«Υπάρχουν τρία στάδια στη διαδικασία της επανένταξής σου» είπε ο Ο’ Μπράιεν. «Η μάθηση, η κατανόηση και τέλος, η αποδοχή. Καιρός να προχωρήσεις στο δεύτερο στάδιο».
Όπως πάντα, ο Γουίνστον ήταν δεμένος, ξαπλωμένος ανάσκελα. Τελευταία όμως, τα δεσμά του ήταν πιο χαλαρά. Τον κρατούσαν βέβαια στο κρεβάτι, τώρα όμως μπορούσε να κουνήσει λίγο τα γόνατα ή να στρέψει το κεφάλι από τη μία ή την άλλη μεριά ή να σηκώσει τα μπράτσα από τον αγκώνα. Ο επιλογέας με τις ενδείξεις δεν του προκαλούσε τόσο μεγάλο φόβο. Μπορούσε να αποφύγει τον πόνο αν ήταν ετοιμόλογος. Κυρίως όταν έδειχνε βλακεία, τότε ήταν που ο Ο’ Μπράιεν τραβούσε τον μοχλό. Καμιά φορά περνούσαν ολόκληρη συνάντηση χωρίς να χρησιμοποιηθεί το τρομερό μηχάνημα. Ο Γουίνστον δεν μπορούσε να θυμηθεί πόσες συναντήσεις είχαν κάνει. Η όλη διαδικασία έμοιαζε να εκτείνεται σε ένα μακρύ και απροσδιόριστο διάστημα –ίσως εβδομάδων– και τα διαλείμματα ανάμεσά στις συναντήσεις ίσως άλλοτε να ήταν μέρες και άλλοτε μόνο μία δύο ώρες.
«Έτσι όπως είσαι ξαπλωμένος» είπε ο Ο’ Μπράιεν «θα αναρωτιέσαι συχνά –ως κι εμένα ρώτησες– γιατί να ξοδεύει τόσο χρόνο και κόπο σε εσένα το Υπουργείο Αγάπης. Αλλά και όταν ήσουν ελεύθερος, η ίδια πάνω κάτω ερώτηση σε προβλημάτιζε. Μπορούσες να συλλάβεις τον μηχανισμό της Κοινωνίας στην οποία ζούσες, όχι όμως και τον κρυφό σκοπό. Θυμάσαι που είχες γράψει στο ημερολόγιό σου: “Καταλαβαίνω το πώς, δεν καταλαβαίνω το γιατί”. Ήταν οι στιγμές που σκεφτόσουν αυτό το γιατί που σε έκαναν να αμφιβάλλεις για τη λογική σου. Διάβασες το βιβλίο, το βιβλίο του Γκολντστάιν ή τουλάχιστον κάποια κομμάτια του. Έμαθες κάτι που δεν ήξερες ήδη;»
«Εσύ, το διάβασες;» ρώτησε ο Γουίνστον.
«Εγώ το έγραψα. Θέλω να πω, συνεργάστηκα στη συγγραφή του. Όπως ξέρεις, κανένα βιβλίο δεν δημιουργείται από ένα άτομο».
«Είναι αλήθεια αυτά που λέει;»
«Ως περιγραφή, ναι. Το πρόγραμμα όμως που περιγράφει είναι μια ανοησία. Η κρυφή συγκέντρωση της γνώσης, μια σταδιακή διασπορά του διαφωτισμού, τέλος η εξέγερση των προλετάριων, η ανατροπή του Κόμματος. Το είχες προβλέψει ότι αυτά θα έλεγε. Είναι όλα ανοησίες. Οι προλετάριοι δεν θα επαναστατήσουν ποτέ, ούτε σε χίλια ούτε σε ένα εκατομμύριο χρόνια. Δεν μπορούν. Δεν χρειάζεται να σου πω τον λόγο, τον γνωρίζεις ήδη. Αν έθρεψες ποτέ σου όνειρα μιας βίαιης εξέγερσης, θα πρέπει να τα εγκαταλείψεις. Το Κόμμα δεν μπορεί με κανέναν τρόπο να ανατραπεί. Η κυριαρχία του Κόμματος είναι παντοτινή. Καλά θα είναι αυτό να το κάνεις αφετηρία των σκέψεών σου».
Πλησίασε στο κρεβάτι. «Παντοτινή!» επανέλαβε. «Και τώρα, ας επιστρέψουμε στην ερώτηση του πώς και του γιατί. Κατανοείς άψογα πώς το Κόμμα διατηρείται στην εξουσία. Πες μου τώρα γιατί έχουμε κολλήσει πάνω της. Ποιο είναι το κίνητρό μας; Γιατί να θέλουμε την εξουσία; Εμπρός λοιπόν, μίλα» συμπλήρωσε καθώς ο Γουίνστον παρέμενε αμίλητος.
Ο Γουίνστον παρ’ όλα αυτά άφησε μια δυο στιγμές να περάσουν μέχρι να μιλήσει. Τον είχε καταλάβει μια αίσθηση εξουθένωσης. Η αχνή λάμψη του παράφορου πάθους φάνηκε ξανά στο πρόσωπο του Ο’ Μπράιεν. Ο Γουίνστον ήξερε προκαταβολικά τι θα έλεγε ο Ο’ Μπράιεν, ότι δηλαδή το Κόμμα δεν αναζητούσε την εξουσία για το δικό του συμφέρον, αλλά για το καλό της πλειοψηφίας. Ότι αναζητούσε την εξουσία, γιατί η μάζα ήταν αδύναμη, δειλά αδέξια πλάσματα που δεν άντεχαν την ελευθερία ή την αλήθεια και έπρεπε να κυβερνώνται και να εξαπατώνται συστηματικά από άλλους πιο δυνατούς. Ότι η ανθρωπότητα είχε να επιλέξει ανάμεσα στην ελευθερία και την ευτυχία και ότι, για το μεγαλύτερο μέρος της ανθρωπότητας, η ευτυχία ήταν προτιμότερη. Ότι το Κόμμα ήταν ο αιώνιος φύλακας των αδυνάτων, μια αφοσιωμένη σέκτα που έκανε το κακό για να φέρει το καλό, που θυσίαζε την προσωπική της ευτυχία για την ευτυχία των άλλων. Το τρομερό, σκέφτηκε ο Γουίνστον, ήταν πως όταν ο Ο’ Μπράιεν θα του έλεγε όλα τα παραπάνω, θα τον πίστευε. Το έβλεπες στο πρόσωπό του. Ο Ο’ Μπράιεν γνώριζε τα πάντα. Γνώριζε χίλιες φορές καλύτερα από τον Γουίνστον πώς ήταν ο αληθινός κόσμος, σε τι υποβάθμιση ζούσαν οι ανθρώπινες μάζες, με τι ψέματα και βαρβαρότητες το Κόμμα τούς κρατούσε σε αυτή την κατάσταση. Τα είχε καταλάβει όλα, τα είχε ζυγίσει όλα, και δεν έβγαινε κάτι διαφορετικό. Ο τελικός σκοπός δικαίωνε τα πάντα. Τι μπορείς να κάνεις, σκέφτηκε ο Γουίνστον, ενάντια στον τρελό που είναι εξυπνότερος από εσένα, που ακούει δίκαια τα επιχειρήματά σου και απλά επιμένει στην τρέλα του;
«Μας κυβερνάτε για το καλό μας» είπε αδύναμα. «Πιστεύετε ότι οι άνθρωποι δεν είναι ικανοί να κυβερνήσουν τον εαυτό τους και γι’ αυτό…»
Αναπήδησε ξαφνιασμένος και παραλίγο να φωνάξει. Ένας δυνατός πόνος διαπέρασε το σώμα του. Ο Ο’ Μπράιεν είχε σπρώξει τον μοχλό του επιλογέα στο τριάντα πέντε.
«Αυτό ήταν ανόητο, Γουίνστον, ανόητο!» του είπε. «Το επίπεδό σου δεν σου επιτρέπει να λες τέτοια πράγματα». Τράβηξε τον μοχλό πίσω στη θέση του και συνέχισε: «Τώρα θα σου πω την απάντηση στην ερώτησή μου. Είναι η εξής: Το Κόμμα θέλει την εξουσία αποκλειστικά για το συμφέρον του. Δεν μας ενδιαφέρει το κοινό καλό. Μας ενδιαφέρει μόνο η εξουσία. Ούτε τα πλούτη, ούτε η πολυτέλεια, ούτε η μακροζωία ή η ευτυχία, μόνο η εξουσία. Τι σημαίνει καθαρή, απόλυτη εξουσία, θα το καταλάβεις αμέσως. Διαφέρουμε από τις ολιγαρχίες του παρελθόντος, γιατί εμείς ξέρουμε τι κάνουμε. Όλοι οι άλλοι, ακόμα κι όσοι μας έμοιαζαν, ήταν δειλοί και υποκριτές. Οι Ναζί της Γερμανίας και οι Κομμουνιστές της Ρωσίας μάς πλησίασαν πολύ στις μεθόδους, δεν είχαν όμως ποτέ το θάρρος να αναγνωρίσουν τα κίνητρά τους. Προσποιούνταν –ίσως και να πίστευαν– ότι είχαν καταλάβει την εξουσία παρά τη θέλησή τους και για περιορισμένο χρονικό διάστημα, και ότι σύντομα θα ερχόταν ο παράδεισος όπου όλοι οι άνθρωποι θα ήταν ελεύθεροι και ισότιμοι. Εμείς δεν είμαστε έτσι. Ξέρουμε ότι κανείς ποτέ δεν καταλαμβάνει την εξουσία με την πρόθεση να την εγκαταλείψει. Η εξουσία δεν είναι το μέσον, είναι ο σκοπός. Δεν εγκαθιδρύει κανείς τη δικτατορία για να προστατέψει την επανάσταση, αλλά κάνει την επανάσταση για να εγκαθιδρύσει τη δικτατορία. Το αντικείμενο των διωγμών είναι οι διωγμοί, των βασανιστηρίων τα βασανιστήρια, της εξουσίας η εξουσία. Αρχίζεις πια να καταλαβαίνεις τι σου λέω;»
Στον Γουίνστον έκανε εντύπωση για ακόμη μια φορά η κούραση που έδειχνε το πρόσωπο του Ο’ Μπράιεν. Ήταν δυνατό, σαρκώδες, σκληρό, γεμάτο εξυπνάδα και ένα είδος ελεγχόμενου πάθους που μπροστά του ένιωθε ανίσχυρος. Ήταν όμως κουρασμένο. Υπήρχαν σακούλες στα μάτια, το δέρμα κάτω από τα ζυγωματικά του ήταν χαλαρό. Ο Ο’ Μπράιεν έσκυψε από πάνω του, φέρνοντας επίτηδες το καταπονημένο του πρόσωπο πιο κοντά.
«Σκέφτεσαι ότι το πρόσωπό μου είναι γερασμένο και κουρασμένο» του είπε. «Σκέφτεσαι ότι μιλάω για εξουσία, όμως δεν μπορώ να αποτρέψω τη φθορά του ίδιου μου του σώματος. Δεν καταλαβαίνεις, Γουίνστον, ότι το άτομο δεν είναι παρά ένα κύτταρο; Η φθορά ενός κυττάρου είναι το σφρίγος του οργανισμού. Πεθαίνεις όταν κόβεις τα νύχια σου;»
Απομακρύνθηκε από το κρεβάτι και άρχισε να βηματίζει πάνω κάτω ξανά, με το ένα χέρι στην τσέπη.
«Είμαστε οι ιερείς της δύναμης» είπε. «Ο Θεός είναι δύναμη. Προς το παρόν όμως για σένα η δύναμη δεν είναι παρά μία λέξη. Είναι καιρός να πάρεις μια ιδέα του τι σημαίνει δύναμη. Το πρώτο πράγμα που πρέπει να συνειδητοποιήσεις είναι ότι η δύναμη είναι μια συλλογική έννοια. Το άτομο έχει δύναμη μόνο τη στιγμή που παύει να είναι άτομο. Γνωρίζεις το σύνθημα του Κόμματος “Η Ελευθερία είναι Σκλαβιά”. Σου πέρασε ποτέ από το μυαλό ότι μπορεί να ισχύει και το αντίστροφο; Η σκλαβιά είναι ελευθερία. Μόνος του, ελεύθερος, ο άνθρωπος θα γνωρίζει πάντα την ήττα. Έτσι πρέπει να είναι, γιατί ο κάθε άνθρωπος είναι καταδικασμένος να πεθάνει, κάτι που αποτελεί τη μεγαλύτερη αποτυχία. Αν όμως υποταχθεί ολοκληρωτικά και απόλυτα, αν καταφέρει να ξεφύγει από τα δεσμά της ατομικής του ταυτότητας, αν μπορέσει να γίνει ένα με το Κόμμα ώστε να είναι το Κόμμα, τότε θα γίνει παντοδύναμος και αθάνατος. Το δεύτερο που πρέπει να συνειδητοποιήσεις είναι ότι η δύναμη είναι η εξουσία πάνω στα άλλα ανθρώπινα όντα. Πάνω στο σώμα τους, αλλά κυρίως πάνω στο πνεύμα τους. Η εξουσία της ύλης, της εξωτερικής πραγματικότητας όπως θα την αποκαλούσες, είναι άνευ σημασίας. Ήδη έχουμε τον απόλυτο έλεγχο της ύλης».
Για μια στιγμή ο Γουίνστον ξέχασε τον επιλογέα. Κουνήθηκε απότομα σε μια προσπάθεια να ανακαθίσει, το μόνο που κατάφερε όμως ήταν να τεντώσει επίπονα τους μυς του.
«Μα πώς μπορείτε να ελέγξετε την ύλη;» ξέσπασε. «Δεν μπορείτε ούτε καν το κλίμα να ελέγξετε ή τον νόμο της βαρύτητας. Κι υπάρχουν οι αρρώστιες, ο πόνος, ο θάνατος…»
Ο Ο’ Μπράιεν τού έκανε νόημα να σωπάσει. «Ελέγχουμε την ύλη, γιατί ελέγχουμε το πνεύμα. Η πραγματικότητα βρίσκεται μέσα στον εγκέφαλο. Με τον καιρό θα μάθεις, Γουίνστον. Δεν υπάρχει τίποτα που να μη μπορούμε να κάνουμε: να γίνουμε αόρατοι, να ανυψωθούμε, τα πάντα. Θα μπορούσα να ανυψωθώ από αυτό εδώ το πάτωμα σαν τη σαπουνόφουσκα, αν το ήθελα. Δεν το θέλω όμως, γιατί δεν το θέλει το Κόμμα. Πρέπει να ξεφορτωθείς αυτές τις παλιομοδίτικες ιδέες του δέκατου ένατου αιώνα σχετικά με τους νόμους της Φύσης. Εμείς φτιάχνουμε τους νόμους της Φύσης».
«Όχι, δεν τους φτιάχνετε! Ούτε καν εξουσιάζετε αυτόν εδώ τον πλανήτη. Και με την Ευρασία και την Ανατολασία, τι γίνεται; Δεν τις έχετε κατακτήσει ακόμα».
«Δεν έχει σημασία. Θα τις κατακτήσουμε όταν μας συμφέρει. Ακόμα κι αν δεν το κάνουμε, ποια νομίζεις ότι θα είναι η διαφορά; Μπορούμε να τις αφανίσουμε. Ο κόσμος είναι η Ωκεανία».
«Μα ο ίδιος ο κόσμος δεν είναι παρά ένας κόκκος σκόνης. Κι ο άνθρωπος είναι μικροσκοπικός, αδύναμος! Πόσα χρόνια υπάρχει; Για εκατομμύρια χρόνια η γη ήταν ακατοίκητη».
«Βλακείες! Η γη είναι τόσο παλιά όσο εμείς, πιο παλιά όχι. Πώς θα μπορούσε άλλωστε; Όλα υπάρχουν μόνο μέσα από την ανθρώπινη συνείδηση».
«Όμως οι βράχοι είναι γεμάτοι από κόκκαλα ζώων που έχουν εξαφανιστεί –μαμούθ και μαστόδοντα και τεράστια ερπετά που έζησαν πολύ πριν γίνει λόγος για τον άνθρωπο».
«Τα έχεις δει ποτέ σου αυτά τα κόκκαλα, Γουίνστον; Όχι, βέβαια. Γιατί τα εφηύραν οι βιολόγοι του δέκατου ένατου αιώνα. Τίποτα δεν υπήρξε πριν από τον άνθρωπο. Και μετά τον άνθρωπο, αν ποτέ χανόταν το είδος του, δεν θα υπάρξει τίποτα. Τίποτα δεν υπάρχει πέρα από τον άνθρωπο».
«Μα ολόκληρο το σύμπαν είναι έξω από εμάς. Κοίταξε τα αστέρια. Κάποια βρίσκονται ένα εκατομμύριο έτη φωτός μακριά, για πάντα απλησίαστα».
«Και τι είναι τα αστέρια;» είπε αδιάφορα ο Ο’ Μπράιεν. «Μόνο χιλιόμετρα μακριά. Αν το θέλαμε, θα μπορούσαμε να τα φτάσουμε. Ή να τα εξαφανίσουμε. Η γη είναι το κέντρο του σύμπαντος. Ο ήλιος και τα αστέρια κινούνται γύρω της».
Ο Γουίνστον έκανε ξανά μια σπασμωδική κίνηση. Αυτή τη φορά δεν είπε τίποτα. Ο Ο’ Μπράιεν συνέχισε σαν να απαντούσε σε μια αντίρρηση που του είχε εκφράσει:
«Φυσικά, αυτό δεν αληθεύει για συγκεκριμένους σκοπούς. Όταν διαπλέουμε τους ωκεανούς ή όταν προβλέπουμε μια έκλειψη, συχνά το βρίσκουμε βολικό να υποθέσουμε ότι η γη περιστρέφεται γύρω από τον ήλιο και ότι τα αστέρια βρίσκονται εκατομμύρια εκατομμυρίων χιλιόμετρα μακριά. Και τι έγινε λοιπόν; Έχεις την εντύπωση ότι δεν μπορούμε να επινοήσουμε ένα δυαδικό σύστημα αστρονομίας; Τα αστέρια μπορεί να είναι κοντά ή μακριά ανάλογα με τις ανάγκες μας. Έχεις την εντύπωση ότι οι μαθηματικοί μας δεν μπορούν να καταφέρουν κάτι τέτοιο; Ξέχασες τη δισκεψία;»
Ο Γουίνστον μαζεύτηκε πίσω στο κρεβάτι του. Ό,τι κι αν έλεγε, ερχόταν αυτόματα η απάντηση και τον συνέτριβε σαν ρόπαλο. Κι όμως, ήξερε, ήξερε ότι είχε δίκιο. Σίγουρα θα υπήρχε κάποιος τρόπος να αποδειχτεί λανθασμένη η αντίληψη πως δεν υπάρχει τίποτα έξω από το μυαλό του καθενός. Μήπως δεν είχε αποδειχθεί εδώ και καιρό το αβάσιμο αυτής της θεωρίας; Είχαν μάλιστα δώσει και ένα όνομα σε αυτό, το είχε όμως ξεχάσει. Ο Ο’ Μπράιεν τον κοιτούσε κι ένα αχνό χαμόγελο έπαιζε στις άκρες των χειλιών του.
«Στο είπα, Γουίνστον, ότι η μεταφυσική δεν είναι το δυνατό σου σημείο. Η λέξη που ψάχνεις είναι σολιψισμός9. Κάνεις λάθος όμως. Εδώ δεν μιλάμε για σολιψισμό. Μαζικό σολιψισμό ίσως, αν έτσι σου αρέσει. Αυτό όμως είναι εντελώς διαφορετικό, για την ακρίβεια είναι το εντελώς αντίθετο. Όλα αυτά είναι μια παρεκτροπή» πρόσθεσε σε διαφορετικό τόνο. «Η πραγματική δύναμη για την οποία οφείλουμε να αγωνιζόμαστε νυχθημερόν δεν είναι η εξουσία πάνω στα πράγματα, αλλά πάνω στους ανθρώπους». Έκανε μια παύση και για μια στιγμή ξαναπήρε το ύφος δασκάλου που ρωτάει έναν πολλά υποσχόμενο μαθητή. «Πώς ένας άνθρωπος εξασφαλίζει τη δύναμή του πάνω σε έναν άλλον, Γουίνστον;»
Ο Γουίνστον σκέφτηκε. «Κάνοντάς τον να υποφέρει» είπε.
«Ακριβώς. Κάνοντάς τον να υποφέρει. Δεν αρκεί η υπακοή. Αν δεν υποφέρει, πώς μπορείς να είσαι βέβαιος ότι υπακούει στη δική σου θέληση και όχι στη δική του; Δύναμη είναι να επιβάλεις πόνο και ταπείνωση. Δύναμη είναι να κομματιάζεις το ανθρώπινο μυαλό και να το ανασυνθέτεις σε νέα σχήματα της επιλογής σου. Αρχίζεις τώρα να καταλαβαίνεις τι κόσμο δημιουργούμε; Είναι το εντελώς αντίθετο των ηλίθιων ηδονιστικών ουτοπιών που οι παλιοί μεταρρυθμιστές είχαν φανταστεί. Είναι ένας κόσμος φόβου, προδοσίας και βασανιστηρίων, ένας κόσμος όπου ποδοπατάς και σε ποδοπατούν, ένας κόσμος που, όσο τελειοποιείται, θα γίνεται όχι λιγότερο, αλλά περισσότερο ανελέητος. Πρόοδος στον κόσμο μας θα σημαίνει πρόοδο στην αύξηση του πόνου. Οι παλιοί πολιτισμοί ισχυρίζονταν ότι τα θεμέλιά τους βρίσκονταν στην αγάπη ή τη δικαιοσύνη. Στον κόσμο μας δεν θα υπάρχουν άλλα συναισθήματα εκτός από τον φόβο, την οργή, την θριαμβολογία και την αυτοταπείνωση. Όλα τα άλλα θα τα εξοστρακίσουμε. Τα πάντα! Ήδη καταστρέφουμε τις συνήθειες της σκέψης που είχαν επιζήσει από την εποχή πριν την Επανάσταση. Κόψαμε τους δεσμούς ανάμεσα στο παιδί και τον γονιό, ανάμεσα στους ανθρώπους, ανάμεσα στον άνδρα και τη γυναίκα. Κανείς δεν τολμάει να εμπιστευτεί τη γυναίκα, το παιδί, τον φίλο του πια. Στο μέλλον όμως δεν θα υπάρχουν σύζυγοι ούτε φίλοι. Τα παιδιά θα αποχωρίζονται τις μητέρες τους μόλις γεννιούνται, όπως κάποιος παίρνει τα αυγά από την κότα. Το σεξουαλικό ένστικτο θα ξεριζωθεί. Η τεκνοποίηση θα είναι μια ετήσια τυπική διαδικασία σαν την ανανέωση του δελτίου τροφίμων. Θα εξαλείψουμε τον οργασμό. Οι νευρολόγοι μας δουλεύουν ήδη πάνω σε αυτό. Δεν θα υπάρχει πίστη, παρά μόνο προς το Κόμμα. Δεν θα υπάρχει αγάπη, παρά μόνο για τον Μεγάλο Αδελφό. Δεν θα υπάρχει γέλιο, παρά μόνο το γέλιο του θριάμβου απέναντι σε έναν ηττημένο εχθρό. Δεν θα υπάρχουν τέχνες, λογοτεχνία, επιστήμες. Όταν θα γίνουμε παντοδύναμοι, δεν θα έχουμε πλέον ανάγκη την επιστήμη. Δεν θα υπάρχει διάκριση ανάμεσα στην ασχήμια και την ομορφιά. Δεν θα υπάρχει ούτε περιέργεια ούτε ευχαρίστηση στη ζωή. Όλες οι ανταγωνιστικές απολαύσεις θα ακυρωθούν. Πάντα όμως –και αυτό μην το ξεχνάς, Γουίνστον– πάντα θα υπάρχει η μέθη της δύναμης, που θα αυξάνεται και θα εντείνεται. Πάντα, σε κάθε στιγμή, θα υπάρχει η έξαψη της νίκης, η αίσθηση της πάταξης του αδύναμου εχθρού. Αν ψάχνεις μια εικόνα του μέλλοντος, σκέψου μια μπότα που τσαλαπατάει ένα ανθρώπινο πρόσωπο –για πάντα».
Έκανε μια παύση, σαν να περίμενε τον Γουίνστον να μιλήσει. Αυτός όμως είχε ζαρώσει ξανά στο κρεβάτι. Δεν μπορούσε να πει τίποτα. Η καρδιά του είχε παγώσει. Ο Ο’ Μπράιεν συνέχισε.
«Και θυμήσου ότι αυτό θα είναι παντοτινό. Το πρόσωπο θα βρίσκεται πάντα εκεί, για να ποδοπατηθεί. Ο αιρετικός, ο εχθρός της κοινωνίας θα είναι πάντα εκεί, ώστε να νικιέται και να ταπεινώνεται ξανά και ξανά. Όλα όσα υπέφερες από την ώρα που σε πιάσαμε –όλα αυτά θα συνεχιστούν και θα χειροτερέψουν. Η κατασκοπεία, η προδοσία, οι συλλήψεις, τα βασανιστήρια, οι εκτελέσεις, οι εξαφανίσεις δεν θα σταματήσουν ποτέ. Θα είναι ένας κόσμος τρόμου αλλά και θριάμβου. Όσο πιο δυνατό θα γίνεται το Κόμμα, τόσο λιγότερη επιείκεια θα δείχνει. Όσο ασθενέστερη η αντίσταση, τόσο πιο ασφυκτική η τυραννία. Ο Γκολντστάιν και οι αιρέσεις του θα ζήσουν για πάντα. Κάθε μέρα, κάθε στιγμή θα νικιούνται, θα γελοιοποιούνται, θα χλευάζονται, και όμως θα επιβιώνουν. Το δράμα που έπαιξα μαζί σου αυτά τα επτά χρόνια θα παίζεται ξανά και ξανά από γενιά σε γενιά, όλο και πιο εύστροφο. Ο αιρετικός θα βρίσκεται πάντα εδώ, στο έλεός μας, ουρλιάζοντας από πόνο, τσακισμένος, κατάπτυστος –και στο τέλος θα σέρνεται με τη θέλησή του στα πόδια μας, πλήρης μετάνοιας, έχοντας σωθεί από τον εαυτό του. Αυτός είναι ο κόσμος που ετοιμάζουμε, Γουίνστον. Ένας κόσμος όπου οι νίκες θα διαδέχονται η μία την άλλη, οι θρίαμβοι θα ακολουθούν ο ένας τον άλλον, μια ατελείωτη, επίμονη πίεση του νεύρου της δύναμης. Βλέπω ότι αρχίζεις να αντιλαμβάνεσαι τι είδους κόσμος θα είναι. Στο τέλος όμως, δεν θα τον έχεις καταλάβει μόνο. Αυτόν τον κόσμο θα τον αποδεχτείς, θα τον καλωσορίσεις, θα γίνεις μέρος του».
Ο Γουίνστον είχε συνέλθει κάπως ώστε να καταφέρει να μιλήσει. «Δεν μπορείτε!» είπε αδύναμα.
«Τι θέλεις να πεις με αυτή την παρατήρηση, Γουίνστον;»
«Δεν θα μπορούσατε να φτιάξετε έναν κόσμο σαν αυτόν που μόλις περιέγραψες. Είναι πόθος, απραγματοποίητο όνειρο».
«Γιατί;»
«Δεν είναι δυνατόν ένας πολιτισμός να θεμελιώνεται πάνω στον φόβο, το μίσος, τη βαναυσότητα. Δεν θα είχε καμία διάρκεια».
«Γιατί όχι;»
«Δεν θα είχε σφρίγος. Θα διαλυόταν. Θα αυτοκτονούσε».
«Ανοησίες. Έχεις την εντύπωση ότι το μίσος είναι πιο εξαντλητικό από την αγάπη. Γιατί όμως να είναι; Και ας πούμε ότι ήταν όντως έτσι. Θα είχε καμία σημασία; Ας υποθέσουμε ότι επιλέγουμε να εξαντλήσουμε τις δυνάμεις μας πιο γρήγορα. Ας υποθέσουμε ότι επιταχύνουμε τον ρυθμό της ανθρώπινης ζωής, ώστε οι άνθρωποι να θεωρούνται ηλικιωμένοι στα τριάντα. Και πάλι, τι σημασία θα είχε; Δεν μπορείς να καταλάβεις ότι ο θάνατος της μονάδας δεν είναι θάνατος; Το Κόμμα είναι αθάνατο».
Ως συνήθως, η φωνή σφυροκοπούσε τον Γουίνστον χωρίς να του αφήνει περιθώρια να αντιδράσει. Εξάλλου, είχε τον φόβο ότι αν επέμενε να διαφωνεί, ο Ο’ Μπράιεν θα έστρεφε ξανά τον επιλογέα. Και πάλι όμως, δεν μπορούσε να μείνει απαθής. Αδύναμα, χωρίς επιχειρήματα, παρακινούμενος μόνο από τον ακατάληπτο φόβο που του είχε προκαλέσει η ιδεοληψία του Ο’ Μπράιεν, είπε επιθετικά:
«Δεν ξέρω, και δεν με ενδιαφέρει. Κάτι θα γίνει, και θα αποτύχετε. Κάτι θα γίνει, και θα νικηθείτε. Η ζωή θα σας νικήσει».
«Τη ζωή την ελέγχουμε εμείς, Γουίνστον, σε όλα της τα επίπεδα. Εσύ τώρα υποθέτεις ότι υπάρχει κάτι που ονομάζεται ανθρώπινη φύση, που θα εξαγριωθεί από όσα κάνουμε και θα ξεσηκωθεί εναντίον μας. Την ανθρώπινη φύση όμως την καλουπώνουμε εμείς. Οι άνθρωποι είναι πολύ εύπλαστοι. Ή πάλι, μπορείς να ξαναγυρίσεις στις παλιές σου πεποιθήσεις, ότι οι προλετάριοι ή οι σκλάβοι θα ξεσηκωθούν και θα μας ανατρέψουν. Βγάλτο από το κεφάλι σου. Όλοι τους είναι ανήμποροι, σαν τα ζώα. Η ανθρωπότητα είναι το Κόμμα. Όλοι οι άλλοι είναι απέξω, άσχετοι».
«Δεν με νοιάζει. Στο τέλος θα σας νικήσουν. Αργά ή γρήγορα, θα καταλάβουν ποιοι πραγματικά είστε και θα σας ξεσκίσουν».
«Έχεις πουθενά αποδείξεις ότι συμβαίνει κάτι τέτοιο; Ή κανένα λόγο για να συμβεί;»
«Όχι. Το πιστεύω. Ξέρω ότι θα αποτύχετε. Κάτι υπάρχει στο σύμπαν –δεν ξέρω, κάποιο πνεύμα, κάποια αρχή– που δεν θα το ξεπεράσετε ποτέ».
«Πιστεύεις στον Θεό, Γουίνστον;»
«Όχι».
«Τότε, ποια είναι αυτή η αρχή που θα μας κατατροπώσει;»
«Δεν ξέρω. Το πνεύμα του Ανθρώπου».
«Και θεωρείς τον εαυτό σου άνθρωπο;»
«Ναι».
«Τότε, Γουίνστον, αν είσαι άνθρωπος, είσαι ο τελευταίος. Το είδος σου έχει εξαφανιστεί. Εμείς είμαστε οι κληρονόμοι. Καταλαβαίνεις ότι είσαι μόνος, εκτός ιστορίας, εκτός ύπαρξης;» Το ύφος του άλλαξε και πρόσθεσε πιο τραχιά: «Και φυσικά θεωρείς τον εαυτό σου ηθικά ανώτερο από εμάς, που είμαστε ψεύτες και σκληροί».
«Ναι, θεωρώ τον εαυτό μου ανώτερο».
Ο Ο’ Μπράιεν δεν μίλησε. Δύο άλλες φωνές ακούγονταν τώρα. Μια στιγμή αργότερα, ο Γουίνστον αναγνώρισε ότι η μία ήταν η δική του φωνή. Ήταν η ηχογράφηση της συζήτησης που είχε κάνει με τον Ο’ Μπράιεν το βράδυ που είχε γίνει μέλος της Αδελφότητας. Άκουσε τον εαυτό του καθώς υποσχόταν να ψεύδεται, να κλέβει, να πλαστογραφεί, να δολοφονεί, να ενθαρρύνει τη χρήση ναρκωτικών και την πορνεία, να μεταδίδει αφροδίσια νοσήματα, να ρίχνει βιτριόλι σε παιδιά. Ο Ο’ Μπράιεν έκανε μια κοφτή ανυπόμονη κίνηση, σαν να ήθελε να πει ότι τα λόγια ήταν περιττά. Κατόπιν, έστρεψε έναν διακόπτη, και οι φωνές σταμάτησαν.
«Σήκω από το κρεβάτι» είπε.
Τα δεσμά χαλάρωσαν. Ο Γουίνστον στήριξε τα πόδια στο πάτωμα και όρθωσε το κορμί του παραπαίοντας.
«Είσαι ο τελευταίος άνθρωπος» είπε ο Ο’ Μπράιεν. «Είσαι ο θεματοφύλακας του ανθρώπινου πνεύματος. Τώρα θα δεις τον εαυτό σου όπως ακριβώς είσαι. Βγάλε τα ρούχα σου».
Ο Γουίνστον έλυσε το κορδόνι που συγκρατούσε τη φόρμα του. Το φερμουάρ το είχαν ξηλώσει εδώ και καιρό. Δεν μπορούσε να θυμηθεί αν υπήρξε κάποια στιγμή όλο αυτό το διάστημα μετά τη σύλληψή του που να έβγαλε όλα του τα ρούχα μονομιάς. Κάτω από τη φόρμα, το σώμα του ήταν τυλιγμένο με βρόμικα κιτρινισμένα κουρέλια, που μόλις αναγνώριζες ότι ήταν υπολείμματα εσώρουχων. Καθώς τα άφησε να γλιστρήσουν στο πάτωμα, είδε πως στην άλλη άκρη του δωματίου υπήρχε ένας τρίφυλλος καθρέπτης. Τον πλησίασε κι αμέσως σταμάτησε απότομα. Άθελά του, του ξέφυγε μια κραυγή.
«Προχώρησε» είπε ο Ο’ Μπράιεν. «Στάσου ανάμεσα στα φύλλα του καθρέπτη. Θα μπορέσεις να κοιταχτείς και στο πλάι».
Είχε σταματήσει, γιατί είχε τρομάξει. Ένα καμπουριασμένο, γκριζωπό, αποστεωμένο πράγμα τον πλησίαζε. Η εμφάνισή του ήταν τρομακτική, και όχι μόνο γιατί ήξερε πως έβλεπε τον εαυτό του. Πήγε πιο κοντά στον καθρέπτη. Το πρόσωπο του πλάσματος έμοιαζε να προεξέχει εξαιτίας της σκυφτής στάσης του σώματός του. Ένα αξιοθρήνητο πρόσωπο κατάδικου, με ένα εκτεθειμένο μέτωπο που ενωνόταν με ένα γυμνό κρανίο, μια στραβή μύτη και στραπατσαρισμένα ζυγωματικά που πάνω τους κοιτούσαν άγρια σαν του αρπακτικού μάτια. Τα μάγουλα ήταν γεμάτα ουλές, το στόμα τραβηγμένο. Φυσικά και ήταν το δικό του πρόσωπο, του φαινόταν όμως ότι είχε υποστεί περισσότερες αλλαγές από όσες είχαν γίνει στην ψυχή του. Τα συναισθήματα που αποτυπώνονταν σ’ αυτό το πρόσωπο ήταν διαφορετικά απ’ όσα ένιωθε. Είχε γίνει σχεδόν φαλακρός. Για μια στιγμή είχε πιστέψει ότι είχε γκριζάρει, αλλά μόνο το δέρμα του κρανίου ήταν γκρίζο, από τη βρομιά που σωρευόταν τόσον καιρό ώσπου είχε γίνει ανεξίτηλη. Κάτω από το στρώμα της βρομιάς, εδώ κι εκεί, ξεχώριζαν τα κόκκινα σημάδια των πληγών. Κοντά στον αστράγαλο, το έλκος των κιρσών είχε κακοφορμίσει και το δέρμα κρεμόταν σε φλούδες γύρω του. Το πιο τρομακτικό όμως ήταν η ισχνότητα του σώματός του. Τα πλευρά του πρόβαλλαν σαν του σκελετού. Τα πόδια του είχαν μαζέψει τόσο ώστε τα γόνατα ήταν πιο παχιά από τους μηρούς. Τώρα καταλάβαινε τι εννοούσε ο Ο’ Μπράιεν όταν του έλεγε ότι μπορούσε να κοιταχτεί και στο πλάι. Η καμπύλη που σχημάτιζε η σπονδυλική στήλη ήταν απίστευτη. Οι ισχνοί ώμοι έγερναν προς τα εμπρός, τόσο που σχημάτιζαν μια γούβα στο στήθος. Ο λιπόσαρκος λαιμός έμοιαζε να διπλώνει στα δύο από το βάρος του κρανίου. Εικάζοντας, θα έλεγε ότι είχε μπροστά του το σώμα ενός εξηντάρη που υπέφερε από μια κακοήθη νόσο.
«Κάποιες φορές» είπε ο Ο’ Μπράιεν «σκέφτηκες ότι το πρόσωπό μου –το πρόσωπο ενός μέλους του Εσωτερικού Κόμματος– δείχνει γερασμένο και καταπονημένο. Τι σκέφτεσαι τώρα για το δικό σου πρόσωπο;»
Άρπαξε τον Γουίνστον από τον ώμο και έστρεψε το σώμα του έτσι ώστε να κοιτάζονται κατά πρόσωπο.
«Κοίτα την κατάντια σου! Κοίτα τη λίγδα που καλύπτει όλο σου το σώμα. Κοίτα τη βρομιά ανάμεσα στα δάχτυλα των ποδιών σου. Κοίτα αυτή την αηδιαστική πληγή που ζέχνει στο πόδι σου. Το ξέρεις ότι βρομάς σαν το κατσίκι; Μάλλον έχεις πάψει να δίνεις σημασία. Κοίτα πόσο ισχνός είσαι. Βλέπεις; Μπορώ να τυλίξω το μπράτσο σου μόνο με τον δείχτη και τον αντίχειρά μου. Θα μπορούσα να σου τσακίσω τον λαιμό σαν να ήταν κλαράκι. Το ξέρεις ότι έχεις χάσει είκοσι πέντε κιλά από τότε που σε συλλάβαμε; Ακόμα και τα μαλλιά σου βγαίνουν με τις χούφτες. Κοίτα!» Άπλωσε το χέρι του και του ξερίζωσε μια τούφα μαλλιά. «Άνοιξε το στόμα σου. Εννιά, δέκα, έντεκα δόντια όλα κι όλα. Πόσα είχες όταν ήρθες εδώ; Και τα λίγα που σου έχουν απομείνει, πέφτουν. Να, κοίτα!»
Τράβηξε ένα από τα μπροστινά δόντια που είχαν απομείνει στον Γουίνστον, σφίγγοντάς το με τον αντίχειρα και τον δείκτη. Ο Γουίνστον ένιωσε τον σουβλερό πόνο να τινάζει το σαγόνι του. Ο Ο’ Μπράιεν είχε ξεριζώσει το ετοιμόρροπο δόντι. Το πέταξε στην άλλη άκρη του κελιού.
«Σαπίζεις» είπε. «Καταρρέεις, Τι είσαι; Ένα σακί βρομιά. Τώρα γύρνα και κοιτάξου ξανά στον καθρέπτη. Βλέπεις αυτό το πράγμα απέναντί σου; Να ο τελευταίος άνθρωπος. Αν λέγεσαι άνθρωπος, αυτή είναι η ανθρωπότητα. Τώρα, φόρεσε πάλι τα ρούχα σου».
Ο Γουίνστον άρχισε να ντύνεται με αργές, άκαμπτες κινήσεις. Μέχρι τώρα, δεν έδειχνε να είχε προσέξει πόσο αδύνατος και αδύναμος ήταν. Μια σκέψη μόνο έπαιζε στο μυαλό του, ότι θα έπρεπε να βρίσκεται σε τούτο το μέρος πολύ περισσότερο χρόνο απ’ όσο φανταζόταν. Ξαφνικά, ενώ στερέωνε γύρω του τα άθλια κουρέλια, τον κατέλαβε ένας οίκτος για το κατεστραμμένο του κορμί. Προτού αντιληφθεί τι έκανε, σωριάστηκε σε ένα σκαμνάκι δίπλα στο κρεβάτι και ξέσπασε σε κλάματα. Μόλις συνειδητοποιούσε πόσο άσχημος ήταν, μια δέσμη κόκκαλα τυλιγμένα με βρόμικα εσώρουχα, ένα ερείπιο που καθόταν κι έκλαιγε κάτω από το σκληρό λευκό φως. Κι όμως, δεν μπορούσε να σταματήσει. Ο Ο’ Μπράιεν τον άγγιξε στον ώμο με καλοσύνη σχεδόν.
«Δεν θα κρατήσει για πάντα» είπε. «Μπορείς να ξεφύγεις όποτε θελήσεις. Τα πάντα εξαρτώνται από εσένα».
«Εσείς το κάνατε!» φώναξε κλαίγοντας με λυγμούς ο Γουίνστον. «Εσείς με φτάσατε σ’ αυτό το χάλι».
«Όχι, Γουίνστον. Εσύ έφτασες τον εαυτό σου σε αυτό το σημείο. Ήταν κάτι που αποδέχτηκες από τη στιγμή που εναντιώθηκες στο Κόμμα. Όλα αυτά εμπεριέχονταν σε εκείνη την αρχική πράξη. Δεν συνέβη απολύτως τίποτα που να μην είχες προβλέψει». Έκανε μια παύση κι έπειτα συνέχισε: «Σε νικήσαμε, Γουίνστον. Σε τσακίσαμε. Είδες πώς κατάντησε το σώμα σου. Το ίδιο είναι και το πνεύμα σου. Δεν πιστεύω ότι σου έχει μείνει και πολλή περηφάνια. Σε κλωτσήσαμε, σε μαστιγώσαμε, σε προσβάλαμε. Ούρλιαξες από πόνο, κυλίστηκες στο πάτωμα μέσα στο αίμα και τα ξερατά σου. Ικέτευσες έλεος, πρόδωσες τους πάντες και τα πάντα. Μπορείς να ονομάσεις έναν εξευτελισμό που να μην έχεις υποστεί;»
Ο Γουίνστον σταμάτησε να θρηνεί, παρότι ακόμα έσταζαν δάκρυα από τα μάτια του. Σήκωσε το βλέμμα και κοίταξε τον Ο’ Μπράιεν.
«Δεν πρόδωσα την Τζούλια» είπε.
Ο Ο’ Μπράιεν τον κοίταξε σκεφτικός. «Όχι» του είπε. «Όχι. Αυτό όντως αληθεύει. Δεν πρόδωσες την Τζούλια».
Ο παράξενος σεβασμός που ένιωθε για τον Ο’ Μπράιεν, ένας σεβασμός που τίποτα δεν φαινόταν ικανό να αμαυρώσει, πλημμύρισε ξανά την καρδιά του. Πόσο έξυπνος, σκέφτηκε, πόσο έξυπνος! Ο Ο’ Μπράιεν πάντα καταλάβαινε αυτό που του έλεγε. Οποιοσδήποτε άλλος θα απαντούσε αμέσως ότι είχε προδώσει την Τζούλια. Μήπως και είχε απομείνει κάτι που δεν του είχαν αποσπάσει με τα βασανιστήρια; Τους είχε πει όλα όσα γνώριζε για εκείνη: τις συνήθειές της, τον χαρακτήρα της, το παρελθόν της. Είχε εξομολογηθεί μέχρι και την τελευταία λεπτομέρεια σχετικά με όσα είχαν διαδραματιστεί στις συναντήσεις τους, τα λόγια που είχαν ανταλλάξει, τα γεύματά τους με τα τρόφιμα από τη μαύρη αγορά, την εξωσυζυγική τους σχέση, τις αόριστες συνωμοσίες τους ενάντια στο Κόμμα –τα πάντα. Και όμως, με τη σημασία που ο Γουίνστον έδινε στη λέξη, δεν την είχε προδώσει. Ο Ο’ Μπράιεν είχε καταλάβει τι εννοούσε χωρίς άλλη εξήγηση.
«Πες μου» ρώτησε «πότε θα με σκοτώσουν;»
«Μπορεί να περάσει αρκετό διάστημα» είπε ο Ο’ Μπράιεν. «Είσαι δύσκολη περίπτωση. Μην απελπίζεσαι όμως. Όλοι γιατρεύονται αργά ή γρήγορα. Στο τέλος θα σε σκοτώσουμε».