Το Καφενείο της Καστανιάς ήταν άδειο σχεδόν. Μια ηλιαχτίδα έμπαινε λοξά από ένα παράθυρο κι έπεφτε πάνω στα σκονισμένα τραπέζια. Τα ρολόγια έδειχναν την δέκατη πέμπτη ώρα, αυτήν της απογευματινής μοναξιάς. Μια διαπεραστική μουσική ξεχυνόταν από τις τηλεοθόνες.
Ο Γουίνστον κάθισε στη συνηθισμένη του γωνιά ατενίζοντας αφηρημένα ένα άδειο ποτήρι. Πότε πότε σήκωνε το βλέμμα ψηλά, πάνω στο πελώριο πρόσωπο που τον κοιτούσε από τον απέναντι τοίχο. Ο ΜΕΓΑΛΟΣ ΑΔΕΛΦΟΣ ΣΕ ΠΑΡΑΚΟΛΟΥΘΕΙ έλεγε η λεζάντα. Ο σερβιτόρος πλησίασε και, χωρίς να του έχει δώσει παραγγελία, του γέμισε το ποτήρι με Τζιν της Νίκης, στάζοντας μέσα και λίγες σταγόνες από ένα άλλο μπουκάλι που είχε ένα καλαμάκι στον φελλό του. Ήταν ζαχαρίνη αρωματισμένη με γαρύφαλλα, η σπεσιαλιτέ του καφενείου.
Ο Γουίνστον άκουγε την τηλεοθόνη. Προς το παρόν είχε μόνο μουσική, υπήρχε όμως πιθανότητα να μεταδοθεί ένα ειδικό δελτίο από το Υπουργείο Ειρήνης. Τα νέα από το Αφρικανικό Μέτωπο ήταν ιδιαίτερα ανησυχητικά. Τον απασχολούσαν διαλειμματικά όλη την ημέρα. Ένα ευρασιατικό στράτευμα (η Ωκεανία βρισκόταν σε πόλεμο με την Ευρασία, η Ωκεανία βρισκόταν πάντα σε πόλεμο με την Ευρασία) προέλαυνε νοτίως με τρομακτική ταχύτητα. Το μεσημεριανό δελτίο δεν είχε αναφέρει κάποια συγκεκριμένη περιοχή, ήταν όμως πολύ πιθανόν το στόμιο του Κονγκό να είχε ήδη μετατραπεί σε πεδίο μάχης. Η Μπραζαβίλ και η Λεοποντβίλ κινδύνευαν. Δεν χρειαζόταν να κοιτάξεις τον χάρτη για να καταλάβεις τι σήμαινε αυτό! Δεν ήταν μόνο ότι θα χανόταν η Κεντρική Αφρική. Για πρώτη φορά στην ιστορία του πολέμου, η εδαφική ακεραιότητα της ίδιας της Ωκεανίας βρισκόταν σε απειλή.
Ένα βίαιο συναίσθημα, όχι ακριβώς φόβος αλλά κάτι σαν αδιόρατη έξαψη άναψε σαν φλόγα μέσα του και μετά έσβησε. Είχε πάψει να σκέφτεται τον πόλεμο. Αυτόν τον καιρό δεν μπορούσε να συγκεντρωθεί σε οποιοδήποτε θέμα για πάνω από λίγες στιγμές τη φορά. Σήκωσε το ποτήρι του και το στράγγιξε με μια γουλιά. Όπως πάντα, το τζιν τον έκανε να ριγήσει και του έφερε μια ελαφριά ναυτία. Αυτό το πράγμα ήταν φρικτό. Τα γαρύφαλλα και η ζαχαρίνη, από μόνα τους αηδιαστικά, δεν κατάφερναν να καλύψουν την ελαιώδη οσμή. Το χειρότερο όμως ήταν ότι η μυρωδιά του τζιν, που ήταν μέσα του μέρα νύχτα, παρέμενε άρρηκτα δεμένη με τη μυρωδιά εκείνων των…
Δεν τους έδινε ποτέ κάποιο όνομα, ακόμα και στις σκέψεις του, και όσο μπορούσε, ποτέ δεν έφερνε την εικόνα τους στο μυαλό του. Αποτελούσαν κάτι που μισοϋπήρχε στη συνείδησή του, κάτι που πλησίαζε το πρόσωπό του, μια οσμή που κολλούσε στα ρουθούνια του. Καθώς το τζιν ανέβηκε μέσα του, ένα ρέψιμο βγήκε από τα μελανά του χείλη. Από τον καιρό που τον είχαν αφήσει ελεύθερο, είχε παχύνει κι είχε ξαναβρεί το χρώμα του, και με το παραπάνω. Τα χαρακτηριστικά του είχαν γεμίσει, το δέρμα στη μύτη και τα μάγουλά του ήταν υπερβολικά κόκκινο, ακόμα και το φαλακρό του κρανίο ήταν υπερβολικά ροδαλό. Ένας σερβιτόρος, και πάλι χωρίς να τον καλέσει, έφερε τη σκακιέρα και το τελευταίο φύλλο των “Τάιμς”, με τη σελίδα γυρισμένη στο σκακιστικό πρόβλημα. Μετά, βλέποντας το άδειο ποτήρι του Γουίνστον, έφερε το μπουκάλι με το τζιν και το ξαναγέμισε. Δεν χρειαζόταν να δώσει παραγγελία. Ήξεραν τις συνήθειές του. Η σκακιέρα τον περίμενε πάντα, το γωνιακό τραπέζι ήταν πάντα κρατημένο για χάρη του. Ακόμα κι όταν το μαγαζί ήταν γεμάτο, το τραπέζι ήταν όλο δικό του, μια και κανείς δεν ήθελε να κάθεται τόσο κοντά του. Ποτέ δεν έμπαινε στον κόπο να μετρήσει πόσο είχε πιει. Σε ακανόνιστα διαστήματα του έφερναν ένα βρόμικο κομμάτι χαρτί που έλεγαν πως ήταν ο λογαριασμός, είχε όμως την εντύπωση ότι πάντα τού χρέωναν λιγότερα. Όχι πως θα τον ένοιαζε αν έκαναν το αντίθετο. Αυτόν τον καιρό είχε μπόλικα χρήματα. Ως και δουλειά είχε, μια αργομισθία που πλήρωνε περισσότερα από την παλιά του δουλειά.
Η μουσική από την τηλεοθόνη σταμάτησε, και μια φωνή πήρε τη θέση της. Ο Γουίνστον σήκωσε το κεφάλι για να ακούσει. Πάντως δεν ήταν νέα για τον πόλεμο, παρά μόνο μια σύντομη ανακοίνωση του Υπουργείου Αφθονίας. Το προηγούμενο τρίμηνο, απ’ ό,τι φαινόταν, η πρόβλεψη του Δέκατου Τριετούς Πλάνου για την παραγωγή κορδονιών είχε υπερκαλυφθεί κατά 98%.
Μελέτησε το σκακιστικό πρόβλημα και τοποθέτησε τα πιόνια στη σκακιέρα. Ήταν πρόβλημα που απαιτούσε σκέψη και δεξιοτεχνία κι είχε να κάνει με τις κινήσεις δύο αξιωματικών. “Ξεκινούν τα λευκά, και κάνουν ματ σε δύο κινήσεις”. Ο Γουίνστον κοίταξε το πορτρέτο του Μεγάλου Αδελφού. Τα λευκά πάντα κερδίζουν, σκέφτηκε με αδιόρατη μυστικοπάθεια. Πάντα, χωρίς καμία εξαίρεση, έτσι είναι κανονισμένο. Σε κανένα σκακιστικό πρόβλημα, από την αρχή του κόσμου, δεν νίκησαν ποτέ τα μαύρα. Μήπως δεν συμβόλιζε τον αιώνιο, απαράβατο θρίαμβο του Θεού απέναντι στο Κακό; Το πελώριο πρόσωπο του αντιγύρισε ένα βλέμμα σταθερής δύναμης. Τα λευκά νικάνε πάντα.
Η φωνή από την τηλεοθόνη έκανε μια παύση και κατόπιν πρόσθεσε σε διαφορετικό, πιο σοβαρό τόνο:
«Ειδοποιήστε να αναμένετε μια σημαντική ανακοίνωση στις δεκαπέντε και τριάντα. Στις δεκαπέντε και τριάντα! Πρόκειται για νέα ύψιστης σημασίας. Παρακαλούμε, μην τα χάσετε. Δεκαπέντε και τριάντα!»
Η εκνευριστική μουσική ξανάρχισε.
Η καρδιά του Γουίνστον ρίγησε. Θα ήταν το δελτίο από το μέτωπο. Το ένστικτό του τού έλεγε ότι τα νέα θα ήταν δυσάρεστα. Όλη την ημέρα η σκέψη μιας συντριπτικής ήττας στην Αφρική έπαιζε στο μυαλό του κατά διαλείμματα, με σύντομα ξεσπάσματα έξαψης. Έμοιαζε σχεδόν να βλέπει σύσσωμο τον ευρασιατικό στρατό να διασχίζει τα απαραβίαστα σύνορα και να ξεχύνεται στην άκρη της Αφρικής σαν στρατιά μυρμηγκιών. Γιατί δεν μπόρεσαν με κάποιο τρόπο να τους υπερφαλαγγίσουν; Οι ακτογραμμές της Δυτικής Αφρικής διαγράφονταν καθαρά στο μυαλό του. Έπιασε τον λευκό αξιωματικό και τον μετακίνησε πάνω στη σκακιέρα. Εκεί ήταν το σωστό σημείο. Ακόμα και τη στιγμή που έβλεπε τη μαύρη ορδή να ορμά προς τα νότια, έβλεπε και μια άλλη δύναμη, μυστηριωδώς συγκεντρωμένη, να βρίσκεται ξαφνικά στα νώτα της μαύρης ορδής και να τους αποκόπτει κάθε επικοινωνία από στεριά και θάλασσα. Ένιωθε ότι υλοποιούσε εκείνη την άλλη δύναμη με την επιθυμία του και μόνο. Έπρεπε όμως να δράσει αστραπιαία. Αν η Ευρασία κατάφερνε να ελέγξει όλη την Αφρική, αν διέθετε αεροπορικές βάσεις και βάσεις υποβρυχίων στο Ακρωτήριο, θα έκοβε την Ωκεανία στα δύο. Αυτό θα μπορούσε να σημαίνει οτιδήποτε: ήττα, συντριβή, ανακατανομή του κόσμου, την καταστροφή του Κόμματος! Πήρε βαθιά ανάσα. Μέσα του πάλευαν παράξενα μπερδεμένα συναισθήματα. Όχι, δεν ήταν μπερδεμένα παρά διαδοχικά στρώματα συναισθημάτων, που δεν μπορούσες να ξεχωρίσεις ποιο ήταν το πιο δυνατό ανάμεσά τους.
Ο παροξυσμός πέρασε. Επέστρεψε τον λευκό αξιωματικό στην αρχική του θέση, για την ώρα όμως δεν μπορούσε να ασχοληθεί σοβαρά με το σκακιστικό πρόβλημα. Οι σκέψεις του άρχισαν να περιπλανιούνται ξανά. Ασυνείδητα σχεδόν, χάραξε με το δάχτυλό του πάνω στο σκονισμένο τραπέζι:
2+2=5
“Δεν μπορούν να μπουν μέσα σου” είχε πει εκείνη. Κι όμως, μπορούσαν. “Ό,τι σου συμβεί εδώ, θα είναι για πάντα” του είχε πει ο Ο’ Μπράιεν. Αυτό ήταν αλήθεια. Υπήρχαν πράγματα, οι ίδιες σου οι πράξεις, από τα οποία δεν μπορούσες ποτέ να ξεφύγεις. Κάτι είχε πεθάνει στην καρδιά σου. Το είχαν κάψει, το είχαν καυτηριάσει.
Την είχε δει. Της είχε μιλήσει. Δεν ήταν κάτι επικίνδυνο. Ήξερε, από ένστικτο σχεδόν, ότι δεν τους ενδιέφεραν πλέον οι πράξεις του. Μπορούσε να κανονίσει να τη συναντήσει και δεύτερη φορά, αν το ήθελε κάποιος από τους δυο τους. Είχαν συναντηθεί στο Πάρκο, μια μέρα του Μαρτίου με ελεεινό, τσουχτερό κρύο, τότε που η γη μοιάζει με σίδερο και το χορτάρι έχει μια αρρωστημένη όψη, τότε που δεν υπάρχει πουθενά ένα μπουμπούκι εκτός από λίγους κρόκους που ξεπροβάλλουν τα κεφάλια τους για να τα χάσουν από τον ζοφερό αέρα. Περπατούσε βιαστικά με παγωμένα χέρια και τα μάτια να τσούζουν από το κρύο, όταν την είδε γύρω στα δέκα μέτρα μακριά του. Αμέσως του έκανε εντύπωση η αλλαγή επάνω της, χωρίς όμως να μπορεί να την προσδιορίσει. Διασταυρώθηκαν σχεδόν χωρίς ένα νεύμα, μετά ο Γουίνστον γύρισε πίσω και την ακολούθησε αργά. Ήξερε ότι δεν υπήρχε κίνδυνος, κανείς δεν ενδιαφερόταν για το άτομό του. Η Τζούλια δεν είπε κουβέντα. Περπατούσε λοξά πάνω στο παγωμένο χορτάρι, σαν να προσπαθούσε να τον ξεφορτωθεί. Μετά, σαν να παραιτήθηκε, τον άφησε να προχωρήσει δίπλα της. Τώρα βρίσκονταν ανάμεσα σε μια συστάδα ισχνών γυμνών θάμνων, που δεν χρησίμευαν ούτε για να τους κρύψουν ούτε για να τους προστατέψουν από τον αέρα. Σταμάτησαν. Έκανε διαπεραστικό κρύο. Ο αέρας σφύριζε ανάμεσα στα κλαδιά και τράνταζε τους ελάχιστους κακοπαθημένους κρόκους. Ο Γουίνστον πέρασε το χέρι του γύρω από τη μέση της Τζούλια.
Δεν υπήρχαν τηλεοθόνες, θα πρέπει όμως να υπήρχαν κρυμμένα μικρόφωνα. Εξάλλου, θα μπορούσαν να τους δουν. Δεν είχε σημασία, τίποτα δεν είχε σημασία. Θα μπορούσαν να ξαπλώσουν καταγής και να κάνουν αυτό, αν ήθελαν. Και μόνο που το σκέφτηκε, ο Γουίνστον ένιωσε να παγώνει. Εκείνη δεν αντέδρασε στο αγκάλιασμά του, αλλά ούτε και προσπάθησε να ξεφύγει. Ο Γουίνστον είχε μόλις καταλάβει τι είχε αλλάξει πάνω της. Το πρόσωπό της ήταν πιο χλωμό και είχε μια μεγάλη ουλή, μισοκρυμμένη από τα μαλλιά της, ανάμεσα στο μέτωπο και τον κρόταφό της. Δεν ήταν όμως αυτή η αλλαγή. Ήταν η μέση της που είχε παχύνει και παραδόξως είχε γίνει άκαμπτη. Θυμήθηκε πώς, κάποτε μετά την έκρηξη μιας βόμβας, είχε βοηθήσει να τραβήξουν ένα πτώμα από τα ερείπια και είχε εκπλαγεί από το υπερβολικό βάρος του άψυχου σώματος αλλά και από την ακαμψία και τη δυσκολία να το κουμαντάρουν, καθώς έφερνε περισσότερο σε πέτρα παρά σε σάρκα. Αυτή την αίσθηση άφηνε και το άγγιγμα στο σώμα της Τζούλια. Σκέφτηκε πως και η υφή της επιδερμίδας της θα ήταν πια εντελώς διαφορετική.
Δεν προσπάθησε να τη φιλήσει ούτε και μίλησαν. Καθώς διέσχιζαν το χορτάρι, τον κοίταξε πρώτη φορά στο πρόσωπο. Ήταν μόνο ένα στιγμιαίο βλέμμα, γεμάτο περιφρόνηση και απέχθεια. Αναρωτήθηκε αν η απέχθεια οφειλόταν μόνο στο παρελθόν ή πήγαζε και από το πρησμένο του πρόσωπο και τα δάκρυα που έφερνε στα μάτια του ο αέρας. Κάθισαν σε δυο σιδερένιες καρέκλες δίπλα δίπλα, αλλά όχι πολύ κοντά. Είδε πως η Τζούλια ετοιμαζόταν να μιλήσει. Μετακίνησε το χοντροκομμένο της παπούτσι λίγα εκατοστά και έσπασε πατώντας το ένα κλαράκι. Παρατήρησε ότι τα πόδια της έμοιαζαν να έχουν πλατύνει.
«Σε πρόδωσα» του είπε ψυχρά.
«Σε πρόδωσα» είπε αυτός.
Του έριξε άλλη μια γρήγορη ματιά γεμάτη απέχθεια.
«Μερικές φορές» του είπε «σε απειλούν με κάτι που δεν μπορείς να αντέξεις, δεν μπορείς ούτε να το σκεφτείς. Και τότε λες “μην το κάνετε σ’ εμένα, κάντε το στον τάδε”. Και ίσως μετά προσποιηθείς ότι ήταν ένα κόλπο, πως το είχες κάνει μόνο για να σε αφήσουν στην ησυχία σου, πως δεν το εννοούσες στ’ αλήθεια. Αυτό όμως δεν ισχύει. Τη στιγμή που συμβαίνει, ξέρεις πως το εννοείς. Νομίζεις πως δεν υπάρχει άλλος τρόπος να σωθείς και είσαι έτοιμος να γλυτώσεις τον εαυτό σου με αυτόν τον τρόπο. Θέλεις να συμβεί στον άλλον. Δεκάρα δε δίνεις αν θα υποφέρει. Μόνο για τον εαυτό σου νοιάζεσαι».
«Μόνο για τον εαυτό σου νοιάζεσαι» είπε ο Γουίνστον σαν ηχώ.
«Και μετά, δεν νιώθεις όπως πρώτα για αυτόν τον άλλον».
«Όχι» της είπε «δεν νιώθεις όπως πρώτα».
Δεν είχαν κάτι άλλο να πουν. Ο αέρας κολλούσε τα λεπτά τους ρούχα στα κορμιά τους. Αμέσως σχεδόν, ένιωσαν αμήχανα που κάθονταν εκεί μέσα στη σιωπή. Εξάλλου έκανε πολύ κρύο για να μένουν ακίνητοι. Η Τζούλια είπε κάτι, πως έπρεπε να προλάβει τον Υπόγειο, και σηκώθηκε.
«Να ξαναϊδωθούμε» της είπε.
«Ναι» είπε «να ξαναϊδωθούμε».
Την ακολούθησε διστακτικά για λίγο, μισό βήμα πίσω της. Δεν ξαναμίλησαν. Δεν προσπάθησε να τον ξεφορτωθεί, αλλά περπατούσε με βήματα τόσο βιαστικά ώστε να μην τον έχει δίπλα της. Ο Γουίνστον είχε αποφασίσει να τη συνοδεύσει μέχρι τον Υπόγειο, ξαφνικά όμως του φάνηκε άσκοπο και ανυπόφορο να την ακολουθεί μέσα στο κρύο. Τον κυρίευσε μια επιθυμία όχι τόσο να ξεφύγει από τη Τζούλια, όσο να επιστρέψει στο Καφενείο της Καστανιάς, που αυτή τη στιγμή τού φαινόταν ό,τι πιο ελκυστικό. Είδε μπροστά του, σαν νοσταλγικό όνειρο, το γωνιακό του τραπεζάκι με την εφημερίδα, τη σκακιέρα και το τζιν που κυλούσε ασταμάτητα. Πάνω απ’ όλα, εκεί θα είχε ζεστασιά. Την επόμενη στιγμή, όχι εντελώς τυχαία, άφησε μια μικρή ομάδα ανθρώπων να τον χωρίσει από την Τζούλια. Έκανε μια χλιαρή απόπειρα να την προφτάσει, αμέσως όμως επιβράδυνε, έκανε στροφή και πήρε την αντίθετη κατεύθυνση. Πενήντα μέτρα πιο πέρα έστρεψε το κεφάλι του. Ο δρόμος δεν είχε συνωστισμό, ήδη όμως δεν μπορούσε να τη διακρίνει. Θα μπορούσε να είναι οποιαδήποτε από τις βιαστικές σιλουέτες. Ίσως να μην μπορούσε πια να αναγνωρίσει από πίσω το σώμα της που είχε παχύνει και είχε γίνει άγαρμπο.
“Τη στιγμή που συμβαίνει, ξέρεις πως το εννοείς” του είχε πει. Κι αυτός το εννοούσε. Δεν το είχε εκφράσει με λόγια, αλλά το είχε ευχηθεί. Είχε ευχηθεί να ήταν εκείνη κι όχι ο εαυτός του που θα παραδινόταν στους…
Κάτι άλλαξε στη μουσική που ξεχυνόταν από την τηλεοθόνη. Μια ραγισμένη χλευαστική νότα ακούστηκε, μια νότα φθοράς. Και τότε –ίσως και να μη συνέβαινε, ίσως να ήταν μόνο μια ανάμνηση που είχε πάρει τη μορφή ενός ήχου– μια φωνή άρχισε να τραγουδάει.
“Κάτω από την τεράστια καστανιά
με ξέγραψες, σε ξέγραψα κι εγώ.…”
Τα μάτια του πλημμύρισαν δάκρυα. Ένας περαστικός σερβιτόρος πρόσεξε το άδειο του ποτήρι και επέστρεψε κρατώντας το μπουκάλι με το τζιν.
Ο Γουίνστον ύψωσε το ποτήρι του και το οσμίστηκε. Το ποτό γινόταν ακόμα πιο αηδιαστικό κάθε που κατάπινε μια ακόμη γουλιά του. Είχε όμως γίνει το στοιχείο που μέσα του κολυμπούσε. Ήταν η ζωή, ο θάνατος και η ανάστασή του. Το τζιν τον βύθιζε σε μία αποχαύνωση κάθε βράδυ, το τζιν τον αναζωογονούσε κάθε πρωί. Όταν ξυπνούσε, σπάνια πριν τις έντεκα, με τα βλέφαρά του να κολλάνε από τις τσίμπλες και το στόμα στεγνό και φλογισμένο και μια πλάτη που έμοιαζε σακατεμένη, δεν θα μπορούσε καν να σηκωθεί αν δεν είχε αποβραδίς το μπουκάλι και το φλιτζάνι του δίπλα του. Από το μεσημέρι και μετά, έμενε καθισμένος με παγωμένο βλέμμα και το μπουκάλι δίπλα του, να ακούει την τηλεοθόνη. Μόλις η ώρα πήγαινε δεκαπέντε, και μέχρι το κλείσιμο, ήταν μόνιμος θαμώνας του Καφενείου της Καστανιάς. Κανείς πια δεν ενδιαφερόταν για το τι έκανε, κανένα σφύριγμα δεν τον ξυπνούσε, καμιά τηλεοθόνη δεν τον επέπληττε. Περιστασιακά, ίσως δύο φορές την εβδομάδα, πήγαινε σε ένα σκονισμένο, ξεχασμένο γραφείο του Υπουργείου Αλήθειας κι έκανε λίγη δουλειά ή παρίστανε ότι δούλευε. Είχε τοποθετηθεί σε μια υποεπιτροπή μιας υποεπιτροπής, ένα από τα αναρίθμητα παρακλάδια που ασχολούνταν με τις δευτερεύουσας σημασίας δυσκολίες οι οποίες προέκυπταν από το απάνθισμα της Ενδέκατης Έκδοσης του Λεξικού της Νέας Ομιλίας. Καταπιάνονταν με τη σύνταξη μιας Προσωρινής Αναφοράς, τι ακριβώς όμως ανέφεραν δεν κατάφερε ποτέ να ανακαλύψει. Μάλλον είχε να κάνει με το κατά πόσον τα κόμματα έπρεπε να μπαίνουν πριν ή μετά τα εισαγωγικά. Υπήρχαν τέσσερις ακόμα στην υποεπιτροπή, όλοι τους στην ίδια κατάσταση με τη δική του. Ήταν μέρες που μαζεύονταν κι αμέσως διαλύονταν, ομολογώντας με ειλικρίνεια μεταξύ τους ότι δεν υπήρχε κάτι να κάνουν. Ήταν όμως και μέρες που καταπιάνονταν σχεδόν με ζήλο συντάσσοντας λεπτομερή πρακτικά και μακροσκελή υπομνήματα που παρέμεναν ατελείωτα –μέρες που οι συζητήσεις σχετικά με το θέμα που υποτίθεται ότι τους απασχολούσε γίνονταν δυσνόητες και περίπλοκες, με διαφωνίες σχετικά με τους ορισμούς των λέξεων, τεράστιες παρεκβάσεις, καυγάδες, ακόμα και απειλές ότι θα υπέβαλλαν αναφορά στους ανωτέρους. Και μετά, ξαφνικά η ζωή έσβηνε από μέσα τους και κάθονταν γύρω-γύρω στο τραπέζι κοιτάζοντας ο ένας τον άλλον με σβησμένα μάτια, σαν φαντάσματα που διαλύονται με το λάλημα του πετεινού.
Η τηλεοθόνη σώπασε για λίγο. Ο Γουίνστον σήκωσε ξανά το κεφάλι. Το ανακοινωθέν! Μα όχι, απλά άλλαζε η μουσική. Είχε τον χάρτη της Αφρικής αποτυπωμένο στο μυαλό του. Ένα διάγραμμα με τις κινήσεις των στρατευμάτων. Ένα μαύρο τόξο με κάθετη φορά προς τον νότο και ένα λευκό τόξο με οριζόντια φορά προς τα ανατολικά και το οποίο έτεμνε την ουρά του πρώτου. Σαν να ήθελε να βεβαιωθεί, κοίταξε το ατάραχο πρόσωπο της αφίσας. Ήταν δυνατόν να μην υπάρχει καν δεύτερο βέλος;
Το ενδιαφέρον του ατόνησε και πάλι. Ήπιε άλλη μια γουλιά τζιν, έπιασε τον λευκό αξιωματικό και δοκίμασε να κάνει μία κίνηση. Σαχ! Προφανώς όμως δεν ήταν η σωστή κίνηση, γιατί…
Μια ανάμνηση ήρθε απρόσκλητη στις σκέψεις του. Ήταν η εικόνα ενός δωματίου που φωτιζόταν από ένα κερί, ενός μεγάλου κρεβατιού με άσπρο κάλυμμα και του εαυτού του, ένα παιδί γύρω στα εννιά με δέκα, να κάθεται στο πάτωμα ανακινώντας τα ζάρια και γελώντας δυνατά. Η μητέρα του καθόταν απέναντί του και γελούσε κι εκείνη.
Πρέπει να ήταν ένα μήνα πριν την εξαφάνισή της. Ήταν μια στιγμή συμφιλίωσης, όταν η πείνα που του θέριζε τα σωθικά είχε προσωρινά ξεχαστεί, και η στοργή που ένιωθε για τη μητέρα του είχε ζωντανέψει. Θυμόταν καλά τη μέρα, μια μέρα που έβρεχε καρεκλοπόδαρα, και το νερό αυλάκωνε τα παραθυρόφυλλα, ενώ το φως στο δωμάτιο ήταν πολύ αδύναμο για να μπορείς να διαβάσεις. Μέσα στο σκοτεινό σχεδόν, στενόχωρο δωμάτιο, η πλήξη των παιδιών είχε γίνε αφόρητη. Ο Γουίνστον γκρίνιαζε και κλαψούριζε, ζητούσε μάταια φαγητό, στριφογυρνούσε ανήσυχος μέσα στο δωμάτιο ανακατεύοντας τα πράγματα και κλωτσούσε τα σανίδια μέχρι που οι γείτονες άρχισαν να κοπανάνε τον τοίχο για να διαμαρτυρηθούν. Όσο όλα αυτά διαδραματίζονταν, το μικρότερο παιδί έκλαιγε γοερά ανά διαστήματα. Στο τέλος, η μητέρα του τού είπε: “Κάτσε λίγο ήσυχα, και θα σου αγοράσω ένα παιχνίδι. Ένα όμορφο παιχνίδι –θα σου αρέσει”. Κι έπειτα, βγήκε μέσα στη βροχή και πετάχτηκε μέχρι το κοντινό μαγαζάκι, που άνοιγε ακόμα κάπου-κάπου και πουλούσε απ’ όλα. Γύρισε στο δωμάτιο με ένα χαρτόκουτο που περιείχε το Φιδάκι. Ακόμα θυμόταν τη μυρωδιά του νοτισμένου χαρτονιού. Ήταν ένα άθλιο σετ παιχνιδιού. Το χαρτόνι είχε ραγίσματα, και τα μικρά ξύλινα ζάρια ήταν τόσο χοντροκομμένα που δεν μπορούσαν να σταθούν όρθια στις πλευρές τους. Ο Γουίνστον κοίταξε το παιχνίδι μουτρωμένος και αδιάφορος. Μετά όμως, η μητέρα του άναψε ένα κερί, και κάθισαν στο πάτωμα για να παίξουν. Πολύ σύντομα κατενθουσιάστηκε και ξεκαρδιζόταν στα γέλια καθώς τα πούλια ανέβαιναν με ελπίδα τις σκάλες κι έπειτα έπεφταν σχεδόν στο σημείο εκκίνησης. Έπαιξαν οκτώ παρτίδες, και ο καθένας τους κέρδισε από τέσσερις. Η αδελφούλα του, πολύ μικρή για να καταλάβει το παιχνίδι, ήταν ακουμπισμένη στο μακρόστενο μαξιλάρι και γελούσε, γιατί έβλεπε τους άλλους να γελάνε. Για ένα ολόκληρο απόγευμα ήταν όλοι μαζί, ευτυχισμένοι, όπως στα πρώτα παιδικά του χρόνια.
Έδιωξε την εικόνα από το μυαλό του. Ήταν μια ψεύτικη ανάμνηση. Πού και πού, τον ενοχλούσαν ψεύτικες αναμνήσεις. Δεν ήταν κάτι κακό, αρκεί να αναγνώριζες ότι ήταν τέτοιες. Κάποια πράγματα είχαν συμβεί, κάποια άλλα όχι. Έστρεψε την προσοχή του πίσω στη σκακιέρα και ξανάπιασε τον λευκό αξιωματικό. Την ίδια σχεδόν στιγμή τινάχτηκε σαν να τον είχε τσιμπήσει καρφίτσα και άφησε το λευκό κομμάτι να πέσει με κρότο στη σκακιέρα.
Ένα διαπεραστικό σάλπισμα αντήχησε. Το ανακοινωθέν! Νίκη! Πάντα σήμαινε νίκη όταν άκουγες το σάλπισμα να προηγείται των νέων. Κάτι σαν ηλεκτρισμός διαπέρασε το καφενείο. Ακόμα και οι σερβιτόροι ξαφνιάστηκαν και τέντωσαν τ’ αυτιά τους για να ακούσουν.
Ένα πανδαιμόνιο ακολούθησε το σάλπισμα. Μια φωνή από την τηλεοθόνη μιλούσε ήδη με ταχύτητα πολυβόλου. Προτού καλά-καλά ξεκινήσει όμως, είχε σχεδόν καλυφθεί από τις ζητωκραυγές στον δρόμο. Τα νέα είχαν διαδοθεί σαν αστραπή.
Ο Γουίνστον μόλις που κατάφερε να ακούσει τόσα από τη φλυαρία της τηλεοθόνης όσα του χρειάστηκαν για να αντιληφθεί ότι συνέβησαν όλα όπως τα είχε προβλέψει. Μια μεγάλη αρμάδα είχε πλευρίσει κρυφά τον εχθρό δια θαλάσσης και είχε πλήξει αιφνιδιαστικά τα νώτα του –το λευκό βέλος που διαπερνούσε την ουρά του μαύρου. Αποσπασματικές θριαμβολογίες ξεχώριζαν μέσα στο συνονθύλευμα ήχων: “Μεγάλος στρατηγικός ελιγμός –τέλειος συγχρονισμός –πλήρης κατατρόπωση –μισό εκατομμύριο αιχμάλωτοι –ολοκληρωτική παράδοση –έλεγχος ολόκληρης της Αφρικής –επικείμενο τέλος του πολέμου –νίκη –η μεγαλύτερη νίκη στην ιστορία του ανθρώπου –νίκη, νίκη, νίκη”.
Κάτω από το τραπέζι, τα πόδια του Γουίνστον τινάζονταν ανεξέλεγκτα. Δεν είχε κουνηθεί από τη θέση του, με τη φαντασία του όμως έτρεχε, έτρεχε γρήγορα. Βρισκόταν έξω, ανακατεμένος με το πλήθος, ζητωκραυγάζοντας με όλη του τη δύναμη. Κοίταξε ξανά το πορτρέτο του Μεγάλου Αδελφού. Ο κολοσσός που δρασκέλισε τον κόσμο! Ο βράχος που εναντίον του εξαπολύθηκαν μάταια οι ορδές της Ασίας!
Ο Γουίνστον σκέφτηκε ότι δέκα λεπτά πριν –ναι, μόνο δέκα λεπτά!– είχε αμφιβολίες στην καρδιά του καθώς αναρωτιόταν αν τα νέα από το μέτωπο θα ήταν νίκη ή ήττα. Α! ήταν κάτι παραπάνω από την εξόντωση του ευρασιατικού στρατού! Πολλά πράγματα είχαν αλλάξει μέσα του από εκείνη την πρώτη μέρα στο Υπουργείο Αγάπης, η τελική όμως, αναγκαία, λυτρωτική αλλαγή δεν συνέβη παρά μόλις αυτή τη στιγμή.
Η χειμαρρώδης φωνή από την τηλεοθόνη συνέχιζε να μιλάει για αιχμαλώτους, λάφυρα, σφαγές, αλλά ο θόρυβος απ’ έξω είχε κάπως κοπάσει. Οι σερβιτόροι επέστρεφαν στα πόστα τους. Ένας από αυτούς πλησίασε με το μπουκάλι του τζιν. Ο Γουίνστον δεν έδωσε καμία προσοχή στο ποτήρι που γέμιζε, χαμένος σε μια ονειροπόληση ευτυχίας. Ούτε έτρεχε ούτε ζητωκραύγαζε πια. Βρισκόταν και πάλι στο Υπουργείο Αγάπης. Του τα είχαν συγχωρήσει όλα. Η ψυχή του ήταν λευκή σαν το χιόνι. Καθόταν στο εδώλιο του κατηγορουμένου, ομολογώντας τα πάντα, ενοχοποιώντας τους πάντες. Προχωρούσε στον διάδρομο με τα λευκά πλακάκια έχοντας την αίσθηση ότι περπατούσε μέσα στον ήλιο. Ένας οπλισμένος φρουρός τον ακολουθούσε. Η πολυαναμενόμενη σφαίρα διαπερνούσε το μυαλό του.
Σήκωσε το βλέμμα και κοίταξε το τεράστιο πρόσωπο. Του είχε πάρει σαράντα χρόνια για να καταλάβει τι είδους χαμόγελο κρυβόταν πίσω από το σκούρο μουστάκι. Ω! σκληρή, ανώφελη παρεξήγηση! Ω! πεισμωμένη, εκούσια εξορία από τη στοργική αγκαλιά! Δυο δάκρυα ποτισμένα τζιν έσταξαν στο πλάι της μύτης του. Όλα ήταν εντάξει, ήταν εντάξει πια, ο αγώνας είχε τελειώσει. Είχε κερδίσει τη μάχη ενάντια στον εαυτό του. Αγαπούσε τον Μεγάλο Αδελφό.