Σε κάθε στάδιο της φυλάκισής του ήξερε ή έτσι τουλάχιστον πίστευε, που περίπου βρισκόταν μέσα σε αυτό το χωρίς παράθυρα κτίριο. Ίσως από τις αμυδρές διαφοροποιήσεις της ατμοσφαιρικής πίεσης. Τα κελιά όπου τον είχαν ξυλοκοπήσει οι φρουροί βρίσκονταν κάτω από το έδαφος. Το δωμάτιο όπου τον είχε ανακρίνει ο Ο’ Μπράιεν ήταν ψηλά, κοντά στη στέγη. Αυτό όμως το μέρος που βρισκόταν τώρα ήταν πολλά μέτρα κάτω από το έδαφος, βαθύτερα δεν γινόταν.
Ήταν μεγαλύτερο από τα περισσότερα κελιά που τον είχαν ρίξει μέχρι τώρα, αυτά όμως που υπήρχαν γύρω του με το ζόρι τα έβλεπε. Το μόνο που παρατήρησε ήταν δύο τραπεζάκια ακριβώς μπροστά του, σκεπασμένα με πράσινη τσόχα. Το ένα βρισκόταν μόλις ένα δύο μέτρα μακριά του, το άλλο λίγο παραπέρα, κοντά στην πόρτα. Ήταν δεμένος σε όρθια θέση σε μια καρέκλα, τόσο σφιχτά που δεν μπορούσε να κουνήσει κανένα μέλος του σώματός του, ούτε καν το κεφάλι του. Κάτι σαν στήριγμα πίσω από το κεφάλι του τον ανάγκαζε να κοιτάζει κατευθείαν μπροστά.
Για λίγο ήταν μόνος, μετά η πόρτα άνοιξε και μπήκε ο Ο’ Μπράιεν.
«Κάποτε με ρώτησες» είπε ο Ο’ Μπράιεν «τι υπήρχε στο δωμάτιο 101. Κι εγώ σου είπα ότι γνώριζες ήδη την απάντηση. Όλοι το γνωρίζουν. Αυτό που υπάρχει στο δωμάτιο 101 είναι ό,τι χειρότερο στον κόσμο».
Η πόρτα άνοιξε ξανά. Μπήκε ένας φρουρός που κουβαλούσε κάτι συρμάτινο, ένα κουτί ή κάποιου είδους καλάθι. Το ακούμπησε πάνω στο πιο μακρινό τραπέζι. Λόγω της θέσης που στεκόταν ο Ο’ Μπράιεν, ο Γουίνστον δεν κατάφερε να δει τι ήταν αυτό το πράγμα.
«Το χειρότερο στον κόσμο» είπε ο Ο’ Μπράιεν «είναι διαφορετικό για τον καθένα. Μπορεί να είναι το να ταφεί ζωντανός ή ο θάνατος από φωτιά, από πνιγμό, από παλούκωμα ή πενήντα άλλοι τρόποι θανάτου. Σε κάποιες περιπτώσεις ο θάνατος είναι κάτι ασήμαντο, ούτε καν μοιραίο».
Στο μεταξύ είχε μετακινηθεί λίγο, οπότε ο Γουίνστον είχε καλύτερη θέα του πράγματος πάνω στο τραπέζι. Ήταν ένα μακρόστενο συρμάτινο κλουβί με ένα χερούλι στο πάνω μέρος του, το οποίο χρησίμευε για τη μεταφορά του. Στερεωμένο στη μπροστινή του μεριά υπήρχε κάτι που έμοιαζε με μάσκα ξιφασκίας, με την κοίλη επιφάνεια προς τα έξω. Παρότι το κλουβί απείχε τρία με τέσσερα μέτρα, ο Γουίνστον μπορούσε να δει ότι χωριζόταν κατά μήκος σε δύο τμήματα, και στο καθένα από αυτά υπήρχε κάτι ζωντανό. Ήταν αρουραίοι.
«Στην περίπτωσή σου» είπε ο Ο’ Μπράιεν «το χειρότερο πράγμα στον κόσμο τυχαίνει να είναι οι αρουραίοι».
Κάτι σαν προειδοποιητικό τρέμουλο, ένας αόριστος φόβος είχε διαπεράσει τον Γουίνστον με το που είχε πρωτοαντικρίσει το κλουβί. Μόλις αυτή τη στιγμή όμως, εντελώς ξαφνικά, συνειδητοποιούσε το νόημα της μάσκας στο μπροστινό μέρος του κλουβιού. Ένιωσε τα σωθικά του να παγώνουν.
«Δεν μπορείς να το κάνεις αυτό!» ούρλιαξε με ραγισμένη φωνή. «Δεν θα μπορούσες να το κάνεις, όχι! Είναι αδύνατον!»
«Θυμάσαι» είπε ο Ο’ Μπράιεν «τη στιγμή που σε έπιανε πανικός στα όνειρά σου; Μπροστά σου ορθωνόταν ένας τοίχος σκοταδιού, στα αυτιά σου ερχόταν κάτι σαν βρυχηθμός. Κάτι υπήρχε από την άλλη μεριά του τοίχου. Ήξερες ότι γνώριζες τι ακριβώς ήταν εκεί πέρα, δεν τολμούσες όμως να το ανασύρεις από τη μνήμη σου. Αυτό που υπήρχε στην άλλη πλευρά ήταν οι αρουραίοι».
«Ο’ Μπράιεν!» είπε ο Γουίνστον κάνοντας μια προσπάθεια να κρατήσει σταθερή τη φωνή του. «Το ξέρεις ότι δεν χρειάζονται όλα αυτά. Τι θέλεις να κάνω;»
Ο Ο’ Μπράιεν δεν απάντησε άμεσα στην ερώτηση. Όταν μίλησε, είχε το δασκαλίστικο ύφος που υιοθετούσε καμιά φορά. Κοίταξε σκεφτικός μακριά, σαν να απευθυνόταν σε ένα ακροατήριο κάπου πίσω από τον Γουίνστον.
«Υπάρχουν φορές που ο πόνος δεν αρκεί από μόνος του» είπε. «Υπάρχουν περιπτώσεις που ο άνθρωπος αντέχει τον πόνο, ακόμα και μέχρι θανάτου. Για τον καθένα όμως υπάρχει κάτι που δεν μπορεί ούτε να το σκεφτεί. Δεν έχει να κάνει με το κουράγιο ή τη δειλία. Αν πέφτεις από κάπου ψηλά, δεν είναι δειλία να πιαστείς από ένα σκοινί. Αν βγήκες στην επιφάνεια του νερού από τα βαθιά, δεν είναι δειλία να γεμίσεις τα πνευμόνια σου αέρα. Είναι απλά ένα απαραβίαστο ένστικτο. Το ίδιο συμβαίνει και με τους αρουραίους. Για σένα είναι κάτι ανυπόφορο. Αποτελούν ένα μέσον πίεσης που δεν μπορείς να αντέξεις, ακόμα κι αν το ήθελες. Θα κάνεις ό,τι αναμένεται».
«Ποιο πράγμα; Ποιο; Πώς να το κάνω αν δεν ξέρω τι είναι;»
Ο Ο’ Μπράιεν σήκωσε το κλουβί και το μετέφερε στο κοντινότερο τραπέζι. Το ακούμπησε προσεκτικά στην τσόχα. Ο Γουίνστον μπορούσε να ακούσει το αίμα να βουίζει στ’ αυτιά του. Είχε την αίσθηση ότι ζούσε σε μια απόλυτη μοναξιά. Βρισκόταν εγκλωβισμένος σε μια μεγάλη άδεια πεδιάδα, μια επίπεδη έρημο την οποία πυρπολούσε ο ήλιος και όπου διάφοροι ήχοι έφταναν στα αυτιά του από μακρινές αποστάσεις. Κι όμως, το κλουβί με τους αρουραίους δεν απείχε ούτε δύο μέτρα. Ήταν πελώριοι αρουραίοι, σε μια ηλικία όπου το ρύγχος τους πλαταίνει και αγριεύει, και η γούνα τους γίνεται από γκρίζα καφετί.
«Ο αρουραίος» είπε ο Ο’ Μπράιεν σαν να απευθυνόταν ακόμα στο αόρατο κοινό του «παρότι τρωκτικό, είναι σαρκοφάγος. Το γνωρίζεις αυτό. Θα έχεις ακούσει για τα τρομερά που συμβαίνουν στις φτωχές συνοικίες της πόλης μας. Υπάρχουν δρόμοι όπου οι γυναίκες δεν τολμούν να αφήσουν ούτε πέντε λεπτά μόνα στο σπίτι τα μωρά τους, σίγουρες ότι θα τους επιτεθούν οι αρουραίοι. Μέσα σε ελάχιστο διάστημα, δεν θα είχαν μείνει παρά μόνο τα κόκκαλά τους. Επιτίθενται και σε αρρώστους ή ετοιμοθάνατους. Επιδεικνύουν απίστευτη ευφυΐα όταν είναι να καταλάβουν πότε ένα ανθρώπινο πλάσμα είναι ανήμπορο».
Από το κλουβί ακούστηκε ένα ξέσπασμα τσιριγμάτων, που έμοιαζαν να φτάνουν στα αυτιά του Γουίνστον από πολύ μακριά. Οι αρουραίοι πάλευαν, προσπαθώντας ο ένας να αρπάξει τον άλλον μέσα από το χώρισμα του κλουβιού. Άκουσε κι ένα βαθύ βογκητό απελπισίας. Κι αυτό έμοιαζε να έρχεται από μακριά.
Ο Ο’ Μπράιεν ανασήκωσε το κλουβί και πίεσε κάτι. Αμέσως ακούστηκε ένα κοφτό και διαπεραστικό κλικ. Ο Γουίνστον έκανε μια απελπισμένη προσπάθεια να ελευθερωθεί από την καρέκλα. Μάταιο. Όλο του το σώμα, ακόμα και το κεφάλι του, ήταν ακινητοποιημένο. Ο Ο’ Μπράιεν έφερε πιο κοντά το κλουβί. Τώρα βρισκόταν σε λιγότερο από ένα μέτρο απόσταση από το πρόσωπο του Γουίνστον.
«Πίεσα τον πρώτο διακόπτη» είπε ο Ο’ Μπράιεν. «Έχεις κατανοήσει την κατασκευή αυτού του κλουβιού. Η μάσκα θα κουμπώσει στο κεφάλι σου χωρίς να αφήνει κανένα περιθώριο. Όταν πιέσω τον άλλον διακόπτη, η πόρτα του κλουβιού θα σηκωθεί, Αυτά τα πειναλέα κτήνη θα τιναχτούν έξω σαν τις σφαίρες. Έχεις δει ποτέ σου αρουραίο να κάνει σάλτο; Θα χιμήξουν στο κεφάλι σου και θα το διαπεράσουν σαν τρυπάνια. Άλλες φορές προτιμούν να επιτεθούν πρώτα στα μάτια. Άλλες πάλι ροκανίζουν τα μάγουλα και καταβροχθίζουν τη γλώσσα».
Το κλουβί ήταν πιο κοντά, όλο και μειωνόταν η απόσταση που το χώριζε. Ο Γουίνστον άκουσε μια αλληλουχία διαπεραστικών τσιριχτών που έμοιαζαν να έρχονται από κάπου πάνω από το κεφάλι του. Πάλεψε απεγνωσμένα να καταπνίξει τον πανικό του. Έπρεπε να σκεφτεί, να σκεφτεί κι ας του είχαν μείνει μόνο κλάσματα δευτερολέπτου –η μόνη του ελπίδα ήταν να σκεφτεί. Ξαφνικά χτύπησε τα ρουθούνια του η απαίσια μπαγιατίλα των τρωκτικών. Το στομάχι του ανακατεύτηκε από τη ναυτία. Ένιωσε να λιποθυμάει. Όλα μαύρισαν γύρω του. Για μια στιγμή έμοιαζε να έχει αποτρελαθεί, ένα ζώο που ούρλιαζε. Κατάφερε να ξεφύγει από το πηχτό σκοτάδι, καθώς αρπάχτηκε από την ιδέα που είχε μόλις σκεφτεί. Ένας και μοναδικός τρόπος υπήρχε για να σωθεί. Έπρεπε να βάλει ανάμεσα σε αυτόν και τους αρουραίους ένα άλλο ανθρώπινο πλάσμα, το σώμα κάποιου άλλου ανθρώπου.
Η μάσκα περιόριζε το οπτικό του πεδίο. Η συρματένια πόρτα απείχε δυο σπιθαμές από το πρόσωπό του. Οι αρουραίοι ήξεραν τι θα συνέβαινε τώρα. Ο ένας τους χοροπηδούσε πάνω κάτω, Ο άλλος, ένας γερόλυκος των υπονόμων, είχε σηκωθεί, ακουμπούσε με τα ροδί μπροστινά του πόδια στα κάγκελα κι οσμιζόταν τον αέρα. Ο Γουίνστον μπορούσε να δει τα μουστάκια και τα κίτρινα δόντια του. Για μία ακόμη φορά ένας τυφλός πανικός τον κατέλαβε. Ήταν τυφλός, ανήμπορος, σαλεμένος.
«Στην Αυτοκρατορική Κίνα, αυτό ήταν μια πολύ συνηθισμένη τιμωρία» είπε ο Ο’ Μπράιεν με το γνωστό διδακτικό ύφος.
Η μάσκα όλο και πλησίαζε στο πρόσωπό του. Το σύρμα άγγιξε το μάγουλό του. Και τότε –όχι, δεν ήταν ανακούφιση, μόνο ελπίδα, ένα ψήγμα ελπίδας. Πολύ αργά, ίσως ήταν πολύ αργά πια. Αλλά ξαφνικά είχε καταλάβει ότι υπήρχε μόνο ένα άτομο στον κόσμο στο οποίο θα μπορούσε να μεταφέρει την τιμωρία του. Ένα σώμα που μπορούσε να προτάξει ανάμεσα στον εαυτό του και τους αρουραίους. Και ούρλιαξε απελπισμένα ξανά και ξανά.
«Κάντε το στην Τζούλια! Κάντε το στην Τζούλια! Όχι σ’ εμένα! Στην Τζούλια! Δεν με νοιάζει τι θα της κάνετε. Ξεσκίστε της το πρόσωπο, ρουφήξτε της το μεδούλι. Όχι σ’ εμένα! Στην Τζούλια! Όχι σ’ εμένα!»
Έπεφτε προς τα πίσω, σε απύθμενα βάθη, μακριά από τους αρουραίους. Ήταν ακόμη δεμένος στην καρέκλα, αλλά έπεφτε μέσα από το πάτωμα, μέσα από τους τοίχους, τη γη, τους ωκεανούς, την ατμόσφαιρα, βυθιζόταν στο διάστημα, στα χάσματα ανάμεσα στ’ αστέρια –και όλο απομακρυνόταν από τους αρουραίους. Βρισκόταν έτη φωτός μακριά, αλλά ο Ο’ Μπράιεν στεκόταν ακόμη στο πλάι του. Ένιωθε ακόμα το ψυχρό άγγιγμα του σύρματος στο μάγουλό του. Αλλά μέσα από το σκοτάδι που τον είχε τυλίξει άκουσε άλλο ένα μεταλλικό κλικ και κατάλαβε ότι η πόρτα του κλουβιού είχε κλείσει.