Ο Γουίνστον βρήκε τον δρόμο του στο μονοπάτι ακολουθώντας το παιχνίδισμα ανάμεσα στο φως και τη σκιά, το πέρασμα από τη σκοτεινιά των δέντρων στις χρυσαφένιες λίμνες που σχηματίζονταν εκεί που τα κλαδιά τους χώριζαν. Κάτω από τα δέντρα, στα αριστερά του, οι καμπανούλες άπλωναν τα πέπλα τους στη γη. Ο αέρας χάιδευε απαλά την επιδερμίδα. Ήταν η δεύτερη μέρα του Μαΐου. Από κάπου βαθύτερα μέσα στο δάσος ακουγόταν γουργουρητό από αγριοπερίστερα.
Είχε φτάσει κάπως νωρίς. Δεν συνάντησε δυσκολίες στο ταξίδι του. Η κοπέλα ήταν τόσο έμπειρη που κι ο δικός του φόβος είχε λιγοστέψει. Μπορούσε να την εμπιστευτεί ότι θα εξασφάλιζε ένα σίγουρο μέρος. Σε γενικές γραμμές, το ότι βρισκόσουν στην εξοχή δεν σήμαινε ότι ήσουν περισσότερο ασφαλής απ’ ό,τι στο Λονδίνο. Βέβαια, δεν υπήρχαν τηλεοθόνες, ελλόχευε όμως πάντα ο κίνδυνος από τα κρυφά μικρόφωνα, που ευκολότατα στοχοποιούσαν και αναγνώριζαν τη φωνή σου. Εξάλλου, δεν ήταν εύκολο να ταξιδέψεις μόνος χωρίς να κινήσεις υποψίες. Για αποστάσεις κάτω των 100 χιλιομέτρων δεν χρειαζόταν να έχεις θεωρημένο διαβατήριο, μερικές φορές όμως στους σιδηροδρομικούς σταθμούς πετύχαινες περιπολίες που εξέταζαν τα χαρτιά οποιουδήποτε μέλους του Κόμματος έβρισκαν εκεί και έκαναν ενοχλητικές ερωτήσεις. Πάντως ο Γουίνστον δεν είχε δει καμία περίπολο και σε όλη τη διαδρομή από την ώρα που είχε βγει από τον σταθμό, έριχνε προσεκτικές ματιές πίσω του για να βεβαιωθεί ότι δεν τον ακολουθούσε κανείς. Το τρένο ήταν γεμάτο προλετάριους που λόγω της καλοκαιρίας βρίσκονταν σε διάθεση διακοπών. Τα ξύλινα καθίσματα του βαγονιού είχαν ξεχειλίσει από μία και μοναδική τεράστια οικογένεια, η οποία ξεκινούσε από την προγιαγιά κι έφτανε μέχρι ένα μωρό μόλις ενός μηνός. Όλοι αυτοί πήγαιναν να περάσουν το απόγευμά τους με τα πεθερικά στην εξοχή και, όπως χωρίς κανέναν ενδοιασμό εξήγησαν στον Γουίνστον, για να βρουν και λίγο βούτυρο στη μαύρη αγορά.
Το μονοπάτι φάρδυνε, και σε ένα λεπτό ο Γουίνστον είχε βρει το πέρασμα που του είχε αναφέρει η κοπέλα, έναν κατσικόδρομο ανάμεσα στους θάμνους. Δεν είχε ρολόι για να δει την ώρα, αποκλείεται όμως να είχε πάει κιόλας δεκαπέντε. Οι καμπανούλες ήταν τόσο πυκνές κάτω από τα πόδια του που ήταν αδύνατον να μην της πατήσει. Γονάτισε κι άρχισε να μαζεύει μερικές, και για να περάσει την ώρα του, και γιατί είχε μια αόριστη επιθυμία να προσφέρει ένα μπουκέτο λουλούδια στην κοπέλα όταν θα συναντιόνταν. Είχε ήδη φτιάξει ένα μεγάλο μπουκέτο και μύριζε την κάπως λιγωτική μυρωδιά του όταν ένας θόρυβος πίσω από την πλάτη του τον πάγωσε στη θέση του. Χωρίς καμία αμφιβολία ήταν κροτάλισμα ποδιών πάνω σε κλαδάκια. Συνέχισε να μαζεύει καμπανούλες. Ήταν το καλύτερο που μπορούσε να κάνει. Ίσως να ήταν η κοπέλα, ίσως και να τον είχε ακολουθήσει κάποιος τελικά. Αν στρεφόταν να κοιτάξει, θα ήταν σαν να έδειχνε ένοχος. Μάζεψε ακόμα ένα λουλούδι κι άλλο ένα. Ένα χέρι άγγιξε απαλά τον ώμο του.
Σήκωσε τα μάτια. Ήταν η κοπέλα. Του έκανε ένα νεύμα, μάλλον για να τον προειδοποιήσει να μη μιλήσει και μετά παραμέρισε τους θάμνους κι ακολούθησε πρώτη το στενό μονοπάτι του δάσους. Προφανώς είχε ξαναβρεθεί σε αυτό το μέρος, γιατί απόφευγε τις κακοτοπιές με τυφλή σιγουριά. Ο Γουίνστον βάδιζε πίσω της με το μπουκέτο στο χέρι. Στην αρχή ένιωσε ανακούφιση, καθώς όμως παρατηρούσε τις κινήσεις του δυνατού, ευλύγιστου κορμιού μπροστά του, με το κόκκινο ζωνάρι τόσο σφιχτά δεμένο στη μέση ώστε να τονίζει τους γυναικείους γοφούς, τον κατέλαβε ένα αίσθημα κατωτερότητας. Ακόμα και αυτή τη στιγμή πιθανολογούσε ότι η κοπέλα, με το που θα γύριζε το κεφάλι και θα τον κοιτούσε, θα τον παρατούσε και θα έφευγε. Ο μυρωδάτος αέρας και η πρασινάδα γύρω του τον έκαναν να χάσει το κουράγιο του. Ήδη, από την ώρα που βγήκε από τον σταθμό και ξεκίνησε να περπατάει, η μαγιάτικη λιακάδα τον είχε κάνει να νιώθει βρόμικος και καχεκτικός, σαν ένα πλάσμα που δεν είχε βγει ποτέ στον καθαρό αέρα. Η σκόνη και η καπνιά του Λονδίνου είχαν φράξει τους πόρους του δέρματός του. Έκανε τη σκέψη ότι η κοπέλα ίσως και να μην τον είχε δει ποτέ μέχρι τώρα έξω, στο φως της ημέρας.
Έφτασαν στο πεσμένο δέντρο που του είχε πει. Η κοπέλα το προσπέρασε πηδώντας το και παραμέρισε τους θάμνους που έμοιαζαν να μη βγάζουν πουθενά. Ακολουθώντας την, ο Γουίνστον διαπίστωσε ότι είχαν βρεθεί σε ένα φυσικό ξέφωτο, ένα λοφάκι με χλόη, που περιβαλλόταν από ψηλά νεαρά δέντρα κι έμοιαζε ολότελα απομονωμένο. Η κοπέλα σταμάτησε και στράφηκε προς τον Γουίνστον.
«Φτάσαμε» είπε.
Βρισκόταν αρκετά βήματα μακριά της, απέναντί της, δεν τολμούσε όμως ακόμα να την πλησιάσει.
«Δεν ήθελα να μιλήσω όσο ήμασταν στο μονοπάτι» συνέχισε η κοπέλα «μήπως και είχε κρυμμένα μικρόφωνα εκεί. Δεν το πιστεύω, είναι όμως μια πιθανότητα. Γιατί να ρισκάρουμε να αναγνωρίσει τη φωνή μας κάποιο από αυτά τα γουρούνια; Εδώ είμαστε ασφαλείς».
Ακόμα δεν είχε βρει το κουράγιο να την πλησιάσει.
«Είμαστε ασφαλείς εδώ» επανέλαβε ανόητα.
«Ναι. Κοίτα τα δέντρα». Ήταν φράξοι, δέντρα που κάποια στιγμή είχαν υλοτομηθεί και τώρα ξαναφύτρωναν δημιουργώντας ένα δάσος ιστών που δεν ξεπερνούσαν σε πάχος τον καρπό του χεριού. «Δεν υπάρχει τίποτα που να μπορούν να κρύψουν πάνω του μικρόφωνα. Εξάλλου, έχω ξανάρθει εδώ».
Απλά κουβέντιαζαν. Ο Γουίνστον είχε καταφέρει πια να βρεθεί κοντά της. Την έβλεπε στητή μπροστά του ενώ στο πρόσωπό της είχε σχηματιστεί ένα αμυδρά ειρωνικό χαμόγελο, σαν να αναρωτιόταν γιατί αργούσε τόσο να αναλάβει δράση. Οι καμπανούλες είχαν πέσει στη γη, σαν από δική τους θέληση. Της έπιασε το χέρι.
«Θα με πίστευες αν σου έλεγα ότι μέχρι τώρα δεν ήξερα τι χρώμα έχουν τα μάτια σου;» της είπε. Παρατήρησε πως ήταν ανοιχτά καστανά, με σκούρες βλεφαρίδες. «Τώρα που με είδες πώς είμαι πραγματικά, αντέχεις ακόμα να με κοιτάζεις;»
«Ναι, μια χαρά».
«Είμαι τριάντα εννιά χρονών, παντρεμένος με μια γυναίκα που δεν μπορώ να ξεφορτωθώ. Έχω κιρσούς και πέντε ψεύτικα δόντια».
«Το ίδιο μου κάνει» είπε η κοπέλα.
Την επόμενη στιγμή, χωρίς να μπορεί να πει κανείς τους ποιος από τους δύο τους το ξεκίνησε, η κοπέλα βρέθηκε στην αγκαλιά του. Στην αρχή δεν ένιωσε τίποτα άλλο εκτός από απόλυτη δυσπιστία. Το νεανικό κορμί σφιγγόταν επάνω του, τα πυκνά σκούρα μαλλιά χάιδευαν το μάγουλό του, και ναι! είχε ανασηκώσει το πρόσωπό της και τώρα της φιλούσε το πλούσιο κατακόκκινο στόμα. Εκείνη είχε πλέξει τα χέρια της γύρω από τον λαιμό του, τον έλεγε “αγάπη μου, ακριβέ μου, αγαπημένε”. Την ξάπλωσε στο χώμα. Δεν του αντιστάθηκε, μπορούσε να της κάνει ό,τι ποθούσε. Η αλήθεια όμως ήταν ότι εκτός από την απλή επαφή τους δεν αισθανόταν τίποτα άλλο. Ένιωθε δυσπιστία και περηφάνια. Χαιρόταν με αυτό που γινόταν, δεν ένιωθε όμως σωματικό πόθο. Ήταν ακόμα νωρίς, δεν ήξερε όμως για ποιον λόγο ακριβώς. Μήπως τον είχαν τρομάξει τα νιάτα και η ομορφιά της ή μήπως είχε συνηθίσει πια να ζει χωρίς γυναίκες; Η κοπέλα ανασηκώθηκε και έβγαλε από τα μαλλιά της μια καμπανούλα που είχε μπλεχτεί ανάμεσά τους. Κάθισε δίπλα του και πέρασε το χέρι της γύρω από τη μέση του.
«Δεν πειράζει, αγάπη μου. Δεν βιαζόμαστε. Έχουμε όλο το απόγευμα μπροστά μας. Δεν είναι κελεπούρι αυτή η κρυψώνα; Τη βρήκα μια μέρα που έχασα τον δρόμο μου σε μια πεζοπορία. Αν ερχόταν κάποιος προς τα εδώ, θα τον ακούγαμε από εκατό μέτρα μακριά».
«Πώς σε λένε;» ρώτησε ο Γουίνστον.
«Τζούλια. Εγώ ξέρω το όνομά σου. Σε λένε Γουίνστον, Γουίνστον Σμιθ».
«Πώς το έμαθες;»
«Μάλλον τα καταφέρνω καλύτερα από εσένα να ανακαλύπτω πράγματα, αγάπη μου. Πες μου, τι σκεφτόσουν για μένα προτού σου δώσω το σημείωμα;»
Δεν μπήκε στον πειρασμό να της πει ψέματα. Θα άρχιζε ομολογώντας το χειρότερο. Το έβλεπε σαν μια προσφορά στον βωμό της αγάπης.
«Σε μισούσα και μόνο που σε έβλεπα» της είπε. «Ήθελα να σε βιάσω και μετά να σε σκοτώσω. Πριν από δυο βδομάδες σκεφτόμουν σοβαρά να σου λιώσω το κεφάλι με μια πέτρα. Για να είμαι ειλικρινής, νόμιζα πως ήσουν μπλεγμένη με την Αστυνομία της Σκέψης».
Η κοπέλα γέλασε ευχαριστημένη. Προφανώς το θεώρησε κομπλιμέντο για την επιδέξια προσποίησή της.
«Ε, όχι και με την Αστυνομία της Σκέψης! Σοβαρολογείς;»
«Εντάξει, όχι αυτό ακριβώς. Θέλω να πω, λόγω της εμφάνισής σου, επειδή είσαι νέα, δροσερή, υγιής, σκέφτηκα πως πιθανόν…»
«Σκέφτηκες πως είμαι πιστό μέλος του Κόμματος. Αγνή, στα λόγια και στις πράξεις. Πανό, παρελάσεις, συνθήματα, παιχνίδια, ομαδικές πεζοπορίες και όλα τα σχετικά. Και σκέφτηκες πως με την πρώτη ευκαιρία θα σε κατέδιδα σαν εγκληματία της σκέψης και θα γινόμουν αιτία να σε σκοτώσουν;»
«Ναι, κάτι τέτοιο. Οι περισσότερες νέες κοπέλες έτσι είναι, το ξέρεις».
«Αυτό το παλιόπραμα φταίει» είπε τραβώντας βίαια το κόκκινο ζωνάρι του Αντισεξουαλικού Συνδέσμου Νέων και πετώντας το σε ένα κλαδί. Μετά, λες και το άγγιγμα της μέσης της τής θύμισε κάτι, έψαξε στην τσέπη της φόρμας της κι έβγαλε μια μικρή πλάκα σοκολάτα. Την έσπασε στη μέση κι έδωσε το ένα κομμάτι στον Γουίνστον. Αυτός, προτού ακόμα το πιάσει στα χέρια του, είχε καταλάβει από τη μυρωδιά πως δεν ήταν μια συνηθισμένη σοκολάτα. Ήταν σκούρα και γυαλιστερή, τυλιγμένη σε ασημόχαρτο. Η σοκολάτα είχε συνήθως θαμπό χρώμα και μια γεύση πάνω κάτω σαν τη μπόχα από φωτιά σε σκουπιδότοπο. Κάποτε όμως στη ζωή του θα πρέπει να είχε δοκιμάσει σοκολάτα σαν αυτή που κρατούσε τώρα στο χέρι του. Με το που τη μύρισε, μια ανάμνηση αναδεύτηκε μέσα του, μια ανάμνηση απροσδιόριστη, δυνατή όμως και βασανιστική.
«Πού το βρήκες αυτό;» τη ρώτησε.
«Στη μαύρη αγορά» του απάντησε αδιάφορα. «Βασικά τα καταφέρνω καλά σε κάτι τέτοια. Είμαι καλή στα παιχνίδια. Ήμουν ομαδάρχης στους Κατασκόπους. Προσφέρω εθελοντική εργασία στον Αντισεξουαλικό Σύνδεσμο Νέων τρία βράδια τη βδομάδα. Ξόδεψα, ούτε ξέρω πόσες, ώρες να κολλάω τις βρομοαφίσες τους σε όλο το Λονδίνο. Στις πορείες κρατάω πάντα τη μια άκρη του πανό. Παριστάνω πάντα τη χαρωπή και δεν κάνω ποτέ κοπάνα από τις αγγαρείες. Πρέπει πάντα να κάνεις ό,τι και οι πολλοί, αυτό ξέρω εγώ. Είναι πιο ασφαλές έτσι».
Το πρώτο κομματάκι της σοκολάτας έλιωσε στο στόμα του Γουίνστον. Η γεύση ήταν ανεπανάληπτη. Ακόμα όμως τον βασάνιζε εκείνη η ανάμνηση. Σαν να πάλευε να βγει από το υποσυνείδητό του μια θύμησή δυνατή αλλά ακαθόριστη, όπως τα αντικείμενα που βλέπουμε με την άκρη του ματιού. Νιώθοντας πως ήταν ανάμνηση μιας πράξης που θα ήθελε να αναιρέσει αλλά δεν μπορούσε, την έδιωξε από τις σκέψεις του.
«Είσαι πολύ νέα. Δέκα δεκαπέντε χρόνια μικρότερή μου. Τι μπορεί να σε τράβηξε σε κάποιον σαν εμένα;»
«Κάτι στο πρόσωπό σου. Σκέφτηκα να το ρισκάρω. Ξέρω να διακρίνω αυτούς που δεν ανήκουν κάπου. Με το που σε είδα, κατάλαβα πως ήσουν εναντίον τους».
Προφανώς αναφερόταν στο Κόμμα, και μάλιστα στο Εσωτερικό Κόμμα, για το οποίο μιλούσε με μια χλευαστική απέχθεια που ανησύχησε τον Γουίνστον, παρότι ήξερε ότι βρίσκονταν σε ασφαλές μέρος –αν μπορούσαν να είναι ασφαλείς οπουδήποτε. Αυτό που τον έκανε να εκπλαγεί ήταν η τραχιά γλώσσα που χρησιμοποιούσε η κοπέλα. Τα μέλη του Κόμματος υποτίθεται ότι δεν έβριζαν, τουλάχιστον όχι φανερά. Η Τζούλια όμως έμοιαζε ανίκανη να αναφέρει το Κόμμα, και μάλιστα το Εσωτερικό Κόμμα, χωρίς να χρησιμοποιήσει το είδος των λέξεων που έβρισκες γραμμένες με κιμωλία σε δυσώδη στενοσόκακα. Δεν του προκαλούσε απέχθεια. Το θεωρούσε απλά ένα σύμπτωμα της απειθαρχίας της εναντίον του Κόμματος και των μηχανισμών του. Κατά κάποιον τρόπο, το έβρισκε φυσικό και υγιές, σαν το φτάρνισμα του αλόγου που οσμίζεται χαλασμένο σανό.
Είχαν αφήσει πίσω τους το ξέφωτο και περιπλανιόνταν ξανά στις εναλλαγές που έκανε το φως με τη σκιά, με τα χέρια του ενός περασμένα στη μέση του άλλου, όποτε χωρούσαν να περάσουν και οι δύο. Ο Γουίνστον παρατήρησε πόσο πιο απαλή ένιωθε τη μέση της τώρα που δεν υπήρχε το ζωνάρι. Οι κουβέντες τους ήταν ψιθυριστές. Η Τζούλια είπε ότι ήταν καλύτερα να προχωρούν αθόρυβα. Είχαν φτάσει πια στην άκρη του μικρού δάσους. Τον σταμάτησε.
«Μη βγεις στα ανοιχτά. Μπορεί να μας παρακολουθεί κανείς. Θα είμαστε ασφαλείς πίσω από τα κλαδιά».
Στέκονταν κάτω από τον ίσκιο που χάριζαν οι φουντουκιές. Το φως του ήλιου, φιλτραρισμένο από αναρίθμητα φύλλα, έπεφτε ζεστό στα πρόσωπά τους. Ο Γουίνστον κοίταξε πέρα στον αγρό κι ένιωσε μια παράξενη, αργή έκπληξη. Το γνώριζε αυτό το μέρος, το είχε ξαναδεί. Ήταν ένας παλιός βοσκότοπος με αραιή πλέον βλάστηση, διάσπαρτα λαγούμια σκαμμένα από τυφλοπόντικες κι ένα μονοπάτι να τον διασχίζει. Στον ακανόνιστο φράχτη απέναντι, τα κλωνάρια των φτελιών μόλις που λικνίζονταν από το αεράκι. Τα φύλλα τους ανέμιζαν απαλά σαν ξέπλεκα γυναικεία μαλλιά. Σίγουρα κάπου κοντά, κι ας μην ήταν τώρα ορατό, θα υπήρχε ένα ρυάκι, και στις πράσινες γούρνες του θα κολυμπούσαν κυπρίνοι!
«Δεν υπάρχει κάπου εδώ κοντά ένα ρυάκι;» ψιθύρισε.
«Ναι, υπάρχει ένα ρυάκι. Είναι στην άκρη του διπλανού αγρού, για την ακρίβεια. Έχει και ψάρια, κάτι μεγάλα. Μπορείς να τα δεις να κουνάνε τις ουρές τους στις γούρνες κάτω από τις ιτιές».
«Είναι η Χρυσαφένια Χώρα –έτσι μοιάζει» μουρμούρισε.
«Η Χρυσαφένια Χώρα;»
«Μη δίνεις σημασία. Είναι απλά κάποιο τοπίο που βλέπω μερικές φορές στον ύπνο μου».
«Κοίτα!» ψιθύρισε η Τζούλια.
Μια τσίχλα είχε προσγειωθεί σε ένα κλαδί ούτε πέντε μέτρα μακριά τους, στο ύψος των κεφαλιών τους. Ίσως να μην τους είχε δει. Το πουλί ήταν στον ήλιο κι αυτοί οι δύο στη σκιά. Άνοιξε τα φτερά της, τα δίπλωσε προσεκτικά, χαμήλωσε το κεφάλι κι άρχισε να ξεχύνει χειμαρρώδεις τρίλιες. Μέσα στη σιγαλιά του σούρουπου, η ένταση του ήχου ήταν εκπληκτική. Ο Γουίνστον και η Τζούλια, αγκαλιασμένοι σφιχτά, άκουγαν γοητευμένοι. Η μουσική συνεχιζόταν με εκπληκτικές παραλλαγές, καινούριες κάθε φορά, λες και το πουλί επιδείκνυε σκόπιμα όλη του τη δεξιοτεχνία. Κάποτε σταματούσε μια στιγμή, άνοιγε τα φτερά του, τα μάζευε ξανά και μετά φούσκωνε το πιτσιλωτό του στήθος και ξανάπιανε το τραγούδι. Ο Γουίνστον το παρατηρούσε με κάτι σαν δέος. Για ποιον, για τι τραγουδούσε; Δεν υπήρχε εκεί κοντά ούτε σύντροφος ούτε αντίζηλος για να το δει. Τι το έσπρωξε να βρεθεί στην άκρη του έρημου δάσους και να αφήσει ελεύθερη τη μουσική του στο απόλυτο τίποτα; Αναρωτήθηκε αν τελικά υπήρχε κάποιο μικρόφωνο κρυμμένο εκεί γύρω. Οι κουβέντες που είχε ανταλλάξει με τη Τζούλια γίνονταν ψιθυριστά, οπότε ναι μεν το μικρόφωνο δεν θα έπιανε τι έλεγαν, θα έπιανε όμως το κελάηδημα της τσίχλας. Ίσως κάποιος σκαθαρόμορφος ανθρωπάκος να άκουγε με προσοχή –να άκουγε το τραγούδι του πουλιού από την άλλη άκρη του μικροφώνου. Σταδιακά, η ακατάπαυστη ροή του κελαηδήματος έδιωξε τους προβληματισμούς του Γουίνστον. Το τραγούδι έμοιαζε με κάτι ρευστό που χυνόταν στο σώμα του για να συναντήσει το φως που δραπέτευε μέσα από τα φυλλώματα. Έπαψε να σκέφτεται. Χρησιμοποιούσε μόνο τις αισθήσεις του. Το χέρι του ακουμπούσε στη ζεστή, απαλή μέση. Γύρισε προς το μέρος του την κοπέλα, και βρέθηκαν στήθος με στήθος. Το σώμα της έμοιαζε να λιώνει μέσα στο δικό του, να του παραδίνεται χωρίς αντίσταση. Τα χείλη τους ενώθηκαν σε ένα φιλί πολύ διαφορετικό από το βίαιο που είχαν ανταλλάξει πιο πριν. Όταν χωρίστηκαν, και οι δύο αναστέναξαν βαθιά. Το πουλί τρόμαξε και με ένα φτερούγισμα πέταξε μακριά.
Ο Γουίνστον ακούμπησε τα χείλη του στο αυτί της. «Τώρα!» της ψιθύρισε.
«Όχι εδώ» ψιθύρισε κι αυτή. «Πάμε στην κρυψώνα. Θα είμαστε πιο ασφαλείς».
Τρύπωσαν στο καταφύγιο του ξέφωτου με βιαστικά βήματα, πατώντας πού και πού πάνω σε ξερόκλαδα που έτριζαν. Όταν βρέθηκαν κυκλωμένοι από τα δέντρα, η Τζούλια γύρισε και τον κοίταξε. Και οι δύο ανέπνεαν γρήγορα, κοφτά, μα στα χείλη εκείνης είχε αρχίσει να ανθίζει ξανά ένα χαμόγελο. Τον κοίταξε μια στιγμή ακόμα κι ύστερα έψαξε το φερμουάρ της στολής της. Και ναι! Ήταν σχεδόν όπως στο όνειρό του. Με μια σβέλτη κίνηση, περίπου όπως την είχε φανταστεί, έβγαλε τα ρούχα της κι, όταν τα πέταξε πέρα, έκανε την ίδια υπέροχη κίνηση, σαν να εκμηδένιζε έναν ολόκληρο πολιτισμό. Το σώμα της άστραφτε ολόλευκο κάτω από το φως του ήλιου. Αυτός όμως δεν κοιτούσε το σώμα της. Τα μάτια του είχαν σταθεί στο πρόσωπο με τις φακίδες, στο αχνό χαμόγελο. Γονάτισε μπροστά της και πήρε τα χέρια της στα δικά του.
«Το έχεις ξανακάνει;»
«Φυσικά. Εκατοντάδες φορές –δηλαδή πολλές πάντως».
«Με μέλη του Κόμματος;»
«Ναι, πάντα με μέλη του Κόμματος».
«Με μέλη του Εσωτερικού Κόμματος;»
«Όχι με εκείνα τα γουρούνια, όχι βέβαια. Αν και πολλοί από αυτούς θα ήθελαν, αν είχαν την ευκαιρία. Δεν είναι τόσο άγιοι όσο θέλουν να δείχνουν».
Η καρδιά του φτερούγισε. Το είχε κάνει πολλές φορές, έτσι του είπε. Ευχόταν να το είχε κάνει εκατοντάδες χιλιάδες. Οτιδήποτε έκρυβε μια υπόνοια διαφθοράς, τον γέμιζε τρελή ελπίδα. Ποιος να ήξερε; Ίσως το Κόμμα να σάπιζε κάτω από την επιφάνειά του. Ίσως η λατρευτική εμμονή της έντονης άσκησης και της αυταπάρνησης να ήταν απλά μια προσποίηση για να καλύψουν τη φαυλότητα. Αν μπορούσε να τους μολύνει όλους με λέπρα ή σύφιλη, με πόση ευχαρίστηση θα το έκανε! Θα έκανε οτιδήποτε για να τους σαπίσει, να τους αποδυναμώσει, να τους υπονομεύσει! Την τράβηξε προς τα κάτω, και βρέθηκαν γονατισμένοι πρόσωπο με πρόσωπο.
«Άκουσέ με. Με όσους περισσότερους έχεις πάει, τόσο περισσότερο σε αγαπάω. Καταλαβαίνεις τι σου λέω;»
«Απόλυτα».
«Μισώ την αγνότητα, μισώ την καλοσύνη! Θέλω να εξαφανιστεί η αρετή από παντού. Θέλω να είναι όλοι διεφθαρμένοι ως το μεδούλι».
«Τότε, λοιπόν, μάλλον ταιριάξαμε, αγάπη μου. Είμαι διεφθαρμένη ως το μεδούλι».
«Σου αρέσει να το κάνεις; Δεν εννοώ μόνο με εμένα. Εννοώ την ίδια την πράξη».
«Τρελαίνομαι».
Αυτό ήταν ό,τι περισσότερο γύρευε να ακούσει. Όχι την αγάπη για τον ένα και μοναδικό, αλλά το ζωώδες ένστικτο, τον απλό αδιαφοροποίητο πόθο. Αυτή ήταν η δύναμη που θα κομμάτιαζε το Κόμμα. Κράτησε τη Τζούλια σφιχτά πάνω στο χορτάρι, ανάμεσα στις πεσμένες καμπανούλες. Αυτή τη φορά δεν υπήρξε καμία δυσκολία. Σταδιακά οι ανάσες που αγκομαχούσαν έγιναν και πάλι ρυθμικές, και τα δύο σώματα χώρισαν μέσα σε μια ηδονική κούραση, Ο ήλιος έμοιαζε πιο ζεστός. Και οι δύο ένιωσαν τον ύπνο να τους βαραίνει. Το χέρι του Γουίνστον βρήκε τα πεταμένα ρούχα και μισοσκέπασε τη Τζούλια. Αποκοιμήθηκαν σχεδόν αμέσως κι έμειναν έτσι για μισή ώρα.
Ξύπνησε πρώτος. Ανακάθισε και παρατήρησε το γεμάτο φακίδες πρόσωπο, ήρεμο μέσα στον ύπνο, ακουμπισμένο στην παλάμη της. Αν εξαιρούσες το στόμα της, δεν θα την έλεγες όμορφη. Αν την κοιτούσες από κοντά, διέκρινες μια δυο ρυτίδες γύρω από τα μάτια της. Τα κοντά σκούρα μαλλιά της ήταν πυκνά και απαλά. Σκέφτηκε ότι δεν γνώριζε το επίθετό της ούτε πού έμενε.
Το σφριγηλό νεανικό στόμα, παραδομένο στον ύπνο, ξύπνησε μέσα του ένα αίσθημα οίκτου και προστασίας. Όμως, η ενστικτώδης τρυφερότητα κάτω από τον ίσκιο της φουντουκιάς ενώ η τσίχλα τραγουδούσε, είχε χάσει την έντασή της. Παραμέρισε τα ρούχα και κοίταξε εξεταστικά τα λεία λευκά λαγόνια. Τον παλιό καιρό, σκέφτηκε, ο άνδρας κοιτούσε το σώμα της κοπέλας, έβλεπε ότι ήταν επιθυμητό και εκεί τελείωνε η ιστορία. Σήμερα, δεν μπορούσες να νιώσεις απλή αγάπη ή απλό πόθο. Κανένα αίσθημα δεν ήταν καθαρό, γιατί μέσα σε όλα έμπαιναν ο φόβος και το μίσος. Το αγκάλιασμά τους ήταν μια μάχη, η κορύφωση μια νίκη. Ήταν ένα χτύπημα ενάντια στο Κόμμα. Ήταν μια πολιτική πράξη.