Το Λεξιλόγιο Α το αποτελούσαν λέξεις απαραίτητες στην καθημερινότητα –για πράγματα όπως το φαγητό, το ποτό, η δουλειά, το ντύσιμο, το ανεβοκατέβασμα μιας σκάλας, η οδήγηση, η κηπουρική, το μαγείρεμα κλπ. Περιείχε αποκλειστικά σχεδόν λέξεις που ήδη γνωρίζουμε, όπως: χτύπημα, τρέξιμο, σκύλος, δέντρο, ζάχαρη, σπίτι, αγρός – σε σύγκριση όμως με το σημερινό λεξιλόγιο, ο αριθμός τους ήταν πολύ περιορισμένος, ενώ η σημασία τους είχε προσδιοριστεί σε πιο αυστηρά πλαίσια. Όλες οι διφορούμενες έννοιες και οι αποχρώσεις λέξεων καταργήθηκαν. Στον βαθμό που αυτό μπορούσε να επιτευχθεί, κάθε λέξη της Νέας Ομιλίας που ανήκε σε αυτή την κατηγορία ήταν ένας κοφτός διακριτός ήχος που εξέφραζε μία και μοναδική εύληπτη σημασία. Θα ήταν ακατόρθωτο να χρησιμοποιήσουμε το Λεξιλόγιο Α για φιλολογικούς σκοπούς ή σε πολιτικές ή φιλοσοφικές συζητήσεις. Προοριζόταν αποκλειστικά στο να εκφράσει απλές έννοιες με καθορισμένη χρήση, που συνήθως αφορούσαν απτά αντικείμενα ή φυσικές ενέργειες.
Η γραμματική της Νέας Ομιλίας είχε δύο σημαίνουσες ιδιαιτερότητες. Η πρώτη ήταν μία σχεδόν απόλυτη δυνατότητα εναλλαγής των μερών του λόγου. Όλες οι λέξεις της γλώσσας (κατά κανόνα αυτό έβρισκε εφαρμογή ακόμα και σε αφηρημένες λέξεις όπως το αν και το πότε) μπορούσαν να χρησιμοποιηθούν είτε ως ρήμα, ουσιαστικό ή επίθετο είτε ως επίρρημα. Ανάμεσα στο ρήμα και το ουσιαστικό, όταν αυτά προέρχονταν από την ίδια ρίζα, δεν υπήρχε καμία διαφορά, κάτι που είχε ως συνέπεια την καταστροφή πολλών αρχαϊκών τύπων. Η λέξη σκέφτομαι,10 για παράδειγμα, δεν υπήρχε στη Νέα Ομιλία. Τη θέση της είχε πάρει η λέξη σκέψη, που έκανε χρέη και ουσιαστικού και ρήματος. Εδώ δεν ακολουθήθηκε καμία ετυμολογική αρχή. Άλλοτε επιλεγόταν να κρατηθεί το αρχικό ουσιαστικό, άλλοτε το ρήμα. Ακόμα κι όταν ένα ουσιαστικό κι ένα ρήμα συγγενούς έννοιας δεν είχαν ετυμολογική σύνδεση, συχνά το ένα από τα δύο κατέληγε να καταργηθεί. Για παράδειγμα, δεν υπήρχε η λέξη κόβω. Η σημασία της μπορούσε κάλλιστα να εκφραστεί ικανοποιητικά από το ουσιαστικό/ρήμα μαχαίρι. Τα επίθετα σχηματίζονταν με την κατάληξη –ος στο ουσιαστικό/ρήμα, και τα επιρρήματα με την κατάληξη –ως. Έτσι για παράδειγμα, τρώγος σήμαινε βρώσιμος και τρώγως σήμαινε βρώσιμα.11 Κάποια σημερινά επίθετα όπως τα: καλός, δυνατός, μεγάλος, μαύρος, απαλός παρέμειναν, όμως ο συνολικός τους αριθμός ήταν πολύ μικρός. Δεν είχαν στην ουσία ιδιαίτερη χρησιμότητα, αφού σχεδόν κάθε επίθετο μπορούσε να προκύψει από την προσθήκη του –ος στο ουσιαστικό/ρήμα. Κανένα από τα ήδη υπάρχοντα επιρρήματα δεν διατηρήθηκε εκτός από ελάχιστα που τελείωναν ήδη σε –ως. Η κατάληξη –ως ήταν υποχρεωτική. Το επίρρημα καλά για παράδειγμα αντικαταστάθηκε από το καλώς.
Ακόμα, κάθε λέξη –και πάλι αυτό έβρισκε εφαρμογή σε όλες τις λέξεις της γλώσσας– μπορούσε να αποκτήσει αρνητική σημασία με την προσθήκη του μορίου μη ή να τονιστεί η έννοιά της με την προσθήκη του προθέματος υπερ ή για ακόμη μεγαλύτερη έμφαση με την προσθήκη του δισυπερ. Έτσι για παράδειγμα, μηκρύος σήμαινε “ζεστός”, ενώ υπερκρύος και δισυπερκρύος σήμαινε αντίστοιχα “πολύ κρύος” και “υπερβολικά κρύος”. Υπήρχε επίσης η δυνατότητα, όπως και με την τωρινή γλώσσα, να αλλάξει η έννοια σχεδόν οποιασδήποτε λέξης με την προσθήκη προθημάτων όπως: προ, μετά, άνω, κάτω, κλπ. Με αυτές τις μεθόδους έγινε δυνατή μια ασύλληπτη μείωση του λεξιλογίου. Ας πάρουμε για παράδειγμα τη λέξη καλός. Δεν χρειαζόταν πια η λέξη κακός, εφόσον η απαιτούμενη σημασία της εκφραζόταν εξίσου καλά –για την ακρίβεια καλύτερα– με τη λέξη μηκαλός. Το μόνο που χρειαζόταν σε κάθε περίπτωση που δύο λέξεις σχημάτιζαν ένα φυσικό ζεύγος αντιθέτων ήταν να αποφασιστεί ποια από τις δύο έπρεπε να καταργηθεί. Για παράδειγμα, το σκότος μπορούσε να αντικατασταθεί από το μηφώς ή το φως από το μησκότος, ανάλογα με την προτίμηση.
Η δεύτερη ιδιαιτερότητα της γραμματικής της Νέας Ομιλίας ήταν η κανονικότητά της. Εκτός από ελάχιστες εξαιρέσεις, στις οποίες θα αναφερθούμε παρακάτω, όλες οι κλίσεις ακολουθούν τους ίδιους κανόνες. Κατ’ αυτόν τον τρόπο, σε όλα τα ρήματα ο αόριστος και η μετοχή αορίστου ήταν ένα και το αυτό και κατέληγαν σε –α. Ο αόριστος του κλέπτω ήταν κλέπτα, του βόσκω βόσκα κλπ. Τύποι όπως εξέπληξα, εξεδίωξα κλπ καταργήθηκαν. Όλοι οι πληθυντικοί αριθμοί σχηματίζονταν με την προσθήκη του –οι ή του –ες ανάλογα με την περίσταση. Οι πληθυντικοί αριθμοί του πανσέληνος, άνδρας, κάπρος ήταν πανσέληνοι, άνδρες, κάπροι αντίστοιχα. Η σύγκριση των επιθέτων γινόταν απαρέγκλιτα με την προσθήκη του –οτερος και –οτατος (καλός, καλότερος, καλότατος), έχοντας καταργηθεί οι ανώμαλοι τύποι και οι σχηματισμοί πιο και υπερβολικά.
Οι μόνες κατηγορίες λέξεων που επιτρέπονταν ακόμα να κλίνονται ανώμαλα ήταν οι αντωνυμίες, αναφορικές και δεικτικές και τα βοηθητικά ρήματα. Όλα τα παραπάνω ακολουθούσαν την παλαιά τους χρήση, εκτός από το όποιος που κρίθηκε αχρείαστο και το οφείλει που καλύφθηκε από το πρέπει. Υπήρξαν επίσης ιδιομορφίες στον σχηματισμό λέξεων οι οποίες προέκυψαν από την ανάγκη μιας γρήγορης και εύκολης ομιλίας. Μια λέξη δύσκολη στην προφορά ή παρεξηγήσιμη, αν δεν μπορούσε να ακουστεί καλά, κρινόταν αυτόματα ως κακή λέξη. Περιστασιακά λοιπόν, χάριν ευφωνίας, κάποια επιπλέον γράμματα έμπαιναν ως προσθήκη σε μια λέξη ή παρέμενε ο αρχαϊκός της τύπος. Αυτό όμως αφορούσε περισσότερο το Λεξιλόγιο Β. Το γιατί είχε τόση σημασία η εξομάλυνση της προφοράς θα το εξηγήσουμε παρακάτω.
Το Λεξιλόγιο Β
Το Λεξιλόγιο Β το αποτελούσαν λέξεις που είχαν δημιουργηθεί για να εξυπηρετήσουν πολιτικούς σκοπούς, δηλαδή λέξεις που όχι μόνο είχαν σε κάθε περίπτωση πολιτική σημασία, αλλά επίσης στόχευαν να επιβάλλουν στον χρήστη τους την επιθυμητή διανοητική στάση. Χωρίς μια πλήρη κατανόηση των αρχών του ΑΓΓΣΟΣ είναι αδύνατη η σωστή χρήση αυτών των λέξεων. Σε κάποιες περιπτώσεις μπορούσαν να μεταφραστούν στην Παλαιά Ομιλία ή ακόμα και σε λέξεις παρμένες από το Λεξιλόγιο Α, αυτό όμως συνήθως απαιτούσε μια μακροσκελή παράφραση και περιείχε πάντα τον κίνδυνο να χαθούν ορισμένα υπονοούμενα. Οι λέξεις Β ήταν ένα είδος προφορικής στενογραφίας, που συχνά συμπίεζε ολόκληρες κατηγορίες ιδεών σε λίγες συλλαβές. Ταυτόχρονα όμως είχαν μεγαλύτερη πιστότητα και ένταση από τη συνηθισμένη γλώσσα.
Οι λέξεις Β ήταν σε κάθε περίπτωση σύνθετες λέξεις. (Σύνθετες λέξεις, όπως φωνογράφος, συναντιόνταν φυσικά και στο Λεξιλόγιο Α, αυτές όμως ήταν εξ ανάγκης συντομεύσεις χωρίς ιδιαίτερη ιδεολογική χροιά). Αποτελούνταν από δύο ή περισσότερες λέξεις ή τμήματα λέξεων, έτσι συνδυασμένα ώστε να μπορούν να προφερθούν εύκολα. Το αμάγαλμα που προέκυπτε ήταν πάντα ένα ουσιαστικό/ρήμα και κλινόταν κατά τους συνήθεις κανόνες. Ας πάρουμε ένα συγκεκριμένο παράδειγμα: η λέξη καλοσκέψη σημαίνει χοντρικά “ορθοδοξία” ή κάποιος που τη θεωρούσε ως ρήμα “το να σκέφτεσαι ορθόδοξα”. Αυτό κλίνεται ως εξής: ουσιαστικό/ρήμα καλοσκέψη, αόριστος και μετοχή αορίστου καλόσκεψα, επίθετο καλόσκεψος, επίρρημα καλόσκεψως.
Οι λέξεις Β δεν σχηματίζονταν με βάση κάποιο ετυμολογικό σχέδιο. Οι λέξεις από τις οποίες προέρχονταν μπορούσαν να είναι οποιοδήποτε μέρος του λόγου, να μπουν σε οποιαδήποτε σειρά και να μεταλλαχτούν με οποιονδήποτε τρόπο διευκόλυνε την προφορά τους χωρίς να κάνει δυσδιάκριτη την προέλευσή τους. Στη λέξη εγκληματοσκέψη (το έγκλημα της σκέψης) για παράδειγμα, το σκέψη ερχόταν δεύτερο, ενώ στο σκεψαστ (η Αστυνομία της Σκέψης) ερχόταν πρώτο και το δεύτερο συνθετικό αστυνομία κράτησε μόνο ένα μέρος των συλλαβών του. Λόγω της μεγάλης δυσκολίας να εξασφαλιστεί η ευφωνία, ανώμαλοι σχηματισμοί ήταν συχνότεροι στο Λεξιλόγιο Β παρά στο Α. Για παράδειγμα, οι επιθετικές μορφές των υπαλήθεια, υπειρήνη και υπαγάπη ήταν αντίστοιχα υπαληθής, υπειρηνικός και υπαγαπητός, απλά γιατί υπάληθος, υπείρηνος και υπάγαπος ήταν κάπως δύσκολες στην προφορά. Σε γενικές γραμμές πάντως, όλες οι λέξεις Β μπορούσαν να κλιθούν ακολουθώντας τους ίδιους γενικούς κανόνες.
Μερικές από τις λέξεις Β είχαν έννοιες λεπτών αποχρώσεων, τις οποίες δεν μπορούσε να διακρίνει κάποιος που δεν κατείχε τη γλώσσα ως σύνολο. Ας πάρουμε σαν παράδειγμα μια τυπική φράση από κύριο άρθρο των “Τάιμς”, τύπου: παλαιόσκεψοι μηβαθοαίσθητοι ΑΓΓΣΟΣ. Η συντομότερη μετάφρασή της στην Παλαιά Ομιλία θα ήταν: “Αυτοί που τα πιστεύω τους διαμορφώθηκαν πριν την Επανάσταση δεν μπορούν να αντιληφθούν σε βάθος τις αρχές του Αγγλικού Σοσιαλισμού”. Αυτή όμως δεν είναι μια ικανοποιητική μετάφραση. Κατ’ αρχάς, για να συλλάβει κάποιος επακριβώς τη σημασία της προαναφερθείσας πρότασης της Νέας Ομιλίας, θα πρέπει να έχει μια σαφή ιδέα του τι σημαίνει ΑΓΓΣΟΣ. Και ακόμα, μόνο κάποιος που έχει εμβαθύνει στον ΑΓΓΣΟΣ, θα κατανοήσει πλήρως τη δύναμη της λέξης βαθοαίσθητοι, που υπονοεί μια τυφλή και ενθουσιώδη αποδοχή, κάτι δύσκολο να φανταστούμε σήμερα. Ή η λέξη παλαιόσκεψοι, που ήταν άρρηκτα δεμένη με τη διαφθορά και την παρακμή. Αλλά η πολυτιμότερη λειτουργία κάποιων λέξεων της Νέας Ομιλίας, μεταξύ αυτών και η λέξη παλαιόσκεψοι, ήταν όχι τόσο η έκφραση των εννοιών όσο η πάταξή τους. Αυτές οι λέξεις, αναγκαστικά ολιγάριθμες, είχαν εκτεταμένη σημασία, ώστε εμπεριείχαν ολόκληρες σειρές λέξεων οι οποίες, μια και πλέον βρίσκονταν κάτω από τη στέγη ενός περιεκτικού όρου, μπορούσαν να απαλειφθούν και να ξεχαστούν. Η μεγαλύτερη δυσκολία με την οποία ήρθαν αντιμέτωποι οι συντάκτες του Λεξικού της Νέας Ομιλίας δεν ήταν να μηχανευτούν καινούριες λέξεις, αλλά αφού πια τις είχαν βρει, να βεβαιωθούν για την ακριβή έννοιά τους: δηλαδή να βεβαιωθούν για το ποιες ακολουθίες λέξεων καταργούσε η ύπαρξή τους.
Όπως ήδη είπαμε στην περίπτωση της λέξης ελεύθερος, λέξεις που κάποτε έφεραν αιρετική σημασία παρέμεναν σε κάποιες περιπτώσεις χάριν ευκολίας, αφού όμως είχαν απαλλαγεί από το ανεπιθύμητο εννοιολογικό τους περιεχόμενο. Αμέτρητες άλλες λέξεις όπως τιμή, δικαιοσύνη, ηθική, διεθνισμός, δημοκρατία, επιστήμη και θρησκεία, απλά έπαψαν να υπάρχουν. Τις επικάλυπταν άλλες γενικότερης μορφής λέξεις και κατ’ αυτόν τον τρόπο τις καταργούσαν αυτόματα. Όλες οι λέξεις που σχημάτιζαν ομάδες γύρω από τα ιδεολογήματα της ελευθερίας και της ισότητας, για παράδειγμα, περιέχονταν στη μία και μοναδική λέξη εγκληματοσκέψη, ενώ οι λέξεις που ομαδοποιούνταν γύρω από τις έννοιες της αντικειμενικότητας και του ορθολογισμού εμπεριέχονταν στη μία και μοναδική λέξη παλαιοσκέψη. Περισσότερη ακρίβεια θα ήταν επικίνδυνη. Αυτό που απαιτούσαν από τα μέλη του Κόμματος ήταν μια προσέγγιση ανάλογη αυτής των αρχαίων Εβραίων, οι οποίοι ήξεραν, χωρίς να γνωρίζουν περισσότερα, ότι όλα τα έθνη, εκτός από το δικό τους, λάτρευαν “ψεύτικους θεούς”. Δεν χρειαζόταν να ξέρουν ότι αυτοί οι θεοί ονομάζονταν Βάαλ, Όσιρις, Μολώχ, Ασταρώθ και ούτω καθεξής. Προφανώς, όσο λιγότερα γνώριζαν για τους άλλους θεούς, τόσο πιο εξασφαλισμένη ήταν η ορθόδοξη σκέψη τους. Ήξεραν τον Ιεχωβά και τις εντολές του. Συνεπώς ήξεραν ότι όλοι οι θεοί με διαφορετικά ονόματα και διαφορετικές ιδιότητες ήταν ψεύτικοι θεοί. Κατά τον ίδιο περίπου τρόπο, τα μέλη του Κόμματος ήξεραν τι αποτελούσε αρμοστή συμπεριφορά και πολύ γενικά και αόριστα ήξεραν τις δυνατές παρεκκλίσεις. Η σεξουαλική τους ζωή, για παράδειγμα, ρυθμιζόταν αποκλειστικά από δύο λέξεις της Νέας Ομιλίας: το σεξέγκλημα (σεξουαλική ανηθικότητα) και το καλοσέξ (αγνότητα). Το σεξέγκλημα κάλυπτε όλα τα σεξουαλικά παραπτώματα: πορνεία, μοιχεία, ομοφυλοφιλία και άλλες διαστροφές, και επιπροσθέτως τη φυσιολογική σεξουαλική πράξη με μόνο σκοπό την απόλαυση. Δεν υπήρχε καμία ανάγκη ενδελεχούς καταγραφής τους, καθώς όλα ανεξαιρέτως αποτελούσαν εγκλήματα και τιμωρούνταν ως επί το πλείστον με τη θανατική ποινή. Στο Λεξιλόγιο Γ, που το απάρτιζαν επιστημονικής και τεχνικής φύσης λέξεις, ίσως χρειαζόταν να αποδοθούν ειδικές ονομασίες σε ορισμένες σεξουαλικές παρεκκλίσεις, ο μέσος πολίτης όμως δεν υπήρχε λόγος να τις γνωρίζει. Ήξερε τι σήμαινε καλοσέξ –δηλαδή τη φυσιολογική ερωτική πράξη ανάμεσα στους συζύγους με μόνο σκοπό την τεκνοποίηση και χωρίς σωματική ικανοποίηση από την πλευρά της γυναίκας. Όλα τα υπόλοιπα ήταν σεξέγκλημα. Στη Νέα Ομιλία, σπάνια μπορούσες να παρακολουθήσεις μια αιρετική σκέψη πέραν της αντίληψης ότι ήταν αιρετική. Δεν υπήρχαν λέξεις για τα περαιτέρω.
Καμία λέξη στο Λεξιλόγιο Β δεν ήταν ιδεολογικά ουδέτερη. Πολλές από αυτές ήταν ευφημισμοί. Για παράδειγμα, λέξεις όπως: χαρόπεδο (στρατόπεδο καταναγκαστικής εργασίας) ή Υπειρ (Υπουργείο Ειρήνης, δηλαδή Πολέμου) σήμαιναν σχεδόν το ακριβώς αντίθετο από αυτό που φαινόταν να εννοούν. Από την άλλη, μερικές λέξεις αποκάλυπταν μια ειλικρινή και απαξιωτική αντίληψη σχετικά με την πραγματική φύση του κοινωνικού συστήματος της Ωκεανίας. Ένα παράδειγμα ήταν η λέξη προλτροφή, που σήμαινε την άθλια διασκέδαση και τις ψεύτικες ειδήσεις που το Κόμμα σέρβιρε στις μάζες. Άλλες λέξεις πάλι ήταν διφορούμενες, υπαινίσσοντας κάτι “θετικό” όταν αφορούσαν το Κόμμα και κάτι “αρνητικό” όταν αφορούσαν τους εχθρούς του. Επιπρόσθετα όμως υπήρχαν πολυάριθμες λέξεις που εκ πρώτης όψεως έδειχναν απλές συντμήσεις και οι οποίες αντλούσαν ιδεολογικό χρώμα από τη δομή και όχι από τη σημασία τους.
Στο μέτρο του δυνατού, οτιδήποτε με απτή ή πιθανή πολιτική χροιά εντασσόταν στο Λεξιλόγιο Β. Οι ονομασίες οργανισμών, ομάδων ανθρώπων, ιδεολογιών, χωρών, ιδρυμάτων, δημοσίων κτιρίων είχαν απαρέγκλιτα συντμηθεί στο γνωστό σχήμα. Δηλαδή, μια εύκολη στην προφορά λέξη με τον λιγότερο δυνατό αριθμό συλλαβών, που όμως διατηρούσε την αρχική της ετυμολογία. Στο Υπουργείο Αλήθειας, για παράδειγμα, το Τμήμα Αρχείων, στο οποίο εργαζόταν ο Γουίνστον Σμιθ, ονομαζόταν Τμημαρχ, το Τμήμα Φαντασίας ονομαζόταν Τμημφαν, το Τμήμα Τηλεοπτικών Προγραμμάτων Τμημτελ και ούτω καθεξής. Αυτό δεν γινόταν μόνο για εξοικονόμηση χρόνου. Ακόμα και στις πρώτες δεκαετίες του εικοστού αιώνα, οι συντετμημένες λέξεις και εκφράσεις αποτελούσαν ένα από τα χαρακτηριστικά της πολιτικής γλώσσας. Και είχε παρατηρηθεί ότι η τάση της χρήσης συντμήσεων τέτοιου τύπου ήταν εμφανέστερη σε ολοκληρωτικά καθεστώτα και οργανώσεις, όπως για παράδειγμα οι λέξεις: Ναζί, Γκεστάπο, Κομιντέρν, Ινπρεκόρ, Αγκιτπροπ. Αρχικά, η εφαρμογή αυτής της πρακτικής έγινε ενστικτωδώς, στη Νέα Ομιλία όμως η χρήση της είχε συνειδητό σκοπό. Το σκεπτικό ήταν ότι συντομεύοντας κατ’ αυτόν τον τρόπο ένα όνομα, περιοριζόταν και αλλοιωνόταν η σημασία του, αποξενώνοντας κάθε άλλη ερμηνεία που μπορούσε να συνδεθεί με αυτό. Οι λέξεις Κομμουνιστική Διεθνής, για παράδειγμα, φέρνουν στη σκέψη μια σύνθετη εικόνα: συναδέλφωση των λαών, κόκκινες σημαίες, οδοφράγματα, ο Καρλ Μαρξ και η Παρισινή Κομμούνα. Η λέξη Κομιντέρν, από την άλλη, υπαινίσσεται απλά ένα σφιχτοδεμένο σύνολο και μια σαφώς καθορισμένη κοσμοθεωρία. Αναφέρεται σε κάτι τόσο εύκολο να αναγνωριστεί και τόσο περιορισμένο σημασιολογικά όσο μια καρέκλα ή ένα τραπέζι. Η λέξη Κομιντέρν προφέρεται σχεδόν χωρίς σκέψη, ενώ η λέξη Κομμουνιστική Διεθνής είναι κάτι που σε αναγκάζει να σταθείς για μια στιγμή. Κατά τον ίδιο τρόπο, οι συσχετισμοί που προκαλούνται από μια λέξη όπως το Υπαλ είναι λιγότεροι και περισσότερο ελεγχόμενοι από εκείνους που θα προκληθούν από τις λέξεις Υπουργείο Αλήθειας. Αυτό οφείλεται και στη συνήθεια της, κατά το δυνατόν, σύντμησης αλλά και στην υπερβολική προσπάθεια να καταστεί ευκολότερη στην προφορά η κάθε λέξη.
Στη Νέα Ομιλία, η ευφωνία υπερτερούσε της νοηματικής ακρίβειας. Στον βωμό της ευφωνίας θυσιάζονταν και οι γραμματικοί κανόνες, δικαίως καθώς το ζητούμενο για πολιτικούς κυρίως λόγους ήταν λέξεις σύντομες και κοφτές, απολύτως ακριβείς νοηματικά, γρήγορες στην προφορά, με όσο το δυνατόν πιο περιορισμένη νοηματική ηχώ στα αυτιά του ομιλητή. Οι λέξεις του Λεξιλογίου Β κέρδισαν σε δύναμη και από το γεγονός ότι όλες έμοιαζαν μεταξύ τους. Σχεδόν απαρέγκλιτα, αυτές οι λέξεις –καλοσκέψη, υπειρ, προλτροφή, σεξέγκλημα, χαρόπεδο, ΑΓΓΣΟΣ, βαθοαίσθητος, σκεψαστ και αναρίθμητες άλλες– ήταν λέξεις με λίγες συλλαβές, που η έμφαση στον τονισμό τους μοιραζόταν ίσα ανάμεσα στην πρώτη και την τελευταία συλλαβή. Η χρήση τους έδινε στην προφορική ομιλία έναν τόνο γρήγορο, κοφτό και μονότονο. Αυτός ήταν και ο σκοπός: να γίνει ο λόγος, και ειδικά ο λόγος που αφορούσε οτιδήποτε δεν ήταν ιδεολογικά ουδέτερο, όσο το δυνατόν πιο ανεξάρτητος από τη σκέψη. Για τις ανάγκες της καθημερινότητας ήταν αναμφίβολα απαραίτητο ή σχεδόν απαραίτητο να σκέφτεσαι προτού μιλήσεις. Όταν όμως ένα μέλος του Κόμματος καλείτο να εκφέρει άποψη σε θέματα πολιτικής ή ηθικής, έπρεπε να μπορεί να εκτοξεύει τη σωστή άποψη αυτόματα, σαν το πολυβόλο που ρίχνει τις σφαίρες του κατά ριπές. Η εκπαίδευσή του τού επέτρεπε να το κάνει, η γλώσσα τού παρείχε ένα αλάνθαστο εργαλείο και η υφή των λέξεων, με τον τραχύ τους τόνο και μια ηθελημένη ασχήμια που άρμοζε στο πνεύμα του ΑΓΓΣΟΣ, βοηθούσαν ακόμα περισσότερο τη διαδικασία.
Βοηθούσε επίσης και το γεγονός ότι η επιλογή των λέξεων ήταν πολύ μικρή. Σχετικά με την Παλαιά Ομιλία, το λεξιλόγιο της Νέας Ομιλίας ήταν ελάχιστο και συνεχώς μηχανεύονταν καινούριους τρόπους περαιτέρω περιορισμού του. Πράγματι, η Νέα Ομιλία διέφερε από τις περισσότερες άλλες γλώσσες στο ότι χρόνο τον χρόνο το λεξιλόγιό της μειωνόταν αντί να αυξάνεται. Κάθε μείωση ήταν κέρδος. Όσο το πεδίο επιλογής σου συρρικνωνόταν, τόσο μικρότερος ήταν ο πειρασμός να σκεφτείς. Ήλπιζαν να δημιουργήσουν τελικά μια ομιλία που θα έβγαινε κατευθείαν από το λαρύγγι χωρίς την παρέμβαση των εγκεφαλικών κέντρων. Η ειλικρινής παραδοχή αυτού του σκοπού εκφραζόταν με τη λέξη της Νέας Ομιλίας παπιομιλιά, που σήμαινε “να κρώζεις σαν πάπια”. Όπως πολλές άλλες λέξεις στο Λεξιλόγιο Β, η παπιομιλιά ήταν διφορούμενης σημασίας. Με την προϋπόθεση ότι οι γνώμες που εκφέρονταν με την παπιομιλιά ήταν ορθόδοξες, σήμαινε έπαινο, και όταν οι “Τάιμς” αναφέρονταν σε έναν από τους ρήτορες του Κόμματος ως ο δισυπέρκαλος παπιομιλιός, του απέδιδαν θερμό και σημαντικότατο εγκώμιο.