«Μπορούμε να ξανάρθουμε εδώ μόνο μια φορά ακόμα» ειπε η Τζούλια. «Γενικά, είναι ασφαλές να χρησιμοποιήσεις μια κρυψώνα δύο φορές. Να περάσουν πρώτα ένας δυο μήνες φυσικά».
Με το που ξύπνησε, η συμπεριφορά της άλλαξε. Φάνηκε να την κατακλύζει μια εγρήγορση και μια κινητικότητα καθώς φόρεσε τα ρούχα της, έδεσε το κόκκινο ζωνάρι στη μέση της κι άρχισε να κανονίζει τις λεπτομέρειες της επιστροφής. Ο Γουίνστον το θεώρησε φυσικό να την αφήσει να κανονίσει τα πάντα. Ολοφάνερα διέθετε την πρακτική εξυπνάδα που έλειπε από αυτόν, όπως και μια εκτεταμένη γνώση της υπαίθρου γύρω από το Λονδίνο, κάτι που το χρωστούσε στις αναρίθμητες ομαδικές πεζοπορίες. Το δρομολόγιο που του υπέδειξε ήταν ολότελα διαφορετικό από αυτό που είχε κάνει όταν ερχόταν και θα τον έβγαζε σε έναν διαφορετικό σταθμό τρένου.
«Ποτέ μη γυρίζεις από τον ίδιο δρόμο που έχεις έρθει» του είπε σαν αξίωμα.
Θα έφευγε πρώτη, και ο Γουίνστον θα έπρεπε να περιμένει μισή ώρα προτού την ακολουθήσει. Του υπέδειξε ένα μέρος όπου θα μπορούσαν να συναντηθούν μετά τη δουλειά, αφού όμως θα είχαν περάσει τέσσερις μέρες. Ήταν ένας δρόμος σε μια από τις πιο φτωχές συνοικίες, όπου υπήρχε μια υπαίθρια αγορά συνήθως γεμάτη κόσμο και φασαρία. Η Τζούλια θα τριγύριζε ανάμεσα στους πάγκους κάνοντας ότι ψάχνει κορδόνια για παπούτσια ή κλωστή για ράψιμο. Αν έκρινε πως το πεδίο ήταν ελεύθερο, θα φυσούσε τη μύτη της όταν θα πλησίαζε ο Γουίνστον. Διαφορετικά, θα έπρεπε να την προσπεράσει χωρίς να δείξει ότι την αναγνωρίζει. Αν ήταν τυχεροί, εκεί ανάμεσα στον κόσμο θα μπορούσαν να μιλήσουν με ασφάλεια για ένα τέταρτο και να κανονίσουν την επόμενη συνάντησή τους.
«Και τώρα πρέπει να φύγω» του είπε μόλις σιγουρεύτηκε ότι ο Γουίνστον είχε εντυπωθεί τις οδηγίες. «Πρέπει να έχω γυρίσει μέχρι τις δεκαεννέα και μισή. Έχω δίωρη εθελοντική εργασία στον Αντισεξουαλικό Σύνδεσμο Νέων, να μοιράσω φυλλάδια ή κάτι τέτοιο. Φρίκη δεν είναι; Με ξεσκονίζεις λίγο; Έχω κανένα κλαδάκι στα μαλλιά; Σίγουρα δεν έχω; Τότε, αντίο αγάπη μου, αντίο!»
Ρίχτηκε στην αγκαλιά του, του έδωσε ένα σχεδόν βίαιο φιλί και την επόμενη στιγμή παραμέρισε τα κλαδιά των δέντρων και χάθηκε αθόρυβα στο δάσος. Ακόμα και τώρα, ο Γουίνστον δεν είχε μάθει ούτε το επίθετό της ούτε πού έμενε. Πάντως, δεν είχε καμία σημασία, μια και ήταν αδιανόητο να συναντηθούν σε εσωτερικό χώρο ή να ανταλλάξουν οποιαδήποτε γραπτή αλληλογραφία.
Τελικά ήρθαν έτσι τα πράγματα και δεν επέστρεψαν ποτέ στο ξέφωτο του δάσους. Μέσα στον Μάιο, μόνο μία φορά κατάφεραν να κάνουν έρωτα. Αυτό έγινε σε μία άλλη κρυψώνα που γνώριζε η Τζούλια. Ήταν στο καμπαναριό μιας ερειπωμένης εκκλησίας, σε ένα έρημο κομμάτι της υπαίθρου όπου είχε πέσει ατομική βόμβα τριάντα χρόνια πριν. Ήταν καλή κρυψώνα, το ταξίδι όμως μέχρι εκεί είχε πολλούς κινδύνους. Όλες οι υπόλοιπες συναντήσεις γίνονταν στον δρόμο, κάθε βράδυ σε διαφορετικό μέρος, και δεν κρατούσαν πάνω από μισή ώρα τη φορά. Καθώς χάνονταν μέσα στον κόσμο που γέμιζε τους δρόμους, χωρίς να βρίσκονται εντελώς δίπλα δίπλα και χωρίς να κοιτάζονται, συνέχιζαν μια ιδιότυπη διακεκομμένη συζήτηση που ξεκινούσε και σταματούσε σαν τον φάρο που αναβόσβηνε. Σώπαιναν όταν πλησίαζε κάποιο μέλος του Κόμματος ή βρίσκονταν κοντά σε μια τηλεοθόνη, λίγα λεπτά αργότερα ξανάπιαναν την κουβέντα από εκεί που είχαν σταματήσει, μετά την έκοβαν απότομα καθώς χωρίζονταν και συνέχιζαν χωρίς καμία εισαγωγή την επόμενη ημέρα. Η Τζούλια έμοιαζε συνηθισμένη σε τέτοιου τύπου συναντήσεις, τις οποίες αποκαλούσε “κουβέντα σε δόσεις”. Κι ακόμα, είχε μεγάλη επιδεξιότητα στο να μιλάει χωρίς να κουνάει τα χείλη.
Μέσα στον μήνα των συναντήσεών τους, μόνο μια φορά κατάφεραν να ανταλλάξουν ένα φιλί. Προχωρούσαν σιωπηλοί σε έναν παράδρομο (Η Τζούλια έμενε πάντα σιωπηλή όποτε βρίσκονταν μακριά από κεντρικούς δρόμους), όταν ακούστηκε ένα εκκωφαντικό μουγκρητό, η γη σείστηκε και η ατμόσφαιρα σκοτείνιασε. Ο Γουίνστον βρέθηκε πεσμένος στο πλάι, μωλωπισμένος και κατατρομαγμένος. Προφανώς κάπου κοντά είχε πέσει μια τηλεκατευθυνόμενη βόμβα. Ξαφνικά αντιλήφθηκε το πρόσωπο της Τζούλια –λίγα εκατοστά απείχε από το δικό του– νεκρικά χλωμό, άσπρο σαν την κιμωλία. Ακόμα και τα χείλη της ήταν κάτασπρα. Ήταν νεκρή! Την αγκάλιασε σφιχτά και βρέθηκε να φιλάει ένα ζωντανό ζεστό πρόσωπο. Ένιωσε κάτι σαν κολλώδη σκόνη στα χείλη του. Και των δύο τα πρόσωπα ήταν καλυμμένα από ένα πυκνό στρώμα σοβά.
Υπήρχαν κάτι βράδια που έφταναν στο σημείο του ραντεβού τους και προσπερνούσαν ο ένας τον άλλον χωρίς ούτε ένα σινιάλο, επειδή μόλις είχε στρίψει τη γωνία μια περίπολος ή ένα ελικόπτερο περιφερόταν πάνω από τα κεφάλια τους. Ακόμα κι αν δεν αντιμετώπιζαν τόσες δυσκολίες, και πάλι δεν θα είχαν τον χρόνο να συναντηθούν. Η εργάσιμη εβδομάδα του Γουίνστον είχε εξήντα ώρες, της Τζούλια ακόμα περισσότερες. Τα ρεπό τους ποίκιλλαν και αυτά ανάλογα με την πίεση της δουλειάς και δεν συνέπιπταν συχνά. Έτσι κι αλλιώς, η Τζούλια σπάνια ήταν ελεύθερη τα βράδια. Ξόδευε απίστευτο χρόνο σε παρακολούθηση διαλέξεων, σε συγκεντρώσεις, μοιράζοντας έντυπα για τον Αντισεξουαλικό Σύνδεσμο Νέων, ετοιμάζοντας πανό για την Εβδομάδα του Μίσους, μαζεύοντας συνδρομές για την εκστρατεία αποζημίωσης και άλλα παρόμοια. Αν σεβόσουν τους ασήμαντους κανόνες, μπορούσες να παραβιάσεις τους πιο σημαντικούς. Παρακίνησε ως και τον Γουίνστον να προσφέρει ακόμα ένα από τα βράδια του στην εθελοντική εργασία. Αφορούσε συγκεκριμένα ένα είδος ημιαπασχόλησης σχετικής με πυρομαχικά, κάτι το οποίο αναλάμβαναν εθελοντικά μέλη του Κόμματος με υπερβάλλοντα ζήλο. Κι έτσι, ένα βράδυ κάθε εβδομάδα, ο Γουίνστον περνούσε τέσσερις ώρες αφόρητης πλήξης βιδώνοντας μεταλλικά κομματάκια που μάλλον αποτελούσαν μέρη από ρουκέτες. Κι όλο αυτό γινόταν σε ένα κακοφωτισμένο εργαστήριο που έμπαζε απ’ όλες τις μεριές κι όπου το σφυροκόπημα και η μουσική από τις τηλεοθόνες μπερδεύονταν μεταξύ τους σε μια θλιβερή κακοφωνία.
Με το που συναντήθηκαν στον πύργο της εκκλησίας, τα κενά της αποσπασματικής τους κουβέντας συμπληρώθηκαν. Ήταν ένα ολόφωτο απόγευμα. Η ατμόσφαιρα στον στενόχωρο τετράγωνο θάλαμο πάνω από τις καμπάνες ήταν ζεστή και αποπνικτική. Ο χώρος μύριζε από τις κουτσουλιές των περιστεριών. Κάθισαν στο σκονισμένο, γεμάτο ξερόκλαδα πάτωμα, κουβεντιάζοντας με τις ώρες. Πότε πότε ο ένας από τους δύο σηκωνόταν και πήγαινε μέχρι τις πολεμίστρες να ρίξει μια ματιά μήπως ερχόταν κανείς.
Η Τζούλια ήταν είκοσι έξι ετών. Ζούσε σε έναν ξενώνα με άλλες τριάντα κοπέλες («Πάντα η μπόχα των γυναικών! Πώς τις σιχαίνομαι!» είπε με την ευκαιρία) και δούλευε, όπως σωστά είχε μαντέψει ο Γουίνστον, στις μηχανές συγγραφής μυθιστορημάτων στο Τμήμα Φαντασίας. Της άρεσε η δουλειά της, που είχε να κάνει με τη λειτουργία και τη συντήρηση ενός πανίσχυρου αλλά ιδιαίτερα απαιτητικού σε χειρισμό ηλεκτρικού κινητήρα. Δεν ήταν “έξυπνη”, αλλά της άρεσε να δουλεύει με τα χέρια της και βρισκόταν στο στοιχείο της με τα μηχανήματα. Μπορούσε άνετα να περιγράψει όλη τη διαδικασία της σύνθεσης ενός μυθιστορήματος, από τις κατευθυντήριες γραμμές που έδινε η Επιτροπή Πλοκής μέχρι την τελική επιμέλεια που γινόταν από την Ομάδα Επαναγραφής. Όμως, δεν την ενδιέφερε το τελικό αποτέλεσμα. Δεν ήταν του διαβάσματος, είπε. Τα βιβλία ήταν απλά ένα είδος που έπρεπε να παραχθεί, όπως οι μαρμελάδες και τα κορδόνια των παπουτσιών.
Δεν θυμόταν το παραμικρό πριν τα πρώτα χρόνια της δεκαετίας του εξήντα, και το μόνο πρόσωπο από όσα είχε γνωρίσει στη ζωή της και μιλούσε συχνά για τις μέρες πριν την Επανάσταση ήταν ένας παππούς, που εξαφανίστηκε όταν η ίδια ήταν οκτώ χρονών. Στο σχολείο ήταν αρχηγός της ομάδας του χόκεϊ και για δύο συνεχόμενες χρονιές είχε κερδίσει το έπαθλο στις γυμναστικές επιδείξεις. Ήταν ομαδάρχης στους Κατασκόπους και κλαδική γραμματέας του Συνδέσμου Νεολαίας προτού ενταχθεί στον Αντισεξουαλικό Σύνδεσμο Νέων. Η διαγωγή της ήταν πάντα εξαιρετική. Είχε επίσης επιλεχθεί (αλάνθαστο σημάδι καλής φήμης) να δουλέψει στο Πόρντομ, τον υποτομέα του Τμήματος Φαντασίας, που παρήγαγε φθηνή πορνογραφία για τους προλετάριους. Όσοι δούλευαν εκεί, του είχαν δώσει το παρατσούκλι “Βρομόσπιτο”. Έμεινε στον υποτομέα έναν χρόνο βοηθώντας στην παραγωγή φυλλαδίων που σφραγίζονταν σε πακέτα και τιτλοφορούνταν: “Ζουμερές ιστορίες”, “Μια νύχτα σε ένα σχολείο θηλέων”, και το κοινό τους ήταν νεαροί προλετάριοι που τα αγόραζαν σωρηδόν νομίζοντας ότι αγοράζουν κάτι παράνομο.
«Πώς είναι αυτά τα βιβλία;» ρώτησε περίεργος ο Γουίνστον.
«Φριχτό σκουπιδαριό. Βασικά, είναι βαρετά. Κινούνται όλα γύρω από έξι θεματικές, ελαφρά παραλλαγμένες. Βέβαια, εγώ δούλευα μόνο στα καλειδοσκόπια, δεν ήμουν ποτέ στην Ομάδα Επαναγραφής. Δεν είμαι μορφωμένη, αγάπη μου, ούτε γι’ αυτό δεν είμαι αρκετή».
Του προξένησε μεγάλη έκπληξη όταν έμαθε ότι όλοι οι εργαζόμενοι του Πορνοτμήματος ήταν κοπέλες. Θεωρητικά, οι άνδρες διέτρεχαν μεγαλύτερο κίνδυνο να διαφθαρούν από τη βρομιά που διαχειρίζονταν, καθώς τα σεξουαλικά τους ένστικτα ήταν πιο δύσκολο να ελεγχθούν απ’ ό,τι αυτά των γυναικών.
«Δεν θέλουν ούτε καν παντρεμένες γυναίκες εκεί μέσα» πρόσθεσε. «Τα κορίτσια υποτίθεται πως είναι πάντα πιο αγνά. Να κι ένα που δεν είναι. Εγώ!»
Είχε την πρώτη της ερωτική περιπέτεια στα δεκαέξι της με ένα μέλος του Κόμματος εξήντα χρονών, που αργότερα αυτοκτόνησε για να αποφύγει τη σύλληψη.
«Και καλά έκανε» είπε η Τζούλια «γιατί διαφορετικά θα μάθαιναν το όνομά μου όταν θα ομολογούσε».
Από τότε, είχε διάφορους άλλους. Η ζωή, όπως την έβλεπε, ήταν πολύ απλή. Ήθελες να περνάς καλά. “Εκείνοι”, και εννοούσε το Κόμμα, ήθελαν να σε εμποδίσουν να περνάς καλά, οπότε παραβίαζες τους κανόνες όσο καλύτερα μπορούσες. Το σκεφτόταν σαν κάτι φυσιολογικό, ότι δηλαδή εκείνοι ήθελαν να σου στερήσουν την ευχαρίστηση κι ότι εσύ ήθελες να αποφύγεις τη σύλληψη. Μισούσε το Κόμμα και το εξέφραζε με τα πιο ωμά λόγια, δεν έκανε όμως καμία γενική κριτική πάνω σε αυτό. Δεν έτρεφε κανένα ενδιαφέρον για τις κομματικές διδαχές, αρκεί να μην αφορούσαν τη δική της ζωή. Ο Γουίνστον παρατήρησε ότι η Τζούλια δεν χρησιμοποιούσε ποτέ λέξεις της Νέας Ομιλίας, πέρα από όσες είχαν γίνει μέρος της καθημερινότητας. Δεν είχε ακούσει ποτέ της για την Αδελφότητα και αρνιόταν να πιστέψει στην ύπαρξή της. Της φαινόταν ηλιθιότητα οποιαδήποτε οργανωμένη εξέγερση ενάντια στο Κόμμα, που έτσι κι αλλιώς ήταν καταδικασμένη σε αποτυχία. Η εξυπνάδα ήταν να παραβιάζεις τους κανόνες και να καταφέρνεις να παραμένεις ζωντανός.
Ο Γουίνστον αναρωτήθηκε αόριστα πόσοι ακόμα σαν τη Τζούλια να υπήρχαν, άνθρωποι της νεώτερης γενιάς, που μεγάλωσαν στον κόσμο της Επανάστασης μη γνωρίζοντας οτιδήποτε άλλο, έχοντας αποδεχτεί το Κόμμα σαν κάτι το αναλλοίωτο, σαν τον ουρανό, νέοι άνθρωποι που δεν επαναστατούσαν ενάντια στην εξουσία του παρά απλά την απέφευγαν, όπως ένα κουνέλι το σκάει από ένα σκυλί.
Δεν συζήτησαν το ενδεχόμενο να παντρευτούν. Ήταν κάτι πολύ αόριστο, δεν άξιζε τον κόπο να το σκεφτούν. Καμιά φανταστική επιτροπή δεν θα ενέκρινε μια τέτοια ένωση, ακόμα κι αν η Κάθριν, η γυναίκα του Γουίνστον, μπορούσε με κάποιο τρόπο να φύγει από τη μέση. Ακόμα και σαν όνειρο ήταν κάτι ανέλπιδο.
«Πώς ήταν η γυναίκα σου;» ρώτησε η Τζούλια.
«Ήταν –ξέρεις τη λέξη της Νέας Ομιλίας “καλόσκεψος”; Πάει να πει πως σκέφτεσαι από φυσικού σου ορθόδοξα, πως είσαι ανίκανος να κάνεις κακές σκέψεις».
«Όχι, δεν την ήξερα αυτή τη λέξη, ξέρω όμως πολύ καλά αυτό το είδος των ανθρώπων».
Άρχισε να της αφηγείται τα του έγγαμου βίου του, αλλά όλως παραδόξως εκείνη φαινόταν ότι ήξερε ήδη τα βασικά σημεία του. Του περιέγραψε, σχεδόν σαν να είχε δει ή να είχε ακούσει, την ακαμψία του κορμιού της Κάθριν με το που την άγγιζε, τον τρόπο που έμοιαζε σχεδόν να τον απωθεί με όλη της τη δύναμη ακόμα κι όταν τον αγκάλιαζε σφιχτά. Ο Γουίνστον ένιωθε πολύ άνετα να συζητάει αυτά τα πράγματα με τη Τζούλια. Έτσι κι αλλιώς, η Κάθριν είχε πάψει από καιρό να αποτελεί μια οδυνηρή ανάμνηση. Είχε γίνει απλά μια δυσάρεστη μνήμη.
«Θα το ανεχόμουν, αν δεν υπήρχε κάτι ακόμα» της είπε. Και της μίλησε για το ψυχρό τελετουργικό στο οποίο η Κάθριν τον ανάγκαζε την ίδια νύχτα κάθε εβδομάδα.
«Το απεχθανόταν, αλλά δεν υπήρχε τίποτα που να την εμποδίζει να το κάνει. Συνήθιζε να το αποκαλεί –δεν μπορείς να μαντέψεις πώς».
«Το καθήκον μας στο Κόμμα» είπε αμέσως η Τζούλια.
«Πώς το ήξερες;»
«Πήγα κι εγώ σχολείο, αγάπη μου. Συζητήσεις για το σεξ μια φορά τον μήνα, για όσους ήταν πάνω από δεκαέξι. Το ίδιο γινόταν και στον Σύνδεσμο Νεολαίας. Σου βομβάρδιζαν το κεφάλι για χρόνια. Μπορώ να πω ότι στις περισσότερες περιπτώσεις πιάνει. Αλλά και πάλι, δεν μπορείς να ξέρεις. Οι άνθρωποι είναι τόσο υποκριτές».
Άρχισε να αναλύει το θέμα. Με τη Τζούλια όλα περιστρέφονταν γύρω από τη δική της σεξουαλικότητα. Από τη στιγμή που θιγόταν ένα τέτοιο θέμα, μπορούσε να γίνει πολύ οξυδερκής. Σε αντίθεση με τον Γουίνστον, είχε συλλάβει τι κρυβόταν κάτω από τον σεξουαλικό πουριτανισμό του Κόμματος. Δεν είχε να κάνει μόνο με το ότι το σεξουαλικό ένστικτο δημιουργούσε έναν δικό του κόσμο ο οποίος βρισκόταν έξω από τον έλεγχο του Κόμματος και που γι’ αυτόν τον λόγο έπρεπε, αν ήταν δυνατόν, να καταστραφεί. Το πιο σημαντικό ήταν ότι η σεξουαλική στέρηση προκαλούσε υστερία, και αυτό ακριβώς επιθυμούσαν, γιατί μπορούσαν να τη μετατρέψουν σε πόθο πολέμου και αφοσίωση στους ηγέτες. Το έθεσε ως εξής:
«Όταν κάνεις έρωτα, ξοδεύεις ενέργεια κι αμέσως μετά νιώθεις ευτυχισμένος και δεν δίνεις δεκάρα για τίποτα. Εκείνοι όμως δεν μπορούν να το ανεχτούν να νιώθεις έτσι. Θέλουν να ξεχειλίζεις ενέργεια συνέχεια. Όλες αυτές οι παρελάσεις από δω κι από κει, οι ζητωκραυγές και τα σημαιάκια που ανεμίζουν είναι αξόδευτη σεξουαλική ενέργεια. Αν νιώθεις ευτυχισμένος μέσα σου, γιατί να χολοσκάς για τον Μεγάλο Αδελφό, τα Τριετή Πλάνα, το Δίλεπτο Μίσος και όλες τις άλλες μπούρδες;»
Πολύ σωστά όλα αυτά, σκέφτηκε ο Γουίνστον. Υπήρχε μια άμεση, στενή σύνδεση ανάμεσα στην αγαμία και την πολιτική ορθότητα. Γιατί πώς αλλιώς θα μπορούσαν να διατηρήσουν τον φόβο, το μίσος και την μέχρι παράνοιας ευπιστία που το Κόμμα απαιτούσε από τα μέλη του; Μία ήταν η μέθοδος: Καταπιέζοντας κάποιο πανίσχυρο ένστικτο, ώστε να το χρησιμοποιήσουν σαν κινητήρια δύναμη για τους σκοπούς τους. Το σεξουαλικό ένστικτο αποτελούσε κίνδυνο για το Κόμμα, οπότε το Κόμμα το χρησιμοποιούσε για το συμφέρον του. Το ίδιο κόλπο έκαναν και με το πατρικό και το μητρικό ένστικτο. Δεν μπορούσαν να καταργήσουν την οικογένεια, και ίσα ίσα ενθάρρυναν τους ανθρώπους να αγαπούν τα παιδιά τους, σχεδόν με τον παλιό τρόπο. Από την άλλη, έστρεφαν συστηματικά τα παιδιά ενάντια στους γονείς τους και τα δίδασκαν να τους κατασκοπεύουν και να καταγγέλλουν τις παρεκκλίσεις τους. Στην πραγματικότητα, η οικογένεια είχε γίνει μια προέκταση της Αστυνομίας της Σκέψης. Ήταν ένα τέχνασμα χάρη στο οποίο ο καθένας περικυκλωνόταν μέρα νύχτα από καταδότες που τον γνώριζαν καλά.
Ξαφνικά οι σκέψεις του Γουίνστον επέστρεψαν στην Κάθριν. Ήταν βέβαιος ότι θα τον είχε καταγγείλει στην Αστυνομία της Σκέψης, αν δεν ήταν τόσο ηλίθια ώστε να μην μπορεί να διακρίνει τις ανορθόδοξες απόψεις του. Αυτό όμως που του την είχε θυμίσει ήταν στην πραγματικότητα το αποπνικτικά ζεστό απόγευμα, που έκανε τον ιδρώτα να τρέχει μουσκεύοντας το πρόσωπό του. Άρχισε να αφηγείται στη Τζούλια κάτι που είχε γίνει ή μάλλον δεν είχε γίνει ένα άλλο αποχαυνωτικό καλοκαιρινό απόγευμα έντεκα χρόνια πριν.
Συνέβη τρεις τέσσερις μήνες μετά τον γάμο τους. Είχαν χάσει τον δρόμο τους σε μια ομαδική πεζοπορία κοντά στο Κεντ. Είχαν ξεμείνει δύο λεπτά πίσω από τους άλλους, πήραν όμως μια λάθος στροφή και τελικά η πορεία τους ανακόπηκε, καθώς βρέθηκαν στο χείλος ενός παλιού νταμαριού κιμωλίας. Ήταν ένας γκρεμός δέκα μπορεί και είκοσι μέτρα, και στο βάθος του είχε βράχια. Δεν υπήρχε κάποιος να τον ρωτήσουν πώς θα έβρισκαν τον δρόμο τους. Μόλις κατάλαβαν πως είχαν χαθεί, η Κάθριν έγινε πολύ ανήσυχη. Και μόνο μια στιγμή να απομακρυνόταν από τη θορυβώδη ομάδα των πεζοπόρων, ένιωθε ότι είχε κάνει παράπτωμα. Ήθελε να γυρίσουν όσο πιο γρήγορα πίσω στον δρόμο απ’ όπου είχαν έρθει και να αρχίσουν να ψάχνουν στην αντίθετη κατεύθυνση. Εκείνη όμως τη στιγμή, ο Γουίνστον πρόσεξε μερικές τούφες λύθρων που φύτρωναν στις ρωγμές της βραχοπλαγιάς ακριβώς από κάτω τους. Η μία τούφα είχε δίχρωμες διακλαδώσεις, φούξια και κεραμιδί, που προφανώς φύτρωναν από την ίδια ρίζα. Δεν είχε ξανασυναντήσει ποτέ του κάτι τέτοιο και φώναξε την Κάθριν να έρθει να το δει.
«Κοίτα, Κάθριν! Κοίτα εκείνα εκεί τα λουλούδια, εκείνη τη συστάδα στο βάθος του γκρεμού. Βλέπεις που είναι δύο διαφορετικά χρώματα;»
Εκείνη είχε ήδη στραφεί για να φύγει, αλλά επέστρεψε εκνευρισμένη. Έσκυψε πάνω από την άκρη του γκρεμού, για να δει εκεί που της έδειχνε. Ο Γουίνστον στεκόταν λίγο πίσω της κι έβαλε το χέρι του στη μέση της για να τη συγκρατήσει. Εκείνη τη στιγμή, ξαφνικά, συνειδητοποίησε πόσο απόλυτα μόνοι ήταν. Ολόγυρα δεν υπήρχε ψυχή, φύλλο δεν κουνιόταν, δεν υπήρχε ούτε πουλί πετούμενο. Ο κίνδυνος να υπήρχε κρυμμένο μικρόφωνο σε ένα τέτοιο μέρος ήταν ελάχιστος. Ακόμα κι αν υπήρχε μικρόφωνο, θα έπιανε μόνο ήχους. Ήταν η πιο ζεστή και νωθρή ώρα του απογεύματος. Ο ήλιος έκαιγε από πάνω τους, ο ιδρώτας έσταζε στο πρόσωπό του. Και τότε του ήρθε η σκέψη…
«Γιατί δεν της έδινες μια σπρωξιά να πέσει;» είπε η Τζούλια. «Εγώ θα το έκανα».
«Ναι, αγάπη μου, εσύ θα το έκανες. Κι εγώ θα το έκανα αν ήμουν τότε αυτός που είμαι τώρα. Ή μπορεί και να το έκανα –δεν είμαι σίγουρος».
«Μετανιώνεις που δεν το έκανες;»
«Ναι, γενικά μετανιώνω».
Κάθονταν δίπλα δίπλα στο σκονισμένο πάτωμα. Την τράβηξε κοντά του. Το κεφάλι της ακουμπούσε στον ώμο του, η ευχάριστη μυρωδιά των μαλλιών της κάλυπτε την οσμή από τις κουτσουλιές των περιστεριών. Σκέφτηκε ότι ήταν πολύ νέα, ότι δεν καταλάβαινε πως το να σπρώξεις ένα ανεπιθύμητο πρόσωπο στον γκρεμό δεν έλυνε τα προβλήματα.
«Ουσιαστικά δεν θα άλλαζε τίποτα» της είπε.
«Τότε, γιατί μετανιώνεις που δεν το έκανες;»
«Γιατί, απλώς, προτιμώ τα θετικά από τα αρνητικά. Δεν μπορούμε να βγούμε νικητές στο παιχνίδι που παίζουμε. Κάποια είδη αποτυχίας είναι προτιμότερα από κάποια άλλα, αυτό είναι όλο».
Από την κίνηση των ώμων της κατάλαβε ότι διαφωνούσε. Πάντα είχε κάτι αντίθετο να υποστηρίξει όταν τον άκουγε να λέει τέτοιες κουβέντες. Δεν μπορούσε να αποδεχτεί ως φυσικό νόμο ότι ο άνθρωπος ήταν πάντα ο χαμένος. Κατά κάποιο τρόπο, καταλάβαινε ότι και η ίδια ήταν καταδικασμένη. Αργά ή γρήγορα, η Αστυνομία της Σκέψης θα την έπιανε και θα τη σκότωνε. Ένα άλλο τμήμα του μυαλού της όμως πίστευε πως ήταν δυνατόν με κάποιον τρόπο να φτιάξεις έναν μυστικό κόσμο όπου θα ζούσες όπως ήθελες. Το μόνο που χρειαζόσουν ήταν τύχη, πονηριά και τόλμη. Η Τζούλια δεν καταλάβαινε ότι δεν υπήρχε ευτυχία, ότι η μόνη νίκη αφορούσε ένα μακρινό μέλλον, πολύ μετά τον θάνατό σου, ότι από την ώρα που κήρυσσες πόλεμο στο Κόμμα, ήταν καλύτερα να λογαριάζεις τον εαυτό σου νεκρό.
«Είμαστε νεκροί» της είπε.
«Όχι ακόμα» απάντησε πεζά η Τζούλια.
«Σωματικά όχι. Σε έξι μήνες, έναν χρόνο, πέντε χρόνια, πιθανόν. Τον φοβάμαι τον θάνατο. Εσύ είσαι νέα, οπότε μάλλον τον φοβάσαι πιο πολύ. Βέβαια θα κάνουμε ό,τι μπορούμε για να τον κρατήσουμε μακριά μας, δεν αλλάζει όμως κάτι. Όσο οι άνθρωποι παραμένουν άνθρωποι, ζωή και θάνατος είναι το ίδιο».
«Τι χαζομάρες! Με ποιον θα προτιμούσες να πλαγιάσεις; Με εμένα ή με έναν σκελετό; Δεν χαίρεσαι που είσαι ζωντανός; Δεν σου αρέσει να νιώθεις: αυτός είμαι εγώ, αυτό είναι το χέρι μου και αυτό είναι το πόδι μου, υπάρχω πραγματικά, είμαι ακλόνητος, είμαι ζωντανός! Δεν σου αρέσουν όλα αυτά;»
Γύρισε το σώμα της προς το μέρος του και πίεσε πάνω του το στήθος της. Μπορούσε να το νιώσει βαρύ αλλά σφριγηλό μέσα από τη φόρμα της. Το σώμα της έμοιαζε να χύνει κάτι από τα νιάτα και το σφρίγος του μέσα στο δικό του.
«Ναι, μου αρέσουν» της είπε.
«Τότε πάψε να μιλάς για θανάτους. Και τώρα, άκουσέ με, αγάπη μου, γιατί πρέπει να κανονίσουμε την επόμενη συνάντησή μας. Θα μπορούσαμε να επιστρέψουμε σε εκείνο το μέρος στο δάσος. Πέρασε αρκετός καιρός. Θα πρέπει όμως να αλλάξεις δρομολόγιο. Τα έχω σχεδιάσει όλα. Θα πάρεις το τρένο –στάσου, θα στο σχεδιάσω».
Και με τον πρακτικό της τρόπο, μάζεψε σκόνη σε μια μεριά και με ένα κλαδάκι από μια φωλιά περιστεριών άρχισε να σχεδιάζει έναν χάρτη στο πάτωμα.