Ο Γουίνστον είχε λιώσει σαν τη ζελατίνα από την κούραση. Και αυτή ήταν ακριβώς η σωστή έκφραση που του είχε έρθει αυθόρμητα στο μυαλό. Το σώμα του έμοιαζε να έχει αποκτήσει τη ρευστότητα και τη διαφάνεια του ζελέ. Ένιωθε πως αν σήκωνε το χέρι του, θα μπορούσε να δει το φως μέσα από αυτό. Όλο το αίμα και η λέμφος είχαν στραγγίξει από πάνω του εξαιτίας του οργιαστικού όγκου δουλειάς, αφήνοντας στη θέση τους μια εύθραυστη σύνθεση νεύρων, οστών και δέρματος. Όλες του οι αισθήσεις έδειχναν να έχουν ενταθεί. Τα ρούχα του τού ερέθιζαν τους ώμους, το πεζοδρόμιο έκαιγε τα πόδια του, ακόμα κι όταν ανοιγόκλεινε το χέρι του, οι σύνδεσμοι έτριζαν από την προσπάθεια.
Είχε δουλέψει πάνω από ενενήντα ώρες σε διάστημα πέντε ημερών. Το ίδιο και όλοι οι άλλοι στο Υπουργείο. Τώρα είχαν διεκπεραιωθεί όλα, και κυριολεκτικά δεν είχε τίποτα να κάνει, κανενός είδους δουλειά για το Κόμμα, μέχρι το επόμενο πρωί. Μπορούσε να περάσει έξι ώρες στην κρυψώνα του και άλλες εννιά στο κρεβάτι του.
Μέσα στο γλυκό ηλιόλουστο απόγευμα, περπατούσε αργά ανηφορίζοντας έναν θλιβερό δρόμο που θα τον έβγαζε κοντά στο μαγαζί του κυρίου Τσάρινγκτον. Είχε τον νου του για τυχόν περιπόλους παρότι, χωρίς κάποιο συγκεκριμένο λόγο, πίστευε πως αυτό το απόγευμα δεν κινδύνευε να τον ενοχλήσει κανείς. Ο βαρύς χαρτοφύλακας που κουβαλούσε χτυπούσε πάνω στο γόνατό του σε κάθε του βήμα, μουδιάζοντας το πόδι του. Μέσα στον χαρτοφύλακα βρισκόταν το βιβλίο, το οποίο ήταν ήδη στην κατοχή του εδώ και έξι μέρες, χωρίς να έχει ξεκινήσει να το διαβάζει, χωρίς να του έχει ρίξει έστω και μια ματιά.
Την έκτη ημέρα της Εβδομάδας Μίσους, μετά τις πορείες, τους λόγους, τα συνθήματα, τις σημαίες, τις αφίσες, τις ταινίες, τα κέρινα ομοιώματα, τον χτύπο των τυμπάνων και το σάλπισμα των πνευστών, το ποδοβολητό των παρελάσεων, το κροτάλισμα που άφηναν στον αέρα οι ερπύστριες των τανκς, τον βρυχηθμό από τα σμήνη των αεροπλάνων, τη βροντή των όπλων –μετά από έξι μέρες με όλα αυτά, όταν πια ο οργασμός είχε φτάσει στην κορύφωσή του και το γενικό μίσος για την Ευρασία κόχλαζε σε τέτοιο βαθμό παράνοιας που αν οι 2000 ευρασιάτες εγκληματίες πολέμου, που θα τιμωρούνταν με δημόσιο απαγχονισμό την τελευταία ημέρα των εορτασμών, έπεφταν στα χέρια του όχλου, θα είχαν γίνει κομματάκια– ακριβώς εκείνη τη στιγμή ανακοινώθηκε ότι η Ωκεανία δεν πολεμούσε εναντίον της Ευρασίας, αλλά βρισκόταν σε πόλεμο με την Ανατολασία. Η Ευρασία ήταν σύμμαχος.
Φυσικά δεν προηγήθηκε της ανακοίνωσης καμία εισαγωγή που να προϊδέαζε ότι κάτι είχε αλλάξει. Απλά γνωστοποιήθηκε, απροσδόκητα και ταυτόχρονα παντού, ότι η Ανατολασία και όχι η Ευρασία ήταν ο εχθρός. Ο Γουίνστον συμμετείχε σε μια διαδήλωση που γινόταν σε μια από τις πλατείες του κεντρικού Λονδίνου την ώρα του συμβάντος. Ήταν νύχτα, και τα λευκά πρόσωπα και τα κόκκινα πανό λούζονταν από έντονο φως. Στην πλατεία συνωστίζονταν αρκετές χιλιάδες ανθρώπων, και ανάμεσά τους βρισκόταν και ένα απόσπασμα χιλίων μαθητών με τη στολή των Κατασκόπων. Σε μια εξέδρα ντυμένη με κόκκινο ύφασμα, ο ομιλητής του Εσωτερικού Κόμματος, ένας ισχνός, κοντός άνδρας με δυσανάλογα μακριά χέρια και μεγάλο φαλακρό κεφάλι όπου ψυχορραγούσαν κάτι αραιές αδύναμες τούφες, γάβγιζε τις ρητορείες του στο πλήθος. Ήταν ένα ζαρωμένο ανθρωπάκι, παραμορφωμένο από το μίσος, που κρατούσε το μικρόφωνο σφιχτά στο ένα του χέρι ενώ το άλλο, ένα κόκκαλο που κατέληγε σε μια πελώρια παλάμη, ράπιζε απειλητικά τον αέρα πάνω από το κεφάλι του. Η φωνή του, που είχε αποκτήσει χροιά μετάλλου από τους ενισχυτές, αράδιαζε βροντερά έναν χωρίς τέλος κατάλογο με όλες τις φρικαλεότητες, τις σφαγές, τις εκτοπίσεις, τις λεηλασίες, τους βιασμούς, τους βασανισμούς κρατουμένων, τους βομβαρδισμούς πολιτών, την ψευδή προπαγάνδα, τις άδικες επιθέσεις, τις παραβιάσεις συνθηκών. Ήταν σχεδόν αδύνατον να τον ακούσεις και να μην πειστείς, και αμέσως μετά να μην αφηνιάσεις. Κάθε λίγο, η μανία του πλήθους ξεχείλιζε και η φωνή του ομιλητή πνιγόταν μέσα σε έναν ξέφρενο ζωώδη βρυχηθμό που έβγαινε ανεξέλεγκτα από χιλιάδες λαρύγγια. Οι πιο άγριες κραυγές προέρχονταν από τους μαθητές. Οι ρητορείες συνεχίζονταν επί είκοσι λεπτά περίπου, όταν ένας αγγελιοφόρος ανέβηκε βιαστικός στην εξέδρα και γλίστρησε ένα κομμάτι χαρτί στο χέρι του ομιλητή. Αυτός το ξεδίπλωσε και το διάβαζε ενώ συνέχιζε την ομιλία του. Τίποτα δεν άλλαξε στη φωνή και τον τρόπο του ή στο περιεχόμενο των ρητορειών του, ξαφνικά όμως τα ονόματα ήταν διαφορετικά. Χωρίς να ειπωθούν οι λέξεις, ένα κύμα κατανόησης διαπέρασε το πλήθος. Η Ωκεανία βρισκόταν σε πόλεμο με την Ανατολασία.
Αμέσως ακολούθησε μια τρομερή σύγχυση. Τα πανό και οι αφίσες που κοσμούσαν την πλατεία ήταν λάθος! Τουλάχιστον τα μισά έδειχναν λάθος πρόσωπα! Ήταν δολιοφθορά! Οι πράκτορες του Γκολντστάιν είχαν κάνει καλά τη δουλειά τους. Έγινε ένα ταραχώδες διάλειμμα κατά το οποίο ξεσκίζονταν αφίσες από τους τοίχους, πανό κουρελιάζονταν και κατέληγαν να ποδοπατιούνται από το πλήθος. Οι Κατάσκοποι έδειξαν αξιοθαύμαστη δραστηριότητα καθώς σκαρφάλωναν στις στέγες κι έκοβαν τα σημαιάκια που ανέμιζαν από τις καμινάδες. Σε δύο τρία λεπτά είχαν όλα τελειώσει. Ο ομιλητής, με το μικρόφωνο ακόμα στο ένα χέρι, τους ώμους σκυφτούς και το ελεύθερό χέρι του να ραπίζει τον αέρα, δεν είχε καν διακόψει τον λόγο του. Δεν είχε περάσει ούτε ένα λεπτό, και το πλήθος ξεσπούσε σε άγρια ουρλιαχτά. Το Μίσος συνεχιζόταν ίδιο και απαράλλακτο, μόνο που ο στόχος του είχε αλλάξει.
Αυτό που εντυπωσίασε τον Γουίνστον ήταν ότι ο ομιλητής πέρασε από τη μία πολιτική γραμμή στην άλλη ακριβώς στη μέση μιας φράσης και κατάφερε όχι μόνο να μη σταματήσει να μιλάει, αλλά και να διατηρήσει ακριβώς την ίδια σύνταξη. Εκείνη όμως τη στιγμή, άλλες σκέψεις απασχολούσαν το μυαλό του. Ήταν ακριβώς την ώρα της αναταραχής, την ώρα που ξέσκιζαν τις αφίσες, όταν ένας άνδρας, του οποίου το πρόσωπο δεν κατάφερε να δει, τον άγγιξε στον ώμο και του είπε: «Με συγχωρείτε, νομίζω πως σας έπεσε ο χαρτοφύλακάς σας». Ο Γουίνστον πήρε αφηρημένα τον χαρτοφύλακα, χωρίς να πει λέξη. Ήξερε ότι θα περνούσαν μέρες μέχρι να του δοθεί η ευκαιρία να κοιτάξει το περιεχόμενό του. Με το που τελείωσε η διαδήλωση, τράβηξε κατευθείαν για το Υπουργείο Αλήθειας, παρότι η ώρα ήταν σχεδόν είκοσι τρεις. Το ίδιο έκανε και όλο το προσωπικό του Υπουργείου, προλαβαίνοντας τις διαταγές που δίνονταν από τις τηλεοθόνες και ανακαλούσαν τους πάντες στις θέσεις τους.
Η Ωκεανία βρισκόταν σε πόλεμο με την Ανατολασία. Η Ωκεανία βρισκόταν πάντα σε πόλεμο με την Ανατολασία. Ένα μεγάλο μέρος της πολιτικής φιλολογίας των τελευταίων ετών ήταν τώρα εντελώς αναχρονιστικό. Αναφορές και αρχεία παντός είδους, εφημερίδες, βιβλία, φυλλάδια, ταινίες, ηχητικά αρχεία, φωτογραφίες –όλα έπρεπε να διορθωθούν σε χρόνο ρεκόρ. Παρότι ακόμα δεν είχε δοθεί καμία κατευθυντήρια γραμμή, ήταν γνωστό ότι οι αρμόδιοι του Τμήματος σκόπευαν μέσα σε μία εβδομάδα να μην υπάρχει πουθενά η οποιαδήποτε αναφορά στον πόλεμο με την Ευρασία ή τη συμμαχία με την Ανατολασία. Ο όγκος της δουλειάς ήταν απελπιστικός, κυρίως γιατί οι διαδικασίες που περιλάμβανε δεν μπορούσαν να αναφερθούν με τις πραγματικές τους ονομασίες. Στο Τμήμα Αρχείων, όλοι εργάζονταν δεκαοκτώ ώρες το εικοσιτετράωρο, ξεκλέβοντας δύο φορές την ημέρα από τρεις με τέσσερις ώρες ύπνο. Είχαν κουβαλήσει στρώματα από τα υπόγεια και τα είχαν αραδιάσει στους διαδρόμους. Σάντουιτς και Καφές της Νίκης αποτελούσαν τα γεύματα των εργαζομένων, τα οποία υπάλληλοι της καντίνας μοίραζαν σε τροχήλατα. Κάθε φορά που ο Γουίνστον έκανε διάλειμμα για έναν σύντομο ύπνο, προσπαθούσε να μην αφήνει εκκρεμότητες στο γραφείο του. Και κάθε φορά που σερνόταν πίσω με μάτια που με το ζόρι άνοιγαν και με πόνους σε όλο του το σώμα, έβρισκε έναν ακόμα καταιγισμό κυλινδρικών χαρτιών να καλύπτουν το γραφείο του σαν μια χιονοστιβάδα, να έχουν μισοθάψει τον φωνογράφο και να ξεχειλίζουν μέχρι το πάτωμα, οπότε η πρώτη του δουλειά ήταν να τα τακτοποιήσει σε στοίβες, ώστε να έχει χώρο να εργαστεί. Όμως, το χειρότερο ήταν ότι δεν επρόκειτο για καθαρά μηχανική δουλειά. Συχνά αρκούσε μόνο να αντικαταστήσεις ένα όνομα με ένα άλλο, αλλά οποιαδήποτε λεπτομερής αναφορά απαιτούσε προσοχή και φαντασία. Χρειάζονταν επίσης ιδιαίτερες γεωγραφικές γνώσεις για να μετακινήσεις τον πόλεμο από ένα μέρος του κόσμου σε άλλο.
Την τρίτη μέρα, τα μάτια του πονούσαν ανυπόφορα και τα γυαλιά του χρειάζονταν καθάρισμα κάθε λίγα λεπτά. Ήταν σαν να ήσουν αντιμέτωπος με έναν δυσβάσταχτο σωματικό άθλο, κάτι που είχες δικαίωμα να αρνηθείς, από την άλλη όμως αγχωνόσουν να περατώσεις. Από όσο μπορούσε να θυμηθεί ο Γουίνστον, δεν τον ενοχλούσε ότι κάθε λέξη που υπαγόρευε στον φωνογράφο, κάθε μολυβιά που τραβούσε ήταν ένα εσκεμμένο ψέμα. Αυτό που ήθελε να καταφέρει, όπως το ήθελαν κι όλοι οι υπόλοιποι στο Τμήμα, ήταν να ολοκληρωθεί με επιτυχία η πλαστογραφία. Το πρωί της έκτης ημέρας, η ροή των κυλίνδρων μειώθηκε. Για μισή ώρα δεν βγήκε τίποτα από τον σωλήνα, μετά ένας ακόμα κύλινδρος, μετά τίποτα. Την ίδια ώρα η δουλειά χαλάρωσε παντού. Ένας βαθύς καταπιεσμένος αναστεναγμός ξέφυγε από όλο το Τμήμα. Ένα σημαντικό έργο είχε ολοκληρωθεί με επιτυχία και ήταν κάτι το οποίο δεν έπρεπε ποτέ να αναφερθεί. Πλέον, ήταν αδύνατον για τον οποιονδήποτε να αποδείξει με ντοκουμέντα ότι συνέβη ποτέ ο πόλεμος με την Ευρασία. Στις δώδεκα ακριβώς έγινε μια απρόσμενη ανακοίνωση: όλοι οι υπάλληλοι του Υπουργείου ήταν ελεύθεροι μέχρι το πρωί της επόμενης ημέρας.
Ο Γουίνστον, κουβαλώντας ακόμα τον χαρτοφύλακα που περιείχε το βιβλίο και ο οποίος παρέμενε στο γραφείο του ανάμεσα στα πόδια του όσο δούλευε και κάτω από το σώμα του όσο κοιμόταν, επέστρεψε στο σπίτι του, ξυρίστηκε και σχεδόν αποκοιμήθηκε στη μπανιέρα παρότι το νερό ήταν χλιαρό.
Ανέβηκε τη σκάλα πάνω από το μαγαζί του κυρίου Τσάρινγκτον νιώθοντας τις κλειδώσεις του να τρίζουν χαλαρωτικά. Αν και κουρασμένος, δεν νύσταζε πια. Άνοιξε το παράθυρο, άναψε τη μικρή βρόμικη γκαζιέρα κι έβαλε να βράσει νερό για καφέ. Η Τζούλια δεν θα αργούσε να έρθει. Στο μεταξύ είχε το βιβλίο. Κάθισε στην παλιά πολυθρόνα και έλυσε τα λουριά του χαρτοφύλακα.
Ήταν ένας βαρύς μαύρος τόμος, δεμένος ερασιτεχνικά, χωρίς όνομα ή τίτλο στο εξώφυλλο. Η εκτύπωση έδειχνε κάπως ακανόνιστη. Οι σελίδες ήταν τσακισμένες στις άκρες κι άνοιγαν εύκολα, σημάδι ότι το βιβλίο είχε περάσει από πολλά χέρια. Στη σελίδα του τίτλου, έγραφε πάνω πάνω:
Η ΘΕΩΡΙΑ ΚΑΙ Η ΠΡΑΞΗ ΤΟΥ ΟΛΙΓΑΡΧΙΚΟΥ ΚΟΛΕΚΤΙΒΙΣΜΟΥ
του Εμμανουήλ Γκολντστάιν
Ο Γουίνστον άρχισε να διαβάζει.
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 1
Η Άγνοια είναι Δύναμη.
Δια μέσου των ιστορικών χρόνων, και προφανώς από το τέλος της Νεολιθικής Εποχής, υπήρξαν τρία είδη ανθρώπων στον κόσμο: Οι Ανώτεροι, οι Μεσαίοι και οι Κατώτεροι. Έτυχαν πολλών υποδιαιρέσεων, αναφέρθηκαν με πολλά διαφορετικά ονόματα και η αριθμητική τους αναλογία καθώς και οι μεταξύ τους σχέσεις γνώρισαν μεγάλη ποικιλία κατά καιρούς, αλλά η βασική δομή της κοινωνίας δεν άλλαξε ποτέ. Ακόμα και έπειτα από τυραννικές εξεγέρσεις και φαινομενικά αμετάκλητες αλλαγές, η ίδια δομή αποκαθίσταται πάντα, σαν το γυροσκόπιο που ισορροπεί πάντα, όσο κι αν απομακρύνονται τα άκρα του.
Οι σκοποί αυτών των ομάδων είναι εντελώς ασυμβίβαστοι…
Ο Γουίνστον σταμάτησε το διάβασμα, κυρίως για να εκτιμήσει το γεγονός ότι διάβαζε με άνεση και ασφάλεια. Ήταν μόνος. Ούτε τηλεοθόνη ούτε κάποιος να κρυφακούει με το αυτί πίσω από την κλειδαρότρυπα, χωρίς να τον πιάνει η νευρική παρόρμηση να κοιτάξει πάνω από τον ώμο του ή να σκεπάσει τη σελίδα με το χέρι του. Ο γλυκός καλοκαιρινός αέρας τού χάιδευε το μάγουλο. Από κάπου μακριά ερχόταν ο αδύναμος απόηχος παιδικών φωνών. Μέσα στο δωμάτιο δεν ακουγόταν τίποτα άλλο εκτός από το χτυποκάρδι του ρολογιού. Βολεύτηκε πιο βαθιά στην πολυθρόνα του κι άπλωσε τα πόδια του μπροστά στο τζάκι. Τι μακαριότητα, τι αιωνιότητα! Ξαφνικά, όπως κάνει κάποιος με ένα βιβλίο που ξέρει ότι θα το διαβάσει ξανά και ξανά, το άνοιξε σε ένα άλλο σημείο και βρέθηκε στο τρίτο κεφάλαιο. Συνέχισε το διάβασμα:
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 3
Ο Πόλεμος είναι Ειρήνη.
Η διαίρεση του κόσμου σε τρία μεγάλα υπερκράτη ήταν ένα γεγονός αδύνατο να προβλεφθεί πριν τα μέσα του εικοστού αιώνα. Με την απορρόφηση της Ευρώπης από τη Ρωσία και της Βρετανικής Αυτοκρατορίας από τις Ηνωμένες Πολιτείες, δύο από τις τρεις υπάρχουσες δυνάμεις, η Ευρασία και η Ωκεανία, είχαν ήδη δημιουργηθεί. Η τρίτη δύναμη, η Ανατολασία, προέκυψε ως διακριτή ενότητα από μια διαδικασία συγκεχυμένων αγώνων. Τα σύνορα μεταξύ των τριών υπερκρατών είναι σε κάποια σημεία αυθαίρετα και σε κάποια άλλα παρουσιάζουν διακυμάνσεις ανάλογα με το αποτέλεσμα του πολέμου, αλλά σε γενικές γραμμές ακολουθούν τα γεωγραφικά όρια. Η Ευρασία περιλαμβάνει όλο το βόρειο τμήμα της Ευρώπης και του χερσαίου Ασιατικού όγκου, από την Πορτογαλία έως τον Βερίγγειο Πορθμό. Η Ωκεανία περιλαμβάνει την Αμερική, τα νησιά του Ατλαντικού συμπεριλαμβανομένων των Βρετανικών Νήσων, την Αυστραλασία και το νότιο τμήμα της Αφρικής. Η Ανατολασία, μικρότερη από τα άλλα δύο υπερκράτη και με πιο ασαφές δυτικό μέτωπο, περιλαμβάνει την Κίνα και τις χώρες νότια αυτής, τα Ιαπωνικά νησιά και ένα μεγάλο αλλά κυμαινόμενο μέρος της Μαντζουρίας, της Μογγολίας και του Θιβέτ.
Με τον ένα ή τον άλλο συνδυασμό, αυτά τα τρία υπερκράτη βρίσκονται μονίμως σε πόλεμο τα τελευταία είκοσι πέντε χρόνια. Ο πόλεμος πάντως έπαψε να είναι η ανέλπιδη, αφανιστική πάλη, η χαρακτηριστική των πρώτων δεκαετιών του εικοστού αιώνα. Είναι πλέον μια εμπόλεμη κατάσταση περιορισμένων στόχων ανάμεσα σε αντιπάλους ανίκανους να καταστρέψουν ο ένας τον άλλον, οι οποίοι δεν μάχονται για υλικά αίτια και δεν χωρίζονται από κάποια πραγματική ιδεολογική αντίθεση, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι η διεξαγωγή του πολέμου ή η αποφυγή του είναι λιγότερο αιματηρές ή πιο γαλαντόμες. Αντιθέτως, η πολεμική υστερία είναι διαρκής και οικουμενική σε όλες τις χώρες, και πράξεις όπως οι βιασμοί, οι λεηλασίες, η σφαγή παιδιών, η αιχμαλωσία ολόκληρων πληθυσμών και τα αντίποινα εναντίον κρατουμένων που φτάνουν ως το σημείο να βράζονται και να θάβονται ζωντανοί, θεωρούνται και φυσικές και αξιέπαινες, όταν διαπράττονται από τους ίδιους και όχι από τους εχθρούς. Αλλά από φυσική άποψη, ο πόλεμος αφορά έναν πολύ μικρό αριθμό ανθρώπων, κατά κύριο λόγο άριστα εκπαιδευμένων ειδημόνων, και επιφέρει σχετικά λίγες απώλειες. Οι μάχες, όταν γίνονται, λαμβάνουν χώρα σε ασαφή σύνορα, τη θέση των οποίων ο μέσος άνθρωπος μόνο να μαντέψει μπορεί, ή γύρω από τα Πλωτά Οχυρά που φυλάσσουν στρατηγικά σημεία θαλάσσιων δρόμων. Στα κέντρα του πολιτισμού, ο πόλεμος δεν σημαίνει τίποτα περισσότερο από μια συνεχή έλλειψη καταναλωτικών αγαθών και ενίοτε την έκρηξη μιας τηλεκατευθυνόμενης βόμβας, που ίσως προκαλέσει κάποιες δεκάδες θανάτων. Ο πόλεμος πράγματι έχει αλλάξει χαρακτήρα. Πιο συγκεκριμένα, τα αίτια διεξαγωγής έχουν αλλάξει ως προς τη διαβάθμιση της σπουδαιότητάς τους. Κίνητρα τα οποία υπήρχαν ήδη σε μικρή κλίμακα στους μεγάλους πολέμους των αρχών του εικοστού αιώνα, τώρα πλέον έχουν επικρατήσει, αναγνωρίζονται συνειδητά και επενεργούν σχετικά.
Για να κατανοήσουμε τη φύση του παρόντος πολέμου –γιατί, παρά τις ανακατατάξεις αντιπάλων δυνάμεων οι οποίες συμβαίνουν κάθε λίγα χρόνια, πρόκειται για τον ίδιο πόλεμο– πρέπει εν πρώτοις να συνειδητοποιήσουμε ότι είναι αδύνατον να είναι αποφασιστικής σημασίας. Κανένα από τα τρία υπερκράτη δεν θα μπορούσε να κατακτηθεί οριστικά, ακόμα και αν τα άλλα δύο ένωναν τις δυνάμεις τους για να το πραγματοποιήσουν. Και τα τρία διαθέτουν ίση αντιστοιχία δυνάμεων και οι φυσικές τους αμυντικές θέσεις είναι πανίσχυρες. Η Ευρασία προστατεύεται από τις απέραντες χερσαίες εκτάσεις της, η Ωκεανία από το πλάτος του Ατλαντικού και του Ειρηνικού, η Ανατολασία από την αναπαραγωγική ικανότητα και την εργατικότητα των κατοίκων της. Κατά δεύτερον, από φυσικής άποψης, δεν υπάρχει πλέον λόγος για πόλεμο. Με την εδραίωση αυτόνομων οικονομιών όπου η παραγωγή και η κατανάλωση αλληλεπικαλύπτονται, έλαβε τέλος ο αγώνας για αναζήτηση αγορών, που αποτελούσε το κύριο αίτιο των προηγουμένων πολέμων, ενώ ο ανταγωνισμός για τις πρώτες ύλες δεν αποτελεί πλέον ζήτημα ζωής και θανάτου. Οπωσδήποτε, κάθε ένα από τα τρία υπερκράτη είναι τόσο απέραντο, ώστε μπορεί να αποκτήσει σχεδόν όλες τις απαραίτητες πρώτες ύλες μέσα στα όριά του. Στον βαθμό που ο πόλεμος έχει άμεση οικονομική συνέπεια είναι πόλεμος που αφορά το εργατικό δυναμικό. Ανάμεσα στα σύνορα των τριών υπερκρατών και χωρίς να κατέχεται μόνιμα από κάποιο από αυτά, υπάρχει ένα σχεδόν παραλληλόγραμμο που τις γωνίες του αποτελούν η Ταγγέρη, η Μπραζαβίλ, το Ντάργουιν και το Χονγκ Κονγκ, και το οποίο εμπεριέχει το ένα πέμπτο του πληθυσμού της γης. Οι τρεις δυνάμεις μάχονται συνεχώς για την κατάκτηση αυτών των πυκνοκατοικημένων περιοχών καθώς και του Βόρειου Πόλου. Πρακτικώς, καμία δύναμη δεν εξουσιάζει ολοκληρωτικά την αμφισβητούμενη περιοχή, τμήματα της οποίας αλλάζουν συνεχώς χέρια. Αυτή ακριβώς η ευκαιρία, να αρπάζουν το ένα ή το άλλο τμήμα με μια αιφνιδιαστική προδοτική κίνηση, κατευθύνει τη διαρκή εναλλαγή των συμμαχιών.
Όλα τα αμφισβητούμενα εδάφη περιέχουν πολύτιμα ορυκτά και ορισμένα αποδίδουν σημαντικά φυτικά προϊόντα, όπως το καουτσούκ, που σε ψυχρότερα κλίματα χρειάζεται να κατασκευάζεται με βιομηχανικό τρόπο και συγκριτικά υψηλότερο κόστος. Κυρίως όμως αυτά τα εδάφη διαθέτουν ένα ανεξάντλητο απόθεμα φθηνών εργατικών χεριών. Η δύναμη που ελέγχει την Ισημερινή Αφρική ή τις χώρες της Μέσης Ανατολής ή τη Νότια Ινδία ή το Αρχιπέλαγος της Ινδονησίας κατέχει ταυτόχρονα και εκατοντάδες εκατομμύρια κακοπληρωμένων και σκληρά εργαζομένων χαμάληδων. Οι κάτοικοι αυτών των περιοχών, υποβιβασμένοι λίγο έως πολύ φανερά στο επίπεδο των σκλάβων, περνούν από τα χέρια του ενός κατακτητή στον άλλον και χρησιμοποιούνται σαν δεδομένη ποσότητα κάρβουνου ή πετρελαίου για να κατασκευάζουν περισσότερα πολεμοφόδια, ώστε η ελέγχουσα υπερδύναμη να έχει υπό την εξουσία της περισσότερο εργατικό δυναμικό, ώστε αυτό να παράγει περισσότερα πολεμοφόδια, ώστε αυτή να κατακτά περισσότερα εδάφη και ούτω καθεξής επ’ αόριστον. Αξίζει να σημειωθεί ότι στην πράξη ο πόλεμος δεν μετακινείται ποτέ πέραν των ορίων των αμφισβητουμένων περιοχών. Τα σύνορα της Ευρασίας μετακινούνται ανάμεσα στη λεκάνη του Κονγκό και τη βόρεια ακτογραμμή της Μεσογείου. Τα νησιά του Ινδικού Ωκεανού κατακτώνται και ανακατακτώνται συνεχώς από την Ωκεανία ή την Ανατολασία. Στη Μογγολία, η διαχωριστική γραμμή μεταξύ Ευρασίας και Ανατολασίας δεν είναι ποτέ σταθερή. Γύρω από τον Πόλο και οι τρεις υπερδυνάμεις διεκδικούν αχανείς εκτάσεις που στην πραγματικότητα είναι ως επί το πλείστον ακατοίκητες και ανεξερεύνητες. Αλλά η ισορροπία δυνάμεων παραμένει η ίδια σε γενικές γραμμές, και τα εδάφη που αποτελούν τον πυρήνα κάθε υπεκράτους παραμένουν πάντα απαραβίαστα. Επιπλέον, η εκμετάλλευση της εργασίας των ανθρώπων πέριξ του Ισημερινού δεν είναι πραγματικά απαραίτητη για την παγκόσμια οικονομία. Η συνεισφορά τους στον παγκόσμιο πλούτο είναι μηδαμινή, αφού οτιδήποτε παράγουν, χρησιμοποιείται για τους σκοπούς του πολέμου, και το αντικείμενο ενός πολέμου είναι πάντα η ενίσχυση της θέσης κάποιου, ώστε αυτός να έχει την δυνατότητα να ξεκινήσει έναν ακόμα πόλεμο. Οι υπόδουλοι πληθυσμοί μοχθούν για να επιτρέψουν την επιτάχυνση των συνεχιζόμενων πολέμων. Ακόμα όμως κι αν δεν υπήρχαν, η δομή της παγκόσμιας κοινωνίας και η διαδικασία που τη διατηρεί, δεν θα ήταν ουσιαστικά διαφορετικές.
Ο πρωταρχικός στόχος του σύγχρονου πολέμου (σύμφωνα με τις αρχές της δισκεψίας, αυτός ο στόχος αναγνωρίζεται και ταυτόχρονα δεν αναγνωρίζεται από τους ιθύνοντες εγκεφάλους του Εσωτερικού Κόμματος) είναι η κατανάλωση των βιομηχανικών προϊόντων χωρίς αντίστοιχη άνοδο του βιοτικού επιπέδου. Από το τέλος του δέκατου ένατου αιώνα, το πρόβλημα της διάθεσης του πλεονάσματος καταναλωτικών αγαθών υπέβοσκε στις βιομηχανικές κοινωνίες. Σήμερα που λίγοι άνθρωποι έχουν αρκετή τροφή, αυτό το πρόβλημα είναι προφανώς λιγότερο επιτακτικό και ίσως και να μη γινόταν επιτακτικό ακόμα κι αν δεν λειτουργούσε καμία τεχνητή διαδικασία καταστροφής. Ο σύγχρονος κόσμος είναι ένα γυμνό, πεινασμένο, κατεστραμμένο τοπίο σε σύγκριση με τον κόσμο πριν το 1914 και ακόμα περισσότερο σε σύγκριση με το μέλλον το οποίο οραματίζονταν οι άνθρωποι εκείνης της εποχής. Στις αρχές του εικοστού αιώνα το όραμα μιας μελλοντικής κοινωνίας απίστευτα πλούσιας, άνετης, πειθαρχημένης και επαρκούς –ένας απαστράπτων αποστειρωμένος κόσμος από γυαλί και ατσάλι και κάτασπρο μπετόν– αποτελούσε μέρος της συνείδησης σχεδόν κάθε μορφωμένου ανθρώπου. Η επιστήμη και η τεχνολογία εξελίσσονταν καλπάζοντας και φαινόταν φυσικό να υποθέτει κανείς ότι θα συνέχιζαν να εξελίσσονται έτσι. Αυτό δεν συνέβη, αφενός λόγω της φτωχοποίησης στην οποία οδήγησαν οι μακροχρόνιοι πόλεμοι και οι επαναστάσεις, αφετέρου γιατί η επιστημονική και η τεχνολογική πρόοδος στηρίζονταν στην εμπειρική σκέψη που όμως δεν μπορούσε να επιβιώσει σε μια αυστηρά πειθαρχημένη κοινωνία. Συνολικά, σήμερα ο κόσμος είναι πιο πρωτόγονος σε σύγκριση με τον κόσμο προ πενήντα ετών. Κάποιες υπανάπτυκτες περιοχές έχουν προοδεύσει και διάφορα όργανα, που πάντα έχουν κάποια σχέση με τον πόλεμο και την αστυνομική παρακολούθηση, έχουν τελειοποιηθεί, αλλά τα πειράματα και οι εφευρέσεις έχουν σε ένα μεγάλο βαθμό σταματήσει. Όσο για τις καταστροφές του ατομικού πολέμου της δεκαετίας του πενήντα, ποτέ δεν αποκαταστάθηκαν πλήρως. Πέραν όλων αυτών, οι εγγενείς κίνδυνοι των μηχανών υπάρχουν ακόμα. Από την πρώτη στιγμή της εμφάνισης των μηχανών έγινε φανερό σε όλους ότι η ανάγκη χειρωνακτικής εργασίας και ως εκ τούτου μιας σε μεγάλο βαθμό ανθρώπινης ανισότητας είχε εκλείψει. Αν οι μηχανές χρησιμοποιούνταν για αυτόν τον σκοπό, τότε η πείνα, η υπερεργασία, η έλλειψη καθαριότητας, ο αναλφαβητισμός και οι ασθένειες θα είχαν εκμηδενιστεί σε διάστημα ελάχιστων γενεών. Και πράγματι, χωρίς να έχουν χρησιμοποιηθεί για αυτόν τον σκοπό, αλλά με ένα είδος αυτόματης διαδικασίας –παράγοντας πλούτο που ήταν αδύνατον να μη διανεμηθεί εν μέρει– οι μηχανές ανέβασαν κατά πολύ το βιοτικό επίπεδο του μέσου ανθρώπου σε μια περίοδο πενήντα περίπου ετών, στο τέλος του δέκατου ένατου και τις αρχές του εικοστού αιώνα.
Ήταν όμως επίσης προφανές ότι μια γενική αύξηση του πλούτου απειλούσε να καταστρέψει –πραγματικά, κατά μία έννοια, ήταν καταστροφή– την ιεραρχική κοινωνία. Σε έναν κόσμο όπου όλοι θα δούλευαν λιγότερο, θα είχαν επάρκεια τροφής, θα ζούσαν σε ένα σπίτι που να διαθέτει μπάνιο και ψυγείο και θα είχαν στην κατοχή τους ένα αυτοκίνητο ή ακόμα κι ένα αεροπλάνο, η πιο εμφανής και ίσως η πιο σημαντική μορφή ανισότητας θα είχε ήδη εξαφανιστεί. Αν γενικευόταν, ο πλούτος θα ήταν αδιάκριτος. Αναμφίβολα, θα μπορούσε κανείς να φανταστεί μια κοινωνία όπου ο πλούτος, με την έννοια της ατομικής ιδιοκτησίας και πολυτέλειας, θα μοιραζόταν ίσα, ενώ η δύναμη θα έμενε στα χέρια μιας μικρής προνομιούχας τάξης. Στην πράξη όμως, μια τέτοια κοινωνία δεν θα μπορούσε να παραμείνει σταθερή επί μακρόν. Γιατί αν η άνεση και η ασφάλεια απολαμβάνονταν εξίσου από όλους, η μεγάλη μάζα των ανθρώπων που συνήθως πλήττονται από τη φτώχεια θα μορφωνόταν και θα μάθαινε να σκέφτεται από μόνη της. Και μόλις επιτυγχάνονταν τα δύο προηγούμενα, αργά ή γρήγορα οι άνθρωποι αυτοί θα συνειδητοποιούσαν ότι η προνομιούχα πλειοψηφία δεν είχε καμία λειτουργικότητα, οπότε και θα την αφάνιζαν. Τελικά, μια ιεραρχική κοινωνία δεν θα μπορούσε να υπάρξει παρά μόνο βασισμένη στη φτώχεια και την άγνοια. Η επιστροφή στο αγροτικό παρελθόν, όπως κάποιοι θεωρητικοί των αρχών του εικοστού αιώνα ονειρεύονταν, δεν αποτελούσε πρακτική λύση. Ερχόταν σε σύγκρουση με την τάση προς βιομηχανοποίηση, η οποία είχε γίνει κάτι σαν συνείδηση σε όλο σχεδόν τον κόσμο, και επί πλέον οποιαδήποτε χώρα που υστερούσε βιομηχανικά θα ήταν αδύναμη από στρατιωτικής άποψης και εύκολος στόχος για άμεση ή έμμεση κατάκτηση από τους προηγμένους αντιπάλους της.
Ούτε όμως αποτελούσε ικανοποιητική λύση να κρατούν τις μάζες σε κατάσταση φτώχειας περιορίζοντας την παραγωγή των αγαθών. Αυτό συνέβη εκτεταμένα κατά την τελική φάση του καπιταλισμού, περίπου ανάμεσα στο 1920 και το 1940. Η οικονομία πολλών χωρών αφέθηκε να περιέλθει σε τέλμα, η γη έμεινε ακαλλιέργητη, δεν γίνονταν νέες επενδύσεις, μεγάλες πληθυσμιακές μάζες εμποδίστηκαν να εργαστούν και ζούσαν υποτυπωδώς με τα κρατικά επιδόματα. Και αυτό όμως συνεπαγόταν στρατιωτική αποδυνάμωση, και εφόσον οι στερήσεις που είχε ως επακόλουθο ήταν ολοφάνερα μη αναγκαίες, έκανε την αντίθεση αναπόφευκτη. Το πρόβλημα ήταν πώς να συνεχίσουν να γυρίζουν οι τροχοί της βιομηχανίας χωρίς αύξηση του πραγματικού παγκόσμιου πλούτου. Έπρεπε να παραχθούν αγαθά, δεν έπρεπε όμως να μοιραστούν. Και στην πράξη, ο μόνος τρόπος για να επιτευχθεί κάτι τέτοιο ήταν ο συνεχής πόλεμος.
Η ουσία του πολέμου είναι η καταστροφή, όχι απαραίτητα ανθρώπινων ζωών αλλά των αγαθών του ανθρώπινου μόχθου. Ο πόλεμος είναι ένας τρόπος να μπορούν να καταστρέψουν ή να εξαερώσουν ή να βυθίσουν στα βάθη της θάλασσας υλικά αγαθά που ειδάλλως θα χρησιμοποιούνταν για να κάνουν τις μάζες να ζουν πιο άνετα και κατά συνέπεια μακροπρόθεσμα να γίνουν πιο έξυπνες. Ακόμα και όταν δεν καταστρέφεται ουσιαστικά πολεμικό υλικό, η παραγωγή του συνεχίζει να είναι ένας βολικός τρόπος εκτόνωσης της εργατικής δύναμης χωρίς να παράγει κάτι που να μπορεί να καταναλωθεί. Ένα Πλωτό Οχυρό, για παράδειγμα, έχει δεσμεύσει για την κατασκευή του εργατικό μόχθο ικανό να κατασκευαστούν αρκετές εκατοντάδες φορτηγά πλοία. Τελικά καταλήγει σε παλιοσίδερα, χωρίς να έχει προσφέρει οποιοδήποτε υλικό όφελος σε κανέναν, και αρχίζει η κατασκευή ενός νέου Πλωτού Οχυρού με ακόμα μεγαλύτερες απαιτήσεις εργατικού μόχθου. Κατά κανόνα, ο πόλεμος είναι πάντα με τέτοιον τρόπο οργανωμένος ώστε να καταβροχθίζει το πλεόνασμα που τυχόν υπάρχει αφού καλυφθούν οι στοιχειώδεις ανάγκες του πληθυσμού. Στην πράξη, οι ανάγκες του πληθυσμού υποεκτιμώνται με αποτέλεσμα μια χρόνια έλλειψη των μισών από τα απαραίτητα βιοτικά αγαθά, αυτό όμως θεωρείται πλεονέκτημα. Αποτελεί εσκεμμένη τακτική να κρατούν ακόμα και τις προνομιούχες τάξεις στα όρια της φτώχειας, γιατί μια γενική στέρηση αυξάνει τη σπουδαιότητα των μικρών προνομίων, κι έτσι μεγεθύνει τη διάκριση μεταξύ των τάξεων. Κατά τα πρότυπα των αρχών του εικοστού αιώνα, ακόμα και τα μέλη του Εσωτερικού Κόμματος ζουν μια αυστηρή ζωή μόχθου. Ωστόσο, τα λίγα προνόμια που απολαμβάνουν –το μεγάλο τους καλοεπιπλωμένο διαμέρισμα, η καλύτερη υφή των ρούχων τους, η καλύτερη ποιότητα τροφής, ποτού, καπνού, οι δύο τρεις υπηρέτες τους, το ιδιωτικό τους αυτοκίνητο ή ελικόπτερο– τους εντάσσουν σε έναν κόσμο διαφορετικό από αυτόν των μελών του Εξωτερικού Κόμματος. Από την άλλη, τα μέλη του Εξωτερικού Κόμματος έχουν αντίστοιχα πλεονεκτήματα συγκριτικά με τις υποβαθμισμένες μάζες που αποκαλούμε “προλετάριους”. Η κοινωνική ατμόσφαιρα είναι όμοια με αυτή μιας πολιορκημένης πόλης, όπου η κατοχή ενός μικρού κομματιού αλογίσιου κρέατος αναδείχνει τη διαφορά ανάμεσα στον πλούτο και τη φτώχεια. Και την ίδια στιγμή, η επίγνωση της εμπόλεμης κατάστασης και, κατά συνέπεια, του κινδύνου κάνει την παράδοση της εξουσίας σε μια μικρή μάζα να φαίνεται ως η φυσική, αναπόφευκτη συνθήκη επιβίωσης.
Ο πόλεμος, όπως θα δούμε, πραγματοποιεί τις αναγκαίες καταστροφές, αλλά τις πραγματοποιεί με έναν ψυχολογικά αποδεκτό τρόπο. Κατ’ αρχάς, θα ήταν πολύ απλό να σπαταληθεί το παγκόσμιο πλεόνασμα μόχθου για την κατασκευή ναών και πυραμίδων, για το άνοιγμα λάκκων και το ξαναγέμισμά τους ή ακόμα για την παραγωγή μεγάλων ποσοτήτων αγαθών και το μετέπειτα κάψιμό τους. Αυτό όμως θα αιτιολογούσε την οικονομική και όχι τη συναισθηματική βάση μιας ιεραρχούμενης κοινωνίας. Αυτό που ενδιαφέρει εδώ δεν είναι το ηθικό των μαζών, καθώς η στάση τους δεν έχει καμία βαρύτητα. Αρκεί να εργάζονται σταθερά. Αυτό που ενδιαφέρει είναι το ηθικό του Κόμματος. Ακόμα και τα πιο ασήμαντα μέλη του απαιτείται να είναι ικανά, εργατικά και έξυπνα εντός ορίων βέβαια. Από την άλλη, κρίνεται απαραίτητο να είναι εύπιστα και να διακατέχονται από έναν αδαή φανατισμό με κύριο χαρακτηριστικό του τον φόβο, το μίσος, τον ενθουσιώδη θαυμασμό και την οργιώδη θριαμβολογία. Με άλλα λόγια, είναι απαραίτητο να έχουν μια νοοτροπία ιδανική σε εμπόλεμες καταστάσεις. Δεν έχει σημασία αν ο πόλεμος διεξάγεται όντως, και, εφόσον δεν είναι δυνατόν να υπάρξει κάποια αποφασιστική νίκη, δεν έχει επίσης σημασία η καλή ή κακή έκβασή του. Το μόνο που χρειάζεται είναι η ύπαρξη μιας εμπόλεμης κατάστασης. Η διάσπαση της νοημοσύνης την οποία το Κόμμα απαιτεί από τα μέλη του και η οποία επιτυγχάνεται ευκολότερα σε μια πολεμική ατμόσφαιρα είναι πλέον σχεδόν παγκόσμια, αλλά εντονότερη όσο ψηλότερα ανεβαίνει κανείς στην κοινωνική κλίμακα. Η πολεμική υστερία και το μίσος για τον εχθρό συναντώνται πιο έντονα ανάμεσα στα μέλη του Εσωτερικού Κόμματος. Ένα μέλος με διοικητική θέση κρίνεται απαραίτητο να γνωρίζει ότι το τάδε ή το δείνα σημείο των πολεμικών ειδήσεων είναι ψευδές, και ίσως συχνά γνωρίζει ότι όλος ο πόλεμος είναι κίβδηλος και είτε δεν υφίσταται είτε διεξάγεται για εντελώς διαφορετικούς λόγους από τους υποτιθέμενους. Μία γνώση τέτοιου τύπου όμως εξουδετερώνεται εύκολα με την τεχνική της Δισκεψίας. Οπότε, κανένα μέλος του Εσωτερικού Κόμματος δεν έχει την παραμικρή αμφιβολία σχετικά με τη μυστική του πεποίθηση ότι ο πόλεμος είναι αληθινός και ότι θα αποβεί νικητήριος, με την Ωκεανία αναμφισβήτητο κυρίαρχο όλου του κόσμου.
Όλα τα μέλη του Εσωτερικού Κόμματος αποδέχονται τυφλά την παραπάνω κατάσταση σαν να πρόκειται για άρθρο πίστης. Πιστεύουν ότι θα επιτευχθεί είτε με βαθμιαία κατάκτηση όλο και περισσότερων εδαφών, ώστε να κτιστεί η πολυπόθητη συντριπτική υπεροχή είτε με την ανακάλυψη ενός καινούριου ακαταμάχητου όπλου. Η αναζήτηση νέων όπλων είναι συνεχόμενη και διαρκής και αποτελεί μία από τις λίγες εναπομείνασες δραστηριότητες στις οποίες μπορεί να βρει διέξοδο το εφευρετικό ή κερδοσκοπικό πνεύμα. Στην Ωκεανία σήμερα η Επιστήμη, με την παλιά έννοια της λέξης, έχει σχεδόν παύσει να υπάρχει. Στη Νέα Ομιλία δεν περιλαμβάνεται κάποια λέξη για την Επιστήμη. Η εμπειρική μέθοδος σκέψης στην οποία στηρίχτηκαν όλα τα επιστημονικά επιτεύγματα του παρελθόντος έρχεται σε αντίθεση με τις βασικότερες αρχές του ΑΓΓΣΟΣ. Ακόμα και η τεχνολογική εξέλιξη συμβαίνει μόνο όταν τα προϊόντα της μπορούν με κάποιο τρόπο να χρησιμοποιηθούν στον περιορισμό της ανθρώπινης ελευθερίας. Σε ό,τι αφορά τις εφαρμοσμένες τέχνες, ο κόσμος είτε παραμένει στάσιμος είτε οπισθοδρομεί. Τα χωράφια καλλιεργούνται με αλέτρια που τα σέρνουν άλογα, ενώ τα βιβλία γράφονται από μηχανές. Αλλά σε θέματα ζωτικής σημασίας –δηλαδή τον πόλεμο και την αστυνόμευση– η εμπειρική προσέγγιση ενθαρρύνεται ακόμα ή τουλάχιστον γίνεται ανεκτή. Οι δύο στόχοι του Κόμματος είναι η κατάκτηση ολόκληρου του πλανήτη και η δια παντός εξάλειψη κάθε δυνατότητας ανεξάρτητης σκέψης, οπότε το Κόμμα έχει να επιλύσει δύο μεγάλα προβλήματα. Το ένα είναι πώς θα ανακαλύψει τι σκέφτεται ένας άνθρωπος παρά τη θέληση του τελευταίου και το άλλο είναι πώς να σκοτώσει σε λίγα δευτερόλεπτα εκατοντάδες εκατομμύρια ανθρώπων αιφνιδιαστικά. Η επιστημονική έρευνα, εφόσον συνεχίζεται, έχει πλέον να κάνει με αυτά τα πρωτεύοντα ζητήματα. Ο επιστήμονας του σήμερα είναι: Είτε ένα κράμα ψυχολόγου και ανακριτή, που μελετά με εξαιρετική ακρίβεια τη σημασία των εκφράσεων του προσώπου, των χειρονομιών και του τόνου της φωνής και δοκιμάζει την αποτελεσματικότητα της χρήσης παραισθησιογόνων ουσιών, ηλεκτροσόκ, ύπνωσης και σωματικών βασανιστηρίων που αποσκοπούν στην απόσπαση της αλήθειας. Είτε χημικός, φυσικός ή βιολόγος που ενδιαφέρεται μόνο για τους κλάδους της ειδικότητάς του οι οποίοι σχετίζονται με την αφαίρεση της ανθρώπινης ζωής. Στα αχανή εργαστήρια του Υπουργείου Ειρήνης και στους πειραματικούς σταθμούς που είναι κρυμμένοι στα δάση της Βραζιλίας ή στην έρημο της Αυστραλίας ή στα χαμένα νησιά της Ανταρκτικής, οι ομάδες των ειδικών εργάζονται ακούραστα. Κάποιοι ασχολούνται απλώς με τον σχεδιασμό υλικοτεχνικής υποστήριξης μελλοντικών πολέμων. Άλλοι εφευρίσκουν όλο και μεγαλύτερες τηλεκατευθυνόμενες βόμβες, ολοένα και ισχυρότερα εκρηκτικά και ολοένα πιο αδιαπέραστες θωρακίσεις. Άλλοι ερευνούν νέα και πιο θανατηφόρα αέρια ή διαλυτά δηλητήρια ικανά να παραχθούν σε τέτοιες ποσότητες ώστε να καταστρέψουν τη χλωρίδα ολόκληρων ηπείρων ή αναζητούν μικρόβια ανθεκτικά σε όλα τα πιθανά αντισώματα. Άλλοι αγωνίζονται να δημιουργήσουν ένα όχημα που θα κινείται στο υπέδαφος σαν ένα υποβρύχιο κάτω από τη θάλασσα ή ένα αεροπλάνο τόσο ανεξάρτητο από τη βάση ανεφοδιασμού του όσο ένα ιστιοφόρο. Άλλοι εξερευνούν ακόμη πιο ουτοπικές δυνατότητες, όπως τη συγκέντρωση ηλιακών ακτίνων μέσω φακών οι οποίοι θα αιωρούνται σε απόσταση χιλιάδων χιλιομέτρων μέσα στο διάστημα ή την πρόκληση σεισμικών δονήσεων και παλιρροϊκών κυμάτων εκμεταλλευόμενοι τη θερμότητα του κέντρου της γης.
Κανένα όμως από αυτά τα σχέδια δεν υλοποιείται ποτέ και κανένα από τα υπερκράτη δεν κερδίζει ποτέ κάποιο σημαντικό πλεονέκτημα έναντι των άλλων. Το πιο αξιοσημείωτο είναι ότι και οι τρεις δυνάμεις κατέχουν, με την ατομική βόμβα, ένα όπλο πολύ πιο ισχυρό από οποιοδήποτε άλλο πιθανόν ανακαλύψουν με τις έρευνές τους. Παρότι το Κόμμα κατά την προσφιλή του συνήθεια διεκδικεί την εφεύρεσή τους, οι ατομικές βόμβες πρωτοεμφανίστηκαν στη δεκαετία του 1940 και χρησιμοποιήθηκαν σε ευρεία κλίμακα γύρω στα δέκα χρόνια αργότερα. Εκείνη την εποχή, μερικές εκατοντάδες βόμβες ρίφθηκαν σε βιομηχανικά κέντρα, κυρίως στην Ευρωπαϊκή Ρωσία, στη Δυτική Ευρώπη και τη Βόρεια Αμερική, ώστε να πειστούν οι ισχυρές ομάδες όλων των κρατών ότι μερικές ακόμα ατομικές βόμβες θα σήμαιναν το τέλος της οργανωμένης κοινωνίας και, κατά συνέπεια, το τέλος και της δικής τους εξουσιαστικής δύναμης. Έκτοτε, παρότι δεν υπήρξε ή δεν υπονοήθηκε κάποια συμφωνία, δεν ρίφθηκαν άλλες βόμβες. Και οι τρεις δυνάμεις απλώς συνεχίζουν να κατασκευάζουν ατομικές βόμβες και να τις φυλάσσουν σε περίπτωση που, αργά ή γρήγορα, παρουσιαστεί η καθοριστική ευκαιρία ώστε να τις χρησιμοποιήσουν. Εν τω μεταξύ, η τέχνη του πολέμου παρέμεινε στάσιμη επί τριάντα ή σαράντα χρόνια. Τα ελικόπτερα χρησιμοποιούνται περισσότερο από πριν, τα βομβαρδιστικά παραγκωνίστηκαν από αυτοπροωθούμενα βλήματα και το εύθραυστο κινητό πολεμικό πλοίο έδωσε τη θέση του στο σχεδόν αβύθιστο Πλωτό Οχυρό. Κατά τα άλλα όμως, ελάχιστες εξελίξεις σημειώθηκαν. Το τανκ, το υποβρύχιο, η τορπίλη, το πολυβόλο, ακόμα και το τουφέκι και η χειροβομβίδα συνεχίζουν να χρησιμοποιούνται. Και παρά τις ατελείωτες σφαγές που ανακοινώνονται από τον Τύπο και τις τηλεοθόνες, οι απέλπιδες μάχες των παλαιότερων πολέμων, όπου εκατοντάδες χιλιάδες ή και εκατομμύρια ανθρώπων έβρισκαν τον θάνατο σε λίγες εβδομάδες, δεν επαναλήφθηκαν ποτέ.
Κανένα από τα τρία υπερκράτη δεν επιχειρεί ελιγμούς που εμπεριέχουν το ρίσκο μιας σοβαρής ήττας. Όταν μια μεγάλη επιχείρηση οργανώνεται, συνήθως μια αιφνίδια επίθεση εναντίον ενός συμμάχου, η στρατηγική που ακολουθούν ή προσποιούνται ότι ακολουθούν και οι τρεις δυνάμεις, είναι η ίδια. Το σχέδιο έχει ως εξής: με συνδυασμό συρράξεων, διαπραγματεύσεων και αιφνίδιων προδοσιών να αποκτήσουν μια ζώνη βάσεων που να εγκλωβίζουν το ένα ή το άλλο αντίπαλο κράτος, κατόπιν να υπογράψουν σύμφωνο φιλίας με το συγκεκριμένο κράτος και οι σχέσεις τους να παραμείνουν ειρηνικές για τόσα χρόνια όσα χρειάζονται μέχρι να αποκοιμίσουν κάθε υποψία. Σε όλο αυτό το διάστημα, πύραυλοι φορτωμένοι ατομικές βόμβες θα συγκεντρώνονται σε όλα τα στρατηγικά σημεία. Τέλος, θα πυροδοτηθούν ταυτόχρονα και με τόσο καταστροφικά αποτελέσματα, ώστε να είναι αδύνατον να υπάρξουν αντίποινα. Τότε, θα έχει πλέον φτάσει το πλήρωμα του χρόνου για την υπογραφή ενός συμφώνου φιλίας με την εναπομείνασα αντίπαλη δύναμη, ενώ παράλληλα θα γίνεται η προετοιμασία για μία νέα επίθεση. Είναι περιττό να ειπωθεί ότι αυτό το σχέδιο είναι απλά απραγματοποίητο όνειρο. Πέραν αυτού, πολεμικές συρράξεις λαμβάνουν χώρα μόνο στις αμφισβητούμενες περιοχές γύρω από τον Ισημερινό και τον Πόλο. Δεν επιχειρείται ποτέ εισβολή από εχθρικό έδαφος. Αυτό εξηγεί ότι σε μερικά σημεία, τα σύνορα μεταξύ των υπερκρατών είναι αυθαίρετα. Η Ευρασία, για παράδειγμα, θα μπορούσε εύκολα να κατακτήσει τα Βρετανικά νησιά, που γεωγραφικά αποτελούν μέρος της Ευρώπης ή από την άλλη, η Ωκεανία θα μπορούσε να επεκτείνει τα σύνορά της μέχρι τον Ρήνο ή και τον Βιστούλα. Αυτό όμως θα παραβίαζε την αρχή της πολιτιστικής ακεραιότητας, που όλες οι πλευρές ακολουθούν χωρίς να έχει ποτέ διατυπωθεί. Αν η Ωκεανία σκόπευε να κατακτήσει τις περιοχές που ήταν κάποτε γνωστές ως Γαλλία και Γερμανία, θα έπρεπε απαραίτητα να εξολοθρεύσει τους κατοίκους τους, κάτι πολύ δύσκολο, ή να αφομοιώσει πληθυσμό εκατό εκατομμυρίων περίπου, έναν πληθυσμό που ως προς την τεχνική ανάπτυξη βρίσκεται στο ίδιο σχεδόν επίπεδο με το δικό της. Το πρόβλημα είναι πανομοιότυπο και για τα τρία υπερκράτη. Θεωρείται απολύτως αναγκαίο για τη δομή τους να μην υπάρχει καμία επαφή με ξένους, εκτός περιορισμένων περιπτώσεων, όπως αιχμάλωτοι πολέμου και έγχρωμοι σκλάβοι. Ακόμα και ο εκάστοτε σύμμαχος αντιμετωπίζεται με τη μεγαλύτερη καχυποψία. Αν εξαιρέσουμε τους αιχμαλώτους πολέμου, ο μέσος πολίτης της Ωκεανίας δεν επιτρέπεται να συγχρωτίζεται με έναν πολίτη από την Ευρασία ή την Ανατολασία, όπως επίσης του απαγορεύεται η εκμάθηση ξένων γλωσσών. Αν του επιτρεπόταν να έρθει σε επαφή με τους ξένους, θα ανακάλυπτε ότι είναι πλάσματα ίδια με αυτόν και ότι τα περισσότερα που του έχουν πει για τους ξένους είναι ψέματα. Ο σφραγισμένος κόσμος μέσα στον οποίον ζει θα διαρρηγνυόταν, και ο φόβος, το μίσος και η αλαζονεία του, τα τρία στοιχεία που χτίζουν το ηθικό του, ίσως εξανεμίζονταν. Οπότε, όλες οι δυνάμεις αντιλαμβάνονται ότι όσο συχνά κι αν αλλάζουν χέρια εξουσίας η Περσία, η Αίγυπτος, η Ιάβα ή η Κεϋλάνη, τα κυρίως σύνορα δεν πρέπει να παραβιάζονται παρά μόνο από βόμβες.
Κάτω από αυτό κρύβεται ένα γεγονός για το οποίο δεν έγινε ποτέ λόγος δημόσια, σιωπηρά όμως όλοι το αποδέχονται και εναρμονίζουν ανάλογα τη συμπεριφορά τους : οι συνθήκες ζωής είναι λίγο έως πολύ ίδιες και στα τρία υπερκράτη. Στην Ωκεανία η κυρίαρχη φιλοσοφία ονομάζεται ΑΓΓΣΟΣ, στην Ευρασία Νεομπολσεβικισμός, στην Ανατολασία αποκαλείται με ένα κινέζικο όνομα το οποίο μεταφράζεται ως Λατρεία του Θανάτου, ίσως όμως αποδίδεται καλύτερα ως Εξάλειψη του Εγώ. Στον πολίτη της Ωκεανίας δεν επιτρέπεται να γνωρίζει το παραμικρό για τις αρχές των άλλων δύο φιλοσοφιών, διδάσκεται όμως να τις αποστρέφεται σαν βαρβαρότητες εναντίον της ηθικής και της κοινής λογικής. Βασικά οι τρεις φιλοσοφίες έχουν δυσδιάκριτες διαφορές, και τα κοινωνικά συστήματα τα οποία υποστηρίζουν, δεν ξεχωρίζουν σχεδόν καθόλου. Παντού υπάρχει η ίδια πυραμιδοειδής δομή, η ίδια λατρεία ενός ημίθεου αρχηγού, η ίδια οικονομία, που υπάρχει και θρέφεται από τον πόλεμο. Ως συνεπακόλουθο, τα τρία υπερκράτη, όχι μόνον δεν μπορούν να κατακτήσουν το ένα το άλλο, αλλά ούτε και θα κέρδιζαν κάτι αν το έκαναν. Αντιθέτως, όσο παραμένουν σε σύγκρουση, αλληλοστηρίζονται, σαν τρία δεμάτια στάρι. Και, ως συνήθως, οι ηγετικές ομάδες και των τριών δυνάμεων έχουν, και ταυτόχρονα δεν έχουν, γνώση του τι πράττουν. Οι ζωές τους αφιερώνονται στην κατάκτηση του κόσμου, αλλά γνωρίζουν επίσης ότι ο πόλεμος θα πρέπει να συνεχίζεται αιωνίως και χωρίς νικητή. Εν τω μεταξύ, το γεγονός ότι δεν υπάρχει ο κίνδυνος της κατάκτησης, καθιστά δυνατή την άρνηση της πραγματικότητας, κάτι που αποτελεί ιδιαίτερο χαρακτηριστικό του ΑΓΓΣΟΣ και των αντίπαλων συστημάτων σκέψης. Εδώ κρίνεται απαραίτητο να επαναλάβουμε αυτό που ειπώθηκε νωρίτερα, ότι δηλαδή ο χαρακτήρας του πολέμου έχει θεμελιωδώς αλλάξει από τότε που απέκτησε διάρκεια.
Κατά το παρελθόν, ένας πόλεμος, εξ ορισμού, ήταν κάτι που αργά ή γρήγορα τελείωνε, συνήθως με αδιαμφισβήτητη νίκη ή ήττα. Επίσης, αποτελούσε ένα από τα κύρια μέσα ώστε οι άνθρωποι να βρίσκονται σε επαφή με την απτή πραγματικότητα. Όλοι οι ηγέτες όλων των εποχών προσπάθησαν να επιβάλουν στους οπαδούς τους μια ψευδή εικόνα του κόσμου, δεν τους συνέφερε όμως να ενθαρρύνουν οποιαδήποτε ψευδαίσθηση θα έβλαπτε την στρατιωτική απόδοση. Όσο η ήττα σήμαινε την απώλεια της ανεξαρτησίας ή κάποια άλλη ανεπιθύμητη συνέπεια, τα μέτρα προφύλαξης από αυτήν έπρεπε να είναι σοβαρά. Τα φυσικά γεγονότα δεν επιτρεπόταν να αγνοηθούν. Στη φιλοσοφία ή στη θρησκεία, στην ηθική ή στην πολιτική, δύο και δύο μπορεί να κάνουν πέντε, όταν όμως ένα όπλο ή ένα αεροπλάνο κατασκευάζεται, τότε δύο και δύο πρέπει να κάνουν τέσσερα. Τα αδύναμα κράτη ήταν καταδικασμένα να κατακτηθούν αργά ή γρήγορα, και ο αγώνας για την αποτελεσματικότητα δεν χωρούσε ψευδαισθήσεις. Επιπλέον, για να είναι κανείς αποτελεσματικός, ήταν απαραίτητο να μπορεί να διδαχθεί από το παρελθόν και αυτό σήμαινε να διαθέτει μια ακριβή ιδέα των συμβάντων του παρελθόντος. Οι εφημερίδες και τα ιστορικά βιβλία παρουσίαζαν πάντα μια ωραιοποιημένη και μεροληπτική εικόνα, αλλά το είδος της παραποίησης που γίνεται σήμερα θα ήταν αδύνατον τότε. Ο πόλεμος ήταν ο σταθερός προστάτης της λογικής και, όσον αφορούσε τις άρχουσες τάξεις, ήταν ο πιο σημαντικός προστάτης. Όσο οι πόλεμοι μπορούσαν να κερδηθούν ή να χαθούν, καμία άρχουσα τάξη δεν ήταν άμοιρη ευθυνών.