Όταν όμως ο πόλεμος γίνεται κυριολεκτικά αδιάκοπος, τότε παύει να είναι επικίνδυνος. Όταν ο πόλεμος είναι συνεχής, δεν υπάρχει αυτό που λέμε στρατοκρατική αναγκαιότητα. Η τεχνολογική πρόοδος μπορεί να σταματήσει, τα πιο χειροπιαστά γεγονότα μπορεί κανείς να τα αρνηθεί ή να τα παραβλέψει. Όπως έχουμε ήδη διαπιστώσει, έρευνες που θα μπορούσαν να ονομαστούν επιστημονικές συνεχίζονται για τους σκοπούς του πολέμου, όμως βασικά είναι ονειροφαντασιώσεις και αναποτελεσματικές, χωρίς αυτό το τελευταίο να έχει σημασία. Η ικανότητα, ακόμα και η στρατιωτική, δεν χρειάζεται πλέον. Τίποτα δεν είναι πιο αποδοτικό στην Ωκεανία από την Αστυνομία της Σκέψης. Εφόσον και τα τρία υπερκράτη είναι ακατανίκητα, στην ουσία το καθένα από αυτά είναι ένα ξεχωριστό σύμπαν μέσα στα όρια του οποίου οποιαδήποτε διαστροφή της σκέψης μπορεί να εφαρμοστεί με ασφάλεια. Η πραγματικότητα ασκεί πίεση μόνο μέσα από τις ανάγκες της καθημερινότητας –την ανάγκη να φάει και να πιεί κανείς, να έχει στέγη και ρουχισμό, να αποφύγει να καταπιεί δηλητήριο ή να πέσει από ψηλά κτίρια και τα λοιπά. Ανάμεσα στη ζωή και τον θάνατο, ανάμεσα στη φυσική ευχαρίστηση και τον πόνο, υφίσταται ακόμα διάκριση, αλλά αυτό είναι όλο. Αποκομμένος από τον έξω κόσμο και το παρελθόν, ο πολίτης της Ωκεανίας μοιάζει με άνθρωπο που πλανιέται στο διάστημα, που δεν έχει τρόπο να αντιληφθεί ποια κατεύθυνση είναι το προς τα επάνω και ποια το προς τα κάτω. Οι ηγέτες ενός τέτοιου κράτους είναι πιο απόλυτοι και από τους Φαραώ ή τους Καίσαρες. Είναι υποχρεωμένοι να μην αφήνουν τους υπηκόους τους να λιμοκτονήσουν σε τόσο μεγάλο αριθμό ώστε αυτό να φαίνεται ανάρμοστο και είναι επίσης υποχρεωμένοι να παραμείνουν στο ίδιο χαμηλό επίπεδο στρατιωτικής τεχνικής με τους αντιπάλους τους. Από το σημείο όμως που αυτό το ελάχιστο απαιτούμενο επιτευχθεί, μπορούν να διαστρεβλώνουν την πραγματικότητα όπως προτιμούν. Επομένως, ο πόλεμος, αν τον κρίνουμε κατά τα πρότυπα των προηγούμενων πολέμων, δεν είναι παρά μία απάτη. Μοιάζει με τις μάχες ανάμεσα σε κάποια μηρυκαστικά των οποίων τα κέρατα είναι σε τέτοια γωνία ώστε αδυνατούν να βλάψουν το ένα το άλλο. Μπορεί ο πόλεμος να είναι εξωπραγματικός, δεν σημαίνει όμως ότι είναι και άσκοπος. Είναι ένας τρόπος να ξοδεύεται το πλεόνασμα καταναλωτικών αγαθών και βοηθάει να διατηρείται η ειδική πνευματική ατμόσφαιρα που χρειάζεται η ιεραρχική κοινωνία. Όπως θα δούμε, ο πόλεμος είναι πλέον μια καθαρά εσωτερική υπόθεση. Κατά το παρελθόν, οι ηγετικοί πυρήνες όλων των χωρών, παρότι ίσως αναγνώριζαν το κοινό τους συμφέρον και συνεπώς περιόριζαν την καταστροφικότητα του πολέμου, διεξήγαν πολέμους μεταξύ τους, και ο νικητής λεηλατούσε πάντα τον ηττημένο. Στην εποχή μας, δεν μάχονται οι χώρες μεταξύ τους. Η κάθε ηγετική τάξη εξαπολύει πόλεμο στους υποτελείς της, και σκοπός του πολέμου δεν είναι πλέον να κατακτήσει ή να αποτρέψει την κατάκτηση εδαφών, αλλά να διατηρήσει άθικτη την κοινωνική δομή. Η ίδια η λέξη “πόλεμος” έχει παραπλανητική έννοια. Προφανώς θα είμαστε ακριβείς αν λέγαμε ότι από τη στιγμή που έγινε διαρκής, ο πόλεμος έπαψε να υφίσταται. Το άχθος της πίεσης που ασκούσε στους ανθρώπους από τη Νεολιθική Εποχή έως τις αρχές του εικοστού αιώνα εξαφανίστηκε και αντικαταστάθηκε με κάτι τελείως διαφορετικό. Το αποτέλεσμα θα ήταν λίγο έως πολύ το ίδιο αν τα τρία υπερκράτη, αντί να πολεμούν μεταξύ τους, συμφωνούσαν να ζουν σε συνεχή ειρήνη, το καθένα απαραβίαστο στα όριά του. Γιατί σε αυτή την περίπτωση, το καθένα θα ήταν ένα αυτάρκες σύμπαν, απελευθερωμένο από οποιαδήποτε μακάβρια επίδραση ενός εξωτερικού κινδύνου. Μια ειρήνη πραγματικά μόνιμη θα ήταν το ίδιο με έναν συνεχή πόλεμο. Αυτό –παρότι η πλειοψηφία των μελών του Κόμματος το αντιλαμβάνεται μόνο επιφανειακά– είναι το βαθύτερο νόημα του συνθήματος του Κόμματος: Ο Πόλεμος είναι Ειρήνη.
Ο Γουίνστον σταμάτησε για μια στιγμή το διάβασμα. Κάπου μακρύτερα, μια τηλεκατευθυνόμενη βόμβα σκόρπισε στον αέρα έναν βροντερό ήχο. Το ευφορικό συναίσθημα της απομόνωσης συντροφιά με ένα βιβλίο σε ένα δωμάτιο χωρίς τηλεοθόνη δεν τον είχε εγκαταλείψει. Η απομόνωση και η ασφάλεια ήταν φυσικές αισθήσεις δεμένες με κάποιο τρόπο με τη σωματική κούραση, την αναπαυτική καρέκλα, το ελαφρύ χάδι του αέρα στο μάγουλό του. Το βιβλίο τον γοήτευε ή ακριβέστερα, τον καθησύχαζε. Κατά μία έννοια, δεν του έλεγε κάτι που δεν γνώριζε, αυτό όμως ήταν κι ένα μέρος της έλξης. Το βιβλίο έλεγε αυτά που ήθελε να πει και ο ίδιος αν κατάφερνε να βάλει σε μια σειρά τις σκόρπιες του σκέψεις. Ήταν το προϊόν ενός πνεύματος παρόμοιου με το δικό του, όμως πολύ πιο δυνατού, συστηματικού, λιγότερο κυριευμένου από τον φόβο. Σκέφτηκε ότι τα καλύτερα βιβλία είναι αυτά που σου λένε όσα ήδη γνωρίζεις.
Είχε μόλις επιστρέψει στο πρώτο κεφάλαιο, όταν άκουσε τα βήματα της Τζούλια στη σκάλα. Πετάχτηκε από την πολυθρόνα για να την προϋπαντήσει. Η Τζούλια άφησε την καφετιά εργαλειοθήκη της να πέσει στο πάτωμα και ρίχτηκε στην αγκαλιά του. Είχε περάσει πάνω από μία εβδομάδα από την τελευταία τους συνάντηση.
«Έχω το Βιβλίο» της είπε μόλις χωρίστηκαν.
«Α, το έχεις; Ωραία» του είπε χωρίς ιδιαίτερο ενδιαφέρον και αμέσως σχεδόν γονάτισε δίπλα στην γκαζιέρα για να φτιάξει καφέ.
Δεν ξαναμίλησαν για το θέμα του βιβλίου παρά μόνο μισή ώρα αφότου είχαν ξαπλώσει στο κρεβάτι. Το σούρουπο είχε μια ελαφριά δροσιά που έκανε καλοδεχούμενη την κουβέρτα. Κάτω από το παράθυρό τους ακουγόταν ο οικείος ήχος του τραγουδιού και το σούρσιμο των παπουτσιών στο λιθόστρωτο. Η μυώδης γυναίκα με τα κοκκινωπά χέρια, που ο Γουίνστον είχε δει στην πρώτη του επίσκεψη, ήταν σχεδόν μόνιμη παρουσία στην αυλή. Έμοιαζε να μην υπάρχει κάποια ώρα μέσα στη μέρα που να μην πηγαινοέρχεται από τη λεκάνη στο σκοινί της μπουγάδας. Το στόμα της ή που θα ήταν γεμάτο μανταλάκια ή που θα έβγαζε όλο πάθος ένα λάγνο τραγούδι. Η Τζούλια είχε ξαπλώσει στο πλάι κι έδειχνε έτοιμη να αποκοιμηθεί. Ο Γουίνστον έσκυψε να πιάσει το βιβλίο από το πάτωμα και ανακάθισε ακουμπώντας στο κεφαλάρι του κρεβατιού.
«Πρέπει να το διαβάσουμε» είπε. «Κι εσύ πρέπει. Όλα τα μέλη της Αδελφότητας οφείλουν να το διαβάσουν».
«Διάβασέ το εσύ» του είπε με κλειστά μάτια. «Διάβασέ το δυνατά! Είναι το καλύτερο. Και μετά, μπορείς να μου εξηγείς, καθώς θα πηγαίνεις παρακάτω».
Οι δείχτες του ρολογιού έδειχναν έξι, που σήμαινε δεκαοκτώ. Είχαν τρεις με τέσσερις ώρες στη διάθεσή τους. Ο Γουίνστον στήριξε το βιβλίο στα γόνατά του και άρχισε να διαβάζει.
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 1
Η Άγνοια είναι Δύναμη.
Δια μέσου των ιστορικών χρόνων, και προφανώς από το τέλος της Νεολιθικής Εποχής, υπήρξαν τρία είδη ανθρώπων στον κόσμο: Οι Ανώτεροι, οι Μεσαίοι και οι Κατώτεροι. Έτυχαν πολλών υποδιαιρέσεων, αναφέρθηκαν με πολλά διαφορετικά ονόματα και η αριθμητική τους αναλογία καθώς και οι μεταξύ τους σχέσεις γνώρισαν μεγάλη ποικιλία κατά καιρούς, αλλά η βασική δομή της κοινωνίας δεν άλλαξε ποτέ. Ακόμα και έπειτα από τυραννικές εξεγέρσεις και φαινομενικά αμετάκλητες αλλαγές, η ίδια δομή αποκαθίσταται πάντα, σαν το γυροσκόπιο που ισορροπεί πάντα, όσο κι αν απομακρύνονται τα άκρα του…
«Τζούλια, κοιμάσαι;» ρώτησε ο Γουίνστον.
«Όχι, αγάπη μου. Σε ακούω. Συνέχισε. Είσαι υπέροχος».
Ο Γουίνστον συνέχισε το διάβασμα:
Οι σκοποί αυτών των τριών ομάδων είναι εντελώς ασυμβίβαστοι. Ο σκοπός των Ανώτερων είναι να παραμείνουν στη θέση που ήδη κατέχουν, των Μεσαίων να βρεθούν στη θέση των Ανώτερων, και των Κατώτερων, όταν έχουν κάποιο σκοπό –γιατί το σταθερό χαρακτηριστικό τους είναι ότι η εξάντληση τους κάνει να ενδιαφέρονται ελάχιστα για θέματα εκτός της καθημερινότητας– είναι να καταργήσουν όλες τις διακρίσεις και να δημιουργήσουν μια κοινωνία όπου όλοι θα είναι ίσοι. Όπως δείχνει η ροή της ιστορίας, συνεπώς επαναλαμβάνεται ένας ίδιος στις γενικές του γραμμές αγώνας. Για μακρές περιόδους, η Ανώτερη τάξη φαίνεται να διατηρείται ασφαλώς στην εξουσία, αργά ή γρήγορα όμως φτάνει μια στιγμή που χάνει ή την πίστη στον εαυτό της ή την ικανότητα να εξουσιάζει επαρκώς ή και τα δύο. Τότε, ανατρέπεται από τη Μεσαία τάξη, που προσεταιρίζεται την Κατώτερη προσποιούμενη ότι αγωνίζεται για ελευθερία και δικαιοσύνη. Μόλις επιτυγχάνει τον σκοπό της, η Μεσαία τάξη ξαναρίχνει την Κατώτερη στην παλιά της θέση, της υποδούλωσης δηλαδή, και η ίδια γίνεται Ανώτερη τάξη. Τότε, μια καινούρια Μεσαία τάξη αποσπάται από μία από τις άλλες ή και από τις δύο, και ο αγώνας αρχίζει ξανά. Από τις τρεις τάξεις, μόνο η Κατώτερη δεν καταφέρνει, έστω και πρόσκαιρα, να πετύχει τον σκοπό της. Θα ήταν υπερβολή να πούμε ότι κατά την ιστορική πορεία δεν υπήρξε κάποια υλική πρόοδος. Ακόμα και σήμερα, σε μια περίοδο παρακμής, ο μέσος άνθρωπος ζει καλύτερα απ’ ό,τι λίγους αιώνες πριν. Αλλά καμία αύξηση πλούτου, καμία βελτίωση στη συμπεριφορά, καμία μεταρρύθμιση ή επανάσταση δεν ελαχιστοποίησε ούτε χιλιοστό την απόσταση των όρων της κοινωνικής εξίσωσης. Από τη σκοπιά της Κατώτερης τάξης, όλες οι ιστορικές αλλαγές δεν ήταν τίποτα παραπάνω από αλλαγές στα ονόματα των αφεντικών τους.
Προς το τέλος του δέκατου ένατου αιώνα, η επανάληψη αυτού του μοντέλου έγινε φανερή σε πολλούς παρατηρητές. Τότε εμφανίστηκαν σχολές στοχαστών που ερμήνευσαν την ιστορία σαν μια κυκλική διαδικασία και ισχυρίζονταν ότι η ανισότητα ήταν αναλλοίωτος νόμος της ζωής. Αυτό το δόγμα βέβαια είχε πάντα τους οπαδούς του, τώρα όμως, με τον τρόπο που αναδεικνυόταν, φαινόταν ότι είχε σημειωθεί μια σημαντική αλλαγή. Στο παρελθόν, η ανάγκη ιεράρχησης της κοινωνίας ήταν βασικά δόγμα της Ανώτερης τάξης. Διατυμπανίστηκε από βασιλείς, αριστοκράτες, ιερείς, δικηγόρους και όσους παρασιτούσαν γύρω τους, και σε γενικές γραμμές, γινόταν πιο εύπεπτη όταν συνοδευόταν από υποσχέσεις ανταμοιβής σε έναν φανταστικό κόσμο πέρα από τον τάφο. Η Μεσαία τάξη, όσο αγωνιζόταν για την εξουσία, χρησιμοποιούσε πάντα όρους όπως: ελευθερία, δικαιοσύνη και αδελφότητα. Στις μέρες μας όμως, η έννοια της αδελφότητας άρχισε να δέχεται επίθεση από ανθρώπους που δεν κατείχαν ακόμα θέσεις εξουσίας, ήλπιζαν όμως να τις αποκτήσουν σύντομα. Στο παρελθόν, η Μεσαία τάξη επαναστατούσε με σημαία της την ισότητα και κατόπιν εγκαθίδρυε μια νέα τυραννία αμέσως μόλις ανέτρεπε την παλαιά. Η νέα Μεσαία τάξη στην ουσία διακήρυττε εκ των προτέρων την τυραννία που θα επέβαλλε. Ο Σοσιαλισμός, με ένα θεωρητικό σχήμα που έκανε την εμφάνισή του στις αρχές του δέκατου ένατου αιώνα και αποτελούσε τον τελευταίο κρίκο μιας αλυσίδας σκέψης η οποία έφτανε πολύ πίσω στον χρόνο έως τις εξεγέρσεις των δούλων της αρχαιότητας, ήταν ακόμα βαθιά μολυσμένος από τον Ουτοπισμό του χθες. Αλλά σε κάθε παραλλαγή του Σοσιαλισμού, η οποία εμφανίστηκε από το 1900 και έπειτα, ο στόχος εδραίωσης της ελευθερίας και της ισότητας απομακρυνόταν όλο και περισσότερο. Τα νέα κινήματα που έκαναν την εμφάνισή τους στα μέσα του αιώνα, δηλαδή ο ΑΓΓΣΟΣ στην Ωκεανία, ο Νεομπολσεβικισμός στην Ευρασία και η Λατρεία του Θανάτου, όπως συνήθιζαν να το λένε, στην Ανατολασία, είχαν ως συνειδητό σκοπό την διαιώνιση της ανελευθερίας και της ανισότητας. Βέβαια, αυτά τα νέα κινήματα πήγαζαν από τα παλιά και είχαν την τάση να διατηρούν τα ονόματά τους και να τιμούν την ιδεολογία τους, στα λόγια μόνο. Όμως, ο σκοπός και των τριών ήταν να σταματήσουν την πρόοδο και να παγώσουν τον ιστορικό χρόνο σε μια δεδομένη στιγμή. Η οικεία ταλάντωση του εκκρεμούς της ιστορίας θα συνέβαινε μόνο μία φορά και μετά θα σταματούσε. Ως συνήθως, η Ανώτερη τάξη θα εκτοπιζόταν από τη Μεσαία, η οποία θα γινόταν με τη σειρά της Ανώτερη. Αυτή τη φορά όμως, με μια συνειδητή στρατηγική, η Ανώτερη τάξη θα μπορούσε να διατηρήσει για πάντα τη θέση της.
Τα νέα δόγματα γεννήθηκαν εν μέρει λόγω αφ’ ενός της συσσώρευσης των ιστορικών γνώσεων και αφ’ ετέρου της ανάπτυξης της ιστορικής συνείδησης, που σχεδόν δεν υπήρχαν πριν τον δέκατο ένατο αιώνα. Η κυκλική πορεία της ιστορίας γινόταν πλέον κατανοητή ή έτσι τουλάχιστον έδειχνε. Και εφόσον ήταν κατανοητή, άρα ήταν και μεταβλητή. Από τις αρχές του εικοστού αιώνα, ο βασικός, συγκαλυμμένος λόγος της ανάπτυξης αυτών των δογμάτων ήταν το ότι η ισότητα μεταξύ των ανθρώπων έγινε τεχνικά δυνατή. Βεβαίως ίσχυε ακόμα ότι όλοι οι άνθρωποι δεν είχαν τις ίδιες φυσικές δεξιοτεχνίες και ότι η κατηγοριοποίηση της εργασίας θα ευνοούσε κάποιους εις βάρος κάποιων άλλων. Πλέον όμως δεν υπήρχε πραγματική ανάγκη για ταξικές διακρίσεις ή για μεγάλες διαφοροποιήσεις στην κατανομή του πλούτου. Στο παρελθόν, οι ταξικές διακρίσεις δεν ήταν μόνο αναπόφευκτες αλλά και επιθυμητές. Η ανισότητα ήταν το τίμημα του πολιτισμού. Με την ανάπτυξη της βιομηχανοποίησης όμως, η κατάσταση άλλαξε. Παρότι εξακολουθούσε να είναι αναγκαία η απασχόληση των ανθρώπων σε διαφορετικές εργασίες, δεν ήταν πλέον απαραίτητο να ζουν σε διαφορετικό κοινωνικό ή οικονομικό επίπεδο. Ως εκ τούτου, υπό την οπτική των νέων ομάδων που προσδοκούσαν να καταλάβουν την εξουσία, η ισότητα μεταξύ των ανθρώπων δεν ήταν πλέον το επιδιωκόμενο ιδανικό, αλλά ο κίνδυνος που έπρεπε να αποφευχθεί. Σε πιο πρωτόγονες εποχές, τότε που μια δίκαιη και ειρηνική κοινωνία ήταν εκ των πραγμάτων αδύνατη, εύκολα πίστευε κανείς σε ένα τέτοιο ιδανικό. Η ιδέα του επίγειου παράδεισου, όπου οι άνθρωποι θα συμβίωναν ως αδελφότητα χωρίς νόμους και σκληρή δουλειά, στοίχειωνε την ανθρώπινη φαντασία για χιλιάδες χρόνια. Και αυτό το όραμα δεν είχε αφήσει αδιάφορους ακόμη και όσους επωφελούνταν από κάθε ιστορική αλλαγή. Οι κληρονόμοι της Γαλλικής, της Αγγλικής και της Αμερικανικής επανάστασης είχαν εν μέρει πιστέψει στις διακηρύξεις περί ανθρωπίνων δικαιωμάτων, ελευθερίας του λόγου, ισονομίας και τα τοιαύτα, και η συμπεριφορά τους μέχρι κάποιο βαθμό είχε επηρεαστεί από αυτές. Την τέταρτη όμως δεκαετία του εικοστού αιώνα, όλα τα κύρια ρεύματα πολιτικής σκέψης ήταν απολυταρχικά. Ο επίγειος παράδεισος απώλεσε την αξιοπιστία του ακριβώς τη στιγμή που το όραμά του άρχιζε να γίνεται πραγματικότητα. Κάθε νέα πολιτική θεωρία, ανεξαρτήτως ονόματος, οδηγούσε πίσω στην ιεραρχία και την αυστηρή πειθαρχία στο κράτος. Και στα πλαίσια της γενικής σκλήρυνσης της πολιτικής, που έλαβε χώρα γύρω στα 1930, πρακτικές που είχαν επί μακρόν εγκαταλειφθεί, σε κάποιες περιπτώσεις επί εκατοντάδες χρόνια –φυλακίσεις χωρίς δίκη, μεταχείριση αιχμαλώτων πολέμου ως δούλων, δημόσιες εκτελέσεις, βασανισμοί για απόσπαση ομολογίας, εκτοπισμοί ολόκληρων πληθυσμών– όχι μόνο έγιναν εκ νέου κοινός τόπος αλλά τις ανέχονταν και ακόμα περισσότερο, τις υποστήριζαν άνθρωποι που θεωρούσαν τον εαυτό τους φωτισμένο και προοδευτικό.
Μόνο μετά από μία δεκαετία διεθνών πολέμων, εμφυλίων, επαναστάσεων και αντεπαναστάσεων σε όλον τον κόσμο, ο ΑΓΓΣΟΣ και οι αντίπαλές του θεωρίες ολοκληρώθηκαν ιδεολογικά. Είχαν όμως προδιαγραφεί από διάφορα συστήματα που γενικά ονομάζονταν ολοκληρωτικά και είχαν κάνει την εμφάνισή τους νωρίτερα μέσα στον αιώνα. Όσο για το βασικό περίγραμμα του κόσμου που θα γεννιόταν από το χάος που επικρατούσε, αυτό είχε από καιρό γίνει φανερό. Η νέα αριστοκρατία θα απαρτιζόταν κατά το μεγαλύτερο μέρος της από γραφειοκράτες, επιστήμονες, τεχνικούς, οργανωτές συνδικάτων, επικοινωνιολόγους, κοινωνιολόγους, δασκάλους, δημοσιογράφους και επαγγελματίες πολιτικούς. Αυτοί οι άνθρωποι, που είχαν τις ρίζες τους στη μισθωτή μεσαία τάξη και στις υψηλότερες βαθμίδες της εργατικής τάξης, διαμορφώθηκαν και συνενώθηκαν εξαιτίας του στείρου κόσμου του βιομηχανικού μονοπωλίου και της συγκεντρωτικής κυβέρνησης. Σε σύγκριση με τις παλιές εποχές, ήταν λιγότερο φιλάργυροι, λιγότερο επιρρεπείς στους πειρασμούς της πολυτέλειας, περισσότερο διψασμένοι για εξουσία, πιο συνειδητοποιημένοι στις πράξεις τους και πιο αποφασισμένοι να πατάξουν κάθε αντιπολίτευση. Αυτή η τελευταία διαφορά ήταν ζωτικής σημασίας. Σε σύγκριση με τη σημερινή τυραννία, όλες οι αντίστοιχες παρελθοντικές ασκούνταν χωρίς ζήλο και ικανότητα. Οι άρχουσες ομάδες ήταν πάντα έως ένα σημείο επηρεασμένες από φιλελεύθερες ιδέες και αρκούνταν στο να αφήνουν εκκρεμότητες και να ασχολούνται μόνο με το προφανές χωρίς να ενδιαφέρονται για το τι σκέφτονταν οι υποτελείς τους. Ως και η Καθολική Εκκλησία του Μεσαίωνα ήταν επιεικής σε σύγκριση με το σήμερα. Αυτό εν μέρει οφειλόταν στο ότι κατά το παρελθόν καμία κυβέρνηση δεν διέθετε τη δύναμη να έχει τους πολίτες της υπό καθεστώς συνεχούς επιτήρησης. Η εφεύρεση της τυπογραφίας όμως διευκόλυνε τη χειραγώγηση της κοινής γνώμης. Οι ταινίες και το ραδιόφωνο βοήθησαν ακόμα περισσότερο σε αυτή τη χειραγώγηση. Με την ανάπτυξη της τηλεόρασης και την τεχνολογική πρόοδο, η οποία έκανε δυνατή την ταυτόχρονη λήψη και μετάδοση μέσω του ίδιου φορέα, σήμανε το τέλος της ιδιωτικότητας. Κάθε πολίτης ή τουλάχιστον κάθε πολίτης αρκετά σημαντικός ώστε να αξίζει να παρακολουθείται, μπορούσε να εκτίθεται όλο το εικοσιτετράωρο στο άγρυπνο βλέμμα της αστυνομίας και τη συνεχή προπαγάνδα, ενώ όλα τα άλλα μέσα επικοινωνίας ήταν αποκλεισμένα. Για πρώτη φορά υπήρχε πλέον η δυνατότητα να επιβάλλεται όχι μόνο η απόλυτη υποταγή στην κρατική βούληση αλλά και η απόλυτη ομοιομορφία απόψεων ανάμεσα στους υποτελείς.
Μετά την επαναστατική περίοδο των δεκαετιών του πενήντα και του εξήντα, η κοινωνία ανασυγκροτήθηκε όπως πάντα σε Ανώτερη, Μεσαία και Κατώτερη τάξη. Η νέα Ανώτερη τάξη όμως, αντίθετα από τους προκατόχους της, δεν ενεργούσε ενστικτωδώς, αλλά γνωρίζοντας τι ακριβώς χρειαζόταν για να εξασφαλίσει τη θέση της. Είχε από καιρό γίνει αντιληπτό ότι η μόνη ασφαλής βάση για την ολιγαρχία ήταν ο κολεκτιβισμός. Ο πλούτος και τα προνόμια προασπίζονται ευκολότερα όταν κατέχονται από κοινού. Η λεγόμενη “κατάργηση της ιδιωτικής περιουσίας”, που συνέβη στο μέσο του αιώνα, σήμαινε στην πραγματικότητα τη συγκέντρωση πλούτου σε λιγότερα χέρια απ’ ό,τι πριν, με μόνη διαφορά ότι οι νέοι ιδιοκτήτες ήταν μια ομάδα και όχι μια, χωρίς συνοχή, μάζα ατόμων. Ατομικά, κανένα μέλος του Κόμματος δεν κατέχει το παραμικρό, εκτός από ασήμαντα προσωπικά είδη. Συλλογικά, το Κόμμα κατέχει τα πάντα στην Ωκεανία, γιατί ελέγχει τα πάντα και διαθέτει την παραγωγή κατά το δοκούν. Στα χρόνια που ακολούθησαν την Επανάσταση ήταν δυνατόν να κατακτηθεί η εξουσία σχεδόν χωρίς αντίσταση, γιατί η όλη διαδικασία παρουσιαζόταν σαν πράξη κολεκτιβισμού. Η γενική παραδοχή υπήρξε πάντα ότι άπαξ και απαλλοτριωνόταν η καπιταλιστική τάξη, θα ακολουθούσε ο Σοσιαλισμός. Χωρίς αμφιβολία, η απαλλοτρίωση είχε γίνει. Εργοστάσια, ορυχεία, γη, σπίτια, μεταφορικά μέσα –τα πάντα είχαν κατασχεθεί και εφόσον όλα αυτά δεν αποτελούσαν πλέον ιδιωτική περιουσία, εννοείται ότι θα ήταν δημόσια. Ο ΑΓΓΣΟΣ, που ξεπήδησε μέσα από το πρώιμο σοσιαλιστικό κίνημα και κληρονόμησε τη φρασεολογία του, στην ουσία υλοποίησε τη βασική εξαγγελία του σοσιαλιστικού προγράμματος, με αποτέλεσμα –προβλεπόμενο και ηθελημένο– η οικονομική ανισότητα να γίνει μόνιμη.
Τα προβλήματα όμως της διαιώνισης μιας ιεραρχούμενης κοινωνίας είναι πολύ βαθύτερα. Υπάρχουν μόνο τέσσερις τρόποι με τους οποίους η άρχουσα τάξη μπορεί να χάσει την εξουσία. Ή ανατρέπεται έξωθεν ή κυβερνά τόσο αναποτελεσματικά ώστε οι μάζες επαναστατούν ή αφήνει να δημιουργηθεί μια δυνατή και δυσαρεστημένη Μεσαία τάξη ή χάνει την αυτοπεποίθησή της και την πρόθεση να κυβερνά. Αυτά τα αίτια δεν λειτουργούν μεμονωμένα. Κατά κανόνα συνυπάρχουν ως ένα βαθμό και τα τέσσερα. Μια άρχουσα τάξη που θα είχε την ικανότητα να προφυλαχτεί και από τους τέσσερις κινδύνους, θα παρέμενε στην εξουσία για πάντα. Τελικά, ο αποφασιστικός παράγοντας είναι η πνευματική στάση της ίδιας της άρχουσας τάξης.
Μετά τα μέσα του αιώνα μας, ο πρώτος κίνδυνος είχε ουσιαστικά εκλείψει. Κάθε μία από τις τρεις δυνάμεις που τώρα μοιράζονται τον κόσμο είναι πραγματικά ακυρίευτη. Η μόνη περίπτωση για να κατακτηθεί θα ήταν μέσω αργών δημογραφικών αλλαγών τις οποίες όμως μια κυβέρνηση με εκτεταμένη εξουσία μπορεί εύκολα να αποφύγει. Ο δεύτερος κίνδυνος είναι επίσης θεωρητικός. Οι μάζες δεν εξεγείρονται ποτέ από μόνες τους και δεν εξεγείρονται ποτέ, ακριβώς επειδή καταπιέζονται. Στην ουσία, όσο δεν τους επιτρέπονται πρότυπα σύγκρισης, δεν αντιλαμβάνονται καν ότι καταπιέζονται. Οι επαναλαμβανόμενες οικονομικές κρίσεις του παρελθόντος ήταν απολύτως ανώφελες, και τώρα δεν επιτρέπεται να ξανασυμβούν. Μπορούν όμως να ξεσπάσουν άλλες εξίσου σημαντικές ταραχές, και όντως συμβαίνουν, χωρίς όμως να επιφέρουν πολιτικά αποτελέσματα, γιατί δεν υπάρχει τρόπος να εκφραστεί η δυσαρέσκεια. Όσο για το πρόβλημα της υπερπαραγωγής, το οποίο υποβόσκει στην κοινωνία μας από τον καιρό της μηχανικής εξέλιξης, έχει επιλυθεί με το τέχνασμα του διαρκούς πολέμου (βλέπε κεφάλαιο 3), κάτι που είναι εξίσου χρήσιμο στο να διατηρεί το ηθικό του λαού στο αναγκαίο επίπεδο. Από τη σκοπιά των σημερινών ηγετών, οι μόνοι υπαρκτοί κίνδυνοι είναι αφενός η ανάδειξη μιας νέας ομάδας ικανών ανθρώπων, οι οποίοι απασχολούνται σε κατώτερες των δυνατοτήτων τους θέσεις και οι οποίοι διψούν για εξουσία, και αφετέρου η ανάπτυξη του φιλελευθερισμού και του σκεπτικισμού μέσα στις ίδιες τους τις τάξεις. Επομένως το πρόβλημα αφορά την εκπαίδευση και τη συνεχή διαμόρφωση της συνείδησης, και της ηγετικής ομάδας, και της υποκείμενης και αριθμητικώς μεγαλύτερης εκτελεστικής ομάδας. Η συνείδηση των μαζών δεν χρειάζεται παρά να επηρεάζεται αρνητικά.
Με αυτά τα δεδομένα, θα μπορούσε κανείς να βγάλει το συμπέρασμά του –αν δεν το γνώριζε ήδη– ως προς την γενική δομή της κοινωνίας της Ωκεανίας. Στην κορυφή της πυραμίδας βρίσκεται ο Μεγάλος Αδελφός, αλάνθαστος και παντοδύναμος. Κάθε επιτυχία, κάθε επίτευγμα, κάθε επιστημονική ανακάλυψη, όλες οι γνώσεις, όλη η σοφία, όλη η ευτυχία, όλες οι αρετές θεωρούνται ότι πηγάζουν από την ηγεσία και την έμπνευσή του. Κανείς δεν είδε ποτέ τον Μεγάλο Αδελφό. Είναι ένα πρόσωπο στα διαφημιστικά πλαίσια, μια φωνή στην τηλεοθόνη. Μπορούμε να είμαστε αρκετά σίγουροι ότι δεν θα πεθάνει ποτέ, και ήδη υπάρχει μεγάλη αβεβαιότητα σχετικά με το πότε γεννήθηκε. Ο Μεγάλος Αδελφός είναι το προσωπείο με το οποίο το Κόμμα επιλέγει να εμφανίζεται στον κόσμο. Η χρησιμότητά του συνίσταται στο να λειτουργεί ως σημείο συγκέντρωσης της αγάπης, του φόβου και του σεβασμού, συναισθημάτων που ευκολότερα νιώθει κανείς για ένα πρόσωπο παρά για έναν οργανισμό. Κάτω από τον Μεγάλο Αδελφό βρίσκεται το Εσωτερικό Κόμμα, το οποίο αριθμεί έξι εκατομμύρια ή κάτι λιγότερο από το 2% του πληθυσμού της Ωκεανίας. Κάτω από το Εσωτερικό Κόμμα βρίσκεται το Εξωτερικό Κόμμα, το οποίο, αν το Εσωτερικό Κόμμα περιγράφεται ως ο εγκέφαλος του Κράτους, μπορεί κάλλιστα να παρομοιαστεί ως τα χέρια του Κράτους. Μετά το Εξωτερικό Κόμμα ακολουθούν οι άβουλες μάζες, στις οποίες αναφερόμαστε από συνήθεια ως “προλετάριους”, που αριθμούν ίσως και το 85% του πληθυσμού. Σύμφωνα με τους όρους που χρησιμοποιήσαμε στην προηγούμενη κατηγοριοποίησή μας, οι προλετάριοι είναι η Κατώτερη Τάξη. Οι υπόδουλοι πληθυσμοί οι οποίοι αλλάζουν συνεχώς κατακτητή δεν αποτελούν μόνιμο ή αναγκαίο μέρος της κοινωνικής δομής.
Κατ’ αρχάς, η ένταξη σε κάποια από αυτές τις τρεις ομάδες δεν είναι κληρονομική. Το παιδί γονέων-μελών του Εσωτερικού Κόμματος θεωρητικά δεν έχει γεννηθεί στο Εσωτερικό Κόμμα. Η εισαγωγή στο ένα ή στο άλλο τμήμα του Κόμματος γίνεται κατόπιν εξετάσεων στην ηλικία των δεκαέξι ετών. Δεν υπάρχει κάποια φυλετική διάκριση ούτε διακριτή προτίμηση κάποιας επαρχίας έναντι μιας άλλης. Οι Εβραίοι, οι Νέγροι, οι Νοτιαμερικανοί με καθαρά ινδιάνικο αίμα μπορούν να βρεθούν στις υψηλότερες θέσεις του Κόμματος, και οι διοικητές κάθε περιοχής επιλέγονται πάντοτε ανάμεσα από τους κατοίκους αυτής της περιοχής. Οι κάτοικοι, σε κανένα μέρος της Ωκεανίας, δεν αισθάνονται ότι αποτελούν αποικιακό πληθυσμό που διοικείται από μια απόμακρη μητρόπολη. Η Ωκεανία δεν έχει πρωτεύουσα, και ο επικεφαλής της είναι κάποιος που κανείς δεν γνωρίζει το παραμικρό για το πού βρίσκεται. Εκτός του ότι τα Αγγλικά είναι η κύρια καθομιλουμένη γλώσσα και ότι η Νέα Ομιλία είναι η επίσημη γλώσσα της, δεν έχει κανενός είδους συγκεντρωτικό χαρακτήρα. Οι διοικούντες την Ωκεανία δεν συνδέονται με δεσμούς αίματος αλλά μέσω της πίστης τους σε ένα κοινό δόγμα. Είναι αλήθεια ότι η κοινωνία μας είναι διαχωρισμένη, και μάλιστα πολύ αυστηρά, σε τάξεις που, εκ πρώτης όψεως, μοιάζουν κληρονομικές. Υπάρχουν λιγότερες μετακινήσεις από τη μία κοινωνική ομάδα στην άλλη από όσες συνέβαιναν στα χρόνια του καπιταλισμού ή ακόμα και κατά την προβιομηχανική εποχή. Μεταξύ των δύο κλάδων του Κόμματος συμβαίνουν ανταλλαγές, τόσες όμως όσες χρειάζονται για να εξασφαλιστεί αφενός ότι οι αδύνατοι θα αποκλειστούν από το Εσωτερικό Κόμμα και αφετέρου ότι τα φιλόδοξα μέλη του Εξωτερικού Κόμματος, με το να τους επιτραπεί να εξελιχθούν, θα καταστούν ακίνδυνα. Στην πράξη, απαγορεύεται στους προλετάριους η είσοδος στο Κόμμα. Οι πιο προικισμένοι ανάμεσά τους, που ίσως θα μπορούσαν να αποτελέσουν θύλακες δυσαρέσκειας, απλώς σημειώνονται από την Αστυνομία της Σκέψης και εξουδετερώνονται. Αυτό όμως το σύστημα δεν είναι απαραίτητα μόνιμο, ούτε τίθεται ως ζήτημα αρχής. Το Κόμμα δεν αποτελεί τάξη με την παλαιά σημασία της λέξης. Δεν έχει ως στόχο του να μεταβιβάσει την εξουσία στα παιδιά του απλά και μόνο επειδή είναι παιδιά του, και, αν δεν υπήρχε άλλος τρόπος να διατηρήσει τους πιο ικανούς στην κορυφή, δεν θα δίσταζε να στρατολογήσει μια ολόκληρη νέα γενιά μέσα από τις γραμμές των προλετάριων. Στα κρίσιμα χρόνια, το γεγονός ότι το Κόμμα δεν είχε κληρονομικό χαρακτήρα βοήθησε πολύ στην εξουδετέρωση των αντιφρονούντων. Ο παλαιότερος τύπος Σοσιαλιστή, ο οποίος είχε εκπαιδευτεί να αντιμάχεται το αποκαλούμενο “ταξικό προνόμιο”, κατέληγε στο συμπέρασμα πως ό,τι δεν είναι κληρονομικό, δεν μπορεί να είναι μόνιμο. Δεν κατάλαβε ότι η συνέχεια μιας ολιγαρχίας δεν είναι απαραίτητα φυσική, ούτε κάθισε να σκεφτεί ότι οι κληρονομικές αριστοκρατίες είχαν πάντα σύντομη διάρκεια ζωής, ενώ οργανισμοί που επέλεξαν στους κόλπους τους το σύστημα της υιοθεσίας, όπως η Καθολική Εκκλησία, έφτασαν σε διάρκεια εκατοντάδες ή χιλιάδες χρόνια. Η ουσία της ολιγαρχικής εξουσίας δεν είναι μία από πατέρα σε γιο κληρονομιά, αλλά η εμμονή σε μια συγκεκριμένη κοσμοθεωρία και έναν συγκεκριμένο τρόπο ζωής, που επιβάλλονται από τους νεκρούς στους ζωντανούς. Μία ηγετική ομάδα διασφαλίζει τη θέση της όσο μπορεί να ορίσει τους διαδόχους της. Το Κόμμα ενδιαφέρεται να διαιωνίσει όχι το αίμα του, αλλά τον εαυτό του. Το ποιος κατέχει την εξουσία είναι άνευ σημασίας, αρκεί να παραμένει ως έχει η ιεραρχική δομή της κοινωνίας.
Όλες οι πεποιθήσεις, οι συνήθειες, τα γούστα, τα συναισθήματα, οι πνευματικές στάσεις που χαρακτηρίζουν τον καιρό μας, στην πραγματικότητα έχουν σχεδιαστεί ώστε να διατηρούν τον μυστικοπαθή χαρακτήρα του Κόμματος και να εμποδίζουν να φανεί η αληθινή φύση της σημερινής κοινωνίας. Η φυσική εξέγερση ή κάθε προκαταρκτικό στάδιό της είναι επί του παρόντος αδύνατα. Δεν υπάρχει λόγος να φοβόμαστε τους προλετάριους. Απομονωμένοι και παραγκωνισμένοι, θα συνεχίσουν από γενιά σε γενιά κι από αιώνα σε αιώνα να δουλεύουν, να αναπαράγονται και να πεθαίνουν, χωρίς να έχουν την παραμικρή επαναστατική παρόρμηση αλά και χωρίς την ικανότητα να αντιληφθούν ότι ο κόσμος θα μπορούσε να είναι διαφορετικός. Θα μπορούσαν να γίνουν επικίνδυνοι μόνο αν η εξέλιξη της βιομηχανικής τεχνικής απαιτούσε να έχουν καλύτερη μόρφωση. Εφόσον όμως ο στρατιωτικός και ο εμπορικός ανταγωνισμός δεν έχουν πλέον σημασία, το επίπεδο της εκπαίδευσης των λαϊκών στρωμάτων ουσιαστικά φθίνει. Το τι πιστεύουν ή δεν πιστεύουν οι μάζες θεωρείται αδιάφορο. Μπορεί να τους δοθεί άκοπα πνευματική ελευθερία, γιατί απλούστατα δεν διαθέτουν πνεύμα. Από την άλλη, η παραμικρή εκτροπή ενός μέλους του Κόμματος, ακόμα και για το πιο ασήμαντο θέμα, είναι κάτι μη ανεκτό. Ένα μέλος του Κόμματος ζει κάτω από τη στενή επιτήρηση της Αστυνομίας της Σκέψης από τη μέρα που γεννιέται μέχρι τον θάνατό του. Ακόμα κι όταν είναι μόνος, δεν μπορεί να είναι σίγουρος ότι όντως είναι μόνος. Όπου κι αν βρίσκεται, στον ύπνο ή στον ξύπνιο του, στη δουλειά ή στην ανάπαυση, στο λουτρό ή στο κρεβάτι παρακολουθείται χωρίς προειδοποίηση και χωρίς να γνωρίζει ότι παρακολουθείται. Τίποτα από όσα κάνει δεν είναι αδιάφορο. Οι φιλίες του, οι στιγμές χαλάρωσης, η συμπεριφορά του προς τη γυναίκα και τα παιδιά του, η έκφραση του πρόσωπου του όταν είναι μόνος, τα λόγια που μουρμουρίζει στον ύπνο του, ακόμα και οι χαρακτηριστικές κινήσεις του σώματός του εξετάζονται εξονυχιστικά. Όχι μόνο το οποιοδήποτε παράπτωμα, αλλά και κάθε ιδιοτροπία, έστω και ασήμαντη, κάθε αλλαγή συνήθειας, κάθε νευρικό τικ που θα μπορούσε να ερμηνευτεί ως σημάδι εσωτερικής πάλης –όλα αυτά είναι βέβαιο ότι θα εντοπιστούν. Δεν έχει ελευθερία επιλογής σε τίποτα. Από την άλλη, οι πράξεις του δεν ρυθμίζονται από νόμους ή σαφείς κώδικες συμπεριφοράς. Στην Ωκεανία δεν υπάρχουν νόμοι. Σκέψεις και πράξεις που σε περίπτωση εντοπισμού συνεπάγονται τη θανατική ποινή, δεν απαγορεύονται επίσημα. Οι χωρίς τέλος εκκαθαρίσεις, οι συλλήψεις, τα βασανιστήρια, οι φυλακίσεις και οι εξαερώσεις δεν επιβάλλονται ως τιμωρία για εγκλήματα που όντως διαπράχτηκαν, αλλά είναι απλώς πράξεις μηδενισμού των ανθρώπων που θα είχαν τη δυνατότητα σε κάποια μελλοντική στιγμή να διαπράξουν ένα έγκλημα. Ένα μέλος του Κόμματος απαιτείται να έχει και τη σωστή άποψη αλλά και το σωστό ένστικτο. Πολλές από τις πεποιθήσεις και τις συμπεριφορές που απαιτούνται από αυτόν ποτέ δεν προσδιορίζονται με σαφήνεια, και δεν θα μπορούσαν εξάλλου να προσδιοριστούν, ειδάλλως θα εξέθεταν τις αντιφάσεις που εμπεριέχονται στον ΑΓΓΣΟΣ. Αν ένα άτομο είναι από τη φύση του ορθόδοξο (στη Νέα Ομιλία καλόσκεψος), πάντα θα γνωρίζει, χωρίς να σκέφτεται, ποια είναι η σωστή πεποίθηση ή το επιθυμητό συναίσθημα. Σε κάθε περίπτωση όμως, η ενδελεχής νοητική εκπαίδευση που γίνεται κατά την παιδική ηλικία και επικεντρώνεται γύρω από τις λέξεις της Νέας Ομιλίας εγληματόπαυση, μαυρόασπρο και δισκεψία, τον καθιστά απρόθυμο και ανίκανο να σκεφτεί σε βάθος για οτιδήποτε.
Ένα μέλος του Κόμματος αναμένεται να στερείται ατομικών ευαισθησιών και να διακατέχεται από άμετρο ζήλο. Οφείλει να ζει σε μια διαρκή φρενίτιδα μίσους για τους εξωτερικούς εχθρούς και τους εσωτερικούς προδότες, θριαμβολογίας για τις νίκες και ταπεινοφροσύνης μπροστά στη δύναμη και τη σοφία του Κόμματος. Η δυσφορία που του προκαλεί αυτή η απογυμνωμένη ανικανοποίητη ζωή διοχετεύεται προμελετημένα και εξατμίζεται μέσω τεχνασμάτων όπως το Δίλεπτο Μίσος. Οι εικοτολογίες που ίσως προκαλούσαν μια σκεπτικιστική ή επαναστατική αντίδραση καταπνίγονται εκ των προτέρων μέσω της εσωτερικής πειθαρχίας που απέκτησε πολύ νωρίς στη ζωή του. Το πρώτο και απλούστατο στάδιο αυτής της πειθαρχίας, που μπορεί να διδαχτεί ακόμα και στα μικρά παιδιά, στη Νέα Ομιλία ονομάζεται Εγκληματόπαυση, που σημαίνει τη δεξιότητα να σταματάς αυτόματα, σαν από ένστικτο, στο κατώφλι οποιασδήποτε επικίνδυνης σκέψης. Περιλαμβάνει την ικανότητα να μην αντιλαμβάνεσαι τις αναλογίες, να αδυνατείς να προσδιορίσεις τα λογικά σφάλματα, να παρανοείς τα απλούστερα επιχειρήματα εφόσον βλάπτουν τον ΑΓΓΣΟΣ, και να σου προξενεί ανία ή απέχθεια κάθε ακολουθία σκέψης που μπορεί να σε οδηγήσει σε κάποια παρεκκλίνουσα κατεύθυνση. Εν ολίγοις, εγκληματόπαυση σημαίνει προστατευτική ηλιθιότητα. Δεν αρκεί όμως μόνο η ηλιθιότητα. Αντιθέτως, η ορθοδοξία στην πλήρη σημασία της απαιτεί να ελέγχεις ολοκληρωτικά τις σκέψεις σου, όπως ο ακροβάτης έχει πλήρη έλεγχο του σώματός του.
Η κοινωνία της Ωκεανίας επαναπαύεται έχοντας την πεποίθηση ότι ο Μεγάλος Αδελφός είναι παντοδύναμος και το Κόμμα αλάθητο. Εφόσον όμως στην πραγματικότητα ούτε ο Μεγάλος Αδελφός είναι παντοδύναμος ούτε το Κόμμα αλάθητο, υπάρχει η αναγκαιότητα μιας συνεχούς, ακαταπόνητης ευελιξίας ως προς την αντιμετώπιση της πραγματικότητας. Εν προκειμένω, η λέξη κλειδί είναι το μαυρόασπρο. Όπως τόσες άλλες λέξεις της Νέας Ομιλίας, διαθέτει δύο αλληλοσυγκρουόμενες σημασίες. Όταν χρησιμοποιείται για έναν αντίπαλο, σημαίνει τη συνήθεια να υποστηρίζει κανείς ευθαρσώς ότι το μαύρο είναι άσπρο, σε αντίθεση με την απτή πραγματικότητα. Όταν χρησιμοποιείται για ένα μέλος του Κόμματος, σημαίνει την λόγω αφοσίωσης προθυμία να υποστηρίζει κάποιος ότι το μαύρο είναι άσπρο, εφόσον αυτό απαιτεί η κομματική πειθαρχία. Σημαίνει όμως και την ικανότητα όχι μόνο να πιστεύει ότι το μαύρο είναι άσπρο, αλλά και να γνωρίζει ότι το μαύρο είναι άσπρο και να ξεχνάει ότι κάποτε είχε πιστέψει κάτι διαφορετικό. Αυτό απαιτεί μια διαρκή αλλαγή του παρελθόντος. Αυτή η αλλαγή καθίσταται δυνατή με ένα σύστημα σκέψης το οποίο περικλείει όλα τα υπόλοιπα και που στη Νέα Ομιλία είναι γνωστό με την ονομασία δισκεψία.
Η αλλαγή του παρελθόντος είναι απαραίτητη για δύο λόγους. Ο ένας κατηγοριοποιείται ως βοηθητικός και, χάριν λόγου, προληπτικός. Σε γενικές γραμμές συνίσταται στο εξής: Το μέλος του Κόμματος, όπως και ο προλετάριος, ανέχεται τις υπάρχουσες συνθήκες, εν μέρει επειδή δεν διαθέτει πρότυπα σύγκρισης. Πρέπει να αποκοπεί από το παρελθόν, όπως ακριβώς πρέπει να αποκοπεί από τις ξένες χώρες, γιατί είναι αναγκαίο να πιστεύει ότι η ζωή του είναι καλύτερη από των προγόνων του και ότι ο μέσος όρος των υλικών απολαύσεων συνεχώς ανεβαίνει. Ο σημαντικότερος όμως λόγος για την αναπροσαρμογή του παρελθόντος είναι η ανάγκη να προστατευτεί το αλάθητο του Κόμματος. Όχι μόνο οι κάθε λογής ομιλίες, στατιστικές και αναφορές πρέπει να ενημερώνονται συνεχώς ώστε να δείχνουν ότι ο προβλέψεις του Κόμματος είναι σωστές σε κάθε περίπτωση, αλλά επίσης καμία αλλαγή στις πεποιθήσεις ή την πολιτική γραμμή δεν είναι δυνατόν να γίνει παραδεκτή, γιατί το να αλλάζει κάποιος άποψη ή τακτική είναι ομολογία αδυναμίας. Αν, για παράδειγμα, η Ευρασία ή η Ανατολασία (δεν έχει σημασία πια) είναι ο τωρινός εχθρός, τότε αυτό το κράτος πρέπει να ήταν πάντα ο εχθρός. Αν τα γεγονότα δείχνουν κάτι διαφορετικό, τότε πρέπει να αλλάξουν τα γεγονότα. Έτσι, η ιστορία ξαναγράφεται συνεχώς. Αυτή η καθημερινή παραποίηση του παρελθόντος, που εκτελείται από το Υπουργείο Αλήθειας, είναι τόσο αναγκαία για τη σταθερότητα του καθεστώτος όσο και το έργο της καταστολής και της κατασκοπίας που διεκπεραιώνεται από το Υπουργείο Αγάπης.
Η μετάλλαξη του παρελθόντος είναι το κεντρικό αξίωμα του ΑΓΓΣΟΣ. Λέγεται ότι τα γεγονότα του παρελθόντος δεν έχουν αντικειμενική υπόσταση, αλλά επιζούν μόνο μέσω γραπτών μαρτυριών και μέσω της ανθρώπινης μνήμης. Το παρελθόν λοιπόν είναι ό,τι έχουν συμφωνήσει τα αρχεία και η μνήμη. Και εφόσον το Κόμμα ελέγχει πλήρως όλα τα αρχεία και έχει επίσης τον απόλυτο έλεγχο του μυαλού των μελών του, έπεται ότι το παρελθόν είναι ό,τι επιλέγει το Κόμμα. Όπως επίσης εννοείται ότι, παρόλο που το παρελθόν είναι μεταβλητό, δεν έχει υποστεί ποτέ αλλαγή σε καμία συγκεκριμένη περίπτωση. Γιατί όταν αναδημιουργηθεί ανάλογα με την ανάγκη της στιγμής, τότε αυτή η νέα εκδοχή είναι το παρελθόν, και αποκλείεται να υπήρξε ποτέ κάτι διαφορετικό. Αυτό ισχύει ακόμα και όταν, όπως πολύ συχνά συμβαίνει, το ίδιο γεγονός πρέπει να αλλάξει, ώστε να γίνει αγνώριστο, αρκετές φορές στη διάρκεια μιας χρονιάς. Ανά πάσα στιγμή το Κόμμα κατέχει την απόλυτη αλήθεια και εξυπακούεται ότι το απόλυτο δεν θα μπορούσε κάποτε να είχε υπάρξει διαφορετικό από αυτό που είναι τώρα. Όπως θα φανεί, ο έλεγχος του παρελθόντος εξαρτάται προ πάντων από την εκγύμναση της μνήμης. Το να καταστεί βέβαιο ότι όλες οι γραπτές μαρτυρίες συμφωνούν με την ορθοδοξία της παρούσης στιγμής δεν είναι παρά μία μηχανική πράξη. Είναι όμως επίσης απαραίτητο να θυμάται κανείς ότι τα γεγονότα συνέβησαν σύμφωνα με τον επιθυμητό τρόπο. Και αν παρίσταται ανάγκη να αναπροσαρμοστούν οι αναμνήσεις του ή να “πειραχτούν” τα γραπτά ντοκουμέντα, τότε είναι απαραίτητο να ξεχάσει ότι έχει γίνει κάτι τέτοιο. Το τέχνασμα για να επιτευχθεί όλο αυτό μπορεί να το μάθει κανείς σαν μια οποιαδήποτε άλλη πνευματική δεξιότητα. Μαθαίνεται από την πλειοψηφία των μελών του Κόμματος και βεβαίως από όλους αυτούς που διαθέτουν εξυπνάδα και ορθοδοξία. Στην Παλαιά Ομιλία η τεχνική αυτή αποκαλείται, με πολλή ειλικρίνεια, “έλεγχος της πραγματικότητας”. Στη Νέα Ομιλία ονομάζεται “δισκεψία”, παρότι η δισκεψία περιλαμβάνει και άλλα πολλά επίσης.
Δισκεψία είναι η ικανότητα να έχει κανείς στο μυαλό του δύο αντιφατικές μεταξύ τους πεποιθήσεις, και να τις αποδέχεται και τις δύο. Ένα νοήμον μέλος του Κόμματος γνωρίζει προς τα πού θα πρέπει να τροποποιηθούν οι αναμνήσεις του, οπότε γνωρίζει ότι παίζει ένα παιχνίδι με την πραγματικότητα. Παρά ταύτα, πείθει τον εαυτό του, με την εφαρμογή της δισκεψίας, ότι η πραγματικότητα δεν έχει παραβιαστεί. Η διαδικασία πρέπει να είναι συνειδητή, διαφορετικά δεν θα μπορούσε να ολοκληρωθεί με ικανοποιητική ακρίβεια. Πρέπει όμως να είναι και ασυνείδητη, ειδάλλως θα γεννούσε ένα αίσθημα αναλήθειας και, συνεπώς, ενοχής. Η δισκεψία βρίσκεται στην καρδιά του ΑΓΓΣΟΣ, αφού το κύριο έργο του Κόμματος είναι να χρησιμοποιεί συνειδητή απάτη ενώ ταυτόχρονα διατηρεί τη σταθερότητα της πρόθεσης που συμβαδίζει με την απόλυτη τιμιότητα. Το να λες ηθελημένα ψέματα ενώ πιστεύεις ειλικρινά ότι αυτά είναι αλήθεια, το να ξεχνάς κάθε ακατάλληλο δεδομένο, και κατόπιν, όταν χρειαστεί ξανά, να το ανασύρεις από τη λήθη για όσο καιρό σε εξυπηρετεί, το να αρνείσαι την ύπαρξη της αντικειμενικής πραγματικότητας και ταυτόχρονα να λαμβάνεις υπ’ όψιν την πραγματικότητα που αρνείσαι –όλα αυτά είναι απολύτως αναγκαία. Ακόμα και όταν χρησιμοποιείς τη λέξη δισκεψία, είναι αναγκαίο να εξασκείς τη δισκεψία. Γιατί, χρησιμοποιώντας τη λέξη, παραδέχεσαι ότι νοθεύεις την πραγματικότητα. Χρησιμοποιώντας ξανά τη δισκεψία, σβήνεις αυτή τη γνώση και αυτό συνεχίζεται επ’ αόριστον, με το ψέμα πάντα ένα βήμα μπροστά από την αλήθεια. Ουσιαστικά, με όχημα τη δισκεψία, το Κόμμα κατάφερε –και ίσως να το καταφέρνει για χιλιάδες χρόνια ακόμα– να ανακόψει τη ροή της ιστορίας.
Όλα τα ολιγαρχικά πολιτεύματα του παρελθόντος κατέρρευσαν είτε γιατί έγιναν δύσκαμπτα είτε γιατί έχασαν τη δύναμή τους. Είτε έγιναν ηλίθια και αλαζονικά, απέτυχαν να προσαρμοστούν στις νέες συνθήκες και ανατράπηκαν, είτε έγιναν φιλελεύθερα και δειλά και έκαναν παραχωρήσεις ενώ έπρεπε να δείξουν πυγμή, οπότε και πάλι ανατράπηκαν. Ανατράπηκαν, θα λέγαμε, είτε συνειδητά είτε ασυνείδητα. Το επίτευγμα του Κόμματος συνίσταται στο ότι δημιούργησε ένα σύστημα σκέψης όπου δύο καταστάσεις μπορούν να συνυπάρξουν ταυτόχρονα. Η ολοκληρωτική και διαρκής κυριαρχία του Κόμματος δεν θα μπορούσε να επιτευχθεί με καμία άλλη πνευματική βάση. Αν κάποιος θέλει να κυβερνά και να συνεχίζει να κυβερνά, θα πρέπει να είναι ικανός να διαστρέψει την έννοια της πραγματικότητας. Γιατί το μυστικό της διακυβέρνησης είναι το να συνδυάζεις την πεποίθηση πως είσαι αλάθητος με την ικανότητα να μαθαίνεις από τα λάθη του παρελθόντος.
Περιττό να πούμε ότι οι πιο επιτήδειοι εφαρμοστές της δισκεψίας είναι αυτοί που την εφηύραν και που γνωρίζουν ότι πρόκειται για ένα ευρύ σύστημα πνευματικής εξαπάτησης. Στην κοινωνία μας, εκείνοι που γνωρίζουν καλύτερα τι συμβαίνει, απέχουν περισσότερο από την πραγματικότητα. Γενικά, όσο βαθύτερη είναι η γνώση τόσο μεγαλύτερη είναι η αυταπάτη. Όσο πιο έξυπνος είναι κανείς, τόσο πιο παράλογος γίνεται. Μια σαφής απεικόνιση του παραπάνω σχήματος σκέψης είναι το γεγονός ότι η πολεμική υστερία αυξάνεται σε ένταση όσο πιο ψηλά ανεβαίνει κανείς στην κοινωνική κλίμακα. Εκείνοι που αντιμετωπίζουν πιο λογικά τον πόλεμο είναι οι υπήκοοι των αμφισβητούμενων εδαφών, για τα οποία μάχονται οι τρεις υπερδυνάμεις. Για αυτούς τους ανθρώπους ο πόλεμος δεν είναι άλλο από μία συμφορά διαρκείας που σαρώνει σαν παλιρροϊκό κύμα. Το ποια πλευρά νικάει τους είναι παντελώς αδιάφορο. Γνωρίζουν ότι μια αλλαγή εξουσιαστή σημαίνει απλά ότι θα δουλεύουν το ίδιο όπως και πριν, αλλά για διαφορετικό αφέντη, ο οποίος θα τους μεταχειρίζεται ακριβώς όπως ο προηγούμενος. Οι εργάτες που βρίσκονται σε κάπως καλύτερη μοίρα και που τους ονομάζουμε “προλετάριους”, έχουν μια διαλειμματική συνείδηση του πολέμου. Όταν χρειάζεται, είναι ικανοί να εξωθηθούν σε ακραίο φόβο και μίσος, όταν όμως τους αφήσουν στην ησυχία τους, μπορούν να ξεχάσουν για πολύ καιρό ότι γίνεται πόλεμος. Ο πραγματικός ενθουσιασμός για τον πόλεμο απαντάται στις τάξεις του Κόμματος και ιδιαίτερα του Εσωτερικού Κόμματος. Η κατάκτηση του κόσμου είναι η πιο σταθερή πεποίθηση όσων γνωρίζουν ότι είναι κάτι ακατόρθωτο. Αυτή η παράδοξη σύνδεση των αντιθέτων –της γνώσης με την άγνοια, του κυνισμού με τον φανατισμό– είναι ένα από τα κυριότερα χαρακτηριστικά της κοινωνίας της Ωκεανίας. Η επίσημη ιδεολογία βρίθει αντιφάσεων ακόμα κι όταν δεν υπάρχει λόγος. Με αυτόν τον τρόπο, το Κόμμα απορρίπτει και μειώνει κάθε αυθεντικό αξίωμα του σοσιαλιστικού κινήματος, πράττοντάς το συνειδητά στο όνομα του Σοσιαλισμού. Διακηρύσσει μια άνευ προηγουμένου περιφρόνηση για την εργατική τάξη και από την άλλη ντύνει τα μέλη του με μια στολή που κάποτε χαρακτήριζε τους χειρώνακτες και υιοθετήθηκε για αυτόν ακριβώς τον λόγο. Από τη μία δυναμιτίζει συστηματικά την οικογενειακή αλληλεγγύη και από την άλλη αποκαλεί τον Ηγέτη του με ένα όνομα το οποίο αποτελεί άμεση έκκληση στην οικογενειακή πίστη. Ακόμα και τα ονόματα των τεσσάρων Υπουργείων που μας διοικούν δείχνουν κάτι σαν αναίδεια υπό το πρίσμα της ηθελημένης αναστροφής των γεγονότων. Το Υπουργείο Ειρήνης έχει να κάνει με τον πόλεμο, το Υπουργείο Αλήθειας με τα ψέματα, το Υπουργείο Αγάπης με τα βασανιστήρια και το Υπουργείο Αφθονίας με τη λιμοκτονία. Αυτές οι αντιφάσεις δεν είναι τυχαίες, ούτε αποτέλεσμα μιας συνηθισμένης υποκρισίας. Είναι ηθελημένες εφαρμογές της δισκεψίας. Γιατί μόνο συμβιβάζοντας τις αντιθέσεις μπορεί να διατηρηθεί επ’ άπειρον η εξουσία. Με κανέναν άλλον τρόπο δεν θα μπορούσε να διαρρηχθεί ο αρχαίος κύκλος. Αν χρειάζεται να αποτραπεί για πάντα η ανθρώπινη ισότητα –αν η Ανώτερη τάξη, όπως την έχουμε ονομάσει, πρέπει να διατηρήσει για πάντα τη θέση της– τότε η κυρίαρχη διανοητική κατάσταση δεν είναι άλλη από τη χειριστική τρέλα.
Υπάρχει όμως ένα ερώτημα το οποίο μέχρι τώρα σχεδόν αγνοήσαμε. Και αυτό είναι το εξής: Γιατί να πρέπει να αποτραπεί η ανθρώπινη ισότητα; Αν υποθέσουμε ότι ο μηχανισμός της διαδικασίας έχει περιγραφεί σωστά, ποιο είναι το κίνητρο αυτής της τεράστιας καλοσχεδιασμένης προσπάθειας να μείνει στάσιμη σε μία συγκεκριμένη στιγμή η ιστορία;
Και εδώ φθάνουμε στην καρδιά του ζητήματος. Όπως είδαμε, ο κρυψίνους χαρακτήρας του Κόμματος, και κυρίως του Εσωτερικού Κόμματος, εξαρτάται από τη δισκεψία. Αλλά ακόμη πιο βαθιά βρίσκεται το πρωταρχικό κίνητρο, το αδιαφιλονίκητο ένστικτο που πρωτοοδήγησε στην κατάληψη της εξουσίας και έφερε τη δισκεψία, την Αστυνομία της Σκέψης, τον συνεχή πόλεμο και όλα τα παρελκόμενα. Αυτό το κίνητρο στην πραγματικότητα συνίσταται…
Ο Γουίνστον ένιωσε τη σιωπή όπως νιώθει κανείς έναν καινούριο ήχο. Του φάνηκε ότι η Τζούλια ήταν ακίνητη από ώρα. Ήταν ξαπλωμένη στο πλευρό της, γυμνή από τη μέση και πάνω, με το χέρι κάτω από το μάγουλο και μια μαύρη μπούκλα να της πέφτει στα μάτια. Το στήθος της ανεβοκατέβαινε αργά και ρυθμικά.
«Τζούλια;»
Καμία απάντηση.
«Τζούλια, κοιμάσαι;»
Καμία απάντηση. Την είχε πάρει ο ύπνος. Ο Γουίνστον έκλεισε το βιβλίο, το ακούμπησε προσεκτικά στο πάτωμα, ξάπλωσε και τράβηξε το σκέπασμα πάνω και από τους δυο τους.
Σκέφτηκε ότι δεν είχε μάθει ακόμα το έσχατο μυστικό. Κατανοούσε το πώς, δεν καταλάβαινε το γιατί. Το πρώτο κεφάλαιο, ακριβώς όπως και το τρίτο, δεν του έμαθε κάτι περισσότερο από όσα γνώριζε ήδη, απλά είχε συστηματοποιήσει τις γνώσεις που κατείχε. Αφότου το διάβασε όμως, είχε περισσότερη σιγουριά ότι δεν ήταν τρελός. Το να ανήκεις στη μειοψηφία, ακόμα και στη μειοψηφία του ενός, δεν σε έκανε αυτόματα τρελό. Υπήρχε η αλήθεια και υπήρχε και το ψέμα, και αν παρέμενες προσκολλημένος στην αλήθεια, ακόμα και ενάντια σε όλον τον κόσμο, αυτό δεν σήμαινε ότι ήσουν τρελός.
Μια κιτρινωπή αχτίνα ενός ήλιου που βρισκόταν στη δύση του πέρασε μέσα από το παράθυρο και φώτισε το προσκέφαλο του κρεβατιού. Ο Γουίνστον έκλεισε τα μάτια. Ο ήλιος στο πρόσωπό του και το απαλό νεανικό σώμα που άγγιζε το δικό του τον έκαναν να νιώσει κάτι δυνατό, χαλαρωτικό, σίγουρο. Ήταν ασφαλής, όλα πήγαιναν καλά. Αποκοιμήθηκε μουρμουρίζοντας: «Η πνευματική ισορροπία δεν είναι θέμα στατιστικής» και νιώθοντας ότι αυτή παρατήρηση περιείχε μια βαθιά σοφία.