Ο Σάιμ είχε εξαφανιστεί. Ένα πρωινό δεν εμφανίστηκε στη δουλειά. Κάποιοι λίγοι και απερίσκεπτοι σχολίασαν την απουσία του. Την επόμενη ημέρα κανείς δεν ανέφερε το όνομά του. Την τρίτη ημέρα, ο Γουίνστον πήγε στον προθάλαμο του Τμήματος Αρχείων, για να ρίξει μια ματιά στον πίνακα ανακοινώσεων. Μία από τις ανακοινώσεις ήταν μια τυπωμένη λίστα των μελών της Επιτροπής Σκακιού, στην οποία μετείχε και ο Σάιμ. Τίποτα σχεδόν δεν είχε αλλάξει στην εμφάνιση της λίστας, τίποτα δεν είχε διαγραφεί, περιείχε όμως ένα όνομα λιγότερο. Αυτό ήταν αρκετό. Ο Σάιμ είχε πάψει να υπάρχει, δεν υπήρξε ποτέ.
Έκανε τρομερή ζέστη. Στο λαβυρινθώδες Υπουργείο, τα χωρίς παράθυρα και κλιματισμό δωμάτια διατηρούσαν την κανονική τους θερμοκρασία, έξω όμως τα πεζοδρόμια σού τσουρούφλιζαν τα πόδια και η μπόχα του Υπόγειου στις ώρες αιχμής ήταν σκέτη φρίκη. Οι προετοιμασίες για την Εβδομάδα Μίσους βρίσκονταν στο ζενίθ τους, και το προσωπικό όλων των Υπουργείων δούλευε υπερωρίες. Πομπές, συναθροίσεις, στρατιωτικές παρελάσεις, διαλέξεις, κέρινα ομοιώματα, εκθετήρια, προβολές ταινιών, τηλεοπτικά προγράμματα, όλα αυτά έπρεπε να οργανωθούν. Έπρεπε να στηθούν εξέδρες, να φτιαχτούν ομοιώματα, να επινοηθούν συνθήματα, να γραφτούν τραγούδια, να κυκλοφορήσουν φήμες, να παραποιηθούν φωτογραφίες. Η μονάδα της Τζούλια στο Τμήμα Φαντασίας είχε σταματήσει προσωρινά την παραγωγή μυθιστορημάτων και τύπωνε βιαστικά μια σειρά φρικαλέων φυλλαδίων. Ο Γουίνστον, εκτός από την κανονική του δουλειά, καθημερινά περνούσε μεγάλα διαστήματα ξεψαχνίζοντας παλαιότερα φύλλα των “Τάιμς”, αλλάζοντας και εξωραΐζοντας τις ειδήσεις που θα συμπεριλαμβάνονταν στους λόγους. Αργά τη νύχτα, όταν πλήθη φασαριόζων προλετάριων ξεχύνονταν στους δρόμους, η πόλη βίωνε μια εμπύρετη κατάσταση. Οι τηλεκατευθυνόμενες βόμβες έσκαγαν συχνότερα από ποτέ, και κάποιες φορές, σε μακρινή απόσταση, ακούγονταν δυνατές εκρήξεις που κανείς δεν μπορούσε να εξηγήσει και για τις οποίες κυκλοφορούσαν τρελές φήμες.
Ο καινούριος σκοπός που θα ήταν το τραγούδι-θέμα της Εβδομάδας Μίσους (το Τραγούδι Μίσους το έλεγαν) ήταν ήδη έτοιμος και παιζόταν συνέχεια από τις τηλεοθόνες. Είχε έναν άγριο ρυθμό κι έμοιαζε με γάβγισμα, κάτι που δεν το έλεγες μουσική ακριβώς, αφού θύμιζε περισσότερο ήχο τύμπανου. Όταν το τραγουδούσαν ουρλιάζοντας εκατοντάδες φωνές και με τη συνοδεία θορύβου ποδιών που παρέλαυναν, ήταν τρομακτικό. Οι προλετάριοι είχαν ξετρελαθεί με αυτό, και τα μεσάνυχτα στους δρόμους το άκουγες να συναγωνίζεται το δημοφιλές ακόμα “Λεν πως ο χρόνος κλείνει τις πληγές”. Τα παιδιά του Πάρσονς το έπαιζαν με ανυπόφορο τρόπο νύχτα μέρα, μιμούμενα τον σκοπό του με μια χτένα κι ένα κομμάτι χαρτί τουαλέτας. Τα βράδια του Γουίνστον ήταν πιο γεμάτα από ποτέ. Ομάδες εθελοντών, τις οποίες οργάνωνε ο Πάρσονς, προετοίμαζαν τον δρόμο για την Εβδομάδα Μίσους. Έραβαν πανό, έφτιαχναν αφίσες, ύψωναν ιστούς για τις σημαίες στις σκεπές και με ριψοκίνδυνο τρόπο κρεμούσαν καλώδια για τις γιρλάντες από τη μία μέχρι την άλλη μεριά του δρόμου. Ο Πάρσονς κοκορευόταν ότι μόνο το Κτίριο της Νίκης θα φιγούραρε με σημαιάκια που το ένα μετά το άλλο θα έπιαναν τετρακόσια μέτρα. Βρισκόταν στο στοιχείο του και πετούσε από τη χαρά του. Ο καύσωνας και η χειρωνακτική εργασία τού είχαν προσφέρει μια καλή δικαιολογία για να κυκλοφορεί με σορτσάκια κι ανοιχτό πουκάμισο τα βράδια. Μπορούσες να τον βρεις παντού την ίδια στιγμή. Έσπρωχνε, τραβούσε, πριόνιζε, κάρφωνε, αυτοσχεδίαζε, σκόρπιζε κέφι με συντροφικές προτροπές, και όλα αυτά ενώ μια ανεξάντλητη ποσότητα ξινού ιδρώτα έρρεε από κάθε πόρο του σώματός του.
Ξαφνικά, μια νέα αφίσα έκανε την εμφάνισή της σε όλο το Λονδίνο. Δεν είχε λεζάντα. Απεικόνιζε απλώς την τερατώδη φιγούρα ενός ευρασιάτη στρατιώτη, γύρω στα τρία με τέσσερα μέτρα ύψος, που προέλαυνε με το ανέκφραστο μογγολικό του πρόσωπο και τις πελώριες μπότες του κι ένα αυτόματο πολυβόλο να προεξέχει από τον γοφό του. Από όποια γωνία κι αν κοιτούσες την αφίσα, το στόμιο του πολυβόλου, μεγεθυμένο από την προοπτική, έδειχνε να στρέφεται κατευθείαν επάνω σου. Αυτό το πράγμα το είχαν κολλήσει σε όλους τους τοίχους, όπου υπήρχε χώρος. Οι αφίσες ήταν τόσες πολλές που είχαν ξεπεράσει κι αυτές του Μεγάλου Αδελφού. Με τέτοια πλύση εγκεφάλου, οι προλετάριοι, συνήθως αδιάφοροι για τον πόλεμο, είχαν παραδοθεί σε μια από τις περιοδικές τους κρίσεις πατριωτισμού. Οι κατευθυνόμενες βόμβες, σαν για να συγχρονιστούν με τη γενική διάθεση, σκότωναν μεγαλύτερο αριθμό ανθρώπων απ’ ό,τι συνήθως. Μια από αυτές έπεσε σ’ έναν γεμάτο κόσμο κινηματογράφο στο Στέπνι, θάβοντας κάτω από τα ερείπια εκατοντάδες θύματα. Σύσσωμοι οι κάτοικοι της περιοχής πήραν μέρος σε μια μεγάλη σε μήκος αργή νεκρώσιμη ακολουθία που κράτησε επί ώρες και ήταν στην πραγματικότητα συγκέντρωση αγανάκτησης. Μια άλλη βόμβα έπεσε σ’ έναν εγκαταλειμμένο χώρο όπου πήγαιναν κι έπαιζαν παιδιά. Αρκετές δεκάδες από αυτά έγιναν κομμάτια. Υπήρξαν κι άλλες διαδηλώσεις οργής, ένα ομοίωμα του Γκολντστάιν παραδόθηκε στις φλόγες, εκατοντάδες αφίσες του ευρασιάτη στρατιώτη σκίστηκαν και ρίχτηκαν στη φωτιά, αρκετά μαγαζιά λεηλατήθηκαν μέσα στον αναβρασμό. Μετά, κυκλοφόρησε η φήμη ότι τις βόμβες τις κατεύθυναν κατάσκοποι μέσω ασύρματων κυμάτων. Έκαψαν το σπίτι ενός ηλικιωμένου ζευγαριού ως ύποπτου ξενική καταγωγής. Το ανδρόγυνο πέθανε από ασφυξία.
Στο δωμάτιο πάνω από το μαγαζί του κυρίου Τσάρινγκτον, όποτε κατάφερναν να πάνε εκεί, η Τζούλια και ο Γουίνστον ξάπλωναν δίπλα δίπλα σ’ ένα ξέστρωτο κρεβάτι κάτω από το ανοιχτό παράθυρο, γυμνοί για να βρουν λίγη δροσιά. Ο αρουραίος δεν ξαναεμφανίστηκε, οι κοριοί όμως είχαν πολλαπλασιαστεί σε τρομακτικό βαθμό λόγω ζέστης, αλλά αυτό ήταν κάτι επουσιώδες. Βρόμικο ή καθαρό, το δωμάτιο ήταν παράδεισος. Με το που έφταναν, ράντιζαν παντού με πιπέρι που είχαν αγοράσει στη μαύρη αγορά, πέταγαν τα ρούχα τους κι έκαναν έρωτα με ιδρωμένα κορμιά. Μετά αποκοιμιόνταν, και ξυπνούσαν για να διαπιστώσουν ότι οι κοριοί είχαν αναθαρρήσει και συγκεντρώνονταν σε στρατιές ετοιμάζοντας αντεπίθεση.
Οι συναντήσεις τους μέσα στον μήνα ήταν τέσσερις, πέντε, έξι, εφτά. Ο Γουίνστον έκοψε τη συνήθεια να πίνει τζιν όλες τις ώρες. Μάλλον δεν το χρειαζόταν πια. Είχε παχύνει, το έλκος στον αστράγαλο είχε υποχωρήσει αφήνοντας μόνο ένα καφετί σημάδι στο δέρμα. Οι κρίσεις βήχα που τον έπιαναν το πρωί σταμάτησαν κι αυτές. Η καθημερινότητα έπαψε να είναι αφόρητη. Δεν ένιωθε πια την ανάγκη να κάνει γκριμάτσες στην τηλεοθόνη ή να βρίζει με όλη του τη δύναμη. Τώρα που είχαν μια ασφαλή κρυψώνα, ένα σπίτι σχεδόν, δεν τους φαινόταν καν δυσάρεστο ότι οι συναντήσεις τους δεν ήταν συχνές και διαρκούσαν μόνο δύο ώρες κάθε φορά. Εκείνο που είχε σημασία ήταν ότι υπήρχε το δωμάτιο πάνω από το παλαιοπωλείο. Το ότι ήξεραν ότι ο χώρος τους ήταν εκεί, απαραβίαστος, ήταν το ίδιο σχεδόν με το να βρίσκονται μέσα σε αυτόν. Το δωμάτιο ήταν ένας κόσμος, ένας θύλακας του παρελθόντος όπου περιφέρονταν είδη υπό εξαφάνιση. Ο Γουίνστον σκέφτηκε ότι ο κύριος Τσάρινγκτον ήταν κι αυτός ένα σπάνιο ζώο.
Προτού ανέβει στον πάνω όροφο, συνήθως σταματούσε για να μιλήσει για λίγο με τον κύριο Τσάρινγκτον. Ο ηλικιωμένος έδειχνε να βγαίνει σπάνια έως καθόλου έξω. Από την άλλη, φαινόταν σαν να μην είχε σχεδόν κανέναν πελάτη. Ζούσε μια αόρατη ζωή μεταξύ του μικροσκοπικού σκοτεινού μαγαζιού και της ακόμα πιο μικροσκοπικής πίσω κουζίνας όπου μαγείρευε. Εκεί έβρισκες και ένα απίστευτα παλιό γραμμόφωνο με ένα τεράστιο χωνί. Ο παλαιοπώλης έδειχνε να χαίρεται που του δινόταν η ευκαιρία να κουβεντιάσει. Καθώς περιφερόταν ανάμεσα στα χωρίς αξία εμπορεύματά του, με τη μακριά του μύτη, τα χοντρά γυαλιά και τους κυρτούς του ώμους κάτω από το βελούδινο σακάκι, έδινε αόριστα περισσότερο την εντύπωση συλλέκτη παρά εμπόρου. Με έναν φθίνοντα ενθουσιασμό θα ψηλάφιζε τη μια παλιατζούρα μετά την άλλη –το πώμα μιας πορσελάνινης φιάλης, το βαμμένο καπάκι μιας σπασμένης ταμπακιέρας, ένα μενταγιόν σε απομίμηση χρυσού που περιείχε μια μπούκλα ενός από χρόνια πεθαμένου μωρού. Δεν ζητούσε ποτέ από τον Γουίνστον να αγοράσει, μόνο να θαυμάσει. Όταν κουβέντιαζες μαζί του, ήταν σαν να άκουγες τον ήχο ενός μουσικού κουτιού. Ο κύριος Τσάρινγκτον είχε καταφέρει να ανασύρει από τη μνήμη του ως και κάποια αποσπάσματα από ξεχασμένα τραγουδάκια. Ένα από αυτά μιλούσε για είκοσι τέσσερα κοτσύφια κι ένα άλλο για μια αγελάδα με στραπατσαρισμένο κέρατο κι ένα ακόμα για τον θάνατο ενός δύσμοιρου κοκκινολαίμη. “Μόλις σκέφτηκα ότι θα μπορούσε να σας ενδιαφέρει” θα έλεγε με ένα απολογητικό γελάκι, όταν του παρουσίαζε ένα καινούριο κομμάτι. Πάντως ποτέ δεν μπορούσε να θυμηθεί παρά ελάχιστους στίχους από οποιοδήποτε τραγούδι.
Και ο Γουίνστον και η Τζούλια είχαν με κάποιο τρόπο στο μυαλό τους ότι αυτό που τους συνέβαινε τώρα δεν θα κρατούσε για πολύ. Υπήρχαν στιγμές που η βεβαιότητα του επικείμενου θανάτου έμοιαζε τόσο χειροπιαστή όσο το κρεβάτι που πάνω του ξάπλωναν, και τότε σφιχταγκαλιάζονταν με έναν απελπισμένο αισθησιασμό, όπως όταν μια καταδικασμένη ψυχή αρπάζεται από το τελευταίο κομματάκι ευτυχίας λίγο προτού σημάνει η ώρα του θανάτου. Υπήρχαν όμως και άλλες στιγμές. Τότε ζούσαν μέσα σε μια ψευδαίσθηση ασφάλειας και διάρκειας. Όσο βρίσκονταν σε αυτό το δωμάτιο, δεν θα τους συνέβαινε κανένα κακό, έτσι ένιωθαν και οι δύο. Μπορεί να ήταν δύσκολο και επικίνδυνο μέχρι να φτάσουν στο δωμάτιο, εκεί όμως βρισκόταν το άδυτό τους. Ήταν όπως όταν ο Γουίνστον είχε κοιτάξει στην καρδιά του χαρτοστάτη και είχε νιώσει ότι ίσως και να μπορούσε να εισχωρήσει στον γυάλινο κόσμο του, και τότε ο χρόνος θα σταματούσε. Συχνά αφήνονταν να κάνουν όνειρα διαφυγής. Η τύχη τους θα κρατούσε επ’ αόριστον. Θα συνέχιζαν τη μικρή τους συνωμοσία με τον ίδιο τρόπο για το υπόλοιπο της ζωής τους. Ή πάλι, θα πέθαινε η Κάθριν, και με επιδέξιους χειρισμούς, ο Γουίνστον και η Τζούλια θα κατάφερναν να παντρευτούν. Ή θα αυτοκτονούσαν μαζί. Ή θα εξαφανίζονταν, θα άλλαζαν την εμφάνισή τους για να μην τους αναγνωρίσουν, θα μάθαιναν να μιλάνε τη διάλεκτο των προλετάριων, θα έπιαναν δουλειά σε ένα εργοστάσιο και θα ζούσαν απαρατήρητοι σε κάποιον μακρινό δρόμο. Ήξεραν κι οι δυο τους πως όλα αυτά ήταν ανοησίες. Στην πραγματικότητα, δεν υπήρχε διαφυγή. Ακόμα και το μόνο πρακτικά εφαρμόσιμο σχέδιο, την αυτοκτονία, δεν σκόπευαν να το πραγματοποιήσουν. Το να γαντζώνονται από την κάθε ημέρα, την κάθε εβδομάδα υφαίνοντας ένα παρόν χωρίς μέλλον, έμοιαζε ακατανίκητο ένστικτο, όπως το ότι ανάσαινες όσο έβρισκες αέρα.
Κάποιες άλλες φορές σκέφτονταν να επαναστατήσουν ενεργά ενάντια στο Κόμμα, χωρίς όμως να έχουν την παραμικρή ιδέα για το πώς θα έκαναν το πρώτο βήμα. Ακόμα κι αν όντως υπήρχε η θαυμαστή Αδελφότητα, πώς θα έβρισκαν τρόπο να εισχωρήσουν; Ο Γουίνστον μίλησε στην Τζούλια για την παράξενη οικειότητα που υπήρχε ή έτσι του φαινόταν, ανάμεσα σε αυτόν και τον Ο’ Μπράιεν, και για την παρόρμηση του ένιωθε κάποιες φορές να τον πλησιάσει και να του πει πως ήταν εχθρός του Κόμματος και να ζητήσει τη βοήθειά του. Όλως περιέργως, η Τζούλια δεν το θεώρησε τρομερά παράτολμο. Ήταν συνηθισμένη να κρίνει τους ανθρώπους από τα πρόσωπά τους και της φαινόταν φυσικό να πιστεύει ο Γουίνστον στην αξιοπιστία του Ο’ Μπράιεν απλά εξαιτίας ενός στιγμιαίου βλέμματος. Επίσης, θεωρούσε δεδομένο ότι όλοι ή σχεδόν όλοι μισούσαν το Κόμμα κρυφά και θα παραβίαζαν τους κανόνες αν το θεωρούσαν ασφαλές. Αρνιόταν όμως να πιστέψει ότι υπήρχε ή μπορούσε να υπάρξει οργανωμένη αντίσταση σε μεγάλη κλίμακα. Οι ιστορίες για τον Γκολντστάιν και τον κρυφό στρατό του ήταν μπούρδες που είχε φτιάξει το Κόμμα για τα δικά του συμφέροντα και όλοι οι υπόλοιποι έπρεπε να υποκριθούν ότι τις πίστευαν, έτσι έλεγε η Τζούλια. Δεν θυμόταν καν σε πόσες πολιτικές συγκεντρώσεις του Κόμματος και σε πόσες αυθόρμητες διαδηλώσεις είχε ουρλιάξει να εκτελεστούν άνθρωποι που ούτε είχε ξανακούσει τα ονόματά τους και ούτε καν πίστευε στα υποτιθέμενα εγκλήματά τους. Όταν γίνονταν δημόσιες δίκες, πήγαινε σαν μέλος των αντιπροσωπειών του Συνδέσμου Νεολαίας, και περικύκλωναν το δικαστήριο από το πρωί μέχρι το βράδυ φωνάζοντας κάθε τόσο “Θάνατο στους προδότες”. Όσο κρατούσε το Δίλεπτο Μίσος, πάντα ξεπερνούσε όλους τους άλλους βρίζοντας τον Γκολντστάιν, κι ας μην είχε παρά μόνο μια αμυδρή ιδέα του ποιος ήταν και τι ιδέες αντιπροσώπευε. Είχε μεγαλώσει μετά την Επανάσταση και ήταν πολύ νέα για να θυμάται τις ιδεολογικές διαμάχες των δεκαετιών του πενήντα και του εξήντα. Δεν μπορούσε να φανταστεί ένα ανεξάρτητο πολιτικό κίνημα, το Κόμμα ήταν έτσι κι αλλιώς ανίκητο. Θα υπήρχε πάντα αναλλοίωτο. Η μόνη εξέγερση εναντίον του ήταν να το παρακούσεις κρυφά ή το πολύ, να διαπράξεις μεμονωμένες βιαιότητες, όπως να σκοτώσεις κάποιον ή να ανατινάξεις κάτι.
Σε κάποια θέματα η Τζούλια ήταν πιο οξυδερκής από τον Γουίνστον, όπως επίσης ήταν λιγότερο επιρρεπής στην προπαγάνδα του Κόμματος. Σε μια συνάντησή τους κάποτε, όταν ο Γουίνστον έτυχε να αναφέρει τον πόλεμο με την Ευρασία, τον ξάφνιασε λέγοντας αυθόρμητα ότι κατά τη γνώμη της δεν συνέβαινε κανένας πόλεμος. Οι βόμβες που έπεφταν καθημερινά στο Λονδίνο προφανώς ήταν έργο της ίδιας της Κυβέρνησης της Ωκεανίας, “μόνο και μόνο για να κρατούν τους ανθρώπους σε μια κατάσταση φόβου”. Κάτι τέτοιο δεν είχε κυριολεκτικά περάσει ποτέ από το μυαλό του. Κι ακόμα, ένιωθε κάτι σαν ζήλεια μέσα του όταν την άκουγε να του λέει ότι της ήταν πολύ δύσκολο να συγκρατηθεί και να μην ξεσπάσει σε γέλια όσο κρατούσε το Δίλεπτο Μίσος. Όμως αμφισβητούσε τις διδαχές του Κόμματος μόνο όταν κατά κάποιον τρόπο άγγιζαν τη ζωή της. Συχνά ήταν έτοιμη να αποδεχτεί την επίσημη παραμυθολογία, γιατί οι διαφορές ανάμεσα στην αλήθεια και την παραποίησή της δεν της φαίνονταν σημαντικές. Για παράδειγμα, πίστευε, καθώς το είχε μάθει στο σχολείο, ότι το Κόμμα είχε εφεύρει τα αεροπλάνα. (Στα δικά του σχολικά χρόνια, στα τέλη της δεκαετίας του πενήντα, ο Γουίνστον θυμόταν πως το Κόμμα ισχυριζόταν ότι μόνο το ελικόπτερο είχε εφεύρει. Δώδεκα χρόνια αργότερα, όταν πήγαινε σχολείο η Τζούλια, το Κόμμα ήδη διεκδικούσε και την πατρότητα του αεροπλάνου. Στην επόμενη γενιά, θα ισχυριζόταν ότι είχε εφεύρει και την ατμομηχανή). Και όταν της είπε ότι τα αεροπλάνα υπήρχαν ήδη προτού αυτή γεννηθεί και πολύ πριν την Επανάσταση, το θέμα δεν της κίνησε καν το ενδιαφέρον. Σε τελευταία ανάλυση, τι σημασία είχε ποιος είχε εφεύρει τα αεροπλάνα; Ο Γουίνστον ένιωσε κάτι σαν σοκ όταν από κάποια τυχαία παρατήρηση ανακάλυψε ότι η Τζούλια δεν θυμόταν πως η Ωκεανία, τέσσερα χρόνια πριν, ήταν σε πόλεμο με την Ανατολασία και σε ειρήνη με την Ευρασία. Η αλήθεια ήταν πως έβλεπε τον πόλεμο σαν φαρσοκωμωδία, προφανώς όμως δεν είχε καν προσέξει ότι το όνομα του εχθρού είχε αλλάξει.
«Νόμιζα πως είχαμε πάντα πόλεμο με την Ευρασία» είπε αδιάφορα.
Η εφεύρεση των αεροπλάνων χρονολογούταν πολύ πριν τη γέννησή της. όμως η εναλλαγή των εμπλεκομένων στον πόλεμο είχε γίνει μόλις τέσσερα χρόνια πριν, όταν η Τζούλια είχε ήδη μεγαλώσει. Λογομάχησαν πάνω σε αυτό το θέμα ίσως και ένα τέταρτο της ώρας. Στο τέλος ο Γουίνστον κατάφερε να την κάνει να θυμηθεί, έστω και αμυδρά, ότι κάποτε ο εχθρός ήταν η Ανατολασία και όχι η Ευρασία. Και πάλι όμως, η Τζούλια θεώρησε το ζήτημα ασήμαντο.
«Ποιος σκοτίζεται;» είπε ανυπόμονα. «Πάντα υπάρχει ένας διαολεμένος πόλεμος, ο ένας μετά τον άλλον. Κι εξάλλου, όλοι ξέρουν πως οι ειδήσεις είναι ψεύτικες».
Κάποιες φορές τής μιλούσε για το Τμήμα Αρχείων και τις θρασύτατες πλαστογραφίες που έκανε εκεί. Κάτι τέτοια δεν έμοιαζαν να την τρομάζουν. Δεν ένιωθε καμία άβυσσο να ανοίγεται κάτω από τα πόδια της και μόνο στη σκέψη ότι τα ψέματα είχαν γίνει αλήθειες. Της είπε για την ιστορία των Τζόουνς, Άαρονσον και Ράδερφορντ και για το σημαντικό απόκομμα που είχε πέσει κάποτε στα χέρια του. Δεν της έκανε ιδιαίτερη εντύπωση. Στην αρχή μάλιστα δεν έπιασε καν το νόημα της ιστορίας.
«Ήταν φίλοι σου;» τον ρώτησε.
«Όχι, δεν τους ήξερα. Ήταν μέλη του Εσωτερικού Κόμματος. Εξάλλου, ήταν πολύ μεγαλύτεροί μου. Ανήκαν σε μια παλαιότερη γενιά, πριν την Επανάσταση. Ίσα που τους γνώριζα εξ όψεως».
«Τότε, πού είναι το πρόβλημα; Ο κόσμος σκοτώνεται κάθε λίγο, έτσι δεν είναι;»
Προσπάθησε να την κάνει να καταλάβει.
«Αυτή ήταν ειδική περίπτωση. Δεν ήταν ένας απλός θάνατος. Δεν καταλαβαίνεις ότι το παρελθόν, από το χθες κιόλας, έχει σβηστεί; Αν συνεχίζει να επιζεί κάπου, αυτό γίνεται σε λίγα αντικείμενα που δεν έχουν τίποτα γραμμένο επάνω τους, όπως αυτό το κομμάτι γυαλί εκεί πέρα. Ήδη, δεν γνωρίζουμε τίποτα σχεδόν για την Επανάσταση και τα χρόνια πριν από αυτήν. Όλα τα αρχεία καταστράφηκαν ή παραποιήθηκαν, όλα τα βιβλία γράφτηκαν από την αρχή, όλοι οι πίνακες ζωγραφίστηκαν ξανά, όλα τα αγάλματα, τα κτίρια, οι δρόμοι άλλαξαν ονομασία, όλες οι ημερομηνίες τροποποιήθηκαν. Και αυτή η διαδικασία συνεχίζεται μέρα με τη μέρα, λεπτό με το λεπτό. Η ιστορία σταμάτησε. Τίποτα δεν υπάρχει εκτός από ένα ατελείωτο παρόν όπου το Κόμμα έχει πάντα δίκιο. Γνωρίζω φυσικά ότι το παρελθόν παραποιείται, δεν θα μπορούσα όμως να το αποδείξω, ακόμα και για τις περιπτώσεις όπου εγώ ο ίδιος έκανα την παραποίηση. Μόλις ολοκληρωθεί η αλλαγή των στοιχείων, δεν μένει το παραμικρό ίχνος. Η απόδειξη βρίσκεται μόνο στο μυαλό μου, και δεν μπορώ να είμαι καθόλου σίγουρος ότι υπάρχει και κάποιος άλλος που μοιράζεται τις ίδιες αναμνήσεις με εμένα. Σε όλη μου τη ζωή μόνο εκείνη τη στιγμή κράτησα κυριολεκτικά στα χέρια μου μια απτή απόδειξη, χρόνια μετά το γεγονός».
«Και σε τι σε ωφέλησε αυτό;»
«Σε τίποτα, γιατί ξεφορτώθηκα το χαρτί μερικά λεπτά αργότερα. Αν όμως συνέβαινε το ίδιο σήμερα, θα το κρατούσα».
«Εγώ πάλι όχι!» είπε η Τζούλια. «Δεν έχω θέμα να ριψοκινδυνέψω, αλλά μόνο για κάτι που να αξίζει, όχι για κάποια κομματάκια μιας παλιάς εφημερίδας. Ακόμα κι αν το είχες κρατήσει, τι θα μπορούσες να το κάνεις;»
«Λίγα πράγματα μάλλον. Ήταν όμως αποδεικτικό στοιχείο. Μπορεί και να έσπερνε μερικές αμφιβολίες από δω κι από κει, αν βέβαια τολμούσα να το δείξω σε κάποιον. Δεν πιστεύω ότι έχουμε τη δυνατότητα να διορθώσουμε τα πράγματα στον δικό μας καιρό. Μπορεί όμως κάποιος να φανταστεί μικρούς πυρήνες αντίστασης να ξεφυτρώνουν κάπου –μικρές ομάδες ανθρώπων να ενώνονται και να πληθαίνουν σταδιακά. Θα μπορούσαμε ως και να αφήσουμε πίσω μας ντοκουμέντα, ώστε οι επόμενες γενιές να συνεχίσουν από εκεί που σταματήσαμε».
«Δεν με ενδιαφέρουν οι επόμενες γενιές, αγάπη μου. Αυτό που με ενδιαφέρει είμαστε εμείς».
«Είσαι επαναστάτρια μόνο από τη μέση και κάτω» της είπε.
Εκείνη το βρήκε τρομερά πνευματώδες και τον αγκάλιασε ενθουσιασμένη.
Δεν έδειχνε το παραμικρό ενδιαφέρον για τις διακλαδώσεις των διδαχών του Κόμματος. Όποτε ο Γουίνστον άρχιζε να της μιλάει για τις αρχές του ΑΓΓΣΟΣ, της δισκεψίας, της μετάλλαξης του παρελθόντος και της άρνησης της αντικειμενικής πραγματικότητας, όποτε χρησιμοποιούσε λέξεις της Νέας Ομιλίας, η Τζούλια βαριόταν, έχανε τον ειρμό και του έλεγε πως δεν έδινε ποτέ της σημασία σε τέτοια πράγματα. Αφού ξέρεις πως όλα αυτά είναι ένα σκουπιδομάνι, για ποιον λόγο να ανησυχείς; Εκείνη ήξερε πότε να φωνάξει ζήτω και πότε να αποδοκιμάσει και δεν της χρειαζόταν τίποτα άλλο. Όταν ο Γουίνστον επέμενε συνεχίζοντας να μιλάει για τέτοια θέματα, η Τζούλια είχε τη συνήθεια να αποκοιμιέται. Ήταν από τους ανθρώπους που είχαν την ικανότητα να αποκοιμιούνται οποιαδήποτε ώρα και σε οποιαδήποτε θέση. Μιλώντας μαζί της, αντιλήφθηκε πόσο εύκολο ήταν να παριστάνεις τον ορθόδοξο χωρίς να έχεις την παραμικρή ιδέα για το τι σημαίνει ορθοδοξία. Κατά κάποιον τρόπο, η κοσμοθεωρία του Κόμματος είχε μεγαλύτερη επιτυχία επιβολής σε όσους αδυνατούσαν να την κατανοήσουν. Αυτοί ήταν ικανοί να παραδεχτούν τις πιο κατάφωρες παραβιάσεις της πραγματικότητας, γιατί δεν αντιλαμβάνονταν ποτέ πλήρως το μέγεθος των απαιτήσεων του Κόμματος, ούτε και έδειχναν ιδιαίτερο ενδιαφέρον για τον δημόσιο βίο, ώστε να παρατηρήσουν τι ακριβώς συνέβαινε. Διατηρούσαν την πνευματική τους υγεία, ακριβώς επειδή αδυνατούσαν να κατανοήσουν. Απλά κατάπιναν ό,τι τους σέρβιραν, και αυτά που κατάπιναν δεν τους έβλαπταν, γιατί δεν άφηναν υπολείμματα, ακριβώς όπως ένας κόκκος σταριού περνά αχώνευτος στο σώμα ενός πουλιού.