Ο Γουίνστον κοίταξε γύρω του το μικρό φτωχικό δωμάτιο πάνω από το μαγαζί του κυρίου Τσάρινγκτον. Το πελώριο κρεβάτι δίπλα στο παράθυρο ήταν στρωμένο με κουρελιασμένες κουβέρτες κι ένα μακρύ προσκέφαλο χωρίς κάλυμμα. Το παλιομοδίτικο ρολόι με την πλάκα των δώδεκα ωρών χτυπούσε ρυθμικά πάνω από το τζάκι. Στη γωνιά, πάνω στο πτυσσόμενο τραπέζι, ο γυάλινος χαρτοστάτης, που είχε αγοράσει στην τελευταία του επίσκεψη στο μαγαζί, φεγγοβολούσε απαλά στο μισοσκόταδο.
Στο προστατευτικό του τζακιού ήταν τοποθετημένη μια γκαζιέρα πετρελαίου, μια κατσαρολίτσα και δύο φλιτζάνια που του είχε προμηθεύσει ο κύριος Τσάρινγκτον. Ο Γουίνστον άναψε την γκαζιέρα και έβαλε νερό να βράσει. Είχε φέρει κι έναν φάκελο Καφέ της Νίκης και μερικές ταμπλέτες ζαχαρίνη. Οι δείχτες του ρολογιού έδειχναν επτά και είκοσι, δηλαδή δεκαεννιά και είκοσι. Εκείνη θα ερχόταν στις δεκαεννιά και μισή.
Ήταν τρέλα, σκέτη τρέλα, κάτι του ψιθύριζε μέσα του. Μια συνειδητή, αδικαιολόγητη, καθαρή αυτοκτονία. Απ’ όλα τα εγκλήματα που θα μπορούσε να διαπράξει ένα μέλος του Κόμματος, αυτό ήταν το δυσκολότερο να καλυφθεί. Βασικά, η ιδέα τού είχε έρθει σαν ένα όραμα, από την αντανάκλαση του γυάλινου χαρτοστάτη στην επιφάνεια του πτυσσόμενου τραπεζιού. Όπως είχε προβλέψει, ο κύριος Τσάρινγκτον δεν έφερε καμία αντίρρηση να του νοικιάσει το δωμάτιο. Προφανώς ήταν ευχαριστημένος με τα λίγα δολάρια που θα έβγαζε. Ούτε και φάνηκε να σοκάρεται ή να προσβάλλεται όταν ο Γουίνστον τού έδωσε να καταλάβει ότι χρειαζόταν το δωμάτιο σαν ερωτική φωλιά. Αντιθέτως, κοίταξε στο κενό και άρχισε να μιλάει γενικά και αόριστα με τόσο διακριτικό ύφος που θα έλεγε κανείς ότι είχε γίνει σχεδόν αόρατος. Η ιδιωτική ζωή ήταν κάτι πολύτιμο, έτσι είπε. Όλοι οι άνθρωποι επιθυμούσαν να έχουν ένα μέρος όπου θα μπορούσαν να είναι μόνοι κάπου κάπου. Κι όταν έβρισκαν ένα τέτοιο μέρος, η κοινή ευγένεια απαιτούσε από κάθε τρίτο που ίσως γνώριζε, να το κρατούσε μυστικό. Πρόσθεσε ακόμα, τόσο διακριτικά σαν να μην βρισκόταν καν στο δωμάτιο, ότι το σπίτι διέθετε δύο εισόδους. Η μία από αυτές, της πίσω αυλής, έβγαζε σε ένα στενό.
Κάποιος τραγουδούσε κάτω ακριβώς από το παράθυρο. Ο Γουίνστον κρυφοκοίταξε, προστατευμένος από τη λεπτή κουρτίνα. Ο ήλιος του Ιουνίου ήταν ακόμη ψηλά στον ουρανό, και στην ηλιόλουστη αυλή από κάτω μια πελώρια γυναίκα, συμπαγής σαν κολώνα της Νορμανδίας, με σκούρα κόκκινα χέρια και μια ποδιά από λινάτσα στη μέση της, πηγαινοερχόταν ανάμεσα στη λεκάνη και το σκοινί της μπουγάδας και κρεμούσε με μανταλάκια κάτι άσπρα πανάκια που ο Γουίνστον κατάλαβε ότι ήταν μωρουδιακές πάνες. Όποτε το στόμα της δεν ήταν γεμάτο μανταλάκια, τραγουδούσε με δυνατή βαθιά φωνή.
Τότε που σε πρωτοείδα
Ήταν τρέλα δεν είχα ελπίδα
Με ένα σου βλέμμα μια σου λέξη
Την καρδιά μου είχες κλέψει.
Κι έπειτα χάθηκες σαν τον αγέρα
Σαν μιας στιγμής Απρίλη μέρα.
Ο σκοπός ακουγόταν στο Λονδίνο εδώ και εβδομάδες. Ήταν ένα από τα αναρίθμητα τραγουδάκια του σωρού που το παράρτημα του Τμήματος Μουσικής κυκλοφορούσε προς τέρψη των προλετάριων. Τα λόγια τους τα συνέθεταν χωρίς καμία ανθρώπινη παρέμβαση σε ένα μηχάνημα που ήταν γνωστό ως στιχοποιητής. Όμως, η γυναίκα τραγουδούσε τόσο μελωδικά που κατάφερνε να κάνει τη σαχλαμάρα να μοιάζει σχεδόν ευχάριστη. Ο Γουίνστον άκουγε τη γυναίκα να τραγουδάει και τα παπούτσια της να τρίζουν στο λιθόστρωτο, άκουγε τις φωνές των παιδιών στον δρόμο και κάπου μακριά την αχνή βουή της κυκλοφορίας. Και όμως, το δωμάτιο έμοιαζε παράξενα σιωπηλό, χάρη στην απουσία τηλεοθόνης.
Τρέλα, τρέλα, τρέλα! σκέφτηκε ξανά. Ήταν αδιανόητο να συχνάζουν σε αυτό το μέρος περισσότερο από λίγες εβδομάδες χωρίς να τους πιάσουν. Ο πειρασμός όμως να έχουν μια ολόδική τους κρυψώνα σε εσωτερικό χώρο και τόσο κοντά ήταν και για τους δυο τους πολύ μεγάλος. Για αρκετό διάστημα μετά τη συνάντησή τους στο καμπαναριό, δεν μπόρεσαν να κανονίσουν να ξαναβρεθούν. Οι ώρες εργασίας είχαν αυξηθεί υπερβολικά σε αναμονή της Εβδομάδας Μίσους, η οποία απείχε έναν μήνα ακόμα, όμως οι τεράστιες και πολύπλοκες προετοιμασίες που απαιτούνταν φόρτωναν περισσότερη δουλειά στις πλάτες όλων τους. Τελικά κατάφεραν να εξασφαλίσουν ένα ελεύθερο απόγευμα και οι δύο την ίδια ημέρα. Συμφώνησαν να ξαναπάνε στο ξέφωτο του δάσους. Το προηγούμενο βράδυ είχαν μια πολύ σύντομη συνάντηση στον δρόμο. Ως συνήθως, ο Γουίνστον μόλις που κοίταξε τη Τζούλια καθώς πλησίαζαν ο ένας τον άλλον ανάμεσα στον κόσμο, από τη σύντομη όμως ματιά που της έριξε του φάνηκε πιο χλωμή απ’ ό,τι συνήθως.
«Χάλασε το σχέδιο» του μουρμούρισε μόλις το έκρινε ασφαλές να μιλήσει. «Για αύριο, εννοώ».
«Τι πράγμα;»
«Αύριο το απόγευμα. Δεν μπορώ να έρθω».
«Γιατί;»
«Α, για τον συνηθισμένο λόγο. Ξεκίνησε πιο νωρίς αυτή τη φορά».
Για μια στιγμή, τον κυρίευσε οργή. Μέσα στον μήνα που τη γνώριζε, η φύση της επιθυμίας του για αυτήν είχε αλλάξει. Στην αρχή ένιωθε ελάχιστο αισθησιασμό. Η πρώτη φορά που έκαναν έρωτα πήγαζε μόνο από επιθυμία. Μετά τη δεύτερη φορά όμως ήταν διαφορετικά. Η μυρωδιά των μαλλιών της, η γεύση των χειλιών της, η αίσθηση της επιδερμίδας της έμοιαζαν να έχουν χαραχτεί μέσα του ή να αιωρούνται γύρω του. Έγινε μια φυσική ανάγκη, κάτι που όχι μόνο επιθυμούσε αλλά και ένιωθε ότι το δικαιούται. Όταν η Τζούλια τού είπε πως δεν μπορούσε να έρθει, νόμισε πως του έλεγε ψέματα. Μόλις εκείνη τη στιγμή όμως, το πλήθος τούς έσπρωξε τον έναν κοντά στον άλλον, και τα χέρια τους συναντήθηκαν τυχαία. Του έσφιξε σπασμωδικά τις άκρες των δαχτύλων, σαν να ζητούσε στοργή και όχι πόθο. Ο Γουίνστον σκέφτηκε πως όταν ένας άνδρας και μια γυναίκα ζούσαν μαζί, αυτή η ιδιαίτερη απογοήτευση ήταν κάτι φυσιολογικό και συνηθισμένο. Τότε τον κατέλαβε μια βαθιά τρυφερότητα που αντίστοιχή της δεν είχε ξανανιώσει. Ευχόταν να ήταν παντρεμένοι, τουλάχιστον δέκα χρόνια. Ευχόταν να περπατούσαν μαζί στους δρόμους όπως και τώρα, φανερά όμως, χωρίς φόβο, και να μιλούν για καθημερινότητες και να ψωνίζουν μικροπράγματα για το νοικοκυριό τους. Μα πάνω απ’ όλα, ευχόταν να είχαν κάπου να πηγαίνουν, κάπου όπου θα μπορούσαν να είναι μόνοι τους, χωρίς να νιώθουν υποχρεωμένοι να κάνουν έρωτα σε κάθε τους συνάντηση. Η ιδέα να νοικιάσει το δωμάτιο του κυρίου Τσάρινγκτον δεν του ήρθε όμως εκείνη την ώρα, αλλά κάποια στιγμή της επόμενης ημέρας. Όταν το πρότεινε στη Τζούλια, εκείνη συμφώνησε με απρόσμενη προθυμία. Και οι δυο τους ήξεραν καλά πως ήταν τρέλα, σαν να έσκαβαν σκόπιμα τον ίδιο τους τον τάφο.
Καθώς καθόταν και περίμενε στην άκρη του κρεβατιού, σκέφτηκε ξανά τα υπόγεια του Υπουργείου Αγάπης. Πόσο παράξενο ήταν που αυτός ο προδιαγεγραμμένος τρόμος ερχόταν κι έφευγε από το μυαλό σου. Βρισκόταν εκεί, σταθερά, κάπου στο μέλλον, το ήξερε ότι είναι κάτι που προηγείται του θανάτου, τόσο σίγουρα όσο το 99 προηγείται του 100. Δεν μπορούσες να τον αποφύγεις, ίσως όμως μπορούσες να τον αναβάλεις. Κι όμως, ήταν φορές που επέλεγες ηθελημένα, συνειδητά να κάνεις κάτι που συντόμευε το διάστημα ανάμεσα στον τρόμο του θανάτου και τον ίδιο τον θάνατο.
Εκείνη τη στιγμή ακούστηκαν γρήγορα βήματα στη σκάλα. Η Τζούλια όρμησε στο δωμάτιο. Κουβαλούσε μια τσάντα με εργαλεία, καμωμένη από τραχιά καφέ λινάτσα. Την είχε δει να την πηγαινοφέρνει μερικές φορές στο Υπουργείο. Την πλησίασε για να την αγκαλιάσει, εκείνη όμως έκανε πίσω, ίσως επειδή κρατούσε ακόμα την τσάντα.
«Μια στιγμή» του είπε. «Άσε με πρώτα να σου δείξω τι κουβάλησα. Έχεις φέρει από αυτόν τον απαίσιο Καφέ της Νίκης; Σίγουρα. Μπορείς να τον πετάξεις στα σκουπίδια, δεν θα τον χρειαστούμε. Για κοίτα εδώ!»
Γονάτισε, άνοιξε την τσάντα κι έβγαλε μερικά γαλλικά κλειδιά κι ένα κατσαβίδι που βρίσκονταν πάνω πάνω, αποκαλύπτοντας μερικά καλοφτιαγμένα χάρτινα πακέτα. Το πρώτο που έδωσε στον Γουίνστον τού άφησε μια παράξενη αλλά αόριστα οικεία αίσθηση. Ήταν γεμάτο με κάτι βαρύ, κοκκώδες, που υποχωρούσε όπου το άγγιζες.
«Μη μου πεις πως είναι ζάχαρη» της είπε.
«Πραγματική ζάχαρη. Όχι ζαχαρίνη, ζάχαρη. Και να κι ένα καρβέλι ψωμί, αληθινό λευκό ψωμί, όχι αυτή η αηδία που τρώμε. Κι ένα βαζάκι μαρμελάδα. Κι ένα τενεκεδάκι γάλα. Αλλά κοίτα! Γι’ αυτό εδώ είμαι στ’ αλήθεια περήφανη. Έπρεπε να το τυλίξω με μια λινάτσα, γιατί…»
Δεν χρειαζόταν να του πει για ποιον λόγο το είχε τυλίξει. Η μυρωδιά γέμιζε ήδη το δωμάτιο, μια πλούσια ζεστή μυρωδιά που έμοιαζε να αναδύεται από την πρώτη παιδική του ηλικία, μια μυρωδιά όμως που τύχαινε να συναντήσεις ακόμα και τώρα. Καμιά φορά την έφερνε ο αέρας μέσα από τα στενά προτού βροντήξει μια πόρτα ή διαχεόταν με έναν μυστηριώδη τρόπο μέσα στην πολυκοσμία, τη μύριζες μια στιγμή και την άλλη την έχανες.
«Είναι καφές» μουρμούρισε «πραγματικός καφές».
«Είναι καφές του Εσωτερικού Κόμματος. Ολόκληρο κιλό» του είπε.
«Πώς κατάφερες να τα βρεις όλα αυτά;»
«Όλα ανήκουν στο Εσωτερικό Κόμμα. Δεν υπάρχει τίποτα που να μην το έχουν αυτά τα γουρούνια, τίποτα. Φυσικά όμως οι σερβιτόροι, οι υπηρέτες, οι διάφοροι βουτάνε πράγματα, και κοίτα! Έχω εδώ κι ένα πακετάκι τσάι».
Ο Γουίνστον κάθισε στις φτέρνες του δίπλα της. Έσκισε μια ακρούλα του πακέτου.
«Αληθινό τσάι! Όχι φύλλα βατομουριάς».
«Τελευταία κυκλοφορεί πολύ τσάι. Κατέλαβαν την Ινδία ή κάτι τέτοιο» είπε αόριστα. «Άκου όμως, αγάπη μου. Θέλω να γυρίσεις την πλάτη σου, για λίγο μόνο. Πήγαινε και κάτσε στην άλλη μεριά του κρεβατιού. Μην πλησιάσεις πολύ το παράθυρο. Και μη στραφείς αν δεν σου πω».
Ο Γουίνστον κοίταξε αφηρημένα πίσω από τη λεπτή κουρτίνα. Κάτω στην αυλή, η γυναίκα με τα κόκκινα χέρια πηγαινοερχόταν ακόμα ανάμεσα στη λεκάνη και το σκοινί της μπουγάδας. Έβγαλε άλλα δύο μανταλάκια από το στόμα της και τραγούδησε με αίσθημα:
Λεν πως ο χρόνος κλείνει τις πληγές
Μα τα όνειρα και τα δάκρυα του χθες
Ραγίζουν τα φύλλα της καρδιάς
Κι ας λεν πως στο τέλος τα ξεχνάς.
Προφανώς ήξερε όλο το σαχλοτράγουδο απ’ έξω. Η φωνή της ανέβαινε ψηλά μέσα στον γλυκό καλοκαιρινό αέρα, πολύ μελωδική, φορτισμένη με μια μακάρια μελαγχολία. Σου έδινε την εντύπωση ότι η γυναίκα θα ήταν απόλυτα ευχαριστημένη αν αυτό το απόγευμα του Ιουνίου κρατούσε για χίλια χρόνια και το περνούσε απλώνοντας πάνες και τραγουδώντας σαχλαμάρες.
Δεν είχε ακούσει ποτέ του κάποιο μέλος του Κόμματος να τραγουδάει αυθόρμητα, σκέφτηκε με έκπληξη ο Γουίνστον. Ίσως μόνο όταν οι άνθρωποι έφταναν στα όρια της πείνας, έβρισκαν κάποιο λόγο να τραγουδήσουν.
«Μπορείς να γυρίσεις τώρα» είπε η Τζούλια.
Στράφηκε και για μια στιγμή κόντεψε να μην την αναγνωρίσει. Βασικά περίμενε να τη δει γυμνή. Όμως, δεν ήταν γυμνή! Η μεταμόρφωση που αντίκριζε ήταν πιο εκπληκτική. Είχε μακιγιάρει το πρόσωπό της. Προφανώς θα είχε τρυπώσει σε κάποιο μαγαζί των προλεταριακών συνοικιών και θα αγόρασε ένα ολοκληρωμένο σετ μακιγιάζ. Τα χείλη της ήταν βαμμένα με ένα έντονο κόκκινο. Είχε βάλει ρουζ στα μάγουλά της και είχε πουδράρει τη μύτη της. Ακόμα και κάτω από τα μάτια είχε βάλει κάτι που τα έκανε να δείχνουν πιο φωτεινά. Το μακιγιάζ της δεν ήταν πολύ επιδέξιο, αλλά ο Γουίνστον δεν είχε ιδιαίτερες γνώσεις σε τέτοια θέματα. Ούτε είχε δει ποτέ του, ούτε είχε φανταστεί μια γυναίκα του Κόμματος να χρησιμοποιεί καλλυντικά στο πρόσωπό της. Η βελτίωση της εμφάνισης της Τζούλια ήταν εκτυφλωτική. Βάζοντας ελάχιστο χρώμα στα σωστά σημεία, όχι μόνο είχε γίνει ομορφότερη αλλά και πιο θηλυκή. Τα κοντά μαλλιά και το αγορίστικο ντύσιμο ενίσχυαν την εντύπωση. Καθώς την πήρε στην αγκαλιά του, ένα άρωμα από συνθετικές βιολέτες εισχώρησε στα ρουθούνια του. Θυμήθηκε το μισοσκόταδο μιας υπόγειας κουζίνας και το σπηλαιώδες γυναικείο στόμα. Ήταν το ίδιο άρωμα. Αυτή τη στιγμή όμως δεν είχε καμία σημασία.
«Έβαλες και άρωμα!» είπε.
«Ναι, αγάπη μου, έβαλα και άρωμα. Και ξέρεις ποιο θα είναι το επόμενο που θα κάνω; Θα βρω κάπου ένα γυναικείο ρούχο να φορέσω, αντί γι’ αυτό το βρομοπαντέλονο. Θα φορέσω μεταξωτές κάλτσες και ψηλοτάκουνα! Εδώ μέσα θα είμαι γυναίκα, όχι συντρόφισσα του Κόμματος».
Απαλλάχτηκαν από τα ρούχα τους και σκαρφάλωσαν στο πελώριο μαονένιο κρεβάτι. Ήταν η πρώτη φορά που έμενε ολόγυμνος μπροστά της. Μέχρι τώρα ντρεπόταν για το χλωμό ισχνό του σώμα, τους κιρσούς που φούσκωναν στις γάμπες του, για την πληγή στον αστράγαλό του που φαινόταν σαν μπάλωμα.
Δεν είχαν σεντόνια, αλλά η κουβέρτα που είχαν στρώσει ήταν μαλακή και λεία παρά τη φθορά της, όσο για το μέγεθος και την ελαστικότητα του κρεβατιού ήταν μια ευχάριστη έκπληξη και για τους δύο.
«Σίγουρα θα είναι γεμάτο κοριούς» είπε η Τζούλια.
Τώρα πια, μόνο στα σπίτια των προλετάριων έβρισκες διπλά κρεβάτια. Ο Γουίνστον είχε κάποιες ευκαιρίες να κοιμηθεί σε διπλό κρεβάτι όταν ήταν μικρός, η Τζούλια όμως ποτέ της δεν είχε κοιμηθεί σε ένα τέτοιο, όσο μπορούσε να θυμηθεί τουλάχιστον.
Κοιμήθηκαν για λίγο. Όταν ο Γουίνστον ξύπνησε, οι δείχτες του ρολογιού έδειχναν εννέα σχεδόν. Δεν κουνήθηκε, γιατί η Τζούλια κοιμόταν με το κεφάλι της κουρνιασμένο στο μπράτσο του. Το περισσότερο μακιγιάζ της είχε μεταφερθεί στο πρόσωπό του ή στο προσκέφαλο, όμως μια υποψία ρουζ αναδείκνυε ακόμα τα ζυγωματικά της. Το φως ενός ήλιου που έδυε έπεφτε στα πόδια του κρεβατιού και φώτιζε το τζάκι όπου το νερό κόχλαζε στο κατσαρόλι. Κάτω στην αυλή, η γυναίκα είχε σταματήσει το τραγούδι, όμως οι φωνές των παιδιών ακούγονταν αχνά από τον δρόμο.
Ο Γουίνστον αναρωτήθηκε αόριστα αν στο εξαφανισμένο παρελθόν ήταν φυσιολογικό να βρίσκονται ξαπλωμένοι σε ένα τέτοιο κρεβάτι ένας άνδρας και μια γυναίκα, γυμνοί στη δροσιά του καλοκαιρινού σούρουπου και να κάνουν έρωτα όποτε ήθελαν, να μιλάνε για ό,τι ήθελαν, να μην είναι αναγκασμένοι να σηκωθούν, απλά να ξαπλώνουν εκεί και να ακούν τους ειρηνικούς ήχους που έρχονταν απ’ έξω. Υπήρξε πραγματικά κάποια εποχή που όλα αυτά έμοιαζαν κανονικά;
Η Τζούλια ξύπνησε, έτριψε τα μάτια της και στηρίχτηκε στον αγκώνα της κοιτάζοντας την γκαζιέρα.
«Το μισό νερό εξατμίστηκε» του είπε. «Θα σηκωθώ και θα φτιάξω καφέ σε λίγο. Έχουμε μία ώρα ακόμα. Τι ώρα σβήνουν το ηλεκτρικό στην πολυκατοικία σου;»
«Στις είκοσι τρεις και μισή».
«Στον ξενώνα το σβήνουν στις είκοσι τρεις. Πρέπει όμως να είσαι νωρίτερα εκεί, γιατί –ε! βγες έξω, βρομιάρη!» Ξαφνικά, τεντώθηκε, άρπαξε ένα παπούτσι από το πάτωμα και με μια αγορίστικη κίνηση, όπως τότε που πέταξε το λεξικό στη σιλουέτα του Γκολντστάιν εκείνο το πρωί στο Δίλεπτο Μίσος, το εκσφενδόνισε στη μια γωνιά του δωματίου.
«Τι έγινε;» τη ρώτησε έκπληκτος.
«Ένας αρουραίος. Τον είδα που έβγαζε τη βρομερή του μουσούδα έξω από τα σανίδια. Έχει μια τρύπα εκεί πέρα. Πάντως, του έδωσα μια τρομάρα!»
«Αρουραίοι!» μουρμούρισε ο Γουίνστον. «Σε αυτό το δωμάτιο!»
«Τους βρίσκεις παντού» είπε η Τζούλια αδιάφορα και ξάπλωσε ξανά. «Ακόμα και στην κουζίνα του ξενώνα μας έχουμε. Σε κάποια μέρη του Λονδίνου κυκλοφορούν ολόκληροι στρατοί από δαύτους. Το ήξερες πως κάνουν επιθέσεις σε παιδιά; Ναι, αυτό ακριβώς. Είναι κάτι δρόμοι που οι γυναίκες δεν τολμάνε να αφήσουν τα μωρά τους ούτε λεπτό μόνα τους. Οι επιθετικοί είναι αυτοί οι πελώριοι, οι καφετιοί. Και το πιο άσχημο είναι πως αυτά τα βρομερά ζωντανά πάντα…»
«Σταμάτα!» είπε ο Γουίνστον κλείνοντας σφιχτά τα μάτια του.
«Αγάπη μου! Είσαι κατάχλωμος. Τι έπαθες; Σε αηδιάζουν;»
«Τι πιο φριχτό στον κόσμο –ένας αρουραίος!»
Η Τζούλια σφίχτηκε επάνω του και τύλιξε τα μέλη της γύρω του, σαν να ήθελε να τον καθησυχάσει με τη ζεστασιά του κορμιού της. Ο Γουίνστον δεν άνοιξε αμέσως τα μάτια. Για κάποια λεπτά είχε την αίσθηση ότι ξαναζούσε έναν εφιάλτη που επανερχόταν κατά καιρούς στη ζωή του. Ήταν σχεδόν πάντα ο ίδιος. Στεκόταν μπροστά από αδιαπέραστο σκοτάδι, και στην άλλη πλευρά υπήρχε κάτι ανυπόφορο που δεν μπορούσε να το αντιμετωπίσει. Στο όνειρό του, αυτό που αισθανόταν έντονα ήταν πάντα μια αυταπάτη, γιατί στην πραγματικότητα ήξερε τι έκρυβε το βαθύ σκοτάδι. Με μια θανάσιμη προσπάθεια, σαν να ξερίζωνε κάτι από το μυαλό του, θα μπορούσε να το φέρει στο φως. Ξυπνούσε πάντα χωρίς να έχει ανακαλύψει τι ήταν, με κάποιο τρόπο όμως συνδεόταν με αυτό που είχε ξεκινήσει να λέει η Τζούλια όταν τη διέκοψε.
«Συγγνώμη» της είπε «δεν είναι τίποτα. Δεν συμπαθώ τους αρουραίους, αυτό είναι όλο».
«Μη στενοχωριέσαι, αγάπη μου, δεν πρόκειται να κάτσουν μαζί μας αυτά τα βρομιάρικα. Προτού φύγουμε, θα βουλώσω την τρύπα με λίγη λινάτσα. Κι όταν θα ξανάρθουμε, θα τη σφραγίσω μια χαρά».
Η δυσάρεστη στιγμή του πανικού είχε ήδη μισοξεχαστεί. Λίγο ντροπιασμένος, ο Γουίνστον ανακάθισε ακουμπώντας στο κεφαλάρι του κρεβατιού. Η Τζούλια σηκώθηκε, έβαλε τη φόρμα της κι έφτιαξε καφέ. Η μυρωδιά που αναδύθηκε από το κατσαρολάκι ήταν τόσο δυνατή και ερεθιστική ώστε αναγκάστηκαν να κλείσουν το παράθυρο για να μην την αντιληφθεί κάποιος απ’ έξω και του κινήσει την περιέργεια. Το καλύτερο όμως κι από τη γεύση του καφέ ήταν η βελούδινη υφή που του είχε δώσει η ζάχαρη, κάτι που ο Γουίνστον είχε σχεδόν λησμονήσει μετά από τόσα χρόνια ζαχαρίνης. Με το ένα χέρι στην τσέπη και μια φέτα ψωμί με μαρμελάδα στο άλλο, η Τζούλια περιφερόταν στο δωμάτιο πότε κοιτάζοντας αδιάφορα τη βιβλιοθήκη πότε υποδεικνύοντας τον καλύτερο τρόπο για την επισκευή του πτυσσόμενου τραπεζιού, πότε βουλιάζοντας στη φθαρμένη πολυθρόνα για να διαπιστώσει πόσο αναπαυτική ήταν και πότε εξετάζοντας σαστισμένη το παράδοξο ρολόι με τις δώδεκα ώρες. Μετά, έφερε τον χαρτοστάτη στο κρεβάτι, για να τον παρατηρήσει καλύτερα στο φως. Ο Γουίνστον τον πήρε από το χέρι της μαγεμένος όπως πάντα από την απαλή, βρόχινη όψη του γυαλιού.
«Τι νομίζεις πως παριστάνει;» ρώτησε η Τζούλια.
«Δεν πιστεύω πως είναι κάτι συγκεκριμένο –εννοώ, δεν νομίζω να είχε ποτέ κάποια χρησιμότητα. Είναι ένα μικρό κομμάτι ιστορίας που ξέχασαν να αλλάξουν. Ένα μήνυμα από εκατό χρόνια πίσω, αν μπορούσε κάποιος να το διαβάσει».
«Κι η εικόνα εκεί πέρα;» έκανε ένα νεύμα προς την γκραβούρα στον απέναντι τοίχο «είναι κι εκείνη εκατό χρονών;»
«Και παραπάνω. Διακοσίων, θα έλεγα. Ποιος να ξέρει; Σήμερα, είναι αδύνατον να υπολογίσεις την ηλικία του οποιουδήποτε πράγματος».
Η Τζούλια πλησίασε την γκραβούρα για να την παρατηρήσει καλύτερα.
«Από δω ξεμύτισε ο βρομιάρης» είπε κλωτσώντας τη σανίδα ακριβώς κάτω από την εικόνα. «Τι είναι αυτό το μέρος; Σαν κάπου να το έχω ξαναδεί».
«Είναι μια εκκλησία ή τουλάχιστον ήταν κάποτε. Την έλεγαν Άγιο Κλήμη των Δανών». Κάτι από το τραγουδάκι που του είχε μάθει ο κύριος Τσάρινγκτον ήρθε πάλι στο νου του. Πρόσθεσε μισονοσταλγικά: «“Πορτοκάλια και λεμόνια, λεν οι καμπάνες του Άη Κλήμη”». Προς μεγάλη του έκπληξη, άκουσε τη Τζούλια να συνεχίζει:
«“Μου χρωστάς τρία φαρδίνια, λεν οι καμπάνες του Άη Μαρτίνου. Πότε θα με ξεπληρώσεις, λεν οι καμπάνες του Ολντ Μπέιλι…” Δεν θυμάμαι τι λέει μετά. Πάντως ξέρω πώς τελειώνει. “Να κερί να σε φωτίσει στο κρεβάτι, να λεπίδα να σου κόψει το κεφάλι!”»
Ήταν σαν να άκουγες ένα σύνθημα και το παρασύνθημά του. Σίγουρα όμως υπήρχε κι ένας στίχος ακόμα μετά το “οι καμπάνες του Ολντ Μπέιλι”. Ο Γουίνστον σκέφτηκε ότι θα μπορούσαν να τον ξεθάψουν από τη μνήμη του κυρίου Τσάρινγκτον αν του έδιναν το κατάλληλο ερέθισμα.
«Ποιος στο έμαθε;» τη ρώτησε.
«Ο παππούς μου. Μου το τραγουδούσε όταν ήμουν μικρή. Ήμουν οκτώ χρονών όταν τον εξαέρωσαν –τέλος πάντων, όταν εξαφανίστηκε. Τι να ήταν άραγε το λεμόνι;» πρόσθεσε άσχετα. «Έχω δει πορτοκάλια. Είναι κάτι στρογγυλά κίτρινα φρούτα με χοντρό φλούδι».
«Τα θυμάμαι τα λεμόνια» είπε ο Γουίνστον. «Τα έβρισκες παντού στη δεκαετία του πενήντα. Ήταν τόσο ξινά που και μόνο που τα μύριζες, έτριζαν τα δόντια σου».
«Βάζω στοίχημα πως πίσω από την εικόνα θα έχει κοριούς» είπε η Τζούλια. «Θα την κατεβάσω και θα της κάνω ένα καλό καθάρισμα μια από αυτές τις μέρες. Μου φαίνεται πως είναι ώρα να φεύγουμε. Πρέπει να πλύνω το πρόσωπό μου, να βγάλω τις μπογιές. Τι βάσανο! Και μετά θα σου καθαρίσω κι εσένα το κραγιόν από το πρόσωπο».
Ο Γουίνστον έμεινε στο κρεβάτι λίγα λεπτά ακόμα. Το δωμάτιο είχε αρχίσει να σκοτεινιάζει. Έστρεψε το σώμα του προς το φως κι απόμεινε να κοιτάζει τον γυάλινο χαρτοστάτη. Το ανεξάντλητο ενδιαφέρον σχετικά με το παράξενο αντικείμενο δεν είχε να κάνει με το κοράλλι, αλλά με το ίδιο το εσωτερικό του γυαλιού. Είχε βάθος, κι όμως ήταν διαφανές σαν τον αέρα. Έμοιαζε λες και η επιφάνεια του γυαλιού ήταν ένας ουράνιος θόλος που περιέκλειε έναν μικροσκοπικό κόσμο μαζί με την ατμόσφαιρά του. Του γεννούσε την αίσθηση ότι μπορούσε να εισχωρήσει και ο ίδιος, ότι στην πραγματικότητα βρισκόταν ήδη μέσα του μαζί με το μαονένιο κρεβάτι, τη σιδερένια γκραβούρα, το πτυσσόμενο τραπέζι, το ρολόι και τον ίδιο τον χαρτοστάτη. Ο χαρτοστάτης ήταν το δωμάτιο στο οποίο βρισκόταν τώρα και το κοράλλι ήταν η ζωή της Τζούλια και η δική του, ταιριασμένες αιώνια στην καρδιά του γυαλιού.