Ήταν στα μέσα του πρωινού, όταν ο Γουίνστον άφησε το γραφείο του για να πάει στην τουαλέτα.
Από την άλλη άκρη του μακρόστενου άπλετα φωτισμένου διαδρόμου μια μοναχική σιλουέτα ερχόταν προς το μέρος του. Ήταν η μελαχρινή κοπέλα. Είχαν περάσει τέσσερις μέρες από τη βραδιά που την είχε πετύχει έξω από το παλαιοπωλείο. Καθώς τον πλησίαζε, είδε ότι το δεξί της χέρι ήταν κρεμασμένο σε έναν ιμάντα ανάρτησης, που από μακριά δεν διακρινόταν, καθώς είχε το ίδιο χρώμα με τη φόρμα της. Προφανώς είχε χτυπήσει το χέρι της καθώς χειριζόταν ένα από τα καλειδοσκόπια όπου σκαρώνονταν οι υποθέσεις των μυθιστορημάτων. Ήταν ένα είδος ατυχήματος που συνέβαινε συχνά στο Τμήμα Φαντασίας.
Τους χώριζαν ίσως τέσσερα μέτρα όταν η κοπέλα σκόνταψε κι έπεσε με τα μούτρα στο πάτωμα. Μια δυνατή κραυγή πόνου τής ξέφυγε. Μάλλον είχε προσγειωθεί πάνω στο χτυπημένο της χέρι. Ο Γουίνστον κοντοστάθηκε. Το πρόσωπό της είχε πανιάσει και το στόμα της έδειχνε πιο κόκκινο από ποτέ. Τα μάτια της ήταν καρφωμένα επάνω του δείχνοντας παράκληση, περισσότερο από τον φόβο παρά από τον πόνο.
Κάτι περίεργο δόνησε την καρδιά του Γουίνστον. Μπροστά του βρισκόταν ένας εχθρός που προσπαθούσε να τον σκοτώσει. Μπροστά του όμως βρισκόταν κι ένα ανθρώπινο πλάσμα που πονούσε και ίσως είχε σπάσει κάποιο κόκκαλο. Ήδη είχε πλησιάσει ενστικτωδώς, για να τη βοηθήσει. Τη στιγμή που την είδε να πέφτει πάνω στο δεμένο της χέρι, ένιωσε σαν να πονούσε ο ίδιος.
«Χτυπήσατε;» τη ρώτησε.
«Δεν είναι τίποτα. Το χέρι μου. Σε ένα λεπτό θα έχει περάσει».
Ακουγόταν σαν να φτερούγιζε η καρδιά της. Σίγουρα ήταν κατάχλωμη.
«Μήπως σπάσατε κάτι;»
«Όχι, καλά είμαι. Πόνεσε για λίγο, τίποτα άλλο».
Άπλωσε το ελεύθερο χέρι της προς το μέρος του, και ο Γουίνστον τη βοήθησε να σηκωθεί. Είχε ξαναβρεί λίγο από το χρώμα της και έδειχνε πολύ καλύτερα.
«Δεν είναι τίποτα» επανέλαβε βιαστικά. «Χτύπησα λίγο στον καρπό. Ευχαριστώ, σύντροφε!»
Και με αυτά τα λόγια συνέχισε τον δρόμο της με γρήγορο ρυθμό, σαν να μην είχε συμβεί το παραμικρό. Το όλο περιστατικό δεν κράτησε ούτε μισό λεπτό. Το να μην αφήνεις τα συναισθήματα να διαγράφονται στο πρόσωπό σου ήταν μια συνήθεια που γινόταν ένστικτο. Έτσι κι αλλιώς, όσο κράτησε το συμβάν, στέκονταν και οι δύο μπροστά σε μια τηλεοθόνη. Παρ’ όλα αυτά, ήταν πολύ δύσκολο για τον Γουίνστον να μην προδώσει μια στιγμιαία έκπληξη, γιατί στα δύο τρία δευτερόλεπτα που μεσολάβησαν όσο τη βοηθούσε να σηκωθεί, η κοπέλα είχε βάλει κρυφά κάτι στο χέρι του. Δεν υπήρχε καμία αμφιβολία ότι το είχε κάνει επίτηδες. Αυτό που έσφιγγε τώρα στη χούφτα του ήταν κάτι μικρό και επίπεδο. Με το που μπήκε στις τουαλέτες, το μετέφερε στην τσέπη του και το ψαχούλεψε με την άκρη των δαχτύλων. Ήταν ένα κομματάκι χαρτί διπλωμένο στα τέσσερα.
Όσο στεκόταν στο ουρητήριο, κατάφερε πασπατεύοντάς το λίγο ακόμα να το ξεδιπλώσει. Προφανώς κάποιου είδους μήνυμα θα ήταν γραμμένο επάνω του. Για μια στιγμή μπήκε στον πειρασμό να κρυφτεί σε μια κλειστή τουαλέτα και να το διαβάσει αμέσως. Αυτό όμως ήξερε καλά πως ήταν καθαρή τρέλα. Στις τουαλέτες ήσουν πιο σίγουρος από οπουδήποτε αλλού ότι οι τηλεοθόνες σε παρακολουθούσαν συνεχώς.
Επέστρεψε στη θέση του, κάθισε, έβγαλε το μικροσκοπικό χαρτί και το πέταξε τυχαία ανάμεσα στα άλλα χαρτιά πάνω στο γραφείο του. Φόρεσε τα γυαλιά του και τράβηξε τον φωνογράφο κοντά του. “Πέντε λεπτά” είπε από μέσα του. “Πέντε λεπτά το λιγότερο”. Η καρδιά του χτυπούσε άγρια στο στήθος του. Ευτυχώς, η δουλειά που διεκπεραίωνε ήταν απλή ρουτίνα. Είχε να διορθώσει μια μεγάλη λίστα αριθμών, κάτι που δεν χρειαζόταν και ιδιαίτερη προσοχή.
Ό,τι κι αν ήταν γραμμένο στο χαρτί, θα είχε μάλλον κάποια πολιτική σημασία. Δύο πιθανότητες έπαιζαν στο μυαλό του. Η κοπέλα ήταν πράκτορας της Αστυνομίας της Σκέψης, όπως ακριβώς το φοβόταν, μια πιθανότητα λογική και αναμενόμενη. Δεν γνώριζε γιατί η Αστυνομία της Σκέψης θα επέλεγε έναν τέτοιο τρόπο για να στέλνει τα μηνύματά της, ίσως όμως είχαν τους λόγους τους. Το μήνυμα στο χαρτί θα μπορούσε να είναι μια απειλή, μια κλήτευση, μια διαταγή να αυτοκτονήσει, μια οποιαδήποτε παγίδα. Όμως μια άλλη πιο τρελή πιθανότητα του ερχόταν στο μυαλό συνεχώς, κι ας προσπάθησε, μάταια, να τη διώξει. Ότι δηλαδή, το μήνυμα δεν προερχόταν από την Αστυνομία της Σκέψης, αλλά από κάποια μυστική οργάνωση. Ίσως η Αδελφότητα να υπήρχε τελικά! Ίσως η κοπέλα να ήταν μέλος της! Σίγουρα η ιδέα ήταν παράλογη, ήταν όμως το πρώτο που του ήρθε στο μυαλό με το που ένιωσε το χαρτάκι στο χέρι του. Η άλλη, πιο πιθανή εξήγηση, ακολούθησε μερικά λεπτά αργότερα. Κι ακόμα και τώρα, παρότι η λογική του τού έλεγε ότι το μήνυμα μάλλον σήμαινε θάνατο, δεν το πίστευε. Η καρδιά του χτυπούσε γοργά, με δυσκολία κρατούσε σταθερή τη φωνή του καθώς υπαγόρευε τους αριθμούς στον φωνογράφο.
Τύλιξε σε ρολό τη δουλειά που είχε ολοκληρώσει και το έριξε στον αεροσωλήνα. Είχαν περάσει οκτώ λεπτά. Στερέωσε τα γυαλιά του στη μύτη του, αναστέναξε και τράβηξε κοντά του την επόμενη στοίβα χαρτιών, πάνω στα οποία βρισκόταν το χαρτάκι. Το ίσιωσε. Πάνω του ήταν γραμμένο με μεγάλα ακατάστατα γράμματα:
ΣΕ ΑΓΑΠΩ.
Για μερικά δευτερόλεπτα είχε μείνει τόσο άναυδος που ούτε μπόρεσε να πετάξει το ενοχοποιητικό χαρτί στην τρύπα της μνήμης. Κι όταν το αποφάσισε, παρότι γνώριζε πόσο επικίνδυνο ήταν να δείξεις ιδιαίτερο ενδιαφέρον για κάτι, δεν μπόρεσε να αντισταθεί και να μην το διαβάσει μία ακόμη φορά, ώστε να σιγουρευτεί ότι δεν είχε φανταστεί τις λέξεις.
Το υπόλοιπο μέρος του πρωινού, ο Γουίνστον δυσκολεύτηκε να συγκεντρωθεί στη δουλειά του. Το χειρότερο δεν ήταν ότι έπρεπε να εστιάσει σε μια ακολουθία ανιαρών ασχολιών, αλλά ότι έπρεπε να κρύψει την ταραχή του από την τηλεοθόνη. Ένιωθε ότι μια φωτιά τού έκαιγε τα σωθικά. Το μεσημεριανό φαγητό στη ζεστή, θορυβώδη και γεμάτη κόσμο καντίνα ήταν ένα μαρτύριο! Είχε την ελπίδα ότι θα έμενε για λίγο μόνος την ώρα του φαγητού, αλλά για κακή του τύχη ο βλάκας ο Πάρσονς στρογγυλοκάθισε δίπλα του, με την ιδρωτίλα του, που κάλυπτε ως και αυτή τη στυφή μυρωδιά του ζωμώδους κρέατος, και την ακατάσχετη φλυαρία του για τις προετοιμασίες της Εβδομάδας Μίσους. Έδειχνε υπερβολικά ενθουσιασμένος με ένα ομοίωμα από χαρτοπολτό του κεφαλιού του Μεγάλου Αδελφού, δύο μέτρα πλατύ, που είχε κατασκευάσει για την περίσταση η ομάδα των Κατασκόπων στην οποία ανήκε η κόρη του. Το εκνευριστικό ήταν ότι μέσα στη γενική οχλαγωγία, ο Γουίνστον δεν μπορούσε να ακούσει τι του έλεγε ο Πάρσονς, με αποτέλεσμα να πρέπει κάθε λίγο να του ζητάει να επαναλάβει κάποια χαζοχαρούμενη παρατήρηση. Μια φορά μόνο πήρε το μάτι του την κοπέλα, να κάθεται μαζί με άλλες δύο σε ένα τραπέζι στο βάθος της αίθουσας. Έμοιαζε να μην τον έχει προσέξει. Ο Γουίνστον δεν ξανακοίταξε προς εκείνη την κατεύθυνση.
Το απόγευμα πέρασε πιο υποφερτά. Αμέσως μετά το φαγητό κατέφθασε μια δύσκολη και λεπτής φύσης εργασία η οποία θα απαιτούσε αρκετές ώρες έως ότου ολοκληρωθεί και θα χρειαζόταν την απόλυτη προσοχή του, παίρνοντας την προτεραιότητα ανάμεσα στις άλλες ασχολίες. Ο Γουίνστον έπρεπε να παραποιήσει μια σειρά αναφορών σχετικών με την παραγωγή που αφορούσε ένα διάστημα πριν δύο χρόνια κι έπρεπε να εργαστεί με τέτοιο τρόπο ώστε να δημιουργήσει αμφιβολίες ως προς ένα εξέχον μέλος του Εσωτερικού Κόμματος που τώρα είχε πέσει σε δυσμένεια. Ήταν κάτι πάνω στο οποίο διέπρεπε ο Γουίνστον, κι έτσι, για περισσότερο από δύο ώρες, κατάφερε να βγάλει την κοπέλα από το μυαλό του. Μετά, η ανάμνηση του προσώπου της επέστρεψε, και τον κατέλαβε μια έντονη και αβάσταχτη επιθυμία να μείνει μόνος. Μέχρι να καταφέρει όμως να βρεθεί στην απομόνωσή του, ήταν αδύνατον να σκεφτεί αυτή τη νέα εξέλιξη. Απόψε έπρεπε να περάσει το βράδυ του στο Κοινοτικό Κέντρο.
Καταβρόχθισε άλλο ένα άγευστο γεύμα στην καντίνα κι έτρεξε στο Κοινοτικό Κέντρο, όπου πήρε μέρος σε μια σοβαροφανή ανοησία που λεγόταν “ομαδική συζήτηση”, έπαιξε δύο παρτίδες πινγκ πονγκ, κατάπιε αρκετά ποτήρια τζιν και κάθισε να ακούσει μια μισάωρη διάλεξη με τίτλο “ΑΓΓΣΟΣ και η σχέση του με το σκάκι”. Πέθαινε από πλήξη, για πρώτη φορά όμως δεν ένιωθε την ανάγκη να αποφύγει τη βραδιά στο Κέντρο. Στη θέα των λέξεων “σε αγαπώ”, τον είχε πλημμυρίσει ο πόθος να ζήσει. Ξαφνικά του φαινόταν ανόητο να ριψοκινδυνέψει έστω και ελάχιστα. Η ώρα πήγε είκοσι τρεις μέχρι να καταφέρει να γυρίσει στο σπίτι και στο κρεβάτι του. Μόνο τότε, στην ασφάλεια του σκοταδιού, μακριά από τον φόβο της τηλεοθόνης –αρκεί να έμενε σιωπηλός– μπόρεσε να σκεφτεί με την ησυχία του.
Υπήρχε ένα πρακτικό ζήτημα που έπρεπε να επιλυθεί. Πώς θα ερχόταν σε επαφή με την κοπέλα και πώς θα κανόνιζε να συναντηθούν; Δεν σκεφτόταν πια την πιθανότητα ότι η κοπέλα ίσως του έστηνε παγίδα. Ήξερε ότι δεν ίσχυε κάτι τέτοιο, εξαιτίας της ολοφάνερης ταραχής της όταν του είχε δώσει το σημείωμα. Προφανώς και ήταν πανικόβλητη. Είχε κάθε λόγο. Η ιδέα να αποκρούσει το φλερτ της δεν του πέρασε καθόλου από το μυαλό. Δεν ήταν ούτε πέντε νύχτες από τότε που κλωθογύριζε στις σκέψεις του να της λιώσει το κρανίο με μια πέτρα, αυτό όμως δεν είχε καμία σημασία. Σκέφτηκε το γυμνό, νεανικό της κορμί, όπως το είχε δει στο όνειρό του. Την είχε φανταστεί ανόητη, σαν όλες τις άλλες, με το μυαλό της πνιγμένο στα ψέματα και το μίσος, την καρδιά της ένα κομμάτι πάγο. Ένας παροξυσμός τον κατέλαβε στη σκέψη ότι θα μπορούσε να τη χάσει, ότι το λευκό νεανικό κορμί της μπορούσε να του ξεγλιστρήσει! Αυτό που φοβόταν περισσότερο ήταν μήπως η κοπέλα άλλαζε γνώμη αν δεν φρόντιζε να επικοινωνήσει σύντομα μαζί της. Όμως, η πρακτική δυσκολία μιας συνάντησης ήταν ανυπέρβλητο εμπόδιο. Έμοιαζε σαν να προσπαθούσες να κάνεις μια κίνηση στο σκάκι ενώ βρισκόσουν ήδη σε θέση ματ. Όπου και να στρεφόσουν, η τηλεοθόνη σε παρακολουθούσε. Βασικά, κάθε δυνατός τρόπος επικοινωνίας μαζί της του είχε έρθει στο μυαλό στα πρώτα πέντε λεπτά από την ώρα που είχε διαβάσει το σημείωμα. Τώρα όμως, έχοντας χρόνο να σκεφτεί, εξέτασε έναν έναν όλους τους τρόπους, σαν να ήταν μια σειρά οργάνων τα οποία τακτοποιούσε πάνω σε ένα τραπέζι.
Προφανώς και δεν μπορούσε να επαναληφθεί μια συνάντηση του τύπου της πρωινής. Αν η κοπέλα δούλευε στο Τμήμα Αρχείων, ίσως να ήταν κάτι σχετικά εύκολο. Ο Γουίνστον όμως είχε μόνο μια αμυδρή ιδέα για τη θέση του Τμήματος Φαντασίας μέσα στο κτίριο, και εξάλλου δεν είχε καμία δικαιολογία για να βρεθεί εκεί. Αν γνώριζε πού έμενε η κοπέλα και τι ώρα σχολούσε από τη δουλειά, ίσως κατάφερνε να τη συναντήσει κάπου ή στον δρόμο για το σπίτι της. Το να προσπαθήσει όμως να την ακολουθήσει δεν ήταν ασφαλές, γιατί αυτό θα σήμαινε ότι έπρεπε να χρονοτριβήσει έξω από το Υπουργείο, κάτι που δεν θα περνούσε απαρατήρητο. Να της στείλει γράμμα με το ταχυδρομείο, ούτε συζήτηση. Όλα τα γράμματα ανοίγονταν καθ’ οδόν, και μάλιστα με ένα σύστημα απροκάλυπτα εμφανές. Βασικά, ελάχιστοι ήταν αυτοί που έγραφαν ακόμα γράμματα. Αν έπρεπε απαραίτητα να στείλεις ένα μήνυμα κάπου, υπήρχαν οι τυπωμένες κάρτες με μια λίστα φράσεων, και το μόνο που έκανες ήταν να διαγράψεις αυτές που δεν χρειαζόσουν. Τέλος πάντων, ούτε το όνομα της κοπέλας γνώριζε, πόσο μάλλον τη διεύθυνσή της. Τελικά αποφάσισε πως η καντίνα ήταν το πιο ασφαλές μέρος. Αν μπορούσε να ξεμοναχιάσει την κοπέλα σε ένα τραπέζι όχι πολύ κοντά στις τηλεοθόνες και με ένα ικανοποιητικό βουητό συζητήσεων γύρω τους, αν αυτές οι συνθήκες κρατούσαν, ας πούμε, για τριάντα δευτερόλεπτα, ίσως μπορούσαν να ανταλλάξουν μερικές κουβέντες.
Όλη την μετέπειτα εβδομάδα, η ζωή του Γουίνστον ήταν σαν ένα κουραστικό όνειρο. Την επόμενη ημέρα, η κοπέλα δεν εμφανίστηκε στην καντίνα παρά μόνο την ώρα που ο Γουίνστον έφευγε, όταν είχε μόλις ακουστεί το σφύριγμα της ειδοποίησης από την τηλεοθόνη. Προφανώς της είχαν αλλάξει βάρδια, γι’ αυτό και είχε αργήσει. Προσπέρασαν ο ένας τον άλλον χωρίς να ανταλλάξουν ούτε ένα βλέμμα. Την μεθεπόμενη, η κοπέλα ήταν στην καντίνα τη συνηθισμένη ώρα παρέα με άλλες τρεις και κάθονταν ακριβώς κάτω από μία τηλεοθόνη. Μετά, για τρεις φρικτές ημέρες, δεν εμφανίστηκε καθόλου. Το σώμα και το μυαλό του Γουίνστον έμοιαζαν να έχουν προσβληθεί από μια αφόρητη ευαισθησία, ένα είδος διαπερατότητας που έκανε κάθε κίνηση, κάθε ήχο, κάθε επαφή, κάθε λέξη που έπρεπε να ακούσει ή να πει, μια αβάσταχτη αγωνία. Ακόμα και στον ύπνο του δεν μπορούσε να ξεφύγει από την εικόνα της κοπέλας. Εκείνες τις ημέρες ούτε που άγγιξε το ημερολόγιό του. Μόνο στη δουλειά του έβρισκε ανακούφιση, όπου κάποιες στιγμές μπορούσε να ξεχαστεί για δέκα λεπτά το πολύ. Δεν είχε καμία απολύτως ιδέα για το τι μπορεί να είχε συμβεί στην κοπέλα. Δεν μπορούσε να το διερευνήσει. Ίσως είχε εξαερωθεί ή αυτοκτονήσει, ίσως είχε μετατεθεί στην άλλη άκρη της Ωκεανίας. Το χειρότερο και πιθανότερο ήταν απλά να είχε αλλάξει γνώμη και να είχε αποφασίσει να τον αποφύγει.
Την επόμενη ημέρα εμφανίστηκε ξανά. Δεν είχε πια το χέρι της κρεμασμένο στον ιμάντα ανάρτησης, παρά μόνο έναν αυτοκόλλητο επίδεσμο γύρω από τον καρπό. Η ανακούφιση που ένιωσε βλέποντάς την ήταν τόση που δεν μπόρεσε να αντισταθεί και την κοίταξε καταπρόσωπο για αρκετά δευτερόλεπτα. Την επόμενη ημέρα παραλίγο να καταφέρει να της μιλήσει. Όταν μπήκε στην καντίνα, βρήκε την κοπέλα να κάθεται ολομόναχη σε ένα τραπέζι αρκετά μακριά από τον τοίχο. Ήταν νωρίς ακόμα και η αίθουσα δεν είχε πολύ κόσμο. Η ουρά για το φαγητό προχωρούσε, και ο Γουίνστον πήρε τον γεμάτο δίσκο του και κατευθύνθηκε προς το μέρος της κοπέλας, ενώ τα μάτια του έψαχναν θέση σε κάποιο τραπέζι πίσω της. Τους χώριζαν κάπου τρία μέτρα. Τότε, μια φωνή πίσω του φώναξε: «Σμιθ!» Έκανε πως δεν άκουσε. «Σμιθ!» επανέλαβε πιο δυνατά η φωνή. Δεν ωφελούσε. Στράφηκε αναγκαστικά. Ένας ξανθός νεαρός με ανόητη φάτσα, που άκουγε στο όνομα Γουίλσερ και τον γνώριζε ελάχιστα, έδειχνε χαμογελώντας την άδεια θέση στο τραπέζι του. Ήταν επικίνδυνο να αρνηθεί. Αφού τον είχαν αναγνωρίσει, πώς θα πήγαινε σε ένα τραπέζι όπου καθόταν μια κοπέλα μόνη της; Θα τραβούσε την προσοχή. Κάθισε χαμογελώντας φιλικά. Το ξανθό πρόσωπο φωτίστηκε, εξακολουθώντας να του χαμογελάει χαζά. Ο Γουίνστον καταλήφθηκε από μια παραίσθηση, ότι έσπαγε αυτό το κεφάλι στη μέση με την αξίνα. Το τραπέζι της κοπέλας γέμισε λίγα λεπτά αργότερα. Μάλλον όμως τον είχε δει να κατευθύνεται προς το μέρος της και ίσως να είχε καταλάβει.
Την επόμενη ημέρα, ο Γουίνστον φρόντισε να πάει νωρίς στην καντίνα. Η κοπέλα καθόταν φυσικά σε ένα τραπέζι, και πάλι μόνη. Ο τύπος στην ουρά, ακριβώς μπροστά από τον Γουίνστον, ήταν ένα μικρόσωμο ανθρωπάκι που θύμιζε σκαθάρι. Έκανε γρήγορες κινήσεις κι είχε εντελώς επίπεδο πρόσωπο με μικροσκοπικά καχύποπτα μάτια. Καθώς ο Γουίνστον γύριζε από τον πάγκο κρατώντας τον δίσκο του, είδε το ανθρωπάκι να πηγαίνει κατευθείαν προς το τραπέζι της κοπέλας. Οι ελπίδες του βούλιαξαν και πάλι. Υπήρχε μία κενή θέση σε ένα τραπέζι λίγο μακρύτερα, αλλά κάτι στην έκφραση του σκαθαρόμορφου ανθρωπάκου έδειχνε ότι θα κοιτούσε τη βολή του διαλέγοντας το πιο κοντινό τραπέζι. Τον ακολούθησε με παγωμένη καρδιά. Δεν μπορούσε να κάνει τίποτα, έπρεπε να πετύχει την κοπέλα μόνη της.
Εκείνη τη στιγμή ακούστηκε ένας τρομερός πάταγος. Ο ανθρωπάκος είχε βρεθεί στα τέσσερα στο πάτωμα της καντίνας, ο δίσκος του είχε τιναχτεί στον αέρα και δύο ρυάκια σούπας και καφέ κυλούσαν στο δάπεδο. Στυλώθηκε όπως όπως στα πόδια του, ρίχνοντας μια κακιασμένη ματιά στον Γουίνστον, σαν να τον υποψιαζόταν ότι του είχε βάλει τρικλοποδιά, αλλά δεν δόθηκε συνέχεια. Λίγα δευτερόλεπτα αργότερα ο Γουίνστον, με την καρδιά του να χτυπάει ξέφρενα, καθόταν στο τραπέζι της κοπέλας.
Δεν την κοίταξε. Άδειασε τον δίσκο του και άρχισε να τρώει. Ήταν σημαντικό να της μιλήσει αμέσως, προτού εμφανιστεί κάποιος άλλος στο τραπέζι. Τώρα όμως τον είχε καταλάβει ένας αδιανόητος φόβος. Είχε ήδη περάσει μία εβδομάδα από την πρώτη τους προσέγγιση. Μπορεί η κοπέλα να είχε αλλάξει γνώμη, σίγουρα θα είχε αλλάξει γνώμη! Αδύνατον να είχε αίσιο τέλος η ιστορία. Τέτοια πράγματα δεν συνέβαιναν στην κανονική ζωή.
Ο Γουίνστον θα είχε εγκαταλείψει κάθε προσπάθεια να μιλήσει αν εκείνη ακριβώς τη στιγμή δεν έβλεπε τον Άμπλφορθ, τον ποιητή με τα τριχωτά αυτιά, να διασχίζει νωθρά την αίθουσα, με τον δίσκο στο χέρι, ψάχνοντας να κάτσει κάπου. Ο Άμπλφορθ έτρεφε μια αδιόρατη συμπάθεια για τον Γουίνστον και σίγουρα, αν τον έπαιρνε το μάτι του, θα καθόταν στο τραπέζι του. Ο Γουίνστον είχε μόνο ένα λεπτό να δράσει. Και αυτός και η κοπέλα συνέχιζαν να τρώνε. Το φαγητό ήταν κάτι αραιό, μάλλον σούπα με φασόλια. Ο Γουίνστον άρχισε να μιλάει μουρμουρίζοντας χαμηλόφωνα. Κανένας από τους δύο δεν σήκωσε το βλέμμα. Συνέχισαν να φέρνουν το κουτάλι με τη σούπα στο στόμα τους και στο ενδιάμεσο αντάλλασσαν τις απαραίτητες λέξεις με χαμηλή άχρωμη φωνή.
«Τι ώρα τελειώνεις τη δουλειά;»
«Στις δεκαοκτώ και μισή».
«Πού μπορούμε να συναντηθούμε;»
«Στην Πλατεία της Νίκης, κοντά στο μνημείο».
«Είναι γεμάτη τηλεοθόνες».
«Αν έχει κόσμο, δεν πειράζει».
«Θα μου κάνεις σήμα;»
«Όχι. Μη με πλησιάσεις παρά μόνο αν με δεις μέσα σε πολύ κόσμο. Και μη με κοιτάξεις. Μείνε μόνο κάπου κοντά μου».
«Τι ώρα;»
«Στις δεκαεννιά».
«Εντάξει».
Ο Άμπλφορθ τελικά δεν είδε τον Γουίνστον και κάθισε σε άλλο τραπέζι.
Δεν αντάλλαξε άλλη κουβέντα με την κοπέλα, και, όσο ήταν δυνατόν σε δύο ανθρώπους που κάθονταν αντικριστά στο ίδιο τραπέζι, δεν κοιτάχτηκαν. Η κοπέλα τελείωσε το φαγητό της στα γρήγορα και έφυγε, ενώ ο Γουίνστον έμεινε να καπνίσει ένα τσιγάρο.
Ο Γουίνστον βρισκόταν στην Πλατεία της Νίκης πολύ πριν τη συμφωνημένη ώρα. Τριγυρνούσε γύρω από τη βάση του πελώριου γραμμωτού κίονα. Στην κορυφή του, το άγαλμα του Μεγάλου Αδελφού ατένιζε προς τον νότο τον ουρανό, κατά εκεί όπου είχε κατατροπώσει τα ευρασιατικά αεροπλάνα (τα ανατολασιατικά αεροπλάνα έλεγαν μερικά χρόνια πριν) στη Μάχη της Πρώτης Ζώνης. Στον απέναντι δρόμο υψωνόταν το άγαλμα ενός καβαλάρη, που υποτίθεται ότι παρίστανε τον Όλιβερ Κρόμγουελ.
Πέντε λεπτά είχαν περάσει από την καθορισμένη ώρα, και η κοπέλα δεν είχε εμφανιστεί ακόμη. Για μία ακόμη φορά, ο Γουίνστον καταλήφθηκε από αγωνιώδη φόβο. Δεν θα ερχόταν, είχε αλλάξει γνώμη! Περπάτησε αργά μέχρι τη βόρεια πλευρά της πλατείας και ένιωσε μια αμυδρή ευχαρίστηση αναγνωρίζοντας την εκκλησία του Αγίου Μαρτίνου, οι καμπάνες της οποίας –τον καιρό που είχε καμπάνες– είχαν σημάνει το “μου χρωστάς τρία φαρδίνια”. Τότε είδε την κοπέλα να στέκεται στη βάση του μνημείου και να προσποιείται ότι διαβάζει μια αφίσα που ήταν κολλημένη γύρω από τον κίονα. Δεν ήταν ασφαλές να την πλησιάσει. Ας περίμενε να μαζευτεί λίγος κόσμος ακόμα. Γύρω από το αέτωμα υπήρχαν τηλεοθόνες. Εκείνη όμως τη στιγμή ακούστηκαν φωνές και κάπου από τα αριστερά κίνηση βαριών οχημάτων. Ξαφνικά όλοι έμοιαζαν να τρέχουν στην πλατεία. Η κοπέλα περπάτησε γρήγορα γύρω από τα λιοντάρια της βάσης του μνημείου και ενώθηκε με το πλήθος που έτρεχε. Ο Γουίνστον ακολούθησε. Καθώς έτρεχε, από κάποιες σκόρπιες κουβέντες που λέγονταν φωναχτά, κατάλαβε ότι περνούσε μία φάλαγγα με ευρασιάτες αιχμαλώτους.
Μια πυκνή μάζα κόσμου είχε γεμίσει ήδη ασφυκτικά τη νότια πλευρά της πλατείας. Ο Γουίνστον, άτομο που κανονικά απέφευγε τέτοιου είδους κοσμοσυρροές, κατάφερε να φτάσει στο κέντρο του πλήθους. Σύντομα βρέθηκε σε απόσταση αναπνοής από την κοπέλα, αλλά του έφραζαν τον δρόμο ένας τεράστιος προλετάριος και μια εξίσου τεράστια γυναίκα, προφανώς η γυναίκα του. Και οι δύο μαζί σχημάτιζαν ένα αδιαπέραστο τείχος από σάρκα. Ο Γουίνστον έστριψε το σώμα του πλάγια και με ένα απότομο τίναγμα κατάφερε να σφηνώσει τον ώμο του ανάμεσά τους. Για μια στιγμή ένιωσε τα σωθικά του να πολτοποιούνται καθώς ασφυκτιούσαν ανάμεσα στους θηριώδεις γοφούς. Ιδρώνοντας, κατάφερε να απελευθερωθεί και να βρεθεί δίπλα στην κοπέλα. Οι ώμοι τους αγγίζονταν, τα μάτια τους κοιτούσαν ίσια μπροστά.
Μια μακριά σειρά καμιόνια περνούσαν αργά τον δρόμο, ενώ σε κάθε γωνιά φρουρούσαν στητοί άνδρες με ανέκφραστα πρόσωπα και πολυβόλα στο χέρι. Μέσα στα καμιόνια, στριμωγμένοι ο ένας δίπλα στον άλλον, ζάρωναν κιτρινιάρηδες μικρόσωμοι αιχμάλωτοι, με άθλιες πρασινωπές στολές. Τα θλιμμένα πρόσωπα με τα μογγολικά χαρακτηριστικά κοιτούσαν έξω από τα καμιόνια εντελώς αδιάφορα. Πότε πότε, όταν κάποιο καμιόνι τρανταζόταν, ένας μεταλλικός θόρυβος ακουγόταν. Όλοι οι αιχμάλωτοι είχαν αλυσίδες στα πόδια. Τα γεμάτα θλιμμένα πρόσωπα καμιόνια περνούσαν το ένα μετά το άλλο. Ο Γουίνστον ήξερε πως ήταν εκεί, κι ας τους έβλεπε διακεκομμένα. Ο ώμος της κοπέλας και το δεξί της μπράτσο πίεζαν το δικό του. Το μάγουλό της ήταν τόσο κοντά του που ένιωθε τη ζεστασιά του. Η κοπέλα είχε αναλάβει αμέσως πρωτοβουλία, όπως ακριβώς είχε κάνει και στην καντίνα. Άρχισε να μιλάει με την ίδια άχρωμη φωνή, ενώ τα χείλη της ήταν σχεδόν ακίνητα. Τα λόγια της ακούγονταν σαν μουρμουρητό, που όμως έπνιγαν εύκολα η οχλαγωγία του πλήθους και το μουγκρητό των καμιονιών.
«Μπορείς να με ακούσεις;»
«Ναι».
«Μπορείς να το σκάσεις την Κυριακή το απόγευμα;»
«Ναι».
«Τότε, άκου προσεκτικά. Να θυμάσαι ό,τι σου πω. Θα πας στον σταθμό του Πάντινγκτον…»
Με στρατιωτική ακρίβεια που τον έκανε να εκπλαγεί, η κοπέλα τού έδωσε συνοπτικές οδηγίες σχετικά με το δρομολόγιο που έπρεπε να ακολουθήσει: ένα μισάωρο με το τρένο, βγαίνεις από τον σταθμό, στρίβεις αριστερά, περπατάς δύο χιλιόμετρα, συναντάς μια πύλη που της λείπει η πάνω αμπάρα, ακολουθείς το δρομάκι που διασχίζει τον αγρό, το μονοπάτι με τη χλόη, το πέρασμα ανάμεσα στους θάμνους, βρίσκεις ένα πεσμένο δέντρο σκεπασμένο από βρύα. Ήταν σαν να είχε ένα χάρτη στο κεφάλι της.
«Θα τα θυμάσαι όλα αυτά;» τον ρώτησε χαμηλόφωνα.
«Ναι».
«Στρίβεις αριστερά, μετά δεξιά, μετά πάλι αριστερά. Και η πύλη δεν έχει την πάνω αμπάρα της».
«Ναι. Τι ώρα;»
«Γύρω στις δεκαπέντε. Ίσως χρειαστεί να περιμένεις. Εγώ θα έρθω από άλλον δρόμο. Σίγουρα τα θυμάσαι όλα;»
«Ναι».
«Τότε απομακρύνσου όσο πιο γρήγορα μπορείς».
Δεν χρειαζόταν καν να του το πει. Προς το παρόν όμως δεν μπορούσαν να αποσπαστούν από το πλήθος. Τα καμιόνια συνέχιζαν να περνούν το ένα πίσω από το άλλο, και οι άνθρωποι συνέχιζαν να κοιτάζουν αχόρταγα. Στην αρχή είχαν ακουστεί κάποιες σκόρπιες αποδοκιμασίες και σφυρίγματα από το πλήθος, προέρχονταν όμως από τα μέλη του Κόμματος που βρίσκονταν μέσα στον κόσμο, και είχαν πάψει γρήγορα. Το αίσθημα που κυριαρχούσε ήταν η απλή περιέργεια. Οι ξένοι, είτε προέρχονταν από την Ευρασία είτε από την Ανατολασία, αντιμετωπίζονταν σαν κάποιο παράξενο ζώο. Στην ουσία κανείς ποτέ δεν τους έβλεπε σαν κάτι διαφορετικό. Ήταν αιχμάλωτοι, κι ακόμα και σαν αιχμάλωτοι το μόνο που εισέπρατταν ήταν μια φευγαλέα ματιά. Ούτε ήξερες ποια ήταν η τύχη τους, πέρα από εκείνους τους λίγους που οδηγούνταν στην αγχόνη ως εγκληματίες πολέμου. Όλοι οι υπόλοιποι απλά εξαφανίζονταν, προφανώς σε στρατόπεδα καταναγκαστικής εργασίας. Τα στρογγυλά μογγολικά πρόσωπα τα διαδέχτηκαν άλλα πιο ευρωπαϊκού τύπου, βρόμικα, εξουθενωμένα, αξύριστα. Πάνω από τα πεταχτά τους ζυγωματικά, βαθουλωμένα μάτια κοιτούσαν τον Γουίνστον με μια παράξενη ένταση και μετά στρέφονταν αλλού. Η φάλαγγα των καμιονιών είχε σχεδόν περάσει. Στο τελευταίο καμιόνι ο Γουίνστον μπόρεσε να δει έναν ηλικιωμένο άνδρα με πρόσωπο καλυμμένο από μια μάζα ακατάστατα γκρίζα γένια. Ήταν στητός, με τα χέρια σταυρωμένα στο ύψος των καρπών, σαν να είχε συνηθίσει να είναι δεμένα.
Για τον Γουίνστον και την κοπέλα είχε φτάσει πια η ώρα να χωριστούν. Την τελευταία όμως στιγμή κι ενώ ήταν ακόμα εγκλωβισμένοι μέσα στο πλήθος, το χέρι της έψαξε το δικό του και το έσφιξε φευγαλέα. Δεν θα κράτησε πάνω από δέκα δευτερόλεπτα, κι όμως ο Γουίνστον ένιωσε σαν να είχαν ενωθεί πολλή ώρα. Είχε όλον τον χρόνο να μάθει κάθε λεπτομέρεια του χεριού της. Εξερεύνησε τα μακριά δάχτυλα, τα στρογγυλά νύχια, τη σκληρή από τη δουλειά παλάμη με τους ρόζους της, την απαλή σάρκα κάτω από τον καρπό. Θα μπορούσε να αναγνωρίσει το χέρι της αγγίζοντάς το και μόνο. Την ίδια στιγμή σκέφτηκε ότι δεν ήξερε τι χρώμα είχαν τα μάτια της. Θα ήταν όμως καθαρή τρέλα να γυρίσει και να την κοιτάξει. Με τα χέρια τους σφιχτοπλεγμένα, αόρατοι μέσα στον τόσο κόσμο, κοιτούσαν σταθερά μπροστά τους. Αντί για τα μάτια της κοπέλας, ήταν τα μάτια του γέρο αιχμαλώτου αυτά που μέσα από τα ακατάστατα γένια κοιτούσαν πένθιμα τον Γουίνστον.