Ένιωθε πολύ καλύτερα. Πάχαινε και δυνάμωνε μέρα τη μέρα, αν μπορούσε κανείς να υπολογίσει σε ημέρες.
Το λευκό φως και το βουητό παρέμεναν, το τωρινό του κελί όμως ήταν λίγο πιο άνετο από τα προηγούμενα. Υπήρχε μαξιλάρι και στρώμα στο σανιδένιο κρεβάτι κι ένα σκαμνί για να κάθεται. Του είχαν κάνει μπάνιο και του επέτρεπαν να πλένεται σε μια τενεκεδένια λεκάνη. Του έδιναν ως και ζεστό νερό για να πλυθεί. Του είχαν φέρει καινούρια εσώρουχα και μια καθαρή φόρμα. Περιποιήθηκαν το έλκος στον αστράγαλό του με μια καταπραϋντική αλοιφή. Αφαίρεσαν και τα υπόλοιπα δόντια του και του έβαλαν καινούρια οδοντοστοιχία.
Πέρασαν εβδομάδες, μπορεί και μήνες. Αν ήθελε, μπορούσε πια να μετρήσει τον χρόνο, αφού σιτιζόταν σε κανονικά μάλλον διαστήματα. Υπολόγιζε ότι του έδιναν τρία γεύματα το εικοσιτετράωρο. Κάποιες φορές αναρωτιόταν αόριστα αν του τα έδιναν τη μέρα ή τη νύχτα. Το φαγητό ήταν παραδόξως καλό, και είχε κρέας σε κάθε τρίτο γεύμα. Μια φορά, του έφεραν ως κι ένα πακέτο τσιγάρα. Δεν είχε σπίρτα, αλλά ο αιωνίως αμίλητος φρουρός θα του έδινε φωτιά. Την πρώτη φορά που προσπάθησε να καπνίσει, ένιωσε ναυτία, όμως δεν το έβαλε κάτω. Καπνίζοντας μισό τσιγάρο μετά από κάθε γεύμα, το πακέτο τού κράτησε για πολύ καιρό.
Του έδωσαν μια άσπρη πλάκα που στη μία γωνιά της ήταν κρεμασμένο ένα μολυβάκι. Στην αρχή δεν τη χρησιμοποίησε καν. Ακόμα κι όταν ήταν ξύπνιος, βρισκόταν σε κατάσταση λήθαργου. Συχνά τον έβρισκες να παραμένει ξαπλωμένος από το ένα γεύμα στο άλλο, σχεδόν ακίνητος, άλλοτε να κοιμάται, άλλοτε να ονειρεύεται ξύπνιος κάτι αόριστα όνειρα και να μην μπορεί ούτε τα μάτια του να ανοίξει. Είχε πια συνηθίσει από καιρό να κοιμάται με το δυνατό φως να πέφτει στο πρόσωπό του. Δεν έμοιαζε και κάτι με ιδιαίτερη σημασία, πέραν του ότι τα όνειρά του είχαν αποκτήσει περισσότερη συνοχή. Έβλεπε πολλά όνειρα, πάντα χαρούμενα. Βρισκόταν στη Χρυσαφένια Χώρα ή καθόταν ανάμεσα σε μεγαλόπρεπα ηλιόλουστα ερείπια με τη μητέρα του, την Τζούλια και τον Ο’ Μπράιεν –χωρίς να κάνει τίποτα. Απλά καθόταν στον ήλιο και μιλούσε για ασήμαντα πράγματα. Οι σκέψεις που έκανε όταν ήταν ξύπνιος, αφορούσαν συνήθως τα όνειρά του. Έμοιαζε σαν να είχε χάσει την ικανότητα να κάνει οποιαδήποτε διανοητική προσπάθεια τώρα που ο φόβος δεν αποτελούσε το κίνητρο. Δεν ένιωθε πλήξη, δεν είχε διάθεση για κουβέντα ή για κάτι που θα του αποσπούσε την προσοχή. Αυτό που τον ικανοποιούσε ήταν απλά να βρίσκεται μόνος, να μην τον χτυπούν ή τον ανακρίνουν, να έχει αρκετό φαγητό, να είναι καθαρός.
Σταδιακά άρχισε να ξοδεύει λιγότερο χρόνο σε ύπνο, και πάλι όμως δεν ένιωθε καμία διάθεση να σηκωθεί από το κρεβάτι. Το μόνο που επιθυμούσε ήταν να μένει ξαπλωμένος στην ησυχία του και να νιώθει το σώμα του να ανακτά τις δυνάμεις του. Ψηλάφιζε το κορμί του εδώ κι εκεί για να βεβαιωθεί πως δεν ήταν ψευδαίσθηση ότι οι μύες του γέμιζαν και το δέρμα του γινόταν πιο σφιχτό. Τελικά βεβαιώθηκε πως όντως πάχαινε. Πλέον οι μηροί του ήταν σίγουρα παχύτεροι από τα γόνατά του. Μετά από αυτό, διστακτικά στην αρχή, ξεκίνησε να γυμνάζεται καθημερινά. Σύντομα, μπορούσε να περπατήσει τρία χιλιόμετρα, που μετρούσε βηματίζοντας στο κελί του, και οι σκυφτοί του ώμοι άρχισαν να ισιώνουν. Δοκίμασε πιο δύσκολες ασκήσεις και ένιωσε έκπληξη και ντροπή όταν ανακάλυψε πόσα γυμνάσματα δεν μπορούσε να καταφέρει. Δεν μπορούσε να ταχύνει τον βηματισμό του, δεν μπορούσε να σηκώσει το σκαμνί του με τεντωμένο μπράτσο, δεν μπορούσε να σταθεί στο ένα του πόδι χωρίς να χάσει την ισορροπία του. Έκανε βαθύ κάθισμα και διαπίστωσε ότι μόλις που μπορούσε να σηκωθεί ξανά όρθιος με τρομερούς πόνους στους μηρούς και στις γάμπες. Ξάπλωσε μπρούμυτα και προσπάθησε να σηκώσει το βάρος του σώματός του με τα χέρια. Ήταν μάταιο, δεν μπορούσε ούτε εκατοστό να ανασηκώσει το σώμα του. Μετά από λίγες μέρες όμως –και λίγα γεύματα ακόμη– το κατάφερε και αυτό. Έφτασε κάποια στιγμή που έκανε τη συγκεκριμένη άσκηση έξι φορές στη σειρά. Άρχισε να νιώθει πραγματικά περήφανος για το σώμα του και ήταν φορές που έτρεφε την ελπίδα ότι και το πρόσωπό του θα ξαναγινόταν φυσιολογικό. Μόνο όταν τυχαία άγγιζε το φαλακρό του κρανίο, θυμόταν το γεμάτο χαρακιές κατεστραμμένο πρόσωπο που είχε δει στον καθρέπτη.
Το μυαλό του απόκτησε περισσότερη ενάργεια. Καθόταν στο σανιδένιο κρεβάτι, με την πλάτη ακουμπισμένη στον τοίχο και την πλάκα στα γόνατα και καταπιανόταν να ξαναεκπαιδεύσει τον εαυτό του.
Είχε συνθηκολογήσει, δεν το αρνιόταν. Στην πραγματικότητα, όπως το έβλεπε τώρα, ήταν έτοιμος να συνθηκολογήσει πολύ προτού το πάρει απόφαση. Από τη στιγμή που βρέθηκε μέσα στο Υπουργείο Αγάπης –και ναι, ακόμα κι εκείνα τα λεπτά που αυτός και η Τζούλια στέκονταν ανήμποροι ενώ η σκληρή φωνή από την τηλεοθόνη τούς διέταζε τι να κάνουν– είχε καταλάβει την επιπολαιότητα, τη ρηχότητα της απόπειράς του να αντιταχθεί στην εξουσία του Κόμματος. Τώρα ήξερε πως η Αστυνομία της Σκέψης εδώ και επτά χρόνια τον παρακολουθούσε σαν το σκαθάρι κάτω από το μεγεθυντικό φακό. Δεν υπήρχε ούτε μία πράξη ούτε μία κουβέντα που να πέρασε απαρατήρητη, καμία σκέψη που να έμεινε κρυφή. Ακόμα κι εκείνον τον κόκκο της άσπρης σκόνης στο εξώφυλλο του ημερολογίου, τον αντικατέστησαν προσεκτικά. Του έβαλαν να ακούσει ηχογραφήσεις, του έδειξαν φωτογραφίες. Κάποιες ήταν φωτογραφίες του μαζί με την Τζούλια. Ναι, ακόμα και…
Δεν μπορούσε πια να αντισταθεί στο Κόμμα. Εξάλλου, το Κόμμα είχε δίκιο. Έτσι πρέπει να ήταν, Πώς θα μπορούσε να έχει λάθος το αθάνατο συλλογικό μυαλό; Με ποια εξωτερικά κριτήρια μπορούσες να ελέγξεις τις κρίσεις του; Η πνευματική ισορροπία ήταν στατιστική. Το θέμα ήταν απλό: να σκέφτεσαι όπως το Κόμμα. Μόνο…
Το μολύβι βάραινε τα δάχτυλά του. Ο Γουίνστον άρχισε να καταγράφει όποια σκέψη τού ερχόταν στο μυαλό. Πρώτα έγραψε με αδέξια κεφαλαία γράμματα:
Η ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ ΕΙΝΑΙ ΣΚΛΑΒΙΑ
Κατόπιν, χωρίς να σταματήσει, έγραψε από κάτω:
ΔΥΟ ΚΑΙ ΔΥΟ ΚΑΝΟΥΝ ΠΕΝΤΕ
Ύστερα όμως κάτι τον φρέναρε. Το μυαλό του έμοιαζε ανίκανο να συγκεντρωθεί, σαν να του προξενούσε ντροπή κάποια σκέψη. Ήξερε ότι γνώριζε τι θα ακολουθούσε, προς το παρόν όμως δεν μπορούσε να το θυμηθεί. Όταν τελικά το θυμήθηκε, αυτό δεν έγινε αυθόρμητα, αλλά σαν αποτέλεσμα συνειδητού συλλογισμού. Έγραψε:
Ο ΘΕΟΣ ΕΙΝΑΙ ΔΥΝΑΜΗ
Αποδεχόταν τα πάντα. Το παρελθόν μπορούσε να αλλάξει. Το παρελθόν δεν είχε αλλάξει ποτέ. Η Ωκεανία ήταν σε πόλεμο με την Ανατολασία. Η Ωκεανία ήταν πάντα σε πόλεμο με την Ανατολασία. Οι Τζόουνς, Άαρονσον και Ράδερφορντ ήταν ένοχοι για τα εγκλήματα που τους καταλόγισαν. Δεν είχε δει ποτέ του τη φωτογραφία που ακύρωνε την ενοχή τους. Δεν είχε υπάρξει ποτέ εκείνη η φωτογραφία, την είχε μηχανευτεί ο ίδιος. Θυμήθηκε ότι είχε αντιφατικές αναμνήσεις στη μνήμη του, εκείνες ήταν όμως ψεύτικες, προϊόντα αυταπάτης. Πόσο εύκολα ήταν όλα! Αρκούσε να παραδοθείς, και όλα τα υπόλοιπα ακολουθούσαν. Έμοιαζε όπως όταν κολυμπούσες ενάντια στο ρεύμα, που σε πετούσε έξω όσο σκληρά κι αν προσπαθούσες, ώσπου το έπαιρνες απόφαση, γύριζες από την άλλη και πήγαινες με τη φορά του ρεύματος. Όλα παρέμεναν ίδια, και το μόνο που είχε αλλάξει ήταν η στάση σου. Το προδιαγεγραμμένο θα συνέβαινε ούτως ή άλλως. Τώρα πια δεν έβλεπε καν τον λόγο που τον είχε ωθήσει να επαναστατήσει. Όλα ήταν εύκολα, μόνο που…
Τα πάντα μπορούσαν να είναι αλήθεια. Οι λεγόμενοι νόμοι της Φύσης ήταν ανοησίες. Ο νόμος της βαρύτητας ήταν μια ανοησία. Τι είχε πει ο Ο’ Μπράιεν; “Θα μπορούσα να ανυψωθώ από αυτό εδώ το πάτωμα σαν τη σαπουνόφουσκα, αν το ήθελα”. Ο Γουίνστον το επεξεργάστηκε.
«Αν πιστεύει ότι ανυψώνεται, κι εγώ ταυτόχρονα πιστεύω ότι τον βλέπω να το κάνει, τότε συμβαίνει στ’ αλήθεια».
Ξαφνικά, σαν ένα κομμάτι βυθισμένου ναυάγιου που αναδύεται στην επιφάνεια του νερού, μια σκέψη άστραψε στο μυαλό του.
«Δεν συμβαίνει στ’ αλήθεια. Το φανταζόμαστε. Είναι παραίσθηση».
Έδιωξε αμέσως τη σκέψη. Ήταν ολοφάνερο ότι δεν ίσχυε, καθώς έθετε ως προϋπόθεση ότι κάπου έξω από τον εαυτό σου υπήρχε ένας πραγματικός κόσμος όπου συνέβαιναν πραγματικά γεγονότα. Πώς μπορούσε όμως να υπάρχει ένας τέτοιος κόσμος; Τι γνωρίζουμε αν δεν χρησιμοποιήσουμε το μυαλό μας; Όλα συμβαίνουν στο μυαλό. Ό,τι συμβαίνει στο μυαλό όλων, συμβαίνει στην πραγματικότητα.
Δεν δυσκολεύτηκε να αρνηθεί την πλάνη, ούτε υπήρχε κίνδυνος να υποκύψει σε αυτήν. Κατάλαβε ότι σε καμία περίπτωση δεν έπρεπε να κάνει την άστοχη σκέψη. Το μυαλό έπρεπε να εθελοτυφλεί σε κάθε επικίνδυνη σκέψη. Η διαδικασία θα έπρεπε να γίνεται αυτομάτως, ενστικτωδώς. Εγκληματόπαυση ονομαζόταν στη Νέα Ομιλία.
Ξεκίνησε να ασκείται καθημερινά στην εγκληματόπαυση. Έθετε στον εαυτό του προτάσεις του τύπου: “Το Κόμμα λέει ότι η γη είναι επίπεδη”, “Το Κόμμα λέει ότι ο πάγος είναι βαρύτερος από το νερό” και εξασκούταν να παραβλέπει ή να μην αντιλαμβάνεται τους ισχυρισμούς που τις αντέκρουαν. Δεν ήταν εύκολο. Απαιτούσε τρομερή συλλογιστική ικανότητα και αυτοσχεδιασμό. Για παράδειγμα, τα αριθμητικά προβλήματα που προέκυπταν από μια πρόταση του τύπου “δύο και δύο κάνουν πέντε” ήταν πέραν των δυνατοτήτων του να τα συλλάβει. Χρειαζόταν επίσης ευελιξία του μυαλού, ώστε από τη μία να χρησιμοποιεί την πιο λεπτή λογική και από την άλλη να αγνοεί τα πιο χοντροκομμένα λογικά λάθη. Η ηλιθιότητα ήταν εξίσου απαραίτητη με την ευφυΐα και εξίσου δύσκολο να την πετύχεις.
Όλο αυτό το διάστημα, ένα μέρος του μυαλού του αναρωτιόταν πότε θα τον σκότωναν. “Τα πάντα εξαρτώνται από εσένα” είχε πει ο Ο’ Μπράιεν, όμως ο Γουίνστον γνώριζε πως δεν υπήρχε καμία συνειδητή πράξη που θα τον έφερνε πιο κοντά στο τέλος. Ο θάνατός του θα μπορούσε να συμβεί σε δέκα λεπτά από τώρα ή σε δέκα χρόνια. Θα μπορούσαν να τον κλείσουν στην απομόνωση για χρόνια, να τον στείλουν σε στρατόπεδο καταναγκαστικής εργασίας ή πάλι, να τον αφήσουν ελεύθερο για ένα διάστημα, όπως συνήθιζαν κάποιες φορές. Ήταν πολύ πιθανόν, προτού τον σκοτώσουν, να ξαναπαιχτεί το δράμα της σύλληψης και της ανάκρισής του. Το μόνο σίγουρο ήταν πως ο θάνατος ερχόταν πάντα χωρίς προειδοποίηση. Η παράδοση –ο καθένας το γνώριζε κι ας μην είχε ακούσει ποτέ κάτι σχετικό– έλεγε ότι σε πυροβολούσαν πάντα από πίσω, στον αυχένα, χωρίς προειδοποίηση, καθώς βάδιζες από το ένα κελί στο άλλο.
Μια μέρα –παρότι το “μια μέρα” δεν ήταν η σωστή έκφραση, γιατί κάλλιστα μπορούσε να έχει συμβεί και μεσάνυχτα– ο Γουίνστον αφέθηκε να παρασυρθεί από μια παράξενη, ευτυχισμένη ονειροπόληση. Προχωρούσε στον διάδρομο περιμένοντας τη σφαίρα. Ήξερε ότι θα ερχόταν από στιγμή σε στιγμή. Όλα είχαν κανονιστεί, είχαν τακτοποιηθεί, είχαν συμβιβαστεί. Δεν υπήρχαν πια αμφιβολίες, ούτε λογομαχίες, κανένας πόνος, κανένας φόβος. Το σώμα του ήταν υγιές και δυνατό. Βάδιζε με άνεση απολαμβάνοντας μια αίσθηση σαν να περπατούσε στο φως της ημέρας. Δεν βρισκόταν πια στους στενούς λευκούς διαδρόμους του Υπουργείου Αγάπης, αλλά στο ηλιόλουστο φαρδύ, ίσως και ένα χιλιόμετρο, πέρασμα όπου είχε την αίσθηση πως έφτασε μέσα στο παραλήρημα που του είχαν προκαλέσει τα ναρκωτικά. Βρισκόταν στη Χρυσαφένια Χώρα και ακολουθούσε το μονοπάτι που διέσχιζε τον παλιό βοσκότοπο που είχαν τρυγήσει οι λαγοί. Μπορούσε να νιώσει το μαλακό χορτάρι κάτω από τα πόδια του και το γλυκό χάδι του ήλιου στο πρόσωπό του. Στην άκρη του αγρού οι φτελιές λικνίζονταν απαλά και κάπου μακρύτερα κυλούσε το ρυάκι όπου οι κυπρίνοι κολυμπούσαν στις γούρνες κάτω από τις ιτιές.
Ξαφνικά, τον κατέλαβε απερίγραπτος τρόμος. Ο ιδρώτας έλουσε τη σπονδυλική του στήλη. Άκουσε τον εαυτό του να ουρλιάζει:
«Τζούλια, Τζούλια! Αγάπη μου! Τζούλια!»
Για μια στιγμή ένιωσε την ψευδαίσθηση της παρουσίας της να σαρώνει την ύπαρξή του. Ήταν σαν να βρισκόταν όχι απλά δίπλα του, αλλά μέσα του, να είχε μπει στο πετσί του. Εκείνη τη στιγμή την αγάπησε πιο έντονα από όσο την είχε αγαπήσει όταν ήταν μαζί, ελεύθεροι. Κι επίσης, ήξερε πως η Τζούλια βρισκόταν ακόμα ζωντανή και χρειαζόταν τη βοήθειά του.
Ξάπλωσε στο κρεβάτι και προσπάθησε να συνέλθει. Τι είχε κάνει; Πόσα ακόμα χρόνια είχε προσθέσει στην ποινή του αυτή η στιγμιαία αδυναμία;
Σε λίγο θα άκουγε τα βήματα από τις βαριές μπότες απέξω. Αποκλείεται να άφηναν ατιμώρητο ένα τέτοιο ξέσπασμα. Τώρα θα ήξεραν πια, αν δεν το γνώριζαν ήδη, ότι αθετούσε τη συμφωνία που είχε κάνει μαζί τους. Υπάκουε το Κόμμα, συνέχιζε όμως να το μισεί. Στο παρελθόν, έκρυβε ένα αιρετικό πνεύμα κάτω από τη μάσκα του κομφορμισμού. Τώρα, είχε προχωρήσει ένα βήμα παραπέρα: είχε παραδώσει το πνεύμα του, αλλά έτρεφε την ελπίδα ότι θα κρατούσε αλώβητα τα κατάβαθα της καρδιάς του. Ήξερε ότι είχε λάθος, το προτιμούσε όμως έτσι. Θα το καταλάβαιναν. Ο Ο’ Μπράιεν θα καταλάβαινε. Αυτή η μοναδική ανόητη κραυγή περιείχε όλες τις ομολογίες.
Και τώρα θα έπρεπε να ξεκινήσει και πάλι από την αρχή. Ίσως του έπαιρνε χρόνια. Διέτρεξε το πρόσωπό του με το χέρι του προσπαθώντας να συνηθίσει το νέο σχήμα του. Τα μάγουλά του είχαν βαθιά σημάδια, τα ζυγωματικά πρόβαλλαν έντονα, η μύτη του ήταν ισοπεδωμένη. Επίσης, του είχαν βάλει καινούρια οδοντοστοιχία. Δεν σου ήταν εύκολο να διατηρήσεις μια ουδέτερη έκφραση όταν δεν είχες ιδέα πώς έμοιαζε το πρόσωπό σου. Σε κάθε περίπτωση, δεν αρκούσε μόνο να μπορείς να ελέγξεις τα χαρακτηριστικά του προσώπου σου. Για πρώτη του φορά κατάλαβε πως αν θέλεις να κρατήσεις μυστικό κάτι, πρέπει να το κρατήσεις κρυφό ως και από τον ίδιο σου τον εαυτό. Πρέπει να ξέρεις ότι βρίσκεται πάντα εκεί, αλλά μέχρι να το χρειαστείς, ποτέ δεν πρέπει να το αφήσεις να βγει στην επιφάνεια της συνείδησής σου σε μια αναγνωρίσιμη μορφή. Από εδώ και στο εξής όφειλε όχι μόνο να σκέφτεται σωστά, αλλά και να νιώθει σωστά, να ονειρεύεται σωστά. Και να κρατάει συνέχεια το μίσος του κλειδωμένο μέσα του σαν μια σφαίρα ύλης που ναι μεν είναι κομμάτι του εαυτού του, αλλά ασυνείδητα, σαν μια κύστη.
Μια μέρα θα αποφάσιζαν να τον σκοτώσουν. Δεν μπορούσες να ξέρεις το πότε, μπορούσες όμως να το μαντέψεις λίγα δευτερόλεπτα πριν. Σε πυροβολούσαν πάντα από πίσω, καθώς διέσχιζες τον διάδρομο. Δέκα δευτερόλεπτα θα ήταν αρκετά. Σ’ αυτό το διάστημα μπορούσε να αναποδογυρίσει όλος ο εσωτερικός του κόσμος. Και τότε, ξαφνικά, χωρίς να προφέρει λέξη, χωρίς να σταματήσει το βήμα του, χωρίς την παραμικρή σύσπαση στο πρόσωπό του, ξαφνικά η μάσκα θα έπεφτε και μπαμ! Οι μπαταρίες του μίσους του θα έπαιρναν εμπρός. Η απέχθεια θα απλωνόταν σαν μια πελώρια φλόγα που βρυχιέται. Και σχεδόν την ίδια στιγμή, μπαμ! Η σφαίρα θα τον έβρισκε πολύ αργά ή πολύ γρήγορα. Θα τίναζαν το μυαλό του στον αέρα πριν προλάβουν να το απαιτήσουν ξανά. Η αιρετική σκέψη θα έμενε ατιμώρητη, αμετανόητη, ασύλληπτη για πάντα. Θα άνοιγαν μια τρύπα στην τελειότητά τους. Θα πέθαινε μισώντας τους. Αυτό λεγόταν ελευθερία.
Έκλεισε τα μάτια. Δεν ήταν εύκολο. Βασικά ήταν δυσκολότερο από την πειθαρχία του μυαλού. Ήταν ζήτημα αυτοταπείνωσης, αυτοακρωτηριασμού. Έπρεπε να βουτήξει στην πιο σιχαμερή βρομιά. Ποιο ήταν το πιο φρικτό και αηδιαστικό απ’ όλα; Σκέφτηκε τον Μεγάλο Αδελφό. Το πελώριο πρόσωπο, (επειδή το έβλεπε συνέχεια σε αφίσες, πάντα το φανταζόταν ένα μέτρο φαρδύ), με το πυκνό μαύρο μουστάκι και τα μάτια που σε ακολουθούσαν παντού, έμοιαζε να εισβάλλει στο μυαλό του από μόνο του. Τι πραγματικά ένιωθε για τον Μεγάλο Αδελφό;
Από τον διάδρομο ακούστηκαν βαριά βήματα από μπότες. Η ατσάλινη πόρτα άνοιξε διάπλατα με έναν μεταλλικό ήχο. Ο Ο’ Μπράιεν μπήκε σο κελί. Πίσω του ακολουθούσαν ο αξιωματικός με το κέρινο πρόσωπο και οι φρουροί με τις μαύρες στολές.
«Σήκω» του είπε ο Ο’ Μπράιεν. «Έλα εδώ».
Ο Γουίνστον στάθηκε μπροστά του. Ο Ο’ Μπράιεν έβαλε τα χέρια του στους ώμους του Γουίνστον και τον κοίταξε.
«Σκέφτηκες να με ξεγελάσεις» του είπε. «Ανοησία σου. Στάσου ίσια. Κοίταξέ με στο πρόσωπο». Έκανε μια παύση και συνέχισε πιο ήπια: «Προοδεύεις. Από διανοητική άποψη, απέχεις ελάχιστα από αυτό που θέλουμε. Συναισθηματικά όμως δεν πέτυχες καμία πρόοδο. Πες μου, Γουίνστον, –και να θυμάσαι πόσο εύκολο μου είναι να ξεσκεπάσω τα ψέματα– πες μου ποια είναι τα αληθινά σου αισθήματα για τον Μεγάλο Αδελφό».
«Τον μισώ».
«Τον μισείς. Ωραία. Τότε ήρθε η ώρα να κάνεις το τελευταίο βήμα. Πρέπει να αγαπήσεις τον Μεγάλο Αδελφό. Δεν αρκεί να τον υπακούς. Πρέπει και να τον αγαπάς».
Με ένα ελαφρύ σπρώξιμο, τον παρέδωσε στους φρουρούς.
«Δωμάτιο 101» είπε.