Τα είχαν καταφέρει, επιτέλους τα είχαν καταφέρει!
Το δωμάτιο όπου βρίσκονταν ήταν μακρύ, με απαλό φωτισμό. Ο ήχος της τηλεοθόνης ήταν χαμηλωμένος, έτσι ώστε να ακούγεται ένα χαμηλόφωνο μουρμουρητό. Το παχύ σκούρο μπλε χαλί σού έδινε την αίσθηση ότι πατούσες σε βελούδο. Στην άλλη άκρη του δωματίου, ο Ο’ Μπράιεν καθόταν μπροστά σε ένα τραπέζι, κάτω από ένα πράσινο αμπαζούρ. Δεξιά και αριστερά του είχε από μια στοίβα χαρτιά. Δεν μπήκε στον κόπο να σηκώσει το κεφάλι του όταν ο υπηρέτης ανάγγειλε την Τζούλια και τον Γουίνστον.
Η καρδιά του Γουίνστον χτυπούσε τόσο δυνατά ώστε αμφέβαλλε αν θα έβγαινε έστω και μια λέξη από τα χείλη του. Τα είχαν καταφέρει, επιτέλους τα είχαν καταφέρει, κι αυτό ήταν το μόνο που μπορούσε να σκεφτεί. Ήταν πολύ επιπόλαιο να έρθουν εδώ και καθαρή τρέλα να εμφανιστούν μαζί, παρότι είχαν ακολουθήσει διαφορετικό δρομολόγιο και είχαν συναντηθεί στην πόρτα του Ο’ Μπράιεν. Όμως, ακόμα και το να μπεις σε ένα τέτοιο μέρος, απαιτούσε γερά νεύρα. Μόνο σε πολύ σπάνιες περιπτώσεις σού δινόταν η ευκαιρία να δεις το εσωτερικό των σπιτιών όπου διέμεναν τα μέλη του Εσωτερικού Κόμματος ή ακόμα και να εισχωρήσεις στη συνοικία που κατοικούσαν. Η γενική ατμόσφαιρα της τεράστιας πολυκατοικίας, ο πλούτος και η άνεση, οι ασυνήθιστες μυρωδιές καλού φαγητού και καλού καπνού, τα αθόρυβα και απίστευτα γρήγορα ασανσέρ που ανεβοκατέβαιναν, οι υπηρέτες με τα άσπρα σακάκια που πηγαινοέρχονταν βιαστικά –όλα αυτά σου προξενούσαν φόβο και δέος.
Παρότι ο Γουίνστον είχε μια καλή δικαιολογία για να μπει στο διαμέρισμα, τον κατέτρεχε η αγωνία ότι κάποιος μαυροφορεμένος φρουρός θα ξεπηδούσε ξαφνικά, θα ζητούσε τα χαρτιά του και θα τον διέταζε να φύγει. Ο υπηρέτης του Ο’ Μπράιεν πάντως, δέχτηκε και τους δύο τους χωρίς αντιρρήσεις. Ήταν ένας μικρόσωμος μελαχρινός άνδρας ντυμένος με λευκό σακάκι. Το πρόσωπό του ήταν γωνιώδες, εντελώς ανέκφραστο, σαν να ανήκε σε Κινέζο. Ο διάδρομος που διέσχισαν ήταν στρωμένος με ένα μαλακό χαλί, οι τοίχοι ήταν ντυμένοι με κρεμ ταπετσαρία και λευκό ξύλο. Όλα απέπνεαν απόλυτη καθαριότητα. Και αυτό ήταν κάτι που προξενούσε επίσης φόβο και δέος. Ο Γουίνστον δεν θυμόταν να είχε ποτέ του δει διάδρομο που να μην είναι βρομερός από την επαφή των σωμάτων.
Ο Ο’ Μπράιεν κρατούσε ένα κομμάτι χαρτί στα δάχτυλά του και φαινόταν βαθιά απορροφημένος από τη μελέτη του. Το βαρύ του πρόσωπο, σκυμμένο τόσο που διέκρινες την γραμμή της μύτης του, έδειχνε δύναμη και ευφυΐα. Για περίπου είκοσι δευτερόλεπτα, ο Ο’ Μπράιεν παρέμεινε ακίνητος. Κατόπιν τράβηξε κοντά του τον φωνογράφο και υπαγόρευσε ταχύτατα ένα μήνυμα στην υβριδική διάλεκτο των Υπουργείων.
«Θέματα ένα κόμμα πέντε κόμμα επτά εγκεκριμένα πλήρως στοπ πρόταση περιεχόμενη θέμα έξι υπερπολύ γελοίο ρέπον εγκληματοσκέψη ματαίωση στοπ μησυνέχιση κατασκευή προπαραλαμβάνοντας πλήρως εκτίμησες μηχανές άνωθεν στοπ τέλος μηνύματος».
Σηκώθηκε από την καρέκλα του και τους πλησίασε πατώντας αθόρυβα πάνω στο χαλί. Ένα μέρος της επίσημης ατμόσφαιρας φαινόταν να έχει φύγει από πάνω του μαζί με τις λέξεις της Νέας Ομιλίας, η έκφρασή του όμως ήταν πιο βλοσυρή απ’ ό,τι συνήθως, σαν να μην ήταν ευχαριστημένος που τον είχαν ενοχλήσει. Ο τρόμος που ήδη ένιωθε ο Γουίνστον ενισχύθηκε από ένα κύμα αμηχανίας. Του φαινόταν αρκετά πιθανό να έχει κάνει ένα ηλίθιο λάθος. Τι αποδείξεις διέθετε που να δείχνουν ότι ο Ο’ Μπράιεν ήταν πράγματι πολιτικός συνωμότης; Τίποτα πέρα από ένα αστραπιαίο βλέμμα και μια μοναδική και αμφιλεγόμενη παρατήρηση. Πέραν αυτών, υπήρχαν μόνο οι κρυφές του φαντασιώσεις, που πήγαζαν από ένα όνειρο. Δεν μπορούσε να χρησιμοποιήσει σαν δικαιολογία ότι είχε έρθει για να δανειστεί το λεξικό, γιατί σε μια τέτοια περίπτωση δεν είχε να δώσει καμία πειστική εξήγηση για την παρουσία της Τζούλια.
Καθώς ο Ο’ Μπράιεν περνούσε μπροστά από την τηλεοθόνη, φάνηκε σαν να σκέφτηκε μόλις κάτι. Σταμάτησε, γύρισε στο πλάι και πίεσε έναν διακόπτη στον τοίχο. Ακούστηκε ένα κοφτό κροτάλισμα, και η φωνή σταμάτησε.
Η Τζούλια άφησε να της ξεφύγει ένας ανεπαίσθητος ήχος, κάτι σαν επιφώνημα έκπληξης. Ακόμα και μέσα στον πανικό του, ο Γουίνστον ξαφνιάστηκε τόσο που δεν μπόρεσε να συγκρατηθεί.
«Μπορείτε να την κλείσετε!» είπε.
«Ναι» είπε ο Ο’ Μπράιεν. «Μπορούμε να την κλείνουμε. Έχουμε αυτό το προνόμιο».
Στεκόταν πλέον μπροστά τους. Η γεροδεμένη φιγούρα του ορθωνόταν από πάνω τους, ενώ η έκφραση του προσώπου του παρέμενε ανεξιχνίαστη. Περίμενε, κάπως βλοσυρά, να πει κάτι ο Γουίνστον, αλλά τι; Ακόμα και τώρα ήταν φανερό ότι επρόκειτο για έναν πολυάσχολο άνδρα, που αναρωτιόταν εκνευρισμένος για ποιον λόγο τον είχαν διακόψει. Κανείς τους δεν μιλούσε. Μετά το κλείσιμο της τηλεοθόνης, στο δωμάτιο επικρατούσε νεκρική σιωπή. Τα δευτερόλεπτα περνούσαν βασανιστικά αργά. Ο Γουίνστον με δυσκολία συνέχιζε να κοιτάζει στα μάτια τον Ο’ Μπράιεν.
Και ξαφνικά, στο σκυθρωπό πρόσωπο σχηματίστηκε η αρχή ενός χαμόγελου. Με τη χαρακτηριστική του κίνηση, ο Ο’ Μπράιεν τακτοποίησε τα γυαλιά πάνω στη μύτη του.
«Θα το πω εγώ ή εσύ;» ρώτησε.
«Θα το πω εγώ» απάντησε αμέσως ο Γουίνστον. «Εκείνο το πράγμα έκλεισε στ’ αλήθεια;»
«Ναι. Έχουν κλείσει όλα. Είμαστε μόνοι».
«Ήρθαμε εδώ, γιατί…»
Έκανε παύση, καθώς συνειδητοποιούσε για πρώτη φορά πόσο ασαφή ήταν τα κίνητρά του. Μια και στην ουσία δεν γνώριζε τι είδους βοήθεια περίμενε από τον Ο’ Μπράιεν, δεν ήταν εύκολο να πει για ποιον λόγο είχε έρθει. Συνέχισε, γνωρίζοντας ότι τα λόγια του θα ακούγονταν φτωχικά και επιτηδευμένα:
«Πιστεύουμε ότι υπάρχει κάποιου είδους συνωμοσία, κάποια μυστική οργάνωση που στρέφεται κατά του Κόμματος, και ότι εσείς είστε μέλος της. Θέλουμε να μπούμε κι εμείς, να δουλέψουμε για την οργάνωση. Είμαστε εχθροί του Κόμματος. Αμφισβητούμε τις αρχές του ΑΓΓΣΟΣ. Είμαστε εγκληματίες της σκέψης. Επίσης, είμαστε μοιχοί. Σας το λέω, γιατί παραδινόμαστε στο έλεός σας. Αν θέλετε να ενοχοποιήσουμε τον εαυτό μας για κάτι άλλο, είμαστε έτοιμοι».
Σταμάτησε και κοίταξε πάνω από τον ώμο του, έχοντας την αίσθηση ότι είχε ανοίξει η πόρτα. Σίγουρα ο μικροκαμωμένος κιτρινιάρης είχε μπει χωρίς να χτυπήσει. Ο Γουίνστον είδε ότι κουβαλούσε έναν δίσκο με καράφα και ποτήρια.
«Ο Μάρτιν είναι δικός μας» είπε αδιάφορα ο Ο’ Μπράιεν. «Φέρε τα ποτά, Μάρτιν. Άφησέ τα στο στρογγυλό τραπεζάκι. Έχουμε αρκετές καρέκλες; Τότε, μπορούμε να καθίσουμε και να κουβεντιάσουμε με την άνεσή μας. Φέρε και για σένα μια καρέκλα, Μάρτιν. Θα μιλήσουμε για θέματα δουλειάς. Για τα επόμενα δέκα λεπτά, ξέχνα ότι είσαι υπηρέτης».
Ο μικροκαμωμένος άνδρας κάθισε άνετα, χωρίς όμως να έχει αποβάλει το ύφος του υπηρέτη, ενός υπηρέτη που απολαμβάνει ένα προνόμιο. Ο Γουίνστον τού έριξε ένα πλάγιο βλέμμα. Κατάλαβε ότι η ζωή αυτού του ανθρώπου ήταν ένα ρόλος κι ότι το ένιωθε επικίνδυνο να εγκαταλείψει ως και για μια στιγμή την υποτιθέμενη προσωπικότητά του. Ο Ο’ Μπράιεν έγειρε την καράφα γεμίζοντας τα ποτήρια με ένα σκούρο κόκκινο υγρό. Αυτή του η κίνηση ξύπνησε στον Γουίνστον μια αχνή μνήμη από κάτι που είχε δει καιρό πριν σε έναν τοίχο ή ένα διαφημιστικό ταμπλό –μια πελώρια μποτίλια φτιαγμένη από ηλεκτρικά φώτα, που έμοιαζε να ανεβοκατεβαίνει αδειάζοντας το περιεχόμενό της σε ένα ποτήρι. Όταν το κοιτούσες από πάνω, το υγρό φαινόταν μαύρο σχεδόν, όσο όμως ήταν στην καράφα, άστραφτε σαν ρουμπίνι. Είχε μια γλυκόξινη μυρωδιά. Ο Γουίνστον είδε την Τζούλια να σηκώνει το ποτήρι της και να το μυρίζει με φανερή περιέργεια.
«Ονομάζεται κρασί» είπε ο Ο’ Μπράιεν χαμογελώντας αχνά. «Σίγουρα θα έχετε διαβάσει γι’ αυτό σε βιβλία. Φοβάμαι ότι δεν περισσεύει πολύ για το Εξωτερικό Κόμμα». Το ύφος του έγινε πάλι τυπικό καθώς ύψωνε το ποτήρι του. «Νομίζω ότι αρμόζει να κάνουμε μια πρόποση μακροζωίας. Στον Ηγέτη μας, τον Εμμανουήλ Γκολντστάιν».
Ο Γουίνστον πήρε το ποτήρι του με λαχτάρα. Το κρασί ήταν κάτι για το οποίο είχε διαβάσει, κάτι που είχε ονειρευτεί. Ακριβώς όπως ο γυάλινος χαρτοστάτης ή τα μισοξεχασμένα τραγουδάκια του κυρίου Τσάρινγκτον, έτσι κι αυτό ανήκε σε ένα χαμένο ρομαντικό παρελθόν, τον παλιό καιρό, όπως του άρεσε να το ονομάζει στις κρυφές του σκέψεις. Για κάποιο λόγο, πάντα του πίστευε πως το κρασί είχε μια έντονα γλυκιά γεύση, σαν της μαρμελάδας βατόμουρο, και πως σε έκανε να μεθύσεις αμέσως. Στην πραγματικότητα, μόλις το κατάπιε, το βρήκε κάπως απογοητευτικό. Η αλήθεια ήταν πως μετά από τόσα χρόνια κατανάλωσης τζιν, δεν μπορούσε να καταλάβει τη γεύση του κρασιού. Ακούμπησε κάτω το άδειο του ποτήρι.
«Άρα, ο Γκολντστάιν είναι υπαρκτό πρόσωπο;» ρώτησε.
«Ναι, υπάρχει και ζει. Δεν ξέρω πού όμως».
«Και η συνωμοσία –η οργάνωση; Υπάρχει πράγματι; Δεν είναι απλά μια επινόηση της Αστυνομίας της Σκέψης;
«Όχι, υπάρχει όντως. Η Αδελφότητα, όπως την ονομάζουμε. Δεν θα μάθετε ποτέ τίποτα περισσότερο για την Αδελφότητα, εκτός από το ότι υπάρχει και ότι ανήκετε σε αυτήν. Θα επανέλθω στο θέμα σε λίγο». Κοίταξε το ρολόι του. «Δεν είναι καθόλου συνετό, ακόμα και για τα μέλη του Εσωτερικού Κόμματος, να κλείνουν την τηλεοθόνη για περισσότερο από μισή ώρα. Δεν έπρεπε να έρθετε εδώ μαζί και θα πρέπει να φύγετε ξεχωριστά. Εσύ, συντρόφισσα» είπε κλίνοντας το κεφάλι προς την Τζούλια «θα φύγεις πρώτη. Έχουμε περίπου είκοσι λεπτά στη διάθεσή μας. Όπως καταλαβαίνετε, οφείλω να ξεκινήσω θέτοντας κάποιες ερωτήσεις. Σε γενικές γραμμές, τι είστε διατεθειμένοι να κάνετε;»
«Ό,τι είμαστε ικανοί» είπε ο Γουίνστον.
Ο Ο’ Μπράιεν είχε στρέψει ελαφρά την καρέκλα του ώστε να αντικρίζει κατά πρόσωπο τον Γουίνστον. Σχεδόν αγνοούσε την Τζούλια, θεωρώντας προφανώς ότι ο Γουίνστον μιλούσε και εκ μέρους της. Για μια στιγμή μισόκλεισε τα μάτια. Άρχισε να κάνει τις ερωτήσεις του χαμηλόφωνα και ανέκφραστα, σαν να ήταν μια ρουτίνα, μια κατήχηση, όπου γνώριζε ήδη τις περισσότερες απαντήσεις.
«Είστε έτοιμοι να δώσετε τη ζωή σας;»
«Ναι».
«Είστε έτοιμοι να διαπράξετε φόνο;»
«Ναι».
«Να διενεργήσετε δολιοφθορές που ίσως αποτελέσουν αιτία να σκοτωθούν εκατοντάδες αθώοι;»
«Ναι».
Να προδώσετε την πατρίδα σας σε ξένες δυνάμεις;»
«Ναι».
«Είστε έτοιμοι να εξαπατήσετε, να πλαστογραφήσετε, να εκβιάσετε, να διαφθείρετε παιδικά μυαλά, να διακινήσετε ναρκωτικά, να ενθαρρύνετε την πορνεία, να διαδώσετε αφροδίσια νοσήματα –να κάνετε οτιδήποτε μπορεί να φθείρει και να αποδυναμώσει το Κόμμα;»
«Ναι».
«Αν, για παράδειγμα, εξυπηρετούσε τους σκοπούς μας να ρίξετε βιτριόλι στο πρόσωπο ενός παιδιού, θα το κάνατε;»
«Ναι».
«Είστε έτοιμοι να θυσιάσετε την υπόστασή σας και να ζήσετε το υπόλοιπο της ζωής σας ως σερβιτόροι ή λιμενεργάτες;»
«Ναι».
«Είστε έτοιμοι να διαπράξετε αυτοκτονία, αν και όποτε σας διατάξουμε;»
«Ναι».
«Είστε έτοιμοι να χωρίσετε και να μην ειδωθείτε ξανά;»
«Όχι!» τον διέκοψε η Τζούλια.
Στον Γουίνστον φάνηκε ότι πέρασε ώρα μέχρι να δώσει τη δική του απάντηση. Προς στιγμήν έμοιαζε να μη μπορεί να αρθρώσει λέξη. Η γλώσσα του βρισκόταν σε μια κατάσταση άηχης κίνησης σχηματίζοντας τους πρώτους φθόγγους πότε της μίας και πότε της άλλης λέξης ξανά και ξανά. Μέχρι να ακούσει τον εαυτό του να τη λέει, δεν ήξερε ποια θα ήταν.
«Όχι» είπε απλά.
«Κάνατε καλά που με ενημερώσατε» είπε ο Ο’ Μπράιεν.«Είναι απαραίτητο να γνωρίζουμε τα πάντα». Στράφηκε προς την Τζούλια και πρόσθεσε με λίγη περισσότερη εκφραστικότητα: «Καταλαβαίνεις ότι ακόμη κι αν επιζήσει, ίσως είναι διαφορετικός; Ίσως αναγκαστούμε να του δώσουμε καινούρια ταυτότητα. Το πρόσωπο, οι κινήσεις του, το σχήμα των χεριών του, το χρώμα των μαλλιών του –ακόμα και η φωνή του ίσως αλλάξουν. Ίσως αλλάξεις κι εσύ η ίδια. Οι χειρούργοι μας μπορούν να αλλάξουν τους ανθρώπους και να τους κάνουν αγνώριστους. Μερικές φορές είναι κάτι απαραίτητο. Άλλοτε πάλι, μπορεί και να καταφύγουμε σε ακρωτηριασμό».
Ο Γουίνστον άθελά του έριξε άλλη μια ματιά στο μογγολικό πρόσωπο του Μάρτιν. Δεν υπήρχαν ορατές ουλές. Η Τζούλια είχε χλομιάσει λίγο. Τώρα οι φακίδες της διακρίνονταν, κοίταξε όμως τον Ο’ Μπράιεν θαρραλέα. Μουρμούρισε κάτι που έμοιαζε ότι συναινούσε.
«Ωραία. Τότε όλα βαίνουν καλώς».
Πάνω στο τραπέζι υπήρχε μια ασημένια τσιγαροθήκη. Ο Ο’ Μπράιεν την έσπρωξε αφηρημένα προς το μέρος τους, πήρε κι ο ίδιος ένα τσιγάρο, μετά σηκώθηκε κι άρχισε να περπατάει αργά πάνω κάτω, σαν να μπορούσε να σκεφτεί καλύτερα με αυτόν τον τρόπο. Τα τσιγάρα ήταν πολύ καλά, καλογεμισμένα και καλοτυλιγμένα, με μια ασυνήθιστη απαλότητα, σαν του μεταξιού, στο χαρτί τους. Ο Ο’ Μπράιεν κοίταξε και πάλι το ρολόι του.
«Καλύτερα να επιστρέψεις στη δουλειά σου, Μάρτιν» είπε. «Εγώ θα ανοίξω την τηλεοθόνη σε ένα τέταρτο. Κοίταξε καλά αυτούς τους δύο συντρόφους προτού φύγεις. Εσύ θα τους ξαναδείς, εγώ μπορεί και όχι».
Τα μάτια του μικρόσωμου άνδρα τρεμόπαιξαν πάνω στα πρόσωπά τους ακριβώς όπως και πρωτύτερα στην πόρτα της εισόδου. Τίποτα στον τρόπο του δεν έδειχνε φιλικότητα. Απομνημόνευε την εμφάνισή τους χωρίς κανένα ενδιαφέρον για αυτούς ή τουλάχιστον δεν έδειχνε να νιώθει ενδιαφέρον. Ο Γουίνστον σκέφτηκε ότι ένα τεχνητό πρόσωπο ίσως και να ήταν ανίκανο να αλλάξει έκφραση. Χωρίς να μιλήσει ή να χαιρετήσει, ο Μάρτιν βγήκε από το δωμάτιο κλείνοντας αθόρυβα την πόρτα πίσω του. Ο Ο’ Μπράιεν έφερνε βόλτες πάνω κάτω το δωμάτιο, με το ένα χέρι στην τσέπη της μαύρης στολής του και κρατώντας το τσιγάρο του στο άλλο.
«Καταλαβαίνετε» είπε «ότι θα πολεμάτε στο σκοτάδι, πάντα στο σκοτάδι θα είστε. Θα λαμβάνετε εντολές και θα τις εκτελείτε χωρίς να γνωρίζετε τον λόγο. Αργότερα θα σας στείλω ένα βιβλίο για να μελετήσετε και να κατανοήσετε την αληθινή φύση της κοινωνίας στην οποία ζούμε και τη στρατηγική που ακολουθούμε για να την καταστρέψουμε. Όταν θα έχετε διαβάσει το βιβλίο, θα είστε κανονικά μέλη της Αδελφότητας. Ανάμεσα όμως στους γενικούς σκοπούς του αγώνα μας και τα άμεσα εγχειρήματα της στιγμής, δεν θα γνωρίζετε ποτέ τίποτα. Σας λέω ότι η Αδελφότητα υπάρχει, δεν μπορώ όμως να σας πω ότι αριθμεί εκατό ή δέκα εκατομμύρια μέλη. Από την προσωπική σας πείρα ποτέ δεν θα είστε σε θέση να πείτε αν έχει έστω και δώδεκα μέλη. Θα υπάρχουν τρία με τέσσερα πρόσωπα με τα οποία θα είστε σε επαφή και τα οποία θα ανανεώνονται ανά διαστήματα. Καθώς εγώ ήμουν η πρώτη σας επαφή, ο σύνδεσμός μας θα διατηρηθεί. Οι εντολές που θα λαμβάνετε θα προέρχονται από εμένα. Αν χρειαστεί να επικοινωνήσουμε μαζί σας, αυτό θα γίνεται μέσω του Μάρτιν. Όταν τελικά σας συλλάβουν, θα ομολογήσετε, αυτό είναι αναπόφευκτο. Δεν θα υπάρχουν όμως πολλά να ομολογήσετε, πέρα από τις δικές σας πράξεις. Οι μόνοι που θα προδώσετε θα είναι μια χούφτα ασήμαντοι άνθρωποι. Πιθανόν να μη με προδώσετε ποτέ. Μέχρι εκείνη τη στιγμή, ίσως και να είμαι νεκρός ή μπορεί να έχω γίνει κάποιος άλλος, με διαφορετικό πρόσωπο».
Συνέχισε να περπατάει πάνω κάτω στο παχύ χαλί. Παρά τον όγκο του σώματός του, διέκρινες μια ξεχωριστή χάρη στις κινήσεις του, μια χάρη που έβγαινε στον αέρα ακόμη κι όταν έβαζε το χέρι του στην τσέπη ή κάπνιζε ένα τσιγάρο. Σου άφηνε την εντύπωση όχι μόνο δύναμης, αλλά και αυτοπεποίθησης και οξύνοιας, χρωματισμένες με μια ανεπαίσθητη ειρωνεία. Όσο σοβαρά κι αν μιλούσε, δεν έμοιαζε καθόλου με στενόμυαλο φανατικό. Όταν αναφερόταν σε φόνους, αυτοκτονίες, σεξουαλικά νοσήματα, ακρωτηριασμούς και αλλαγμένα πρόσωπα, το έκανε με μια αόριστη ειρωνεία. “Αυτά είναι αναπόφευκτα” έμοιαζε να λέει η φωνή του “και πρέπει να τα κάνουμε απτόητοι. Δεν σημαίνει όμως ότι θα τα κάνουμε όταν η ζωή αποκτήσει πάλι την αξία της”.
Ένα κύμα θαυμασμού, λατρείας σχεδόν, ξεχύθηκε από τον Γουίνστον προς τον Ο’ Μπράιεν. Είχε προς το παρόν λησμονήσει τη σκιώδη φιγούρα του Γκολντστάιν. Όταν κοιτούσες τους δυνατούς ώμους του Ο’ Μπράιεν και το τραχύ του πρόσωπο, που, αν και άσχημο, ήταν παραδόξως τόσο πολιτισμένο, σου ήταν αδύνατον να πιστέψεις ότι μπορούσε να ηττηθεί αυτός ο άνθρωπος. Δεν υπήρχε τέχνασμα που δεν μπορούσε να αντιμετωπίσει, δεν υπήρχε κίνδυνος που δεν μπορούσε να προβλέψει. Ως και η Τζούλια έδειχνε εντυπωσιασμένη. Είχε αφήσει το τσιγάρο της να σβήσει και τον άκουγε με προσοχή. Ο Ο’ Μπράιεν συνέχισε:
«Θα έχετε ακούσει τις φήμες για την ύπαρξη της Αδελφότητας. Σίγουρα θα έχετε σχηματίσει τη δική σας άποψη. Ίσως έχετε φανταστεί ένα τεράστιο, μυστικό δίκτυο συνωμοτών, που συναντιούνται κρυφά σε υπόγεια, αφήνουν μηνύματα σε τοίχους, αναγνωρίζονται μεταξύ τους με κωδικές λέξεις ή ιδιαίτερες κινήσεις των χεριών. Τίποτα από αυτά δεν αληθεύει. Τα μέλη της Αδελφότητας δεν έχουν κάποιο τρόπο να αναγνωριστούν μεταξύ τους, δεν έχουν τη δυνατότητα να γνωρίζουν την ταυτότητα παρά ελάχιστων άλλων. Ακόμα και ο ίδιος ο Γκολντστάιν, αν έπεφτε στα χέρια της Αστυνομίας της Σκέψης, δεν θα μπορούσε να τους δώσει έναν πλήρη κατάλογο των μελών ή οποιαδήποτε πληροφορία που θα τους οδηγούσε σε έναν πλήρη κατάλογο. Δεν υπάρχει τέτοιος κατάλογος. Η Αδελφότητα δεν μπορεί να εξαρθρωθεί, ακριβώς επειδή δεν πρόκειται για μία οργάνωση με τη συνηθισμένη σημασία του όρου. Αυτό που την κρατάει σε συνοχή είναι μια άτρωτη ιδέα. Αυτή μόνο την ιδέα θα έχετε για να σας στηρίζει. Δεν θα βρείτε ούτε συντροφική στήριξη ούτε ενθάρρυνση. Όταν στο τέλος σάς πιάσουν, δεν θα σας βοηθήσει κανείς. Ποτέ δεν προσφέρουμε βοήθεια στα μέλη μας. Το περισσότερο που έχουμε να προσφέρουμε, κι αυτό μόνο όταν είναι απολύτως απαραίτητο για να μη μιλήσει κάποιος, είναι να καταφέρουμε να περάσουμε στα κρυφά ένα ξυραφάκι στο κελί του κρατουμένου. Θα πρέπει να συνηθίσετε να ζείτε χωρίς ελπίδα και χωρίς την προσδοκία κάποιου αποτελέσματος. Θα εργαστείτε για λίγο, θα συλληφθείτε, θα ομολογήσετε και μετά θα πεθάνετε. Αυτά θα είναι και τα μόνα αποτελέσματα που θα έχετε να περιμένετε. Δεν υπάρχει καμία πιθανότητα να συμβεί και η παραμικρή αλλαγή όσο ζούμε. Εμείς είμαστε οι νεκροί. Η μόνη αληθινή ζωή βρίσκεται στο μέλλον, κι εμείς τότε δεν θα είμαστε παρά μια χούφτα στάχτη και θρύμματα οστών. Δεν γνωρίζουμε όμως πόσο μακριά βρίσκεται αυτό το μέλλον. Μπορεί να απέχει χίλια χρόνια. Προς το παρόν, το μόνο δυνατόν είναι να δίνουμε τμήμα-τμήμα όλο και περισσότερο έδαφος στην υγιή σκέψη. Δεν μπορούμε να δράσουμε συλλογικά. Μπορούμε μόνο να διαδώσουμε τη γνώση από το ένα άτομο στο άλλο, από τη μια άκρη στην άλλη. Όσο έχουμε να αντιμετωπίσουμε την Αστυνομία της Σκέψης, δεν υπάρχει άλλος τρόπος».
Έκανε μια παύση και κοίταξε για τρίτη φορά το ρολόι του.
«Κοντεύει η ώρα να φύγεις, συντρόφισσα» είπε στη Τζούλια. «Περίμενε. Η καράφα είναι ακόμα μισογεμάτη». Γέμισε τα ποτήρια και ύψωσε το δικό του. «Σε τι θα πιούμε αυτή τη φορά;» ρώτησε με ένα ύφος όπου υπέβοσκε η γνωστή του ειρωνεία. «Στη σύγχυση της Αστυνομίας της Σκέψης; Στον θάνατο του Μεγάλου Αδελφού; Στην ανθρωπότητα; Στο μέλλον;»
«Στο παρελθόν» είπε ο Γουίνστον.
«Το παρελθόν είναι πιο σημαντικό» συμφώνησε σοβαρός ο Ο’ Μπράιεν.
Άδειασαν τα ποτήρια τους και, μια στιγμή μετά, η Τζούλια σηκώθηκε να φύγει. Ο Ο’ Μπράιεν πήρε ένα μικρό κουτί από ένα ερμάριο, της έδωσε μια λευκή πλακέτα και της είπε να τη βάλει στη γλώσσα της. Ήταν σημαντικό, της είπε, να μη μυρίζει κρασί όταν θα έβγαινε έξω. Οι υπάλληλοι του ασανσέρ ήταν πολύ παρατηρητικοί.
Με το που έκλεισε η πόρτα πίσω από την Τζούλια, ο Ο’ Μπράιεν φάνηκε να έχει ξεχάσει ήδη την ύπαρξή της. Έκανε ένα δυο βήματα πάνω κάτω στο δωμάτιο και σταμάτησε.
«Υπάρχουν κάποιες λεπτομέρειες που πρέπει να ρυθμιστούν» είπε. «Υποθέτω ότι διαθέτετε κάποια κρυψώνα».
Ο Γουίνστον μίλησε για το δωμάτιο πάνω από το μαγαζί του κυρίου Τσάρινγκτον.
«Αυτό αρκεί προς το παρόν. Αργότερα, θα κανονίσουμε κάτι άλλο. Είναι σημαντικό να αλλάζουμε συχνά κρυψώνες. Εν τω μεταξύ, θα σου στείλω ένα αντίτυπο του βιβλίου –ακόμα και ο Ο’ Μπράιεν, παρατήρησε ο Γουίνστον, έμοιαζε να προφέρει τη λέξη σαν να ήταν γραμμένη με πλάγιους χαρακτήρες– εννοώ το βιβλίο του Γκολντστάιν, το συντομότερο δυνατό. Μπορεί να περάσουν κάποιες ημέρες έως ότου καταφέρω να βρω ένα αντίτυπο. Όπως φαντάζεσαι, δεν έχουν απομείνει πολλά. Η Αστυνομία της Σκέψης τα επισημαίνει και τα καταστρέφει σχεδόν αμέσως μόλις τα τυπώνουμε. Δεν παίζει ιδιαίτερο ρόλο, γιατί το βιβλίο είναι άφθαρτο. Αν καταστρεφόταν και το τελευταίο αντίτυπο, θα μπορούσαμε να το ξανατυπώσουμε λέξη προς λέξη. Χρησιμοποιείς χαρτοφύλακα στη δουλειά;»
«Συνήθως ναι».
«Πώς είναι;»
«Μαύρος, πολύ φθαρμένος, με δύο λουριά».
«Μαύρος, πολύ φθαρμένος, με δύο λουριά. Καλώς. Κάποια στιγμή στο εγγύς μέλλον –δεν μπορώ να σου εγγυηθώ πότε ακριβώς– ένα από τα μηνύματα που λαμβάνεις κάθε πρωί στη δουλειά σου θα περιέχει μια κακοτυπωμένη λέξη, και θα ζητήσεις να σου επαναλάβουν το μήνυμα. Την επομένη, θα πας στη δουλειά χωρίς τον χαρτοφύλακά σου. Κάποια στιγμή μέσα στην ημέρα, στον δρόμο, ένας άνδρας θα αγγίξει το μπράτσο σου και θα σου πει: “Νομίζω ότι σας έπεσε ο χαρτοφύλακάς σας”. Αυτός που θα σου δώσει θα περιέχει ένα αντίτυπο του βιβλίου του Γκολντστάιν. Θα πρέπει να το επιστρέψεις μέσα σε δύο εβδομάδες».
Απόμειναν σιωπηλοί για λίγο.
«Μας μένουν ελάχιστα λεπτά προτού φύγεις» είπε ο Ο’ Μπράιεν. «Θα συναντηθούμε ξανά –αν συναντηθούμε…»
Ο Γουίνστον σήκωσε το βλέμμα. «Εκεί που δεν υπάρχει σκοτάδι;» είπε διστακτικά.
Ο Ο’ Μπράιεν έγνεψε καταφατικά χωρίς να δείξει έκπληξη. «Εκεί που δεν υπάρχει σκοτάδι» είπε σαν να είχε καταλάβει τον υπαινιγμό. «Εν τω μεταξύ, υπάρχει κάτι που θέλεις να μου πεις προτού φύγεις; Κάποιο μήνυμα; Κάποια ερώτηση;»
Ο Γουίνστον σκέφτηκε. Δεν επιθυμούσε να ρωτήσει κάτι άλλο, ούτε ένιωθε καμία παρόρμηση να ξεστομίσει πομπώδεις γενικότητες. Αντί για οτιδήποτε που να σχετίζεται άμεσα με τον Ο’ Μπράιεν ή την Αδελφότητα, του ήρθε στο μυαλό ένα είδος σύνθετης εικόνας που περιλάμβανε τη σκοτεινή κρεβατοκάμαρα όπου είχε περάσει τις τελευταίες της μέρες η μητέρα του, το μικρό δωμάτιο πάνω από το μαγαζί του κυρίου Τσάρινγκτον, τον γυάλινο χαρτοστάτη και τη σιδερένια γκραβούρα στην κορνίζα από τριανταφυλλόξυλο. Σχεδόν στην τύχη είπε:
«Μήπως έτυχε να ακούσετε ένα παλιό τραγουδάκι που άρχιζε: “Πορτοκάλια και λεμόνια, λεν οι καμπάνες του Άη Κλήμη;”»
Και πάλι ο Ο’ Μπράιεν ένευσε καταφατικά. Με κάτι που έμοιαζε αβρή επισημότητα, συμπλήρωσε τη στροφή:
«“Πορτοκάλια και λεμόνια, λεν οι καμπάνες του Άη Κλήμη
Μου χρωστάς τρία φαρδίνια, λεν οι καμπάνες του Άη Μαρτίνου
Πότε θα με ξεπληρώσεις; λεν οι καμπάνες του Ολντ Μπέιλι
Όταν θα πλουτίσω, λεν οι καμπάνες του Σόρντιτς”».
«Ξέρετε τον τελευταίο στίχο!» είπε ο Γουίνστον.
«Ναι, τον ξέρω. Φοβάμαι όμως ότι έφτασε η ώρα να φύγεις. Περίμενε μια στιγμή. Καλύτερα να σου δώσω μία από αυτές τις ταμπλέτες».
Καθώς ο Γουίνστον σηκώθηκε, ο Ο’ Μπράιεν άπλωσε το χέρι. Η χειραψία του ήταν δυνατή σαν μέγγενη στην παλάμη του. Φθάνοντας στην πόρτα, κοίταξε πίσω του, όμως ο Ο’ Μπράιεν, που περίμενε με το χέρι πάνω στον διακόπτη της τηλεοθόνης, έμοιαζε ήδη έτοιμος να τον βγάλει από το μυαλό του. Στο βάθος, ο Γουίνστον μπορούσε να διακρίνει το γραφείο με το πράσινο αμπαζούρ, τον φωνογράφο και τα συρμάτινα καλάθια που ήταν βαρυφορτωμένα χαρτιά. Η συνάντηση είχε λήξει. Σε μισό λεπτό, σκέφτηκε, ο Ο’ Μπράιεν θα επέστρεφε στη σοβαρή δουλειά που είχε διακόψει, τη δουλειά που έκανε για λογαριασμό του Κόμματος.