Το Λεξιλόγιο Γ ήταν συμπληρωματικού χαρακτήρα σε σχέση με τα άλλα δύο, και το αποτελούσαν εξ ολοκλήρου επιστημονικοί και τεχνικοί όροι. Αυτοί έμοιαζαν με τις ορολογίες που χρησιμοποιούμε σήμερα. Προέρχονταν από τις ίδιες ρίζες, αλλά είχε ληφθεί μέριμνα να προσδιορίζονται μέσα σε αυστηρά πλαίσια και να απογυμνωθούν κάθε ανεπιθύμητης ερμηνείας. Ακολουθούσαν τους ίδιους γραμματικούς κανόνες όπως οι λέξεις του λεξιλογίου Α και Β. Ελάχιστες από τις λέξεις Γ συναντιόνταν στον καθημερινό ή στον πολιτικό λόγο. Κάθε επιστημονικός ερευνητής και κάθε τεχνικός μπορούσε να βρει όσες λέξεις χρειαζόταν ανατρέχοντας στον κατάλογο που αφορούσε την ειδικότητά του, σπανίως όμως είχε κάτι παραπάνω από βασικές γνώσεις σχετικά με τις λέξεις άλλων καταλόγων. Ελάχιστες λέξεις ήταν κοινές σε όλους τους καταλόγους. Δεν υπήρχε κάποιο λεξιλόγιο που να εκφράζει τη λειτουργία της Επιστήμης ως νοητική λειτουργία ή ως μέθοδο σκέψης ανεξάρτητης των επιμέρους κλάδων της. Όντως, δεν υπήρχε λέξη για την έννοια “Επιστήμη”. Οτιδήποτε μπορούσε να σημαίνει αυτή η λέξη εμπεριεχόταν στον ΑΓΓΣΟΣ.
Από όσα μέχρι στιγμής παρατέθηκαν, στη Νέα Ομιλία η έκφραση ανορθόδοξων απόψεων, πέραν ενός πολύ χαμηλού επιπέδου, ήταν σχεδόν αδύνατη. Φυσικά κάποιος μπορούσε να πει αιρετικές λέξεις σαν βλαστήμιες. Για παράδειγμα, θα μπορούσε να πει: Ο Μεγάλος Αδελφός είναι μηκαλός. Αλλά μια τέτοια δήλωση, που σε ένα ορθόδοξο αυτί θα ακουγόταν σαν αυτονόητος παραλογισμός, δεν θα μπορούσε να υποστηριχτεί με λογικά επιχειρήματα, γιατί έλειπαν οι απαραίτητες λέξεις. Ιδέες βλαβερές για τον ΑΓΓΣΟΣ μπορούσαν να γίνουν ανεκτές μόνο με μια αόριστη μορφή, χωρίς να προσδιορίζονται με συγκεκριμένες λέξεις και μπορούσαν να κατονομαστούν με πολύ γενικούς όρους, όρους που έμπαιναν στην ίδια ζυγαριά και καταδίκαζαν ολόκληρες ομάδες αιρέσεων χωρίς να τις προσδιορίζουν. Όντως, μπορούσε κανείς να χρησιμοποιήσει τη Νέα Ομιλία ανορθόδοξα μόνο μεταφράζοντας κάποιες λέξεις της ανακριβώς στην Παλαιά Ομιλία. Για παράδειγμα: Όλοι οι άνθρωπες είναι ίσος αποτελούσε μια πιθανή πρόταση της Νέας Ομιλίας μόνο αν την βλέπαμε υπό την έννοια που το όλοι οι άνθρωποι είναι κοκκινομάλληδες θα λεγόταν στην Παλαιά Ομιλία. Δεν περιείχε γραμματικά λάθη, εξέφραζε όμως μια απτή αναλήθεια, δηλαδή ότι όλοι οι άνθρωποι έχουν το ίδιο ύψος, βάρος ή δύναμη. Η έννοια της πολιτικής ισότητας είχε πάψει να υπάρχει, οπότε αυτή η δευτερεύουσα σημασία είχε αντιστοίχως καταργηθεί από τη λέξη ίσος. Το 1984, όταν η Παλαιά Ομιλία αποτελούσε ακόμα τον φυσικό τρόπο επικοινωνίας, ελλόχευε ο εξής θεωρητικός κίνδυνος: χρησιμοποιώντας λέξεις της Νέας Ομιλίας, μπορεί κάποιος να θυμόταν την αρχική τους σημασία. Πρακτικά, δεν ήταν δύσκολο σε οποιονδήποτε στηριζόταν σταθερά στη δισκεψία να το αποφύγει, δύο γενιές αργότερα πάντως δεν θα ήξερε ότι η λέξη ίσος είχε κάποτε τη δευτερεύουσα σημασία του “πολιτικά ίσος” ή ότι η λέξη ελεύθερος κάποτε σήμαινε “πνευματικά ελεύθερος”, κατά τον ίδιο τρόπο που όποιος δεν είχε ακούσει ποτέ του για σκάκι δεν θα αντιλαμβανόταν τις δευτερεύουσες σημασίες που αποδίδονταν στις λέξεις βασίλισσα και πύργος. Θα υπήρχαν πολλά εγκλήματα και παραπτώματα που θα αδυνατούσε να διαπράξει, απλά και μόνο επειδή δεν είχαν ονομασία, οπότε και θα ήταν αδιανόητα. Και μπορούσε να προβλεφθεί ότι με την πάροδο του χρόνου, τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά της Νέας Ομιλίας θα εντείνονταν –το λεξιλόγιό της θα συρρικνωνόταν, η εννοιολογία της θα γινόταν πιο αυστηρή, η δυνατότητα να χρησιμοποιηθεί με ακατάλληλο τρόπο θα περιοριζόταν όλο και περισσότερο.
Όταν η Παλαιά Ομιλία θα είχε αντικατασταθεί ολοκληρωτικά, θα είχε κοπεί και ο τελευταίος δεσμός με το παρελθόν. Η ιστορία είχε ήδη ξαναγραφεί, κομμάτια όμως της λογοτεχνίας του παρελθόντος σώζονταν αποσπασματικά, έχοντας με κάποιον τρόπο ξεφύγει από τη λογοκρισία. Συνεπώς, αν κάποιος κατείχε ακόμα γνώσεις της Παλαιάς Ομιλίας, μπορούσε να τα διαβάσει. Στο μέλλον, τέτοια αποσπάσματα, ακόμα κι αν τύχαινε να επιβιώσουν, θα ήταν αδύνατον να διαβαστούν και να μεταφραστούν. Θα ήταν αδύνατον να μεταφράσεις κάποιο κείμενο από την Παλαιά Ομιλία στη Νέα Ομιλία, εκτός αν αυτό είτε αναφερόταν σε μια τεχνική διαδικασία ή κάποια απλή καθημερινή πράξη ή ήταν ήδη ορθόδοξο (καλόσκεψος θα ήταν η έκφραση της Νέας Ομιλίας). Πρακτικά αυτό σήμαινε ότι κανένα βιβλίο που είχε γραφεί πριν το 1960 δεν θα μπορούσε να μεταφραστεί ως σύνολο. Η προεπαναστατική λογοτεχνία θα μπορούσε να μεταφραστεί μόνο ιδεολογικά, δηλαδή να υποστεί αλλαγές και νοηματικά και γλωσσικά. Ας πάρουμε για παράδειγμα το πασίγνωστο απόσπασμα από τη Διακήρυξη της Ανεξαρτησίας:
Θεωρούμε αυτονόητες αυτές τις αλήθειες, ότι όλοι οι άνθρωποι είναι ίσοι, ότι έχουν προικιστεί από τον Δημιουργό τους με ορισμένα αναπαλλοτρίωτα δικαιώματα, μεταξύ των οποίων είναι η Ζωή, η Ελευθερία και η επιδίωξη της Ευτυχίας. Ότι για να εξασφαλιστούν αυτά τα δικαιώματα, εγκαθιδρύονται κυβερνήσεις ανάμεσα στους ανθρώπους, οι οποίες αντλούν την εξουσία τους από τη συναίνεση των κυβερνωμένων. Ότι οποτεδήποτε μια κυβέρνηση γίνεται επιβλαβής στους παραπάνω σκοπούς, είναι δικαίωμα των ανθρώπων να την αλλάζουν ή να την καταργούν και να εγκαθιδρύουν νέα κυβέρνηση…
Θα ήταν ακατόρθωτο να μεταφραστεί αυτό το απόσπασμα στη Νέα Ομιλία και ταυτόχρονα να παραμείνει πιστό στο αρχικό του νόημα. Το πλησιέστερο θα ήταν να συγχωνευτεί στη μία και μοναδική λέξη εγκληματοσκέψη. Ολοκληρωμένη μετάφραση θα ήταν μόνο μια ιδεολογική μετάφραση, όπου τα λόγια του Τζέφερσον θα μετατρέπονταν σε ένα πανηγυρικό των απολυταρχικών καθεστώτων.
Ένα σημαντικό μέρος της λογοτεχνίας του παρελθόντος είχε όντως μεταφραστεί κατ’ αυτόν τον τρόπο. Για λόγους γοήτρου, επιτράπηκε να διατηρηθεί η μνήμη ορισμένων ιστορικών προσώπων, ενώ ταυτόχρονα τα έργα τους εναρμονίστηκαν με τις αρχές του ΑΓΓΣΟΣ. Διάφοροι συγγραφείς όπως ο Σαίξπηρ, ο Μίλτον, ο Σουίφτ, ο Μπάιρον, ο Ντίκενς και κάποιοι άλλοι μεταφράζονταν ήδη. Όταν η μετάφραση θα ολοκληρωνόταν, τα πρωτότυπα έργα τους, μαζί με ό,τι επιβίωνε από τη λογοτεχνία του παρελθόντος, θα καταστρέφονταν. Αυτές οι μεταφράσεις ήταν μια αργή και δύσκολη εργασία και δεν αναμενόταν να ολοκληρωθούν πριν την πρώτη ή τη δεύτερη δεκαετία του εικοστού πρώτου αιώνα. Υπήρχε επίσης ένας όγκος χρηστικών βιβλίων –απαραίτητα τεχνικά εγχειρίδια και τα παρόμοια– που έπρεπε να αντιμετωπιστούν με τον ίδιο τρόπο. Κυρίως για να κερδηθεί χρόνος για την προκαταρκτική εργασία της μετάφρασης, η τελική υιοθέτηση της Νέας Ομιλίας ορίστηκε σε τόσο μακρινή χρονολογία –το 2050.