάθε πλευρά, συνωστιζόταν ένας απίστευτα μεγάλος αριθμός ανθρώπων. Κορίτσια στον ανθό της ηλικίας τους με έντονα βαμμένα χείλη και νεαροί που έτρεχαν πίσω από τα κορίτσια και πρησμένες γυναίκες με περπάτημα σαν της πάπιας, μια εικόνα που έδειχνε πώς θα καταντούσαν τα κορίτσια σε δέκα χρόνια. Γέρικες φιγούρες καμπουριαστές, που έσερναν τα πόδια τους, και κουρελιάρικα ξυπόλητα παιδιά, που έπαιζαν τσαλαβουτώντας στα βρομόνερα και μετά σκόρπιζαν καθώς οι θυμωμένες μανάδες τους έμπηγαν τις τσιρίδες. Το ένα τέταρτο των παραθύρων της γειτονιάς ήταν σπασμένα και μπαλωμένα πρόχειρα με σανίδια. Ο περισσότερος κόσμος ούτε που γύριζε να κοιτάξει τον Γουίνστον. Κάποιοι του έριχναν μια ματιά που μαρτυρούσε επιφυλακτική περιέργεια. Δυο τερατώδεις γυναίκες με τα φουσκωμένα χέρια τους διπλωμένα στις ποδιές τους είχαν πιάσει κουβέντα έξω από μια πόρτα. Ο Γουίνστον άκουγε αποσπασματικά τη συζήτηση καθώς πλησίαζε.
«“Ναι” της λέω “μια χαρά μας τα λες” της λέω. “Μα, κυρά μου, κάτσε να ήσουνα στη θέση μου, και θα ’κανες τα ίδια” της λέω “μα πού να βρεις τις δικές μου σκοτούρες;”»
«Α!» είπε η άλλη. «Καλά ξηγήθηκες. Όχι, παίζουμε!»
Οι στριγκές φωνές σταμάτησαν απότομα. Οι γυναίκες τον περιεργάστηκαν με εχθρική σιωπή καθώς περνούσε από δίπλα τους. Δεν ήταν όμως εχθρότητα ακριβώς, μάλλον κάτι σαν επιφύλαξη, μια στιγμιαία ακαμψία του κορμιού, σαν να περνούσε ένα άγνωστο ζώο. Η μπλε στολή του Κόμματος μάλλον δεν ήταν συνηθισμένο θέαμα σε αυτούς τους δρόμους. Πράγματι, δεν ήταν φρόνιμο να εμφανίζεσαι σε τέτοια μέρη, εκτός κι αν είχες συγκεκριμένο λόγο. Μπορεί να σε σταματούσαν οι περιπολίες, αν τύχαινε να πέσεις πάνω τους. “Να δω τα χαρτιά σου, σύντροφε; Τι κάνεις εδώ; Τι ώρα έφυγες από τη δουλειά σου; Αυτό είναι το συνηθισμένο σου δρομολόγιο όταν γυρίζεις σπίτι σου;” Όχι ότι υπήρχε κάποιος νόμος που να απαγορεύει να πας στο σπίτι σου από άλλον δρόμο, ήταν όμως αρκετό για να τραβήξεις την προσοχή της Αστυνομίας της Σκέψης στο άτομό σου, αν το μάθαινε.
Ξαφνικά, μια αναστάτωση διέτρεξε όλον τον δρόμο. Από παντού ακούστηκαν κραυγές προειδοποίησης. Οι άνθρωποι τρύπωναν ξανά στα σπίτια τους σαν τους λαγούς. Μια νέα γυναίκα βγήκε βιαστικά από μια πόρτα λίγο παραπέρα από τον Γουίνστον, άρπαξε ένα μωρό που έπαιζε στα βρομόνερα, το σκέπασε με την ποδιά της και ξαναχώθηκε στο σπίτι της, όλα αυτά με μία σχεδόν κίνηση. Την ίδια στιγμή ένας άνδρας, που φορούσε ένα κοστούμι τόσο φαρδύ που έκανε δίπλες, πετάχτηκε από ένα διπλανό δρομάκι και τρέχοντας κατά τη μεριά του Γουίνστον έδειξε αναστατωμένος τον ουρανό.
«Χύτρα!» ούρλιαξε. «Πρόσεχε, αφεντικό! Θα σου ’ρθει ο ουρανός σφοντύλι! Πέσε κάτω γρήγορα!»
“Χύτρα” ήταν το παρατσούκλι που για κάποιον λόγο είχαν δώσει οι προλετάριοι στις κατευθυνόμενες βόμβες. Ο Γουίνστον έπεσε αμέσως μπρούμυτα. Οι προλετάριοι είχαν σχεδόν πάντα δίκιο όταν σε προειδοποιούσαν για τέτοιους κινδύνους. Έμοιαζε να διαθέτουν κάποιου είδους ένστικτο πους τους ειδοποιούσε αρκετά δευτερόλεπτα προτού πέσει μια βόμβα, αν και υποτίθεται ότι οι κατευθυνόμενες βόμβες ταξίδευαν πιο γρήγορα από τον ήχο. Ο Γουίνστον προστάτεψε το κεφάλι του καλύπτοντάς το με τα χέρια.
Ακούστηκε ένα μουγκρητό που έμοιαζε να σηκώνει τον δρόμο στον αέρα. Μια βροχή από ελαφριά μικροαντικείμενα έσκασε στην πλάτη του Γουίνστον. Όταν κατάφερε να σηκωθεί, είδε ότι ήταν σκεπασμένος με κομματάκια από τα σπασμένα τζάμια του κοντινού παράθυρου.
Συνέχισε να περπατάει. Η βόμβα είχε κατεδαφίσει μια συστάδα σπιτιών διακόσια μέτρα παρακάτω στον δρόμο. Ένα μαύρο σύννεφο καπνού ανέβαινε στον ουρανό και από κάτω του ο τόπος είχε γεμίσει σκόνη από τους σοβάδες των γκρεμισμένων σπιτιών. Πλήθος κόσμου συνωστιζόταν ήδη γύρω από τα ερείπια. Στο πεζοδρόμιο μπροστά του, ο Γουίνστον είδε να τρέχει ένα κόκκινο ρυάκι ανάμεσα από έναν σωρό ερειπίων. Όταν έσκυψε να το παρατηρήσει καλύτερα, είδε ότι ήταν έναν ανθρώπινο χέρι κομμένο από τον καρπό, τόσο λευκό που έμοιαζε γύψινο.
Το κλώτσησε να πέσει στον υπόνομο και μετά, για να αποφύγει το πλήθος, έστριψε σε έναν παράδρομο στα δεξιά του. Σε τρία τέσσερα λεπτά είχε αφήσει πίσω του την περιοχή όπου είχε πέσει η βόμβα. Οι δρόμοι είχαν γεμίσει και πάλι με άθλια ανθρώπινα πλάσματα, σαν να μην είχε συμβεί το παραμικρό. Η ώρα είχε πάει είκοσι, και στα μαγαζιά που σέρβιραν ποτά και όπου σύχναζαν οι προλετάριοι (παμπς, τα έλεγαν) ο κόσμος στριμωχνόταν σαν τις σαρδέλες. Από τις λιγδιασμένες πόρτες που ανοιγόκλειναν συνεχώς, ξεχυνόταν μια μπόχα κάτουρου, πριονιδιού και ξινισμένης μπύρας. Στην εσοχή ενός σπιτιού, τρεις άνδρες ήταν μαζεμένοι ο ένας κοντά στον άλλον. Ο μεσαίος κρατούσε μια διπλωμένη εφημερίδα, ενώ οι άλλοι δύο τη μελετούσαν πάνω από τον ώμο του. Προτού καν τους πλησιάσει για να διακρίνει την έκφραση του προσώπου τους, ο Γουίνστον κατάλαβε από την ένταση του σώματός τους πόσο απορροφημένοι ήταν. Ολοφάνερα διάβαζαν κάτι πολύ σημαντικό στην εφημερίδα. Τους είχε σχεδόν πλησιάσει, όταν ξαφνικά η τριάδα χωρίστηκε και οι δύο από αυτούς άρχισαν να λογοφέρνουν. Για μια στιγμή μάλιστα έμοιαζαν έτοιμοι να έρθουν στα χέρια.
«Δεν μπορείς να καταλάβεις τι σου λέω, πανάθεμά σε; Σου λέω, κανένα νούμερο που τελειώνει στο εφτά δεν έχει κερδίσει εδώ και δεκατέσσερις μήνες!»
«Τι μας λες! Έχει κερδίσει!»
«Όχι, δεν έχει! Έχω γράψει στο τεφτέρι όλα τα νούμερα που κέρδισαν τα δύο τελευταία χρόνια. Τα έχω στο σπίτι. Τα γράφω όλα τους τακτικά, σαν το ρολόι. Και σου λέω λοιπόν, δεν έχει νούμερο που τελειώνει σε εφτά…»
«Όχι, έχει κερδίσει το εφτά. Σχεδόν τον θυμάμαι όλον τον παλιοαριθμό! Τέσσερα μηδέν εφτά ήταν τα τρία τελευταία. Τον Φλεβάρη, τη δεύτερη βδομάδα».
«Τον κακό σου τον καιρό! Άκου τον Φλεβάρη! Τα έχω γραμμένα εγώ, καθαρά και ξάστερα. Και στο ματαλέω, δεν έχει αριθμό…»
«Κόφτε το!» είπε ο τρίτος.
Μιλούσαν για το Λαχείο. Ο Γουίνστον, που είχε ήδη απομακρυνθεί γύρω στα τριάντα μέτρα, κοίταξε ξανά πίσω του. Ακόμα καυγάδιζαν ξαναμμένοι. Το Λαχείο ήταν το μόνο δημόσιο συμβάν που αποσπούσε την προσοχή των προλετάριων, αφού κάθε εβδομάδα μοίραζε μεγάλα χρηματικά ποσά. Κάτι εκατομμύρια προλετάριοι έβλεπαν στο Λαχείο τον κύριο ή μπορεί και τον μοναδικό λόγο που τους κρατούσε στη ζωή. Ήταν το κέφι τους, η τρέλα τους, το αναλγητικό τους, το κίνητρο να σκεφτούν. Για χάρη του Λαχείου, ακόμα κι όσοι ίσα που διάβαζαν ή έγραφαν, έμοιαζαν ικανοί για πολύπλοκους υπολογισμούς και άθλους απομνημόνευσης. Ολόκληρη στρατιά ανθρώπων έβγαζαν μεροκάματο πουλώντας συστήματα, προγνωστικά και γούρια. Ο Γουίνστον δεν γνώριζε τίποτα για τον τρόπο λειτουργίας του Λαχείου –το διαχειριζόταν το Υπουργείο Αφθονίας– ήξερε όμως (όλοι στο Κόμμα το ήξεραν) ότι τα περισσότερα χρηματικά βραβεία ήταν φανταστικά. Μόνο μικροποσά πληρώνονταν, ενώ οι νικητές των μεγάλων χρηματικών βραβείων ήταν ανύπαρκτα πρόσωπα, κάτι καθόλου δύσκολο να συμβεί, μια και δεν υπήρχε καμία πραγματική επικοινωνία ανάμεσα στις διάφορες περιοχές της Ωκεανίας.