Αν όμως υπήρχε ελπίδα, αυτή βρισκόταν στους προλετάριους. Σε αυτό το αξίωμα έπρεπε να εμμένεις. Όταν το έλεγες, ακουγόταν λογικό. Μόνο όμως όταν κοιτούσες τους ανθρώπους που σε προσπερνούσαν στον δρόμο, μόνο τότε γινόταν πεποίθηση.
Ο Γουίνστον έστριψε σε έναν κατηφορικό δρόμο. Είχε την εντύπωση πως είχε ξαναβρεθεί σε αυτή τη γειτονιά και πως κάπου εκεί κοντά υπήρχε μια κεντρική διάβαση. Από κάπου μπροστά ερχόταν η φασαρία της οχλαγωγίας. Ο δρόμος έστριβε απότομα και τελείωνε σε μία σκάλα που οδηγούσε σε ένα βαθουλωτό πέρασμα. Εκεί κάτι λίγοι πλανόδιοι είχαν στήσει πάγκους και πουλούσαν μαραμένα λαχανικά. Μόλις εκείνη τη στιγμή ο Γουίνστον θυμήθηκε πού βρισκόταν. Το πέρασμα έβγαζε στον κύριο δρόμο, και στην επόμενη στροφή δεξιά, ούτε πέντε λεπτά απόσταση, ήταν το παλαιοπωλείο από όπου είχε αγοράσει το άγραφο τετράδιο που ήταν τώρα το ημερολόγιό του. Και από ένα μικρό χαρτοπωλείο λίγο παρακάτω είχε αγοράσει την πένα και το μπουκάλι με το μελάνι.
Στάθηκε για λίγο στο κεφαλόσκαλο. Στην απέναντι πλευρά του στενού περάσματος ήταν μια άθλια παμπ με παράθυρα που έμοιαζαν σκεπασμένα με πάχνη, στην πραγματικότητα όμως ήταν κατασκονισμένα. Ένας πολύ ηλικιωμένος άνδρας, σκυφτός αλλά ευκίνητος, με άσπρα μουστάκια στριφτά σαν της γαρίδας, έσπρωξε την πόρτα και μπήκε. Καθώς ο Γουίνστον στεκόταν και τον χάζευε, συνειδητοποίησε ότι ο γέρος, που έδειχνε τουλάχιστον ογδοντάρης, θα ήταν ήδη μεσόκοπος τον καιρό που έγινε η Επανάσταση. Αυτός και οι λίγοι όμοιοί του αποτελούσαν τον τελευταίο σύνδεσμο με τον χαμένο κόσμο του καπιταλισμού. Στο ίδιο το Κόμμα δεν είχαν απομείνει και πολλοί που οι ιδέες τους είχαν διαμορφωθεί πριν την Επανάσταση. Οι παλαιότερες γενιές βασικά είχαν εξοντωθεί στις μεγάλες εκκαθαρίσεις των δεκαετιών του πενήντα και του εξήντα. Οι λίγοι επιζήσαντες είχαν από καιρό παραδώσει το πνεύμα τους τρομοκρατημένοι. Ο μόνος ζωντανός που θα μπορούσε να σε κατατοπίσει σωστά για τις συνθήκες της ζωής στα πρώτα χρόνια του αιώνα ήταν κάποιος προλετάριος. Ξαφνικά, στη μνήμη του Γουίνστον επανήλθε το απόσπασμα από το βιβλίο ιστορίας που είχε αντιγράψει στο ημερολόγιό του, και τότε τον κατέλαβε μια τρελή παρόρμηση. Θα έμπαινε στην παμπ, θα έπιανε μια δήθεν τυχαία γνωριμία με τον γέρο και θα τον ρωτούσε. Θα του έλεγε: “Πείτε μου για τη ζωή σας όταν ήσασταν μικρός. Πώς ήταν τα πράγματα τότε; Ήταν καλύτερα ή χειρότερα;”
Στα γρήγορα, μήπως και από τον φόβο του άλλαζε γνώμη στο ενδιάμεσο, κατέβηκε τα σκαλιά και διέσχισε τον στενό δρόμο. Ήταν καθαρή τρέλα, σίγουρα ήταν. Ως συνήθως, δεν υπήρχε κάποιος συγκεκριμένος κανόνας που να σου απαγορεύει να μιλάς με προλετάριους ή να συχνάζεις στις παμπς τους, ήταν όμως κάτι εξαιρετικά ασυνήθιστο ώστε να περάσει απαρατήρητο. Αν έκαναν την εμφάνισή τους οι περίπολοι, θα μπορούσε να επικαλεστεί ότι είχε νιώσει αδιαθεσία, κάτι που μάλλον δεν θα γινόταν πιστευτό. Όπως κι αν είχαν τα πράγματα, έσπρωξε την πόρτα και αμέσως τον χτύπησε κατάμουτρα μια αψιά μυρωδιά ξινής μπύρας. Με το που μπήκε στο μαγαζί, οι φωνές χαμήλωσαν. Μπορούσε να νιώσει τα μάτια των θαμώνων να καρφώνονται στην πλάτη της μπλε του φόρμας. Κάποιοι που έπαιζαν βελάκια στην άλλη άκρη της αίθουσας διέκοψαν το παιχνίδι τους για λίγες στιγμές. Ο γέρος στεκόταν στο μπαρ και έδειχνε να έχει κάποιου είδους λογομαχία με τον μπάρμαν, έναν ψηλό και εύσωμο νεαρό, με γαμψή μύτη και δυνατά μπράτσα. Μερικοί ακόμα θαμώνες στέκονταν παράμερα και με τα ποτήρια στο χέρι παρακολουθούσαν τη σκηνή.
«Στο ζήτησα σαν κύριος, έτσι;» είπε ο γέρος ισιώνοντας τους ώμους, έτοιμος για μάχη. «Θες να πεις ότι δεν βρίσκεται μια πίντα6 σε ολόκληρο το αναθεματισμένο μαγαζί σου;»
«Τι στο διάβολο είναι η πίντα;» ρώτησε ο μπάρμαν σκύβοντας μπροστά με τα χέρια ακουμπισμένα στον πάγκο.
«Για κοίτα τον! Λογαριάζεται για μπάρμαν και δεν ξέρει τι είναι η πίντα! Άκου να δεις, η πίντα είναι μισό τέταρτο, και τέσσερα από δαύτα κάνουν ένα γαλόνι. Να σου μάθω και το αλφάβητο μήπως;»
«Δεν τα έχω ξανακούσει όλα αυτά» είπε κοφτά ο μπάρμαν. «Λίτρο και μισόλιτρο, αυτά σερβίρει το κατάστημα. Μπροστά σου είναι τα ποτήρια, στα ράφια».
«Εγώ γουστάρω μια πίντα!» επέμεινε ο γέρος. «Μια χαρά θα μου έκανε μια πίντα. Δεν είχαμε αυτά τα αναθεματισμένα τα λίτρα στα νιάτα μου».
«Στα νιάτα σου, ζούσαμε όλοι πάνω στα δέντρα» είπε ο μπάρμαν κοιτάζοντας με νόημα τους υπόλοιπους πελάτες.
Ακούστηκαν δυνατά γέλια, και η αμηχανία που έφερε η άφιξη του Γουίνστον έμοιαζε να έχει ξεχαστεί. Πίσω από τα άσπρα γένια, το πρόσωπο του γέρου βάφτηκε κόκκινο. Έκανε να φύγει μουρμουρίζοντας μέσα από τα δόντια του και σκόνταψε πάνω στον Γουίνστον, που τον συγκράτησε πιάνοντάς του μαλακά το μπράτσο.
«Να σας κεράσω ένα ποτό;» τον ρώτησε.
«Είσαι πολύ κύριος» είπε ο γέρος ορθώνοντας ξανά τους ώμους. Δεν φάνηκε να πρόσεξε τη μπλε στολή του Γουίνστον. «Μια πίντα!» πέταξε επιθετικά στον μπάρμαν. «Μια πίντα μπύρα!»
Ο μπάρμαν άδειασε δύο μισόλιτρα σκούρη μπύρα στα χοντρά ποτήρια που ξέπλυνε σε έναν κουβά κάτω από τον πάγκο. Μόνο μπύρα μπορούσες να πιεις στις παμπς των προλετάριων. Υποτίθεται ότι οι προλετάριοι απαγορευόταν να πίνουν τζιν, παρότι στην πράξη δεν ήταν καθόλου δύσκολο να το προμηθευτούν. Το παιχνίδι με τα βελάκια είχε ξαναρχίσει, και η συντροφιά των πελατών στον πάγκο είχε πιάσει κουβέντα για το λαχείο. Η παρουσία του Γουίνστον είχε για την ώρα ξεχαστεί. Υπήρχε ένα τραπεζάκι κάτω από το παράθυρο όπου αυτός και ο γέρος θα μπορούσαν να κάτσουν και να μιλήσουν χωρίς φόβο να τους ακούσουν. Ήταν τρομερά επικίνδυνο, όμως δεν υπήρχε τηλεοθόνη στην αίθουσα, κάτι για το οποίο ο Γουίνστον είχε σιγουρευτεί με το που μπήκε στο μαγαζί.
«Λες και δε μπορούσε να μου δώσει την πίντα μου» γκρίνιαξε ο γέρος με το που βολεύτηκε μπροστά στο ποτήρι του. «Τι να μου κάνει το μισόλιτρο; Δε φτάνει. Κι ολόκληρο λίτρο παραπάει. Με πιάνει κατρουλιό. Χώρια τα λεφτά».
«Θα πρέπει να είδατε μεγάλες αλλαγές από τον καιρό που ήσασταν νέος» είπε άτολμα ο Γουίνστον.
Τα γαλάζια μάτια του γέρου πλανήθηκαν από τον στόχο για τα βελάκια στην μπάρα και από την μπάρα στην πόρτα της τουαλέτας, σαν να περίμενε οι αλλαγές να αφορούσαν την αίθουσα.
«Η μπύρα ήταν καλύτερη» είπε τελικά. «Και πιο φτηνή! Στα νιάτα μου, η ξανθιά μπύρα –τη λέγαμε γουάλοπ– πήγαινε τέσσερις πένες η πίντα. Αυτά γίνονταν πριν τον πόλεμο βέβαια».
«Για ποιον πόλεμο λέτε;» ρώτησε ο Γουίνστον.
«Όλο πολέμους είναι» είπε αόριστα ο γέρος. Σήκωσε το ποτήρι του και ίσιωσε ξανά τους ώμους. «Στην υγειά σου!»
Στον λεπτό λαιμό του το εξογκωμένο καρύδι του ανεβοκατέβηκε αστραπιαία, και η μπύρα εξαφανίστηκε. Ο Γουίνστον πήγε στην μπάρα και ξαναγύρισε με δύο μισόλιτρα ακόμα. Ο γέρος έμοιαζε να έχει ξεχάσει την προκατάληψη που είχε δείξει νωρίτερα για το ολόκληρο λίτρο.
«Είστε πολύ μεγαλύτερός μου στα χρόνια» είπε ο Γουίνστον. «Θα πρέπει να είσαστε ήδη μεγάλος όταν γεννήθηκα εγώ. Θα θυμόσαστε πώς ήταν στα παλιά χρόνια, πριν την Επανάσταση. Οι άνθρωποι της ηλικίας μου δεν ξέρουμε τίποτα για εκείνα τα χρόνια. Μόνο στα βιβλία μπορούμε να τα διαβάσουμε, και ό,τι υπάρχει στα βιβλία μπορεί και να μην είναι αλήθεια. Θα ήθελα να μάθω τι γνώμη έχετε εσείς. Τα βιβλία της ιστορίας λένε ότι η ζωή πριν την Επανάσταση ήταν τελείως διαφορετική από τη σημερινή. Υπήρχε τρομερή καταπίεση, αδικία, φτώχεια, τόση που δεν μπορούμε καν να φανταστούμε. Εδώ στο Λονδίνο, οι περισσότεροι δεν είχαν ποτέ τους αρκετό φαγητό, από την ώρα που γεννιόντουσαν μέχρι που πέθαιναν. Οι μισοί από αυτούς ούτε παπούτσια δεν είχαν στα πόδια τους. Δούλευαν δώδεκα ώρες την ημέρα, παρατούσαν το σχολείο από τα εννιά τους χρόνια, κοιμόντουσαν δέκα μαζί σε ένα δωμάτιο. Και την ίδια στιγμή, υπήρχαν λίγες χιλιάδες άνθρωποι –καπιταλιστές τούς έλεγαν– που συγκέντρωναν τον πλούτο και τη δύναμη. Τους ανήκαν όλα όσα μπορούσαν να αποκτηθούν. Ζούσαν σε τεράστια μεγαλόπρεπα σπίτια με τριάντα υπηρέτες, κυκλοφορούσαν με αμάξια και άμαξες που τις έσερναν τέσσερα άλογα, έπιναν σαμπάνια, φορούσαν ημίψηλα…»
Το πρόσωπο του γέρου φωτίστηκε ξαφνικά.
«Ημίψηλα!» είπε. «Γούστο έχει που το ’πες τώρα δα. Το ίδιο μου ’ρθε στο μυαλό χθες, ούτε ξέρω γιατί. Έτσι το σκεφτόμουνα, πως έχω χρόνια να δω ημίψηλο. Πάνε τώρα αυτά. Τελευταία φορά που έβαλα ένα από δαύτα ήταν στην κηδεία της νύφης μου. Κι αυτό έγινε –μπα! πού να θυμάμαι την ημερομηνία. Πάντως θα ήτανε πενήντα χρόνια πίσω. Φυσικά νοικιασμένο το ’χα, για την περίσταση. Κατάλαβες;»
«Δεν έχουν σημασία τα ημίψηλα» είπε υπομονετικά ο Γουίνστον. «Το θέμα είναι ότι αυτοί οι καπιταλιστές –μαζί τους και λίγοι δικηγόροι και παπάδες και κάτι άλλοι που ζούσαν από αυτούς– ήταν οι άρχοντες της γης. Τα πάντα γίνονταν για τη δική τους εξυπηρέτηση. Εσείς –οι κοινοί άνθρωποι, οι εργάτες– ήσασταν οι σκλάβοι τους. Μπορούσαν να σας κάνουν ό,τι ήθελαν. Μπορούσαν να σας βάλουν σε ένα πλοίο και να σας πουλήσουν στον Καναδά σαν να ήσασταν κοπάδια. Αν το ήθελαν, μπορούσαν να κοιμηθούν με τις κόρες σας. Μπορούσαν να βάλουν να σας μαστιγώσουν με κάτι που το έλεγαν “η γάτα με τις εννιά ουρές”7. Έπρεπε να τους βγάζετε το καπέλο όταν τους συναντούσατε στον δρόμο. Κάθε καπιταλιστής κυκλοφορούσε με ένα τσούρμο λακέδες που …»
Το πρόσωπο του γέρου έλαμψε ξανά.
«Λακέδες!» είπε. «Για κοίτα! Χρόνια και ζαμάνια έχω να ακούσω αυτή τη λέξη. Λακέδες! Πόσα χρόνια πίσω με πάει! Θυμάμαι… Α! Κάτι αιώνες πριν, καμιά φορά πήγαινα στο Χάιντ Παρκ τα απογεύματα της Κυριακής, να κάνω χάζι εκείνους τους τύπους που έβγαζαν λόγο. Ο Στρατός της Σωτηρίας, οι Ρωμαιοκαθολικοί, οι Εβραίοι, οι Ινδοί –κάθε καρυδιάς καρύδι ήταν μαζεμένοι. Κι ήταν λοιπόν ένας τύπος –δεν θυμάμαι το όνομά του, τι λόγους έβγαζε όμως! Τους έτριζε τα δόντια. “Λακέδες!” τους λέει. “Λακέδες της μπουρζουαζίας. Δούλοι της άρχουσας τάξης!” Παράσιτα –έτσι τους έλεγε. Και ύαινες –στα σίγουρα τους έλεγε έτσι. Φυσικά μιλούσε για το Εργατικό Κόμμα, με πιάνεις».
Ο Γουίνστον κατάλαβε ότι η κουβέντα δεν έβγαζε πουθενά.
«Αυτό που θα ήθελα πραγματικά να μάθω είναι το εξής: Αισθάνεστε περισσότερο ελεύθερος τώρα από όσο εκείνα τα χρόνια; Είναι πιο ανθρώπινη η ζωή σας; Τον παλιό καιρό, οι πλούσιοι με τα ημί…»
«Η Βουλή των Λόρδων» σχολίασε ονειροπόλα ο γέρος.
«Η Βουλή των Λόρδων, αν θέλετε. Αυτό που σας ρωτάω είναι αν εκείνοι οι άνθρωποι μπορούσαν να σας μεταχειρίζονται σαν κατώτερους απλά επειδή ήταν πλούσιοι κι εσείς φτωχοί. Για παράδειγμα: ισχύει ότι έπρεπε να τους αποκαλείτε “Κύριε” και να βγάζετε το καπέλο σας όταν περνούσαν δίπλα σας;»
Ο γέρος φάνηκε να πέφτει σε βαθιά περισυλλογή. Ήπιε περίπου το ένα τέταρτο από τη μπύρα του μέχρι να δώσει απάντηση.
«Ναι» είπε. «Τους άρεσε να τους βγάζεις το καπέλο. Έδειχνε κομμάτι σεβασμό. Δεν ήταν του γούστου μου, μα το ’κανα συχνά. Έτσι έπρεπε, θα έλεγες».
«Και συνήθιζαν… –επαναλαμβάνω ό,τι ακριβώς διάβασα στα βιβλία της ιστορίας– συνήθιζαν αυτοί οι άνθρωποι και οι υπηρέτες τους να σας σπρώχνουν και να σας πετάνε στον δρόμο;»
«Μια φορά ένας τους με έσπρωξε» είπε ο γέρος. «Σα χθες το θυμάμαι. Ήταν η βραδιά της Λεμβοδρομίας –πολύς σαματάς γινόταν όταν είχε Λεμβοδρομία– και πέφτω πάνω σε ένα παλληκάρι από δαύτους στη λεωφόρο Σάφτσμπερι. Πολύ κύριος. Με το καλό του το πουκάμισο, το ημίψηλο, τη μαύρη ρεντιγκότα. Πήγαινε τρεκλίζοντας, και κατά λάθος κουτουλήσαμε χωρίς να το θέλω. “Δε βλέπεις πού πηγαίνεις;” μου λέει. Κι εγώ του λέω: “Γιατί, το αγόρασες το πεζοδρόμιο;” Μου λέει εκείνος: “Θα σου στρίψω το λαρύγγι, που τολμάς και μου βγάζεις γλώσσα”. Του λέω: “Είσαι σούρα στο μεθύσι. Κάτσε μισό λεπτό και θα σε κανονίσω”. Και το πιστεύεις, δεν το πιστεύεις, βάζει τότε το χέρι του στο στήθος μου και μου δίνει μια σπρωξιά που κόντεψε να με στείλει κάτω από τις ρόδες του λεωφορείου. Καλά, ήμουνα νέος τότε και θα του άναβα μια ξανάστροφη να καταλάβει, μόνο που…»
Ο Γουίνστον απελπίστηκε. Η μνήμη του γέρου ήταν ένα σκουπιδομάνι από ασήμαντες λεπτομέρειες. Θα μπορούσες να τον ρωτάς όλη τη μέρα χωρίς να πάρεις καμία χρήσιμη πληροφορία. Ίσως και να αλήθευαν κατά κάποιον τρόπο οι ιστορίες του Κόμματος. Ίσως και να ήταν απόλυτα αληθινές. Έκανε μια τελευταία προσπάθεια.
«Ίσως δεν έγινα απόλυτα κατανοητός» είπε. «Θέλω να πω το εξής: Έχετε ζήσει πολλά χρόνια. Τη μισή σας ζωή τη ζήσατε πριν την Επανάσταση. Το 1925, για παράδειγμα, ήσασταν ήδη μεγάλος. Θα λέγατε λοιπόν, όσο μπορείτε να θυμηθείτε, ότι η ζωή το 1925 ήταν καλύτερη ή χειρότερη από την τωρινή; Αν μπορούσατε να διαλέξετε, θα προτιμούσατε να ζείτε εκείνη την εποχή ή την τωρινή;»
Ο γέρος κοίταξε σκεφτικός τον στόχο για τα βελάκια. Αποτελείωσε την μπύρα του με ρέγουλο. Όταν μίλησε ξανά, το ύφος του ήταν διανθισμένο με φιλοσοφική διάθεση. Προφανώς η μπύρα τον είχε μαλακώσει.
«Ξέρω τι περιμένεις να σου πω» είπε. «Περιμένεις να σου πω ότι θα ’θελα να ξανάνιωνα. Οι πιο πολλοί, αυτό λένε σαν τους ρωτήσεις. Όταν είσαι νέος κι έχεις την υγειά σου, έχεις και δύναμη. Όταν φτάσεις στα χρόνια μου, δεν είσαι ποτέ καλά. Τα πόδια μου με πεθαίνουν στους πόνους, κι η κύστη μου είναι τα χάλια της. Έξι εφτά φορές θα σηκωθώ να πάω για κατούρημα τη νύχτα. Από την άλλη πάλι, έχεις μεγάλα καλά σαν φτάσεις στα χρόνια μου. Δεν έχεις τις ίδιες σκοτούρες. Ούτε πάρε δώσε με τις γυναίκες έχεις, κι αυτό είναι σπουδαίο πράμα. Έχω να πάω με γυναίκα εδώ και τριάντα χρόνια, το πιστεύεις; Κι ούτε που ήθελα, να ξέρεις».
Ο Γουίνστον έγειρε την πλάτη του στο περβάζι. Δεν είχε όφελος να συνεχίσει. Ετοιμαζόταν να κεράσει άλλη μια μπύρα, όταν ξαφνικά ο γέρος σηκώθηκε και σύρθηκε γρήγορα μέχρι τη βρομερή τουαλέτα στην άλλη μεριά της αίθουσας. Το επιπλέον μισόλιτρο τον είχε πιάσει ήδη. Ο Γουίνστον απόμεινε μια στιγμή να κοιτάζει το άδειο ποτήρι του και ούτε κατάλαβε για πότε βρέθηκε έξω στον δρόμο. Σκέφτηκε ότι το πολύ σε είκοσι χρόνια το καυτό αλλά απλό ερώτημα “ήταν η ζωή καλύτερη πριν από την Επανάσταση;” θα έμενε αναπάντητο για πάντα. Στην ουσία, και τώρα αναπάντητο ήταν, αφού οι ελάχιστοι επιζήσαντες του παλιού κόσμου ήταν ανίκανοι να συγκρίνουν τη μια εποχή με την άλλη. Θυμόνταν μυριάδες άχρηστες λεπτομέρειες, έναν καυγά με έναν συνάδελφο, την αναζήτηση μιας χαμένης τρόμπας ποδηλάτου, την έκφραση στο πρόσωπο της πεθαμένης τους αδελφής, τον στρόβιλο της σκόνης ένα πρωινό που φυσούσε πολύ εβδομήντα χρόνια πριν, ενώ από την άλλη όλα τα σημαντικά βρίσκονταν έξω από το οπτικό τους πεδίο. Έμοιαζαν με το μυρμήγκι που μπορεί να δει τα μικροαντικείμενα, του ξεφεύγουν όμως τα μεγαλύτερα. Και αν η μνήμη απουσίαζε και τα γραπτά ντοκουμέντα είχαν παραποιηθεί, τότε ο ισχυρισμός του Κόμματος, ότι δηλαδή οι συνθήκες ζωής είχαν βελτιωθεί, έπρεπε να γίνει δεκτός, γιατί δεν υπήρχε, ούτε και θα υπήρχε ποτέ, κανένα άλλο μέτρο σύγκρισης.
Εκείνη τη στιγμή, ο ειρμός των σκέψεών του διακόπηκε απότομα. Σταμάτησε να περπατάει και σήκωσε το βλέμμα ερευνητικά. Βρισκόταν σε έναν στενό δρόμο με λίγα σκοτεινά μαγαζιά ανάμεσα στα σπίτια. Ακριβώς πάνω από το κεφάλι του κρέμονταν τρεις ξέθωρες μεταλλικές μπάλες, που κάποτε ήταν μάλλον επιχρυσωμένες. Σα να το γνώριζε αυτό το σημείο… Μα βέβαια! Στεκόταν έξω ακριβώς από το παλαιοπωλείο απ’ όπου είχε αγοράσει το ημερολόγιο.
Ένα ρίγος φόβου τον διαπέρασε. Ήταν πολύ ριψοκίνδυνο και μόνο που είχε αγοράσει το τετράδιο. Είχε πάρει όρκο να μην ξαναπατήσει σε αυτό το μέρος. Κι όμως, με το που άφησε τις σκέψεις του να τρέξουν ελεύθερες, τα πόδια του, σαν από δική τους θέληση, τον έφεραν στο ίδιο σημείο. Είχε ελπίσει ότι ξεκινώντας το ημερολόγιο, θα προφυλασσόταν από κάτι τέτοιες αυτοκτονικές παρορμήσεις. Ταυτόχρονα, παρατήρησε ότι το μαγαζί ήταν ακόμα ανοιχτό παρόλο που η ώρα ήταν είκοσι μία σχεδόν. Με την αίσθηση ότι θα κινούσε λιγότερες υποψίες μέσα παρά χασομερώντας έξω από το μαγαζί, δρασκέλισε την είσοδο. Αν τον ρωτούσαν, θα μπορούσε εύλογα να πει ότι έψαχνε να βρει ξυραφάκια.
Ο μαγαζάτορας είχε μόλις ανάψει μια κρεμαστή λάμπα πετρελαίου, που άφηνε μια ακάθαρτη αλλά φιλική μυρωδιά. Ο άνδρας ήταν γύρω στα εξήντα. Εύθραυστος, κυρτωμένος, με μια μακριά συμπαθητική μύτη και ήρεμα μάτια που τα αλλοίωναν τα χοντρά γυαλιά. Τα μαλλιά του ήταν άσπρα σχεδόν, τα φρύδια του όμως ήταν δασύτριχα και ακόμα μαύρα. Τα γυαλιά του, οι ευγενικές σβέλτες κινήσεις του και το γεγονός ότι φορούσε ένα παλιό σακάκι από μαύρο βελούδο, του έδιναν έναν αέρα διανοούμενου, σαν να ήταν άνθρωπος των γραμμάτων ή μουσικός ίσως. Η φωνή του ήταν απαλή, χαμηλών τόνων και η προφορά του λιγότερο χυδαία από των περισσότερων προλετάριων.
«Σας αναγνώρισα που στεκόσασταν στο πεζοδρόμιο» του είπε. «Είστε ο κύριος που αγόρασε το γυναικείο λεύκωμα. Εξαιρετικής ποιότητας χαρτί. Κρεμ μουαρέ το λέγαμε. Τέτοιο χαρτί έχει να φτιαχτεί πάνω από πενήντα χρόνια, θα έλεγα». Κοίταξε τον Γουίνστον πάνω από τα γυαλιά του. «Μπορώ να σας εξυπηρετήσω σε κάτι; Ή θα θέλατε απλά να ρίξετε μια ματιά;»
«Περαστικός ήμουν» είπε αόριστα ο Γουίνστον. «Μια ματιά θα ρίξω μόνο. Δεν έχω κάτι συγκεκριμένο στο μυαλό μου».
«Δεν πειράζει» είπε ο άλλος «γιατί δεν νομίζω ότι θα μπορούσα να σας ικανοποιήσω». Έκανε μια απολογητική κίνηση με το απαλό του χέρι. «Βλέπετε πώς είναι εδώ μέσα. Θα το λέγατε και άδειο το κατάστημά μου. Μεταξύ μας, το εμπόριο αντικών δεν έχει μέλλον πια. Δεν υπάρχει ούτε ζήτηση ούτε προσφορά, λόγω έλλειψης εμπορεύματος. Τα έπιπλα, οι πορσελάνες, τα κρύσταλλα, όλα καταστράφηκαν με τον καιρό. Και βέβαια, τα περισσότερα μεταλλικά αντικείμενα τα έλιωσαν. Έχω χρόνια να δω μπρούτζινο κηροπήγιο».
Ο μικροσκοπικός χώρος, που αποτελούσε το εσωτερικό του μαγαζιού, ήταν ασφυκτικά γεμάτος, δεν υπήρχε όμως σχεδόν τίποτα που να έχει κάποια αξία. Τα ελεύθερα τετραγωνικά του δαπέδου ήταν περιορισμένα, γιατί ολόγυρα στους τοίχους ήταν σωριασμένες αμέτρητες σκονισμένες κορνίζες. Στη βιτρίνα του καταστήματος υπήρχαν δίσκοι με βίδες και παξιμάδια, άχρηστα ψαλίδια, σουγιάδες με σπασμένες λάμες, σκουριασμένα ρολόγια που είχαν ολοφάνερα σταματήσει να λειτουργούν από καιρό, κι άλλες παλιατσαρίες. Μόνο σε ένα μικρό τραπέζι στη γωνία υπήρχαν ανάκατα μικροαντικείμενα –λακαρισμένες ταμπακιέρες, καρφίτσες από αχάτη και άλλα τέτοια– που έδιναν την εντύπωση ότι κάτι ενδιαφέρον κρυβόταν ανάμεσά τους. Καθώς ο Γουίνστον κατευθυνόταν προς το τραπέζι, το βλέμμα του μαγνητίστηκε από ένα στρογγυλό λείο αντικείμενο που άστραφτε απαλά κάτω από το φως της λάμπας. Το πήρε στα χέρια του.
Ήταν ένα βαρύ κομμάτι από γυαλί κυρτό από τη μία πλευρά, επίπεδο από την άλλη, που σχημάτιζε σχεδόν ημισφαίριο. Και το χρώμα και η υφή του γυαλιού άφηναν την παράξενη εντύπωση μιας απαλότητας, σαν του νερού της βροχής. Μέσα στο κέντρο του, μεγεθυμένο από την κυρτή επιφάνεια, υπήρχε ένα παράξενο ροδαλό ελικοειδές αντικείμενο που θύμιζε τριαντάφυλλο ή θαλάσσια ανεμώνη.
«Τι είναι αυτό;» ρώτησε συνεπαρμένος.
«Αυτό είναι κοράλλι» είπε ο ηλικιωμένος. «Από τον Ινδικό Ωκεανό, μάλλον. Συνήθιζαν να τα ενσωματώνουν στο γυαλί. Αυτό πρέπει να κατασκευάστηκε τουλάχιστον εκατό χρόνια πριν. Μη σας πω και περισσότερα, αν κρίνω από την εμφάνισή του».
«Είναι πανέμορφο» είπε ο Γουίνστον.
«Είναι πανέμορφο» επιδοκίμασε ο άλλος. «Δεν υπάρχουν και πολλοί όμως που θα το έλεγαν στις μέρες μας». Έβηξε. «Λοιπόν, αν θα σας ενδιέφερε να το αγοράσετε, το κόστος του είναι μόνο τέσσερα δολάρια. Θυμάμαι πως κάποτε ένα τέτοιο αντικείμενο θα έπιανε οκτώ λίρες, και οκτώ λίρες ήταν –εντάξει, δεν μπορώ να υπολογίσω, πάντως ήταν πολλά χρήματα. Ποιος όμως ενδιαφέρεται για αυθεντικές αντίκες σήμερα; Ακόμα και για αυτές τις λίγες που έχουν απομείνει;»
Ο Γουίνστον πλήρωσε αμέσως τα τέσσερα δολάρια και έχωσε το αντικείμενο του πόθου του στην τσέπη του. Αυτό που τον τράβηξε δεν ήταν τόσο η ομορφιά του όσο το ότι απέπνεε τον αέρα μιας εποχής εντελώς διαφορετικής από τη σημερινή. Το απαλό, σαν το νερό της βροχής, γυαλί δεν έμοιαζε με κανένα γυαλί από όσα είχε δει μέχρι τώρα. Το αντικείμενο γινόταν διπλά ελκυστικό λόγω της προφανούς έλλειψης χρησιμότητας, αν και ο Γουίνστον θα έλεγε ότι κάποτε μάλλον χρησίμευε σαν χαρτοστάτης. Το ένιωθε βαρύ στην τσέπη του, ευτυχώς όμως δεν φούσκωνε πολύ. Το να έχει επάνω του ένα τέτοιο αντικείμενο ένα μέλος του Κόμματος ήταν αλλόκοτο και ενοχοποιητικό. Καθετί παλιό και όμορφο ήταν πάντα ελαφρώς ύποπτο. Ο γέρος, τώρα που είχε πάρει τα τέσσερα δολάρια, έδειχνε πιο ευδιάθετος. Ο Γουίνστον συνειδητοποίησε ότι θα δεχόταν να του δώσει το αντικείμενο για τρία ή ακόμα και δύο δολάρια.
«Υπάρχει άλλο ένα δωμάτιο στον επάνω όροφο, που ίσως θα θέλατε να του ρίξετε μια ματιά» είπε. «Δεν έχει και πολλά για να δείτε, λίγα κομμάτια μόνο. Θα χρειαστούμε φως αν πρόκειται να ανέβουμε».
Άναψε μια λάμπα και προπορεύτηκε σκυφτός σε μια απότομη φθαρμένη σκάλα, πέρασε έναν στενό διάδρομο και μπήκε σε ένα δωμάτιο που δεν είχε θέα στον δρόμο αλλά σε μια χαλικόστρωτη αυλή και ένα δάσος από καμινάδες. Ο Γουίνστον παρατήρησε ότι η επίπλωση ήταν τακτοποιημένη σαν το δωμάτιο να επρόκειτο να κατοικηθεί. Υπήρχε ένα στενό χαλί στρωμένο στο πάτωμα, στους τοίχους κρέμονταν ένας δυο πίνακες και μια βαθιά ατημέλητη πολυθρόνα ήταν τραβηγμένη κοντά στο τζάκι. Στο ράφι πάνω από το τζάκι ένα παλιομοδίτικο γυάλινο ρολόι με δώδεκα ψηφία στην όψη του χτυπούσε ρυθμικά. Κάτω από το παράθυρο, ένα πελώριο κρεβάτι με στρώμα έπιανε το ένα τέταρτο του δωματίου.
«Εδώ ζούσαμε μέχρι που πέθανε η γυναίκα μου» είπε ο γέρος, απολογητικά σχεδόν. «Λίγο λίγο, ξεπουλάω τα έπιπλα. Κοιτάξτε τι ωραίο μαονένιο κρεβάτι ή μάλλον θα ήταν ωραίο αν μπορούσε κανείς να ξεφορτωθεί τους κοριούς. Φαντάζομαι όμως ότι θα το βρίσκατε λίγο ενοχλητικό».
Είχε σηκώσει τη λάμπα ψηλά, για να φωτίσει όλο το δωμάτιο. Το ζεστό ημίφως έδινε στον χώρο μια θελκτική όψη. Του Γουίνστον τού πέρασε η ιδέα ότι δεν θα ήταν δύσκολο να το νοικιάσει για λίγα δολάρια την εβδομάδα, αν βέβαια τολμούσε να το ρισκάρει. Ήταν μια ξέφρενη, απραγματοποίητη ιδέα που καλά θα έκανε να την εγκαταλείψει χωρίς δεύτερη σκέψη, αλλά το δωμάτιο είχε ξυπνήσει μέσα του μια νοσταλγία, μια προγονική ανάμνηση. Του φαινόταν ότι γνώριζε ακριβώς την αίσθηση του να κάθεσαι σε ένα τέτοιο δωμάτιο, στην πολυθρόνα δίπλα στη φωτιά, με τα πόδια να ακουμπούν στο προστατευτικό του τζακιού κι ένα τσαγερό να ζεσταίνει στο γείσο του. Ολότελα μόνος, ολότελα ασφαλής, να μη σε παρακολουθεί κανείς, να μη σε καταδιώκει καμία φωνή, να μην ακούς κανέναν άλλο ήχο εκτός από το γουργουρητό του τσαγερού και τον φιλικό ρυθμικό χτύπο του ρολογιού.
«Δεν υπάρχει τηλεοθόνη!» δεν μπόρεσε να μη σχολιάσει.
«Α!» είπε ο γέρος. «Ποτέ μου δεν είχα. Είναι μεγάλο έξοδο. Κι ούτε ένιωσα ποτέ την ανάγκη να αποκτήσω μία. Κοιτάξτε εκεί στη γωνία το όμορφο τραπέζι με τα ανοιγόμενα φύλλα. Θα πρέπει βέβαια να βάλετε καινούριους μεντεσέδες, αν θέλετε να χρησιμοποιήσετε τα φύλλα».
Στην άλλη γωνία υπήρχε μια μικρή βιβλιοθήκη, και ο Γουίνστον κατευθυνόταν ήδη προς τα εκεί. Τα βιβλία της δεν παρουσίαζαν κανένα ενδιαφέρον. Η δίωξη και καταστροφή των βιβλίων εφαρμοζόταν διεξοδικά τόσο στα σπίτια των προλετάριων όσο και οπουδήποτε αλλού. Ήταν μάλλον απίθανο να βρίσκεται βιβλίο τυπωμένο πριν το 1960 σε όλη την Ωκεανία. Ο γέρος, με τη λάμπα στο χέρι, στεκόταν μπροστά σε έναν πίνακα με κορνίζα από ξύλο τριανταφυλλιάς. Ο πίνακας κρεμόταν στην άλλη πλευρά του τζακιού, απέναντι από το κρεβάτι.
«Λοιπόν, αν τυχόν σας ενδιαφέρουν οι παλιοί πίνακες…» άρχισε διακριτικά.
Ο Γουίνστον διέσχισε το δωμάτιο και στάθηκε να εξετάσει αυτό που απεικόνιζε. Ήταν μια γκραβούρα από ατσάλι και παρίστανε ένα οβάλ κτίριο με παραλληλόγραμμα παράθυρα και έναν πυργίσκο μπροστά του. Το κτίριο περιβαλλόταν από ένα κιγκλίδωμα και στην πίσω άκρη διακρινόταν κάτι σαν άγαλμα. Ο Γουίνστον το κοίταξε για λίγο. Του φαινόταν αόριστα οικείο, παρότι δεν θυμόταν το άγαλμα.
«Η κορνίζα είναι βιδωμένη στον τοίχο, θα μπορούσα όμως να σας την ξεβιδώσω, αν το επιθυμείτε» είπε ο γέρος.
«Το γνωρίζω αυτό το κτίριο» είπε τελικά ο Γουίνστον. «Τώρα είναι ερείπια. Βρίσκεται στη μέση του δρόμου, έξω από το Παλάτι της Δικαιοσύνης».
«Σωστά. Έξω από τα Δικαστήρια. Βομβαρδίστηκε το –α! πάνε πολλά χρόνια. Κάποτε ήταν εκκλησία, ο Άγιος Κλήμης των Δανών». Χαμογέλασε απολογητικά, σαν να ήξερε ότι θα έλεγε κάτι ελαφρώς γελοίο και πρόσθεσε: «Πορτοκάλια και λεμόνια λεν οι καμπάνες του Άη Κλήμη».
«Τι είναι αυτό;» ρώτησε ο Γουίνστον.
«Α! “Πορτοκάλια και λεμόνια λεν οι καμπάνες του Άη Κλήμη” ήταν ένα τραγουδάκι που το λέγαμε παιδιά. Δεν θυμάμαι πώς συνέχιζε, θυμάμαι όμως πώς τελείωνε. “Να κερί να σε φωτίσει στο κρεβάτι, να λεπίδα να σου κόψει το κεφάλι”. Ήταν κάτι σαν χορός. Τα παιδιά σήκωναν τα χέρια τους ψηλά κι εσύ περνούσες από κάτω, κι όταν έφταναν στο “να λεπίδα να σου κόψει το κεφάλι”, κατέβαζαν τα χέρια και σε έπιαναν. Μέσα στους στίχους μπορούσε να βρει κανείς όλες τις εκκλησίες του Λονδίνου –σίγουρα πάντως τις πιο σπουδαίες».
Ο Γουίνστον αναρωτήθηκε σε ποιον αιώνα να είχε χτιστεί η εκκλησία. Πάντα ήταν δύσκολο να προσδιορίσεις την ηλικία ενός Λονδρέζικου κτιρίου. Οτιδήποτε ογκώδες και εντυπωσιακό, αν έδειχνε σχετικά καινούριο, αυτόματα κατατασσόταν στα μετά την Επανάσταση κτίρια, ενώ οτιδήποτε εμφανώς παλαιότερο αποτελούσε χαρακτηριστικό μιας ομιχλώδους περιόδου που ονομαζόταν Μεσαίωνας. Οι αιώνες του καπιταλισμού θεωρούνταν ότι είχαν δημιουργήσει μόνο ασήμαντα έργα. Τώρα πια δεν μπορούσε κανείς να μάθει ιστορία από την αρχιτεκτονική, όπως δεν μπορούσε να τη μάθει μέσα από τα βιβλία. Τα αγάλματα, οι επιγραφές, οι επιτύμβιες πλάκες, τα ονόματα των δρόμων –οτιδήποτε θα μπορούσε να ρίξει φως στο παρελθόν είχε παραποιηθεί συστηματικά.
«Δεν ήξερα ότι ήταν εκκλησία» είπε ο Γουίνστον.
«Στην πραγματικότητα έχουν απομείνει αρκετές» είπε ο γέρος «αν και έχουν άλλη χρήση πια. Για να δω, πώς συνέχιζε εκείνο το παιδικό τραγουδάκι; Α! Το βρήκα!»
“Πορτοκάλια και λεμόνια, λεν οι καμπάνες του Άη Κλήμη.
Μου χρωστάς τρία φαρδίνια, λεν οι καμπάνες του Άη Μαρτίνου”.
Ορίστε, μέχρι εδώ θυμάμαι. Το φαρδίνι ήταν ένα μικρό χάλκινο νόμισμα, που έμοιαζε με το σεντ».
«Πού βρισκόταν ο Άγιος Μαρτίνος;» ρώτησε ο Γουίνστον.
«Ο Άγιος Μαρτίνος; Υπάρχει ακόμα. Βρίσκεται στην Πλατεία της Νίκης, δίπλα στην πινακοθήκη. Ένα κτίριο με τριγωνική είσοδο, κολόνες στην πρόσοψη και μια εντυπωσιακή σκάλα».
Ο Γουίνστον γνώριζε καλά το μέρος. Ήταν μουσείο που το χρησιμοποιούσαν για προπαγανδιστικές εκθέσεις ποικίλης θεματικής –μικρογραφίες βομβών και Πλωτών Οχυρών, κέρινα ομοιώματα που αναπαριστούσαν τις φρικαλεότητες του εχθρού και άλλα παρόμοια.
«Ο Άγιος Μαρτίνος των Αγρών, έτσι λεγόταν» συμπλήρωσε ο γέρος «αν και δεν θυμάμαι να υπήρχαν αγροί εκεί γύρω».
Ο Γουίνστον δεν αγόρασε τον πίνακα. Θα ήταν ένα απόκτημα ακόμη πιο ανάρμοστο από τον γυάλινο χαρτοστάτη. Ούτε θα είχε τρόπο να τον μεταφέρει στο διαμέρισμά του ακόμα κι αν τον έβγαζε από την κορνίζα του. Παρ’ όλα αυτά, χασομέρησε λίγα λεπτά κουβεντιάζοντας με τον γέρο, για τον οποίον έμαθε ότι δεν λεγόταν Γουίκς –όπως θα συμπέραινε κάποιος από την επιγραφή στην πρόσοψη του μαγαζιού– αλλά Τσάρινγκτον. Ο κύριος Τσάρινγκτον ήταν χήρος, εξήντα τριών χρονών και διατηρούσε το κατάστημα επί τριάντα συναπτά έτη. Όλο αυτό το διάστημα το είχε σκοπό να αλλάξει το όνομα πάνω από τη βιτρίνα, ποτέ του όμως δεν το πήρε οριστικά απόφαση. Όση ώρα κουβέντιαζαν, το μισοξεχασμένο τραγουδάκι έπαιζε στο μυαλό του Γουίνστον: “Πορτοκάλια και λεμόνια, λεν οι καμπάνες του Άη Κλήμη, μου χρωστάς τρία φαρδίνια, λεν οι καμπάνες του Άη Μαρτίνου”. Τι παράξενο! Όταν το σιγοτραγουδούσες, είχες την ψευδαίσθηση ότι πράγματι άκουγες καμπάνες, τις καμπάνες ενός χαμένου Λονδίνου που υπήρχε ακόμα κάπου, μεταμορφωμένο και ξεχασμένο. Του φαινόταν πως τις άκουγε να ηχούν από το ένα φανταστικό καμπαναριό στο άλλο. Κι όμως, από όσο μπορούσε να θυμηθεί, δεν είχε ακούσει ποτέ στη ζωή του καμπάνες να ηχούν.
Άφησε πίσω του τον κύριο Τσάρινγκτον και κατέβηκε μόνος τις σκάλες, για να μην τον δει ο γέρος να κατοπτεύει τον δρόμο προτού βγει από το μαγαζί. Προφανώς δεν αποτελούσε κάτι πιο επικίνδυνο από τα να σημειώσει απουσία στο Κοινοτικό Κέντρο. Το πιο τρελό και ριψοκίνδυνο ήταν που, έχοντας ήδη αγοράσει το ημερολόγιο, επισκέφτηκε ξανά το κατάστημα και μάλιστα χωρίς καν να γνωρίζει αν θα μπορούσε να εμπιστευτεί τον ιδιοκτήτη του. Και όμως…
Ναι, θα επέστρεφε. Το σκέφτηκε ξανά. Θα αγόραζε κι άλλα άχρηστα όμορφα κομμάτια. Θα αγόραζε την γκραβούρα του Αγίου Κλήμη των Δανών, θα την έβγαζε από την κορνίζα της και θα τη μετέφερε στο σπίτι του κρυμμένη κάτω από το σακάκι της στολής του. Θα αποσπούσε από τη μνήμη του κυρίου Τσάρινγκτον το υπόλοιπο τραγουδάκι. Ακόμα και το τρελό σχέδιο να νοικιάσει το δωμάτιο του πάνω ορόφου πέρασε στιγμιαία από το μυαλό του. Η έξαψή του τον έκανε απρόσεκτο για μερικά δευτερόλεπτα. Βγήκε από το μαγαζί χωρίς προηγουμένως να έχει ρίξει μια ματιά από το παράθυρο. Είχε κιόλας αρχίσει να σιγομουρμουρίζει σε ένα αυτοσχέδιο μουσικό μοτίβο:
«Πορτοκάλια και λεμόνια, λεν οι καμπάνες του Άη Κλήμη.
Μου χρωστάς τρία φαρδίνια, λεν …»
Ξαφνικά η καρδιά του πάγωσε κι ο φόβος τρύπωσε στα σωθικά του. Μια φιγούρα με μπλε φόρμα κατέβαινε το πεζοδρόμιο. Δεν ήταν ούτε δέκα μέτρα μακριά του. Η κοπέλα από το Τμήμα Φαντασίας, η μελαχρινή! Το φως ήταν λιγοστό, αυτό όμως δεν τον εμπόδισε να την αναγνωρίσει Τον κοίταξε καταπρόσωπο και συνέχισε βιαστική, σαν να μην τον είχε δει.
Για μερικά δευτερόλεπτα, ο Γουίνστον παρέλυσε στη θέση του. Μετά, έστριψε δεξιά κι απομακρύνθηκε με βαριά βήματα χωρίς να προσέξει ότι είχε πάρει λάθος κατεύθυνση. Τουλάχιστον είχε ξεκαθαριστεί ένα ζήτημα. Δεν είχε πια καμία αμφιβολία ότι η κοπέλα τον κατασκόπευε. Προφανώς τον είχε ακολουθήσει, γιατί πόση σύμπτωση ήταν πια να τύχει να περπατάει το ίδιο απόγευμα, στο ίδιο σκοτεινό σοκάκι, χιλιόμετρα μακριά από τις συνοικίες όπου ζούσαν τα μέλη του Κόμματος; Παραήταν μεγάλη σύμπτωση. Είτε ήταν πράγματι πράκτορας της Αστυνομίας της Σκέψης είτε κάποια ευσυνείδητη ερασιτέχνης κατάσκοπος, λίγη σημασία είχε. Το ότι τον παρακολουθούσε ήταν αρκετό από μόνο του. Μάλλον θα τον είχε δει να μπαίνει και στην παμπ.
Ο Γουίνστον κατέβαλε μεγάλη προσπάθεια για να συνεχίσει τον δρόμο του. Το γυάλινο εξόγκωμα στην τσέπη του τον χτυπούσε στον γοφό σε κάθε του βήμα. Το είχε μισοπάρει απόφαση να χουφτώσει το αντικείμενο και να το ξεφορτωθεί. Το χειρότερο ήταν ο πόνος στην κοιλιά του. Για λίγα λεπτά βίωσε την αίσθηση ότι θα πέθαινε αν δεν έβρισκε στα γρήγορα μια τουαλέτα. Δεν υπήρχαν όμως δημόσιες τουαλέτες σε τέτοιες συνοικίες. Μετά, ο σπασμός υποχώρησε αφήνοντας πίσω του μια γλυκιά ενόχληση.
Ο δρόμος ήταν αδιέξοδος. Σταμάτησε αναποφάσιστος, μετά στράφηκε κι έκανε την ίδια διαδρομή από την ανάποδη, ενώ σκεφτόταν ότι η κοπέλα τον είχε προσπεράσει μόνο τρία λεπτά πριν. Αν έτρεχε, ήταν πιθανόν να την προλάβαινε. Θα ακολουθούσε τα βήματά της μέχρι να φτάσουν κάπου απόμερα και μετά θα της έλιωνε το κεφάλι με μια πέτρα. Το γυάλινο μπιχλιμπίδι στην τσέπη του θα ήταν ιδανικό για αυτή τη δουλειά. Εγκατέλειψε όμως την ιδέα αμέσως, γιατί ακόμα και η σκέψη της παραμικρής φυσικής προσπάθειας του φαινόταν ανυπόφορη. Δεν μπορούσε να τρέξει, ούτε να καταφέρει ένα χτύπημα. Εξ άλλου η κοπέλα ήταν νέα και εύρωστη και μπορούσε να υπερασπιστεί τον εαυτό της. Σκέφτηκε μήπως να έτρεχε στα γρήγορα στο Κοινοτικό Κέντρο και να έμενε εκεί μέχρι που θα έκλεινε, κάτι που θα του εξασφάλιζε ένα άλλοθι. Κι αυτό όμως του ήταν αδύνατον. Τον είχε καταλάβει μια θανάσιμη κούραση. Το μόνο που ήθελε ήταν να γυρίσει στο διαμέρισμά του και να καθίσει να ηρεμήσει.
Ήταν περασμένες είκοσι δύο, όταν πια επέστρεψε σπίτι. Τα φώτα θα έσβηναν το αργότερο στις είκοσι τρεις και μισή. Πήγε στην κουζίνα και κατάπιε σχεδόν ένα φλιτζάνι Τζιν της Νίκης. Μετά πήγε στο τραπέζι στην εσοχή του καθιστικού κι έβγαλε το ημερολόγιο από το συρτάρι. Δεν το άνοιξε όμως αμέσως. Από την τηλεοθόνη, μια άγαρμπη γυναικεία φωνή κραύγαζε ένα πατριωτικό τραγούδι. Ο Γουίνστον απόμεινε να κοιτάζει το μουαρέ εξώφυλλο του τετραδίου προσπαθώντας να μην ακούει τη φωνή, χωρίς επιτυχία όμως.
Τη νύχτα έρχονταν να σε πιάσουν, πάντα τη νύχτα. Το καλύτερο που είχες να κάνεις ήταν να σκοτωθείς προτού σε πιάσουν. Αναμφίβολα, κάποιοι το έκαναν. Πολλές από τις εξαφανίσεις, στην πραγματικότητα, ήταν αυτοκτονίες. Όμως, χρειαζόταν απελπισμένο κουράγιο για να δώσεις τέλος στη ζωή σου σε έναν κόσμο όπου ήταν αδύνατον να προμηθευτείς ένα όπλο ή οποιοδήποτε γρήγορο και αποτελεσματικό δηλητήριο. Σκέφτηκε με κάποια έκπληξη πόσο βιολογικά άχρηστος ήταν ο πόνος και ο φόβος, σκέφτηκε την προδοσία του ανθρώπινου σώματος, που κοκαλώνει ανήμπορο τη στιγμή που χρειάζεται να καταβάλλει προσπάθεια. Θα μπορούσε να κάνει την μελαχρινή κοπέλα να σωπάσει για πάντα, αν προλάβαινε να δράσει γρήγορα. Ακριβώς όμως εξαιτίας του τεράστιου κινδύνου που διέτρεχε, έχασε κάθε δύναμη να ενεργήσει. Ξαφνικά συνειδητοποίησε ότι σε στιγμές κρίσης δεν αγωνιζόσουν ενάντια σε έναν εξωτερικό εχθρό, αλλά ενάντια στο ίδιο σου το σώμα. Ακόμα και τώρα, παρά το τζιν, ο βουβός πόνος στην κοιλιά του τον εμπόδιζε να σκεφτεί κάτι παραπάνω. Κατάλαβε πως το ίδιο συνέβαινε σε όλες τις τραγικές ή ηρωικές καταστάσεις. Στο πεδίο της μάχης, στον θάλαμο βασανιστηρίων, σ’ ένα πλοίο που βυθιζόταν ξεχνούσες αμέσως τους λόγους για τους οποίους πάλευες, γιατί το σώμα ήταν ικανό να φουσκώσει μέχρι να κυριεύσει το σύμπαν. Ακόμα κι όταν δεν είχες παραλύσει από τον φόβο σου ή δεν ούρλιαζες από τον πόνο, η ζωή δεν ήταν άλλο από έναν συνεχή αγώνα ενάντια στην πείνα, το κρύο ή την αϋπνία, ενάντια σ’ ένα βαρύ στομάχι ή στον πονόδοντο.
Άνοιξε το ημερολόγιο. Ήταν σημαντικό να καταγράψει κάτι. Η γυναίκα στην τηλεοθόνη άρχισε καινούριο τραγούδι. Η φωνή της έμοιαζε να τρυπάει το μυαλό του σαν αιχμηρά θραύσματα γυαλιού. Προσπάθησε να σκεφτεί τον Ο’ Μπράιεν, για τον οποίον ή στον οποίον έγραφε το ημερολόγιο. Αντί γι’ αυτό όμως, άρχισε να σκέφτεται τι θα του συνέβαινε μόλις τον έπιανε στα χέρια της η Αστυνομία της Σκέψης. Δεν είχε σημασία αν θα σε σκότωναν αμέσως. Το να σε σκοτώσουν ήταν αναμενόμενο. Πριν τον θάνατο όμως (κανείς δεν μιλούσε για αυτά τα πράγματα, όλοι όμως το γνώριζαν) έπρεπε να υποστείς τη ρουτίνα της ομολογίας: να σέρνεσαι στο πάτωμα και να ουρλιάζεις να σε λυπηθούν, ο ήχος από τα σπασμένα κόκκαλα, τα βγαλμένα δόντια, οι ματωμένες τούφες των ξεριζωμένων μαλλιών.
Γιατί έπρεπε να το υπομείνεις, αφού το τέλος ήταν πάντα το ίδιο; Γιατί να μην μπορείς να αφαιρέσεις μερικές ημέρες ή εβδομάδες από τη ζωή σου; Κανείς ποτέ δεν ξέφυγε από την παρακολούθηση. Όλοι, χωρίς εξαίρεση, ομολογούσαν στο τέλος. Αν σε έβρισκαν ένοχο εγκλήματος της σκέψης, ήταν σίγουρο ότι μέχρι μία συγκεκριμένη ημερομηνία θα ήσουν νεκρός. Γιατί λοιπόν αυτή η φρίκη που δεν άλλαζε το παραμικρό έπρεπε να διαιωνίζεται;
Προσπάθησε, σημειώνοντας κάποια επιτυχία, να φέρει ξανά εμπρός του την εικόνα του Ο’ Μπράιεν. “Θα συναντηθούμε εκεί που δεν υπάρχει σκοτάδι” του είχε πει ο Ο’ Μπράιεν. Ο Γουίνστον ήξερε τι σήμαινε ή έτσι τουλάχιστον νόμιζε. Το μέρος όπου δεν υπήρχε σκοτάδι ήταν το φανταστικό μέλλον, αυτό που δεν θα έβλεπε ποτέ κανείς, ένα μέλλον όμως που μπορούσε να οραματιστεί και να μοιραστεί μεταφυσικά. Με τη φωνή από την τηλεοθόνη να του τριβελίζει τα αυτιά όμως, δεν μπόρεσε να ολοκληρώσει τις σκέψεις του. Έβαλε ένα τσιγάρο στο στόμα του. Ο μισός καπνός έπεσε αμέσως στη γλώσσα του, μια πικρή σκόνη που ήταν δύσκολο να φτύσει. Το πρόσωπο του Μεγάλου Αδελφού πλημμύρισε το μυαλό του, σβήνοντας το πρόσωπο του Ο’ Μπράιεν. Έβγαλε ένα νόμισμα από την τσέπη του και το κοίταξε ακριβώς όπως είχε κάνει μερικές ημέρες πριν. Το σοβαρό, ήρεμο, προστατευτικό πρόσωπό του τον κοιτούσε κατάματα. Τι είδους χαμόγελο να κρυβόταν κάτω από το σκούρο μουστάκι; Σαν τον βαρύ, πένθιμο ήχο μιας καμπάνας, οι λέξεις ξαναήρθαν στο μυαλό του:
Ο ΠΟΛΕΜΟΣ ΕΙΝΑΙ ΕΙΡΗΝΗ.
Η ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ ΕΙΝΑΙ ΣΚΛΑΒΙΑ.
Η ΑΓΝΟΙΑ ΕΙΝΑΙ ΔΥΝΑΜΗ.