Ξύπνησε με την αίσθηση ότι είχε κοιμηθεί πολλή ώρα, αλλά μια ματιά στο παλιομοδίτικο ρολόι τον βεβαίωσε ότι ήταν μόνο οκτώ και μισή, δηλαδή είκοσι και μισή. Για λίγο απόμεινε να χουζουρεύει. Τότε, ο ήχος της βαθιάς φωνής που κάτω στην αυλή τραγουδούσε το γνωστό τραγουδάκι έφτασε στα αυτιά του:
Τότε που σε πρωτοείδα
Ήταν τρέλα δεν είχα ελπίδα
Με ένα σου βλέμμα μια σου λέξη
Την καρδιά μου είχες κλέψει.
Κι έπειτα χάθηκες σαν τον αγέρα
Σαν μιας στιγμής Απρίλη μέρα.
Το ανόητο τραγουδάκι μάλλον ήταν ακόμα της μόδας. Το άκουγες παντού. Είχε ξεπεράσει σε δημοτικότητα ακόμα και το Τραγούδι του Μίσους.
Η Τζούλια ξύπνησε από τον θόρυβο, τεντώθηκε νωχελικά και σηκώθηκε από το κρεβάτι.
«Πεινάω» είπε. «Ας φτιάξουμε λίγο καφέ ακόμα. Να πάρει! Έσβησε η φωτιά και το νερό κρύωσε». Σήκωσε την γκαζιέρα και την κούνησε. «Δεν έχει πετρέλαιο».
«Μπορούμε να ζητήσουμε από τον γέρο Τσάρινγκτον, υποθέτω».
«Το αστείο είναι ότι ήμουν σίγουρη πως ήταν γεμάτη. Θα ντυθώ» πρόσθεσε. «Ψύχρανε μάλλον».
Ο Γουίνστον σηκώθηκε κι αυτός και ντύθηκε. Η ακούραστη φωνή συνέχιζε το τραγούδι:
Λεν πως ο χρόνος κλείνει τις πληγές
Μα τα όνειρα και τα δάκρυα του χθες
Ραγίζουν τα φύλλα της καρδιάς
Κι ας λεν πως στο τέλος τα ξεχνάς.
Καθώς έδενε τη ζώνη της στολής του, πήγε μέχρι το παράθυρο. Ο ήλιος είχε κατέβει πίσω από τα σπίτια, γιατί η αυλή δεν φωτιζόταν πια. Τα πλακόστρωτα ήταν βρεγμένα, σαν να είχαν μόλις πλυθεί, και ο Γουίνστον είχε την εντύπωση ότι ο ουρανός έμοιαζε κι αυτός πλυμένος, τόσο φρέσκο και καθαρό φαινόταν το γαλάζιο του χρώμα ανάμεσα στις καμινάδες. Η γυναίκα πηγαινοερχόταν ακούραστα, πότε με φούρια, πότε πιο χαλαρά, πότε τραγουδώντας, πότε σιωπώντας ενώ στερέωνε και άλλες πάνες με μανταλάκια, κι έπειτα κι άλλες, κι άλλες. Ο Γουίνστον αναρωτήθηκε αν η γυναίκα κέρδιζε τα προς το ζην με το πλύσιμο ή απλά έκανε την υπηρέτρια σε είκοσι, τριάντα εγγόνια. Η Τζούλια ήρθε κοντά του. Και οι δύο κοιτούσαν γοητευμένοι την στιβαρή μορφή κάτω στην αυλή. Καθώς ο Γουίνστον την παρατηρούσε έτσι όπως είχε πάρει τη χαρακτηριστική της στάση, με τα παχιά της μπράτσα σηκωμένα για να φτάνουν το σκοινί της μπουγάδας, με τα σφριγηλά σαν της φοράδας καπούλια προτεταμένα, σκέφτηκε για πρώτη φορά πως ήταν όμορφη. Δεν του είχε ξαναπεράσει από το μυαλό ότι το σώμα μιας πενηντάρας, ένα σώμα που οι γέννες είχαν φουσκώσει δίνοντάς του τερατώδεις διαστάσεις και ο καθημερινός μόχθος το είχε σκληρύνει και τραχύνει σαν παραγινωμένο γογγύλι, μπορούσε να είναι όμορφο. Κι όμως, έτσι ήταν. Κι εξάλλου, γιατί όχι; σκέφτηκε. Το στέρεο χωρίς περίγραμμα γρανιτένιο σώμα και το κόκκινο τραχύ δέρμα σε σύγκριση με ένα κοριτσίστικο κορμί είχαν την αναλογία του καρπού της αγριοτριανταφυλλιάς με το ρόδο. Γιατί θα έπρεπε ο καρπός να θεωρείται κατώτερος του άνθους;
«Είναι όμορφη» μουρμούρισε.
«Με πάνω από ένα μέτρο περιφέρεια» είπε η Τζούλια.
«Αυτό είναι το πρότυπο της ομορφιάς της» είπε ο Γουίνστον.
Είχε αγκαλιάσει τη λυγερή μέση της Τζούλια. Από τη μέση έως το γόνατο, το κορμί της ήταν κολλημένο στο δικό του. Η ένωσή τους δεν θα έφερνε κανένα παιδί στον κόσμο. Ήταν κάτι που δεν θα μπορούσαν να κάνουν ποτέ. Μόνο με λέξεις, από το ένα πνεύμα στο άλλο, μπορούσαν να μεταδώσουν το μυστικό. Η γυναίκα στην αυλή δεν διέθετε πνεύμα, δεν είχε παρά μόνο τα δυνατά της μπράτσα, μια ζεστή καρδιά και μια γόνιμη κοιλιά. Ο Γουίνστον αναρωτήθηκε πόσα παιδιά να είχε φέρει στον κόσμο. Μπορεί και δεκαπέντε άνετα. Κάποτε γνώρισε μια πρόσκαιρη, ίσως για έναν χρόνο, άνθιση, σαν ένα αγριοτριαντάφυλλο, και μετά ξαφνικά φούσκωσε σαν το φρούτο που του έχουν ρίξει λίπασμα, σκλήρυνε, έγινε κόκκινη και τραχιά, και μετά όλη της η ζωή πέρασε με πλύσιμο, σφουγγάρισμα, μπάλωμα, μαγείρεμα, σκούπισμα, γυάλισμα, μαντάρισμα, και ξανά πλύσιμο, σφουγγάρισμα, πρώτα για τα παιδιά της, μετά για τα εγγόνια, για τριάντα χρόνια χωρίς σταματημό. Κι όμως, μετά από όλα αυτά τραγουδούσε ακόμα. Ο κρυφός σεβασμός που ένιωθε για τη γυναίκα αναμίχθηκε με τη θέα του ανοιχτόχρωμου αψεγάδιαστου ουρανού που απλωνόταν μακριά, πέρα από τις καμινάδες. Φαινόταν παράξενο όταν σκεφτόσουν πως ο ουρανός ήταν ο ίδιος για όλους, και στην Ευρασία, και στην Ανατολασία, όπως και στην Ωκεανία. Και οι άνθρωποι που ζούσαν κάτω από αυτόν τον ουρανό ήταν ίδιοι σχεδόν –παντού, σε όλον τον κόσμο, εκατοντάδες χιλιάδες εκατομμύρια άνθρωποι που αγνοούσαν ο ένας την ύπαρξη του άλλου, χωρισμένοι από τείχη μίσους και ψευτιάς, κι όμως σχεδόν ίδιοι. Άνθρωποι που ποτέ δεν έμαθαν να σκέφτονται, όμως μάζευαν στην καρδιά, στην κοιλιά και στους μυς τους τη δύναμη που κάποτε θα αναποδογύριζε τον κόσμο. Αν υπήρχε ελπίδα, αυτή βρισκόταν στους προλετάριους! Χωρίς να έχει διαβάσει μέχρι τέλους το βιβλίο, ήξερε ότι αυτό θα πρέπει να ήταν το τελικό μήνυμα του Γκολντστάιν. Το μέλλον ανήκε στους προλετάριους. Μπορούσε όμως να είναι σίγουρος ότι ο κόσμος που θα έφτιαχναν δεν θα ήταν για αυτόν, τον Γουίνστον Σμιθ, τόσο ξένος όσο και ο κόσμος που είχε πλάσει το Κόμμα; Ναι, μπορούσε. Γιατί τουλάχιστον θα ήταν ένας ισορροπημένος κόσμος. Όπου υπάρχει ισότητα, υπάρχει λογική. Αργά ή γρήγορα θα συνέβαινε, και η δύναμη θα γινόταν συνείδηση. Οι προλετάριοι ήταν αθάνατοι, κάτι που δεν χωρούσε αμφισβήτηση όταν κοιτούσε τη στιβαρή γυναίκα στην αυλή. Στο τέλος οι προλετάριοι θα ξυπνούσαν. Κι ώσπου να γίνει αυτό –ακόμα κι αν χρειαζόταν να περάσουν χίλια χρόνια– θα έμεναν ζωντανοί παρά τις αντιξοότητες, σαν τα πουλιά, περνώντας από σώμα σε σώμα τη ζωτικότητα που το Κόμμα δεν μπορούσε να μοιραστεί μαζί τους ούτε όμως και να πατάξει.
«Θυμάσαι» ρώτησε «την τσίχλα που μας τραγουδούσε εκείνη την πρώτη μέρα στην άκρη του δάσους;»
«Δεν τραγουδούσε για εμάς» είπε η Τζούλια. «Τραγουδούσε γιατί το ευχαριστιόταν. Όχι, ούτε αυτό είναι. Απλά τραγουδούσε».
Τα πουλιά τραγουδούσαν, οι προλετάριοι τραγουδούσαν, το Κόμμα δεν τραγουδούσε. Παντού στον κόσμο, στο Λονδίνο και τη Νέα Υόρκη, στην Αφρική και τη Βραζιλία, και στις μυστηριώδεις απαγορευμένες ζώνες πέρα από τα σύνορα, στους δρόμους του Παρισιού και του Βερολίνου, στα χωριά της απέραντης ρωσικής στέπας, στα παζάρια της Κίνας και της Ιαπωνίας –παντού ορθωνόταν η ίδια στέρεη ανίκητη σιλουέτα, κακοπαθημένη από τη δουλειά και τις γέννες, καταδικασμένη να παλεύει από την ώρα που γεννιόταν μέχρι την ώρα που θα πέθαινε. Και όμως, τραγουδούσε ακόμα. Από αυτά τα δυνατά λαγόνια κάποτε θα ξεπεταγόταν μια φυλή συνειδητών πλασμάτων. Εσύ ήσουν νεκρός, το μέλλον ανήκε σε εκείνους. Μπορούσες όμως να μοιραστείς μαζί τους αυτό το μέλλον κρατώντας ζωντανό το μυαλό σου, όπως εκείνοι κρατούσαν ζωντανό το σώμα τους και μεταδίδοντας το κρυφό αξίωμα ότι δύο και δύο κάνουν τέσσερα.
«Είμαστε νεκροί» είπε.
«Είμαστε νεκροί» επανέλαβε υπάκουα η Τζούλια.
«Είστε νεκροί» είπε μια σκληρή φωνή πίσω τους.
Χωρίστηκαν απότομα. Τα σωθικά του Γουίνστον πάγωσαν. Μπορούσε να διακρίνει το λευκό γύρω από την ίριδα των ματιών της Τζούλια. Το πρόσωπο της ήταν κάτωχρο. Το κοκκινάδι που είχε απομείνει στα μάγουλά της ξεχώριζε σαν μουτζούρα πάνω στην επιδερμίδα της.
«Είστε νεκροί» επανέλαβε η σκληρή φωνή.
«Έρχεται πίσω από την εικόνα» είπε με κομμένη ανάσα η Τζούλια.
«Έρχεται πίσω από την εικόνα» είπε η φωνή. «Μείνετε ακριβώς εκεί που είστε. Μην κουνηθείτε καθόλου αν δεν σας διατάξουμε».
Ξεκινούσε, επιτέλους ξεκινούσε! Δεν μπορούσαν να κάνουν τίποτα, εκτός από το να μένουν όρθιοι εκεί και να κοιτάζονται στα μάτια. Το να τρέξουν να σωθούν, να φύγουν από το σπίτι προτού να είναι αργά, ούτε καν το σκέφτηκαν. Αδιανόητο να αψηφήσουν τη σκληρή φωνή που έβγαινε από τον τοίχο. Ακούστηκε ένας ξερός ήχος σαν να τραβήχτηκε ένας σύρτης κι ένας πάταγος από γυαλιά που έσπαζαν. Η εικόνα σωριάστηκε στο πάτωμα, αποκαλύπτοντας την τηλεοθόνη που κρυβόταν πίσω της.
«Τώρα μπορούν να μας δουν» είπε η Τζούλια.
«Τώρα μπορούμε να σας δούμε» είπε η φωνή. «Σταθείτε όρθιοι στη μέση του δωματίου. Πλάτη με πλάτη. Τα χέρια πίσω από το κεφάλι χωρίς να αγγίζεστε μεταξύ σας!»
Παρότι δεν αγγίζονταν, ο Γουίνστον είχε την εντύπωση ότι ένιωσε την Τζούλια να τρέμει. Ή μπορεί να ήταν το δικό του σώμα που έτρεμε. Μόλις που συγκρατούσε τα δόντια του να μην χτυπούν μεταξύ τους, τα γόνατά του όμως δεν μπορούσε να τα ελέγξει. Από κάτω, ακούγονταν βαριά βήματα από μπότες, μέσα κι έξω από το σπίτι. Η αυλή έμοιαζε να έχει γεμίσει κόσμο. Κάτι σερνόταν στο πλακόστρωτο. Το τραγούδι της γυναίκας σταμάτησε απότομα. Ακούστηκε ένας μακρόσυρτος θόρυβος από κάτι που κατρακυλούσε. Μπορεί να είχαν κλωτσήσει τη λεκάνη της μπουγάδας. Ακολούθησε ένα ανακάτεμα θυμωμένων φωνών που κατέληξαν σε μια κραυγή πόνου.
«Το σπίτι είναι περικυκλωμένο» είπε ο Γουίνστον.
«Το σπίτι είναι περικυκλωμένο» είπε η φωνή.
Άκουσε τα δόντια της Τζούλια να χτυπούν μεταξύ τους. «Νομίζω πως πρέπει να αποχαιρετιστούμε» του είπε.
«Πρέπει να αποχαιρετιστείτε» είπε η φωνή. Και μετά, μια άλλη, εντελώς διαφορετική φωνή, λεπτή, καλλιεργημένη, που έδινε την εντύπωση στον Γουίνστον ότι την είχε ξανακούσει, παρενέβη. «Και με την ευκαιρία, μια και ταιριάζει στην περίσταση: “Να κερί να σε φωτίσει στο κρεβάτι, να λεπίδα να σου κόψει το κεφάλι!”»
Ένας πάταγος από κάτι που έσπαγε ακούστηκε από τη μεριά του κρεβατιού, πίσω από τον Γουίνστον. Η κορυφή μιας σκάλας είχε περάσει μέσα από τα παράθυρο, παραβιάζοντας το κούφωμά του. Κάποιος σκαρφάλωνε. Ακούστηκε θόρυβος από μπότες που ανέβαιναν τα σκαλιά, και μετά, το δωμάτιο γέμισε συμπαγείς ανθρώπινους όγκους με μαύρες στολές, πεταλωμένες μπότες και κλομπ στα χέρια.
Ο Γουίνστον δεν έτρεμε πια. Ακόμα και τα μάτια του ήταν σχεδόν ακίνητα. Ένα πράγμα μετρούσε μόνο: να μείνεις ακίνητος, να μην κουνηθείς, για να μην τους δώσεις αφορμή να σε χτυπήσουν! Ένας άνδρας με καθαρό σαγόνι πυγμάχου κι ένα στόμα σαν σχισμή σταμάτησε ακριβώς μπροστά του, ζυγιάζοντας σκεπτικός το κλομπ του ανάμεσα στον δείχτη και τον αντίχειρα. Ο Γουίνστον συνάντησε το βλέμμα του. Το αίσθημα της γύμνιας σε συνδυασμό με τα χέρια πίσω από το κεφάλι, με το πρόσωπο και το σώμα του εκτεθειμένα, ήταν κάτι ανυπόφορο. Ο άνδρας έγλειψε με την άκρη μιας άσπρης γλώσσας το σημείο όπου υποτίθεται πως ήταν τα χείλη του και μετά έφυγε. Ακούστηκε κι άλλος πάταγος. Κάποιος είχε πάρει τον γυάλινο χαρτοστάτη από το τραπέζι και τον είχε εκσφενδονίσει στην πέτρα του τζακιού, όπου τώρα κειτόταν σε θρύψαλα.
Το κομμάτι του κοραλλιού, μια μικροσκοπική ροζ πτύχωση σαν ένα ζαχαρωτό μπουμπούκι τριαντάφυλλου σε τούρτα, κύλησε πάνω στο χαλί. Πόσο μικρό, σκέφτηκε ο Γουίνστον, πόσο μικρό ήταν πάντα! Άκουσε πίσω του τον ήχο μιας γροθιάς και μιας ανάσας που κοβόταν. Σχεδόν ταυτόχρονα, ένιωσε μια τόσο βίαιη κλωτσιά στον αστράγαλό του που παραλίγο να χάσει την ισορροπία του. Ένας από τους άνδρες είχε δώσει μια γροθιά στο στομάχι της Τζούλια, κάνοντάς την να διπλώσει στα δύο. Σπαρταρούσε στο πάτωμα πασχίζοντας να ξαναβρεί την ανάσα της. Ο Γουίνστον δεν τολμούσε να γυρίσει το κεφάλι του ούτε χιλιοστό, υπήρξαν όμως στιγμές που το ασθμαίνον γυναικείο πρόσωπο βρισκόταν στο οπτικό του πεδίο. Ακόμα και μέσα στον τρόμο του, σχεδόν ένιωθε τον πόνο της σαν δικό του, αυτόν τον θανάσιμο πόνο που δεν ήταν τόσο σημαντικός όσο η προσπάθεια να ανασάνει κανονικά. Ήξερε τι αισθανόταν: αυτόν τον τρομερό, όλο αγωνία πόνο που δεν σε εγκατέλειπε ούτε στιγμή, που όμως δεν τον σκεφτόσουν, γιατί πρώτη σου έγνοια ήταν να ξαναπάρεις ανάσα. Αμέσως, δύο άνδρες την άρπαξαν από τα γόνατα και τους ώμους και την έβγαλαν από το δωμάτιο σαν να κουβαλούσαν ένα σακί. Ο Γουίνστον πρόλαβε να δει το πρόσωπό της γυρισμένο προς τα κάτω, κάτωχρο και συσπασμένο, με τα μάτια κλειστά και με εκείνον τον λεκέ από το κοκκινάδι στα μάγουλα. Κι αυτό ήταν το τελευταίο που είδε από την Τζούλια.
Εξακολουθούσε να είναι όρθιος, ακίνητος σαν πεθαμένος. Κανείς δεν τον είχε χτυπήσει ακόμα. Το κεφάλι του άρχισε να γεμίζει από απρόσκλητες ασήμαντες σκέψεις. Αναρωτήθηκε αν είχαν πιάσει και τον κύριο Τσάρινγκτον. Τι να είχαν κάνει άραγε στη γυναίκα κάτω στην αυλή; Παρατήρησε ότι χρειαζόταν να πάει να ουρήσει επειγόντως, παρότι το είχε κάνει μόλις δύο με τρεις ώρες πριν. Παρατήρησε επίσης ότι το ρολόι στο τζάκι έδειχνε εννέα, δηλαδή είκοσι μία ώρες. Το φως όμως ήταν αρκετά ζωηρό. Δεν θα έπρεπε να έχει αρχίσει να σκοτεινιάζει τέτοια ώρα, βράδυ Αυγούστου; Αναρωτήθηκε μήπως και αυτός και η Τζούλια είχαν κάνει λάθος στην ώρα. Μήπως είχαν παρακοιμηθεί και νόμιζαν ότι ήταν είκοσι και μισή, ενώ στην πραγματικότητα ήταν οκτώ και μισή του επόμενου πρωινού. Δεν συνέχισε όμως τη σκέψη του. Δεν παρουσίαζε κανένα ενδιαφέρον.
Από τον διάδρομο ακούστηκαν διαφορετικά, πιο ελαφριά βήματα. Ο κύριος Τσάρινγκτον μπήκε στο δωμάτιο. Η στάση των μαυροφορεμένων ανδρών έδειξε ξαφνικά πιο μαζεμένη. Υπήρχε όμως και κάτι διαφορετικό στην εμφάνιση του κυρίου Τσάρινγκτον. Το βλέμμα του έπεσε στα θρύψαλα του γυάλινου χαρτοστάτη.
«Μαζέψτε τα κομμάτια» διέταξε κοφτά.
Ένας άνδρας έσκυψε να εκτελέσει τη διαταγή. Η προφορά της λαϊκής τάξης είχε εξαφανιστεί από τη φωνή του κυρίου Τσάρινγκτον. Ο Γουίνστον συνειδητοποίησε μόλις τίνος τη φωνή είχε ακούσει στιγμές πριν μέσα από την τηλεοθόνη. Ο κύριος Τσάρινγκτον φορούσε ακόμα το παλιό βελούδινο σακάκι του, όμως τα σχεδόν άσπρα μαλλιά του ήταν μαύρα τώρα. Ούτε τα γυαλιά του φορούσε. Έριξε μόνο μια κοφτή ματιά στον Γουίνστον, σαν να πιστοποιούσε την ταυτότητά του, και μετά τον αγνόησε. Τον αναγνώριζε κανείς ακόμα, όμως δεν ήταν πλέον ο ίδιος άνθρωπος. Τώρα, το σώμα του ήταν ευθυτενές και πιο γεμάτο. Το πρόσωπό του είχε υποστεί ελάχιστες αλλαγές, παρ’ όλα αυτά έδειχνε εντελώς μεταμορφωμένο. Τα μαύρα φρύδια ήταν λιγότερο πυκνά, οι ρυτίδες είχαν σβήσει, όλο το περίγραμμα του προσώπου έδειχνε διαφορετικό. Ακόμα και η μύτη έδειχνε πιο μαζεμένη. Ήταν το γεμάτο ενέργεια, ψυχρό πρόσωπο ενός άνδρα γύρω στα τριάντα πέντε. Ο Γουίνστον συνειδητοποίησε ότι για πρώτη φορά στη ζωή του κοιτούσε κατάματα, εν γνώσει του, ένα μέλος της Αστυνομίας της Σκέψης.