Και ήρθε ένας από τους επτά αγγέλους που
είχαν τις επτά φιάλες και μίλησε μαζί μου
λέγοντας. Έλα, να σου δείξω την καταδίκη της
πόρνης της μεγάλης που κάθεται πάνω σε νερά
πολλά,
17-2 με την οποία πόρνευσαν οι βασιλιάδες της
γης και μέθυσαν όσοι κατοικούν τη γη από το
κρασί της πορνείας της.
17-3 Και με μετέφερε με πνευματική έκσταση σε
μια έρημο. Και είδα γυναίκα να κάθεται πάνω στο
θηρίο το κόκκινο, το γεμάτο βλάστημα ονόματα,
που έχει επτά κεφάλια και δέκα κέρατα.
17-4 Και η γυναίκα ήταν ντυμένη με πορφύρα και
κόκκινο, και στολισμένη με χρυσάφι και με
πολύτιμους λίθους και με μαργαριτάρια, έχοντας
χρυσό ποτήρι στο χέρι της γεμάτο με
βδελύγματα και με τις ακαθαρσίες της πορνείας
της γης,
17-5 Και πάνω στο μέτωπό της ένα όνομα
γραμμένο. Μυστήριο, Βαβυλώνα η μεγάλη, η
μητέρα των πορνών και των βδελυγμάτων της
γης.
17-6 Και είδα τη γυναίκα να μεθάει από το αίμα
των αγίων και από το αίμα των μαρτύρων του
Ιησού. Και θαύμασα, όταν την είδα, με θαυμασμό
μεγάλο.
17-7 Αλλά μου είπε ο άγγελος. Γιατί θαύμασες;
Εγώ θα σου εξηγήσω το μυστήριο της γυναίκας
και του θηρίου που τη βαστάζει, το οποίο έχει τα
επτά κεφάλια και τα δέκα κέρατα.
17-8 Το θηρίο που είδες, ήταν και δεν είναι και
πρόκειται να ανεβαίνει από την άβυσσο και να
πηγαίνει στην απώλεια (εκπληρώνοντας το
μυστήριο της ανομίας). Και θα θαυμάσουν αυτοί
που κατοικούν πάνω στη γη, των οποίων δεν
έχει γραφτεί το όνομα στο βιβλίο της ζωής από
την αρχή της δημιουργίας του κόσμου, που
βλέπουν το θηρίο ότι ήταν, και δεν είναι, αλλά θα
παρουσιασθεί πάλι. 17-9 Εδώ είναι ο νους που έχει σοφία. Τα επτά
κεφάλια είναι επτά όρη, όπου η γυναίκα κάθεται
πάνω τους.
17-10 Και επίσης είναι επτά βασιλιάδες· οι πέντε
έπεσαν, ο ένας υπάρχει, ο άλλος ακόμα δεν ήρθε
και, όταν έρθει, πρέπει αυτός να μείνει λίγο.
17-11 Και το θηρίο που ήταν και δεν είναι, και
αυτός είναι όγδοος βασιλιάς και προέρχεται από
τους επτά, και πηγαίνει στην απώλεια.
17-12 Και τα δέκα κέρατα που είδες είναι δέκα
βασιλιάδες, οι οποίοι δεν έλαβαν βασιλεία ακόμη,
αλλά λαβαίνουν εξουσία σαν βασιλιάδες για μια
ώρα μαζί με το θηρίο.
17-13 Αυτοί έχουν μία γνώμη, και τη δύναμη και
την εξουσία τους δίνουν στο θηρίο.
17-14 Αυτοί θα πολεμήσουν με το Αρνίο, και το
Αρνίο θα τους νικήσει, γιατί είναι Κύριος κυρίων
και Βασιλέας βασιλέων, και όσοι είναι μαζί του
είναι καλεσμένοι του, και εκλεκτοί, και πιστοί».
17-15 Και μου λέει: «Τα νερά που είδες, όπου η
πόρνη κάθεται, είναι λαοί και πλήθη και έθνη και
γλώσσες.
17-16 Και τα δέκα κέρατα που είδες και το θηρίο,
αυτοί θα μισήσουν την πόρνη και θα την κάνουν
έρημη και γυμνή, και τις σάρκες της θα φάνε και
αυτήν θα την κατακάψουν με φωτιά.
17-17 Γιατί ο Θεός έδωσε στις καρδιές τους να
κάνουν τη γνώμη του, και να ενεργήσουν με μία
γνώμη και να δώσουν τη βασιλεία τους στο θηρίο
μέχρι να εκτελεστούν οι λόγοι του Θεού.
17-18 Και η γυναίκα που είδες είναι η πόλη η
μεγάλη που έχει βασιλεία πάνω στους
βασιλιάδες της γης».
Μετά από αυτά είδα άλλο άγγελο να κατεβαίνει
από τον ουρανό, έχοντας εξουσία μεγάλη, και η
γη φωτίστηκε από τη δόξα του.
18-2 Και έκραξε με ισχυρή φωνή, λέγοντας.
Έπεσε, έπεσε η Βαβυλώνα η μεγάλη, και έγινε
κατοικητήριο δαιμονίων και φυλακή για κάθε
πνεύμα ακάθαρτο και φυλακή για κάθε όρνιο
ακάθαρτο και φυλακή για κάθε θηρίο ακάθαρτο
και μισημένο. 18-3 Γιατί από το κρασί του θυμού της πορνείας
της έχουν πιει όλα τα έθνη, και οι βασιλιάδες της
γης μαζί της πόρνευσαν, και οι έμποροι της γης
από τη δύναμη της αχαλίνωτης ισχύος της
πλούτισαν.
18-4 Και άκουσα άλλη φωνή από τον ουρανό να
λέει. Λαέ μου βγες από αυτή, για να μην έχετε
επαφή με τις αμαρτίες της, και από τις πληγές
της να μη λάβετε·
18-5 Γιατί οι αμαρτίες της έφτασαν και
κολλήθηκαν μέχρι τον ουρανό, και θυμήθηκε ο
Θεός τα αδικήματά της.
18-6 ∆ώστε τα οφειλόμενα σ’ αυτήν κατά τον ίδιο
τρόπο που κι αυτή έδωσε (συμπεριφέρθηκε
στους άλλους λαούς), και διπλά ανταποδώστε
της σε σχέση με τα έργα της· Με το ποτήρι που
κέρασε (θλίψεις στους άλλους), με το ίδιο
κεράστε την διπλά (βάσσανα και θλίψεις).
18-7 Όσο δόξασε τον εαυτό της και έζησε
αχαλίνωτα, άλλο τόσο δώστε της βασανισμό και
πένθος. Γιατί μες στην καρδιά της λέει ότι
κάθομαι σαν βασίλισσα, και χήρα
(απροστάτευτη) δεν είμαι (γιατί μέχρι τώρα
κανείς δεν με κατέκτησε), και πένθος δε θα δω
(λύπη δεν θα περάσω).
18-8 Γι’ αυτό σε μια ημέρα θα έρθουν οι πληγές
της,
θάνατος και πένθος και λιμός, και με φωτιά θα
κατακαεί· γιατί είναι ισχυρός ο Κύριος και Θεός
που έδωσε την καταδικαστική απόφαση γι’
αυτήν.
18-9 Και θα κλάψουν και θα θρηνήσουν γι’ αυτήν
οι άρχοντες της γης, που πόρνευσαν μαζί της και
έζησαν αχαλίνωτα, όταν θα βλέπουν τον καπνό
από τη φωτιά που θα την καίει,
18-10 έχοντας σταθεί από μακριά εξαιτίας του
φόβου για τη βασανιστική τιμωρία της, λέγοντας.
Αλοίμονο, αλοίμονο στην πόλη, τη μεγάλη
Βαβυλώνα, την πόλη την ισχυρή, γιατί μέσα σε
μια ώρα ήρθε η καταδίκη σου.
18-11 Και οι έμποροι της γης κλαίνε και
πενθούνε γι’ αυτή, επειδή το φορτίο τους κανείς
δεν αγοράζει πια,
18-12 φορτίο χρυσού και αργύρου και πολύτιμων
λίθων και μαργαριταριών και βασιλικού λινού
υφάσματος και πορφύρας, και μεταξιού και
κόκκινου πολυτίμου υφάσματος, και κάθε φυτό
αρωματικό και κάθε σκεύος από ελεφαντόδοντο
και κάθε σκεύος από ξύλο πολυτιμότατο, και από
χαλκό και από σίδηρο και από μάρμαρο, 18-13 και κανέλα και αρωματικές αλοιφές και
θυμιάματα, και μύρο και λιβάνι και κρασί και λάδι
και σιμιγδάλι και σιτάρι και κτήνη και πρόβατα,
και ίππους και αμάξια με ρόδες, και σώματα
δούλων και ανθρώπινες ζωές.
18-14 Και οι τρυφερές επιθυμίες της ψυχής σου
χάθηκαν μακριά σου, και όλα τα νόστιμα
(γεύματα) και οι λαμπρές (διασκεδάσεις)
χάθηκαν από σένα, και δεν πρόκειται να τα
ξαναβρείς πια.
18-15 Οι έμποροι όλων αυτών, που πλούτισαν
από αυτήν, από μακριά θα σταθούν εξαιτίας του
φόβου των βασάνων της τιμωρίας της,
κλαίγοντας και πενθώντας· λέγοντας.
18-16 Αλοίμονο, αλοίμονο στην πόλη τη μεγάλη,
τη ντυμένη (βασιλικά) με πανάκριβο λινό και
πορφυρό και κόκκινο ύφασμα, και στολισμένη με
χρυσάφι και πολύτιμους λίθους και
μαργαριτάρια, γιατί σε μία ώρα ερημώθηκε ο
τόσο πολύς πλούτος.
18-17 Και κάθε κυβερνήτης (μεγάλου πλοίου) και
καθένας που πλέει τοπικά (με μικρότερο πλοίο),
και ναύτες και όσοι εργάζονται στη θάλασσα,
από μακριά στάθηκαν
18-18 και κραύγαζαν, βλέποντας τον καπνό από
την φωτιά που την έκαιγε, λέγοντας. Ποια μπορεί
να μοιάσει στην πόλη τη μεγάλη;
18-19 Και έριξαν χώμα πάνω στα κεφάλια τους
και κραυγάζανε, κλαίγοντας και πενθώντας, με τα
λόγια. Αλοίμονο, αλοίμονο στην πόλη τη μεγάλη,
με την οποία πλούτισαν όλοι όσοι έχουν τα πλοία
στη θάλασσα από τα πολύτιμα πράγματά της,
γιατί σε μια ώρα ερημώθηκε.
18-20 Ας ευφραίνεσαι γι’ αυτήν, Ουρανέ, και οι
άγιοι και οι απόστολοι και οι προφήτες, γιατί
απέδωσε δικαιοσύνη ο Θεός και εκδικήθηκε το
αίμα σας από αυτή.
18-21 Και ένας άγγελος ισχυρός σήκωσε λίθο
σαν μυλόπετρα μεγάλη και τον έριξε στη
θάλασσα, λέγοντας. Με τέτοια ορμή θα ριχτεί η
Βαβυλώνα η μεγάλη πόλη και δε θα βρεθεί πια.
18-22 Και φωνή κιθαριστών και μουσικών και
αυλητών και σαλπιγκτών δε θ’ ακουστεί μέσα σ’
εσένα πια, και κανένας τεχνίτης καμιάς τέχνης δε
θα βρεθεί μέσα σ’ εσένα πια, και ήχος μύλου δε
θα ακουστεί μέσα σ’ εσένα πια,
18-23 και φως λύχνου δε θα φέξει μέσα σ’ εσένα
πια, και φωνή γαμπρού και νύφης δε θα ακουστεί
μέσα σ’ εσένα πια. Γιατί οι έμποροί σου ήταν οι
μεγιστάνες της γης, γιατί με τα παραπλανητικά
συσκευάσματά σου (με τα οποία θα έρχονταν δήθεν η ευτυχία) έκανες να πλανηθούν όλα τα
έθνη, 18-24 και σ’ αυτήν βρέθηκαν αίματα
προφητών και αγίων και όλων των σφαγμένων
επάνω στη γη