Ήταν ξαπλωμένος σε κάτι που έμοιαζε με ράντσο εκστρατείας, μόνο που βρισκόταν πιο ψηλά από το πάτωμα και ο Γουίνστον ήταν έτσι καθηλωμένος που δεν μπορούσε να κουνηθεί. Ένα ασυνήθιστα δυνατό φως έπεφτε στο πρόσωπό του. Ο Ο’ Μπράιεν στεκόταν στο πλευρό του κοιτώντας τον διερευνητικά. Στο άλλο του πλευρό στεκόταν ένας άνδρας με άσπρη ποδιά κρατώντας μια υποδόρια ένεση.
Ακόμα και τώρα που είχε ανοίξει τα μάτια του, αντιλαμβανόταν σταδιακά το περιβάλλον. Είχε την εντύπωση ότι είχε κολυμπήσει από έναν εντελώς διαφορετικό υποθαλάσσιο κόσμο και είχε αναδυθεί σε αυτό το δωμάτιο. Ούτε ήξερε πόσο καιρό βρισκόταν εκεί κάτω. Από τη στιγμή της σύλληψής του δεν είχε δει ούτε σκοτάδι ούτε το φως της ημέρας. Εξάλλου, η μνήμη του ήταν αποσπασματική. Υπήρχαν στιγμές που η συνείδηση, ακόμα και το είδος της συνείδησης που διατηρεί κανείς στον ύπνο του, έπαυε να λειτουργεί κι επανερχόταν μετά από ένα κενό διάλειμμα. Κατά πόσο όμως αυτά τα διαλείμματα ήταν ημερών, εβδομάδων ή δευτερολέπτων, δεν ήταν σε θέση να το γνωρίζει.
Ο εφιάλτης είχε ξεκινήσει με εκείνο το πρώτο χτύπημα στον αγκώνα. Αργότερα θα καταλάβαινε ότι όλα όσα είχαν συμβεί μέχρι εκείνη τη στιγμή ήταν απλώς τα προκαταρκτικά, μια ανακριτική ρουτίνα από την οποία περνούσαν όλοι οι κρατούμενοι. Υπήρχε μια ατελείωτη ακολουθία εγκλημάτων –κατασκοπεία, δολιοφθορά και τα παρόμοια– τα οποία φυσικά όλοι έπρεπε να ομολογήσουν. Η ομολογία ήταν μια τυπικότητα, ενώ τα βασανιστήρια ήταν πραγματικά.
Δεν μπορούσε να θυμηθεί ούτε πόσες φορές τον είχαν χτυπήσει ούτε πόσο κράτησαν αυτά τα χτυπήματα. Πάντα τον χτυπούσαν ταυτόχρονα πέντε με έξι άνδρες με μαύρες στολές. Άλλοτε με γροθιές, άλλοτε με τα κλομπ, άλλοτε με σιδερένιους λοστούς, άλλοτε με τις μπότες τους. Ήταν φορές που κυλιόταν στο πάτωμα χωρίς ντροπή, σαν το ζώο, ενώ το σώμα του σφάδαζε σε μια ατελείωτη προσπάθεια να αποφύγει τις κλωτσιές. Το μόνο που κατάφερνε με αυτόν τον τρόπο ήταν να προκαλεί ακόμα περισσότερες, στα πλευρά, στην κοιλιά, στους αγκώνες, στα καλάμια, στους βουβώνες, στους όρχεις, στη βάση της σπονδυλικής στήλης. Ήταν φορές που αυτό το μαρτύριο παρατεινόταν τόσο μέχρι που ένιωθε ότι βάναυσο, οδυνηρό και ασυγχώρητο δεν ήταν που οι φύλακες συνέχιζαν να τον χτυπούν, αλλά που δεν μπορούσε να αναγκάσει τον εαυτό του να χάσει τις αισθήσεις του. Ήταν φορές που το θάρρος του τον εγκατέλειπε, και τότε παρακαλούσε να δείξουν έλεος προτού καλά καλά αρχίσουν να τον χτυπούν. Ήταν φορές που η θέα της γροθιάς που ετοιμαζόταν να του καταφέρει ένα χτύπημα αρκούσε για να τον κάνει να ξεσπάσει σε μια χειμαρρώδη ομολογία πραγματικών και φανταστικών εγκλημάτων. Κι υπήρχαν άλλες φορές που αποφάσιζε να μην ομολογήσει τίποτα, φορές που κάθε λέξη χρειαζόταν να την αποσπάσουν ανάμεσα σε αγκομαχητά πόνου. Κι άλλες πάλι που προσπαθούσε υποτονικά να συμβιβαστεί λέγοντας στον εαυτό του: «Θα ομολογήσω, όχι όμως ακόμα. Θα κρατηθώ μέχρι ο πόνος να γίνει αβάσταχτος. Τρεις κλωτσιές ακόμα, δύο κλωτσιές, και μετά θα τους πω ό,τι θέλουν». Κάποιες φορές είχε φάει τόσο πολύ ξύλο που δεν μπορούσε να σταθεί όρθιος. Μετά τον πετούσαν σαν τσουβάλι με πατάτες στο πέτρινο πάτωμα, έπειτα τον ξανασήκωναν και άρχιζαν πάλι το ξύλο. Οι περίοδοι ανάρρωσης είχαν επιμηκυνθεί. Τις θυμόταν θολά, γιατί τις περνούσε κατά κύριο λόγο ή κοιμισμένος ή αναίσθητος. Θυμόταν ένα κελί με ένα σανιδένιο κρεβάτι, κάτι που έμοιαζε με ράφι καρφωμένο στον τοίχο, έναν τενεκέ για πλύσιμο και γεύματα ζεστής σούπας και ψωμιού και μερικές φορές καφέ. Θυμόταν έναν κακότροπο κουρέα που κατέφθανε για να τον ξυρίσει και να τον κουρέψει, όπως θυμόταν και πολυάσχολους αντιπαθητικούς ανθρώπους, ντυμένους με άσπρες ποδιές, να του παίρνουν τον σφυγμό, να εξετάζουν τα αντανακλαστικά του, να του ανασηκώνουν τα βλέφαρα, να του ψηλαφίζουν χωρίς οίκτο σπασμένα κόκκαλα, να του μπήζουν βελόνες στο μπράτσο για να τον κοιμίσουν.
Οι ξυλοδαρμοί μειώθηκαν. Στην ουσία έγιναν μια απειλή, ένας εφιάλτης στον οποίον θα μπορούσε να επιστρέψει ανά πάσα στιγμή αν έκριναν τις απαντήσεις του μη ικανοποιητικές. Οι ανακριτές του δεν ήταν πλέον κακούργοι με μαύρες στολές, αλλά μορφωμένοι άνθρωποι του Κόμματος, κοντόχοντρα ζωηρά ανθρωπάκια με αστραφτερά γυαλιά, που ασχολούνταν μαζί του δέκα, δώδεκα ώρες στη σειρά –έτσι νόμιζε, δεν ήταν και σίγουρος. Αυτοί οι ανακριτές φρόντιζαν να πονάει λίγο και διαρκώς, δεν βασίζονταν όμως μόνο στον πόνο. Του χαστούκιζαν το πρόσωπο, του έστριβαν τα αυτιά, του τραβούσαν τα μαλλιά, τον έβαζαν να στέκεται στο ένα του πόδι, δεν του επέτρεπαν να ουρήσει, έριχναν εκτυφλωτικό φως στο πρόσωπό του μέχρι που τα μάτια του έτρεχαν δάκρυα. Σκοπός τους ήταν απλά να τον ταπεινώσουν και να εκμηδενίσουν τις αντιστάσεις του και την ικανότητά του να προβάλλει επιχειρήματα. Το πραγματικό τους όπλο ήταν η ανελέητη ανάκριση που συνεχιζόταν επί ώρες: του έβαζαν λεκτικές τρικλοποδιές, διαστρέφοντας ό,τι τους είχε πει, πείθοντάς τον κάθε ώρα και στιγμή για τα ψέματα και τις αντιφάσεις του, μέχρι που άρχιζε να κλαίει από ντροπή και νευρική εξάντληση. Ήταν μέρες που ίσως και να έκλαιγε έξι φορές σε μία ανάκριση. Τον περισσότερο καιρό τον έβριζαν και τον απειλούσαν ότι θα τον παρέδιδαν ξανά στα χέρια των φρουρών. Άλλες φορές πάλι άλλαζαν ξαφνικά τροπάριο. Τότε τον αποκαλούσαν σύντροφο, έκαναν έκκληση στο όνομα του ΑΓΓΣΟΣ και του Μεγάλου Αδελφού και τον ρωτούσαν λυπημένα αν, ακόμα και τώρα, δεν του είχε απομείνει τόση πίστη στο Κόμμα που να τον κάνει να θέλει να αποκαταστήσει το κακό που είχε προκαλέσει. Όταν τα νεύρα του είχαν γίνει κουρέλια μετά από τόσες ώρες ανάκρισης, ακόμα κι αυτή η έκκληση ήταν ικανή να τον κάνει να ξεσπάσει σε μυξοκλάματα. Στο τέλος, οι πιεστικές φωνές τον καταρράκωναν πολύ περισσότερο από τις κλωτσιές και τις μπουνιές των φρουρών. Κατέληξε να είναι απλά ένα στόμα που πρόφερε λέξεις, ένα χέρι που υπόγραφε ό,τι του ζητούσαν κάθε φορά. Η μόνη του έγνοια ήταν να ανακαλύψει τι ήθελαν να τους ομολογήσει και να το ομολογήσει γρήγορα, προτού ξαναρχίσει ο εκφοβισμός. Ομολόγησε τη δολοφονία διακεκριμένων μελών του Κόμματος, τη διακίνηση επαναστατικών φυλλαδίων, την υπεξαίρεση δημόσιου χρήματος, την πώληση στρατιωτικών μυστικών και τη διάπραξη κάθε είδους δολιοφθοράς. Ομολόγησε ότι είχε υπάρξει κατάσκοπος επί πληρωμή στην υπηρεσία της ανατολασιατικής κυβέρνησης από το 1968 τουλάχιστον. Ομολόγησε ότι ήταν θρησκευόμενος, θαυμαστής του καπιταλισμού και σεξουαλικά διεστραμμένος. Ομολόγησε ότι είχε δολοφονήσει τη γυναίκα του, παρότι ήξερε, και θα το ήξεραν και οι ανακριτές του, ότι η γυναίκα του ήταν ακόμη ζωντανή. Ομολόγησε ότι επί χρόνια βρισκόταν σε προσωπική επαφή με τον Γκολντστάιν και ότι ήταν μέλος μιας μυστικής οργάνωσης που περιλάμβανε σχεδόν κάθε γνωστό του. Ήταν πιο εύκολο να ομολογεί τα πάντα και να κατηγορεί τους πάντες. Εξάλλου, κατά έναν τρόπο, όλα ήταν αλήθεια. Αλήθευε ότι είχε υπάρξει εχθρός του Κόμματος, και στα μάτια του Κόμματος δεν υπήρχε καμία διαφορά ανάμεσα στη σκέψη και την πράξη.
Είχε όμως κι άλλου είδους αναμνήσεις, που υπήρχαν ασύνδετες στο μυαλό του, σαν εικόνες που τις περιέβαλλε σκοτάδι.
Βρισκόταν σε ένα κελί, ίσως σκοτεινό, ίσως φωτισμένο, γιατί δεν μπορούσε να διακρίνει τίποτα άλλο εκτός από ένα ζευγάρι μάτια. Πολύ κοντά του, κάποιο όργανο χτυπούσε αργά και ρυθμικά. Τα μάτια όλο και μεγάλωναν, όλο και γίνονταν πιο φωτεινά. Ξαφνικά, αιωρήθηκε πάνω από τη θέση του, βυθίστηκε στα μάτια και αυτά τον κατάπιαν.
Ήταν δεμένος με λουριά σε μια καρέκλα, περιτριγυρισμένος από περιστροφικούς διακόπτες, κάτω από εκτυφλωτικά φώτα. Ένας άνδρας με άσπρη ποδιά διάβαζε τις ενδείξεις στους διακόπτες. Βαριά βήματα από μπότες ακούστηκαν απ’ έξω. Η πόρτα άνοιξε με έναν μεταλλικό κρότο. Ο αξιωματικός με το κέρινο πρόσωπο μπήκε, ενώ τον ακολουθούσαν δύο φύλακες.
«Δωμάτιο 101» είπε ο αξιωματικός.
Ο άνδρας με την άσπρη ποδιά δεν στράφηκε. Ούτε τον Γουίνστον κοίταξε, συνέχισε μόνο να μελετάει τις ενδείξεις στους διακόπτες.
Κατρακυλούσε σε έναν μακρύ –μπορεί να ήταν και ένα χιλιόμετρο– διάδρομο, λουσμένο από ένα χρυσαφί φως, σκασμένος στα γέλια και φωνάζοντας με όλη του τη δύναμη ομολογίες. Τα ομολογούσε όλα, ακόμα και όσα είχε κρατήσει κρυφά παρά τα βασανιστήρια. Διηγιόταν την ιστορία της ζωής του σε ένα κοινό που τη γνώριζε ήδη. Μαζί του ήταν οι φρουροί, οι άλλοι ανακριτές, οι άνδρες με τις άσπρες ποδιές, ο Ο’ Μπράιεν, η Τζούλια, ο κύριος Τσάρινγκτον. Όλοι κατρακυλούσαν στον διάδρομο με δυνατά γέλια. Κάτι τρομερό, που επεφύλασσε το μέλλον, είχε παρακαμφθεί με κάποιο τρόπο και δεν είχε συμβεί. Όλα ήταν εντάξει, δεν υπήρχε άλλος πόνος, ως και η τελευταία λεπτομέρεια της ζωής του είχε εκτεθεί, κατανοηθεί, συγχωρεθεί.
Ανασηκώθηκε από το σανιδένιο κρεβάτι μισοβέβαιος ότι είχε ακούσει τη φωνή του Ο’ Μπράιεν. Κατά τη διάρκεια της ανάκρισής του, παρότι δεν τον είχε δει ποτέ, είχε την αίσθηση ότι ο Ο’ Μπράιεν ήταν στο πλευρό του, απλά βρισκόταν έξω από το οπτικό του πεδίο. Ο Ο’ Μπράιεν ήταν αυτός που ενορχήστρωνε τα πάντα. Αυτός έστελνε τους φρουρούς στον Γουίνστον και αυτός τους εμπόδιζε να τον σκοτώσουν. Αυτός αποφάσιζε πότε θα ούρλιαζε από τους πόνους, πότε θα τον άφηναν στην ησυχία του, πότε θα του έδιναν φαγητό, πότε θα κοιμόταν, πότε θα του χορηγούσαν ναρκωτικές ουσίες μπήζοντας ενέσεις στο μπράτσο του. Αυτός έκανε τις ερωτήσεις, αυτός υπέβαλλε τις απαντήσεις. Ήταν ο βασανιστής, ο προστάτης, ο ανακριτής, ο φίλος. Και ήταν κάποτε –Ο Γουίνστον δεν μπορούσε να θυμηθεί αν αυτό έγινε όταν κοιμόταν φυσιολογικά ή υπό την επήρεια των ναρκωτικών ή όσο ήταν ξύπνιος– που μια φωνή μουρμούρισε στο αυτί του: “Μην ανησυχείς, Γουίνστον. Βρίσκεσαι στα χέρια μου. Σε παρακολουθώ επτά χρόνια. Τώρα έφτασε η κρίσιμη στιγμή. Θα σε σώσω, θα σε κάνω τέλειο”. Ο Γουίνστον δεν ήταν σίγουρος ότι επρόκειτο για τη φωνή του Ο’ Μπράιεν. Ήταν όμως η ίδια φωνή που του είχε πει: “Θα συναντηθούμε εκεί που δεν υπάρχει σκοτάδι” σε ένα άλλο όνειρο επτά χρόνια πριν.
Δεν θυμόταν το τέλος της ανάκρισής του. Υπήρχε ένα κενό, και μετά, το κελί ή το δωμάτιο που βρισκόταν τώρα υλοποιήθηκε σταδιακά γύρω του. Ήταν ξαπλωμένος σχεδόν ολόισια και δεν μπορούσε να κουνηθεί. Το σώμα του ήταν δεμένο σε κάθε ζωτικό σημείο. Ακόμα και το πίσω μέρος του κεφαλιού του ήταν με κάποιον τρόπο συγκρατημένο. Ο Ο’ Μπράιεν τον κοιτούσε με σοβαρό και μάλλον λυπημένο ύφος. Το πρόσωπό του, έτσι όπως το έβλεπε να ορθώνεται από πάνω του, έδειχνε τραχύ και γερασμένο, με σακούλες κάτω από τα μάτια και ρυτίδες που έδειχναν κούραση κι εκτείνονταν από τη μύτη έως το πηγούνι. Ήταν πιο μεγάλος σε ηλικία από όσο τον είχε υπολογίσει. Μάλλον γύρω στα σαράντα οκτώ με πενήντα. Τα δάχτυλά του ακουμπούσαν έναν περιστρεφόμενο διακόπτη, με έναν μοχλό στην κορυφή του και αριθμούς στην επιφάνειά του.
«Στο είχα πει» είπε ο Ο’ Μπράιεν «ότι αν ξανασυναντιόμασταν, θα ήταν εδώ».
«Ναι» είπε ο Γουίνστον.
Χωρίς καμία προειδοποίηση, πέρα από μια αμυδρή κίνηση του χεριού του Ο’ Μπράιεν, ένα κύμα πόνου πλημμύρισε το σώμα του. Ήταν ένας τρομακτικός πόνος, γιατί δεν μπορούσε να δει τι συνέβαινε και είχε την αίσθηση ότι του είχαν προξενήσει ένα θανάσιμο πλήγμα. Δεν ήξερε αν ήταν κάτι που όντως του συνέβαινε ή αν ήταν αποτέλεσμα ηλεκτρικής εκκένωσης. Το σώμα του όμως είχε παραμορφωθεί, οι αρθρώσεις του σκίζονταν αργά, βασανιστικά. Παρότι ο πόνος τον είχε κάνει να μουσκέψει από τον ιδρώτα, το χειρότερο ήταν ο φόβος του μήπως σπάσει η σπονδυλική του στήλη. Έσφιξε τα δόντια και πήρε βαθιά ανάσα από τη μύτη προσπαθώντας να μείνει όσο περισσότερο μπορούσε σιωπηλός.
«Φοβάσαι» είπε ο Ο’ Μπράιεν παρατηρώντας το πρόσωπό του. «Φοβάσαι ότι σε λίγο θα σπάσει κάτι στο σώμα σου. Ο μεγαλύτερός σου φόβος είναι ότι θα σπάσει η σπονδυλική σου στήλη. Στο μυαλό σου έχεις μια ολοζώντανη εικόνα όπου οι σπόνδυλοι σπάζουν και ο νωτιαίος μυελός χύνεται από μέσα τους. Αυτό δεν σκέφτεσαι, Γουίνστον;»
Ο Γουίνστον δεν απάντησε. Ο Ο’ Μπράιεν έσπρωξε προς τα πίσω τον μοχλό του περιστροφικού διακόπτη. Το κύμα του πόνου υποχώρησε σχεδόν τόσο γρήγορα όσο είχε έρθει.
«Αυτό ήταν σαράντα» είπε ο Ο’ Μπράιεν. «Μπορείς να δεις ότι τα νούμερα στον επιλογέα φτάνουν μέχρι το εκατό. Θα μου κάνεις τη χάρη να θυμάσαι κατά τη διάρκεια της κουβέντας μας ότι έχω τη δύναμη να σου προκαλέσω πόνο όποια στιγμή και σε όποιον βαθμό θέλω; Αν μου πεις ψέματα ή επιχειρήσεις τις υπεκφυγές ή ακόμη κι αν παραστήσεις τον κουτό, την ίδια στιγμή θα ουρλιάξεις από τον πόνο. Το κατάλαβες;»
«Ναι» είπε ο Γουίνστον.
Το ύφος του Ο’ Μπράιεν χαλάρωσε κάπως. Διόρθωσε τα γυαλιά στη μύτη του σκεπτικός κι έκανε ένα δυο βήματα πάνω κάτω. Όταν μίλησε, η φωνή του ήταν ευγενική και υπομονετική. Είχε το ύφος γιατρού, δασκάλου, ως και ιερέα που η μέριμνά του είναι να εξηγήσει και να πείσει παρά να τιμωρήσει.
«Μπαίνω στον κόπο να ασχοληθώ μαζί σου, Γουίνστον, γιατί το αξίζεις. Ξέρεις πολύ καλά τι τρέχει με την περίπτωσή σου. Το ξέρεις χρόνια, παρότι πάλεψες να το ξεχάσεις. Είσαι πνευματικά ανισόρροπος. Πάσχεις από ελαττωματική μνήμη. Αδυνατείς να θυμηθείς πραγματικά περιστατικά και πείθεις τον εαυτό σου ότι θυμάσαι άλλα περιστατικά που δεν συνέβησαν ποτέ. Ευτυχώς, η πάθησή σου έχει θεραπεία. Δεν θεράπευσες τον εαυτό σου μέχρι τώρα, γιατί δεν το επέλεξες. Χρειαζόταν λίγη θέληση, κάτι που δεν ήσουν έτοιμος να προσπαθήσεις. Ακόμα και τώρα, ξέρω πολύ καλά ότι έχεις αγκιστρωθεί στην ασθένειά σου, με την εντύπωση ότι πρόκειται για αρετή. Τώρα, ας δούμε ένα παράδειγμα. Αυτή τη στιγμή, η Ωκεανία με ποια δύναμη βρίσκεται σε πόλεμο;»
«Όταν με συνέλαβαν, η Ωκεανία ήταν σε πόλεμο με την Ανατολασία».
«Με την Ανατολασία. Ωραία. Και η Ωκεανία βρισκόταν πάντα σε πόλεμο με την Ανατολασία, έτσι δεν είναι;»
Ο Γουίνστον κράτησε την ανάσα του. Άνοιξε το στόμα του να μιλήσει, δεν μίλησε όμως. Δεν μπορούσε να πάρει τα μάτια του από τον επιλογέα με την αρίθμηση μέχρι το εκατό.
«Την αλήθεια, παρακαλώ, Γουίνστον. Τη δική σου αλήθεια. Πες μου, τι πιστεύεις ότι θυμάσαι;»
«Θυμάμαι ότι μέχρι μία εβδομάδα προτού με συλλάβουν, δεν είμαστε σε πόλεμο με την Ανατολασία. Είμαστε σύμμαχοί τους. Πολεμούσαμε εναντίον της Ευρασίας. Αυτό κράτησε τέσσερα χρόνια. Πιο πριν…»
Ο Ο’ Μπράιεν τού έκανε νόημα να σταματήσει.
«Άλλο παράδειγμα» είπε. «Πριν από μερικά χρόνια είχες μια πραγματικά σοβαρή παράκρουση. Πίστευες ότι τρεις άνδρες, τρία πρώην μέλη του Κόμματος, με τα ονόματα Τζόουνς, Άαρονσον και Ράδερφορντ –οι οποίοι εκτελέστηκαν για προδοσία και δολιοφθορές μετά από λεπτομερή ομολογία– δεν ήταν ένοχοι των εγκλημάτων για τα οποία κατηγορήθηκαν. Πίστευες ότι είχες δει ένα αδιαμφισβήτητο γραπτό στοιχείο που αποδείκνυε ότι οι ομολογίες τους ήταν ψεύτικες. Υπήρχε μια συγκεκριμένη φωτογραφία σχετικά με την οποία είχες μια παραίσθηση. Πίστευες ότι την κράτησες στ’ αλήθεια στα χέρια σου. Ήταν μια φωτογραφία σαν αυτήν».
Ένα μακρόστενο κομμάτι εφημερίδας φάνηκε ανάμεσα στα δάχτυλα του Ο’ Μπράιεν. Για πέντε δευτερόλεπτα το κράτησε κάτω από το βλέμμα του Γουίνστον. Ήταν μία φωτογραφία, και δεν υπήρχε καμία αμφιβολία για την ταυτότητά της. Ήταν ένα ακόμα αντίγραφο της φωτογραφίας των Τζόουνς, Άαρονσον και Ράδερφορντ στη συγκέντρωση του Κόμματος στη Νέα Υόρκη, αυτή που είχε πέσει στα χέρια του πριν από επτά χρόνια και που την είχε καταστρέψει αμέσως. Την είχε δει όμως, δεν χωρούσε αμφιβολία! Έκανε μια απελπισμένη αγωνιώδη προσπάθεια να ελευθερώσει το πάνω μέρος του σώματός του. Ήταν αδύνατον να το μετακινήσει περισσότερο από ένα εκατοστό προς οποιαδήποτε κατεύθυνση. Προς το παρόν είχε ξεχάσει ως και τον επιλογέα με τους αριθμούς. Το μόνο που ήθελε ήταν να κρατήσει ξανά τη φωτογραφία ή τουλάχιστον να τη δει.
«Υπάρχει!» φώναξε.
«Όχι» είπε ο Ο’ Μπράιεν διασχίζοντας το δωμάτιο. Στον απέναντι τοίχο υπήρχε μια τρύπα μνήμης. Ο Ο’ Μπράιεν ανασήκωσε το πλέγμα της. Το λεπτό χαρτί θα στροβιλιζόταν αόρατο στο ρεύμα του θερμού αέρα, θα λαμπάδιαζε και θα εξαφανιζόταν. Ο Ο’ Μπράιεν απομακρύνθηκε από τον τοίχο. «Στάχτη!» είπε. «Ούτε καν αναγνωρίσιμη. Σκόνη. Δεν υπάρχει. Δεν υπήρξε ποτέ».
«Μα υπήρξε! Υπάρχει! Υπάρχει στη μνήμη. Τη θυμάμαι. Κι εσείς τη θυμάστε».
«Δεν τη θυμάμαι» είπε ο Ο’ Μπράιεν.
Η καρδιά του Γουίνστον βούλιαξε. Αυτό λεγόταν δισκεψία. Τον είχε καταλάβει μια αίσθηση βαθιάς ανημπόριας. Αν μπορούσε να είναι σίγουρος ότι ο Ο’ Μπράιεν ψευδόταν, δεν θα είχε σημασία. Ήταν όμως αρκετά πιθανό να έχει όντως ξεχάσει τη φωτογραφία. Κι αν αυτό ίσχυε, τότε θα είχε ξεχάσει ήδη και την άρνηση της ανάμνησής της, όπως θα είχε ξεχάσει και την πράξη της λησμοσύνης. Πώς μπορούσες να είσαι βέβαιος ότι δεν ήταν τέχνασμα; Ίσως πράγματι να ήταν δυνατή αυτή η τρελή διαστρέβλωση του μυαλού. Αυτή η σκέψη τον συνέτριβε.
Ο Ο’ Μπράιεν τον κοιτούσε με μια υπολογιστική έκφραση. Το ύφος του έφερνε περισσότερο από ποτέ σε ενός δασκάλου που έμπαινε σε κόπο να συνετίσει ένα πεισματάρικο αλλά υποσχόμενο παιδί.
«Υπάρχει στο Κόμμα ένα σύνθημα που έχει να κάνει με τον έλεγχο του παρελθόντος» είπε. «Επανέλαβέ το, σε παρακαλώ».
«Αυτός που ελέγχει το παρελθόν, ελέγχει το μέλλον. Αυτός που ελέγχει το παρόν, ελέγχει το παρελθόν» επανέλαβε υπάκουα ο Γουίνστον.
«Αυτός που ελέγχει το παρόν, ελέγχει το παρελθόν» είπε ο Ο’ Μπράιεν επιδοκιμάζοντας με μια αργή κίνηση του κεφαλιού. «Κατά τη γνώμη σου, Γουίνστον, το παρόν υπάρχει όντως;»
Και πάλι εκείνη η αίσθηση της ανημπόριας πλάκωσε τον Γουίνστον. Τα μάτια του φτερούγισαν στον επιλογέα. Όχι μόνο δεν ήξερε κατά πόσο έπρεπε να απαντήσει με ένα “ναι” ή ένα “όχι” για να γλυτώσει τον πόνο, αλλά δεν ήξερε και ποια απάντηση ήταν η σωστή.
Ο Ο’ Μπράιεν χαμογέλασε αχνά. «Δεν είσαι μεταφυσικός, Γουίνστον» του είπε. «Μέχρι αυτή τη στιγμή, δεν σε είχε απασχολήσει ποτέ τι σημαίνει η λέξη “υπάρχει”. Θα το θέσω με μεγαλύτερη ακρίβεια. Το παρελθόν υπάρχει χειροπιαστό μέσα στον χώρο; Υπάρχει κάπου κάποιος τόπος, ένας κόσμος στερεών αντικειμένων όπου το παρελθόν συμβαίνει ακόμα;»
«Όχι».
«Τότε, πού υπάρχει το παρελθόν αν όντως υπάρχει;»
«Σε αρχεία. Είναι καταγεγραμμένο».
«Σε αρχεία. Και…;»
«Στη μνήμη. Στην ανθρώπινη μνήμη».
«Στη μνήμη. Πολύ καλά, λοιπόν. Εμείς, το Κόμμα, ελέγχουμε όλα τα αρχεία και όλη τη μνήμη. Άρα, ελέγχουμε το παρελθόν, έτσι δεν είναι;»
«Μα πώς μπορείτε να κάνετε τους ανθρώπους να πάψουν να θυμούνται;» φώναξε ο Γουίνστον ξεχνώντας προσωρινά τον επιλογέα. «Δεν είναι κάτι ηθελημένο, είναι κάτι έξω από τη δύναμη του καθενός. Πώς να ελέγξετε τη μνήμη; Τη δική μου δεν την ελέγξατε!»
Το πρόσωπο του Ο’ Μπράιεν ξαναπήρε την αυστηρή του έκφραση. Άγγιξε τον επιλογέα με το χέρι του.
«Αντιθέτως» είπε. «Εσύ δεν μπόρεσες να την ελέγξεις. Βρίσκεσαι εδώ γιατί απέτυχες να είσαι ταπεινός και αυτοπειθαρχημένος. Δεν θέλησες να υποταχθείς. Αυτό είναι το τίμημα της λογικής. Εσύ όμως προτίμησες την τρέλα, να είσαι η μειοψηφία της μονάδας. Μόνο το πειθαρχημένο μυαλό μπορεί να δει την πραγματικότητα, Γουίνστον. Εσύ πιστεύεις ότι η πραγματικότητα είναι κάτι αντικειμενικό, εξωτερικό, αυτόνομο. Κι επίσης πιστεύεις ότι η φύση της πραγματικότητας είναι αυταπόδεικτη. Όταν ξεγελάς τον εαυτό σου πιστεύοντας ότι βλέπεις κάτι, συμπεραίνεις ότι και όλοι οι άλλοι βλέπουν το ίδιο με εσένα. Στο λέω όμως εγώ, Γουίνστον, ότι η πραγματικότητα δεν είναι εξωτερική. Η πραγματικότητα υπάρχει μόνο στο ανθρώπινο μυαλό και πουθενά αλλού. Όχι στο μυαλό του ενός, που μπορεί να κάνει λάθος, και σε τελευταία ανάλυση χάνεται σύντομα. Υπάρχει μόνο στο μυαλό του Κόμματος, που είναι συλλογικό και αθάνατο. Οτιδήποτε θεωρεί αλήθεια το Κόμμα, είναι αλήθεια. Δεν μπορείς να δεις την πραγματικότητα παρά μόνο μέσα από τα μάτια του Κόμματος. Αυτό το γεγονός πρέπει να ξαναμάθεις, Γουίνστον. Και για να το καταφέρεις αυτό, χρειάζεται να προηγηθεί μια πράξη αυτοκαταστροφής, μια προσπάθεια της βούλησης. Πρέπει να αυτοταπεινωθείς προτού γίνεις διανοητικά υγιής». Έκανε μια σύντομη παύση, σαν να ήθελε να του δώσει χρόνο να αφομοιώσει τα λόγια του. «Θυμάσαι» συνέχισε «που έγραφες στο ημερολόγιό σου: “Ελευθερία είναι η ελευθερία να υποστηρίζεις ότι δύο και δύο κάνουν τέσσερα”;»
«Ναι» είπε ο Γουίνστον.
Ο Ο’ Μπράιεν ύψωσε τη ράχη του αριστερού του χεριού. Είχε τον αντίχειρα κρυμμένο και τα τέσσερα δάχτυλα τεντωμένα.
«Πόσα δάχτυλα είναι όρθια, Γουίνστον;»
«Τέσσερα».
«Κι αν το Κόμμα λέει ότι δεν είναι τέσσερα αλλά πέντε, τότε πόσα είναι;»
«Τέσσερα».
Η λέξη έσβησε μέσα σε ένα πονεμένο αγκομαχητό. Η βελόνα στον επιλογέα είχε εκτιναχτεί στο πενήντα πέντε. Ο Γουίνστον λουζόταν στον ιδρώτα. Ο αέρας ξέσκιζε τα πνευμόνια του και ξανάβγαινε με βαθιά βογκητά που, ακόμα και σφίγγοντας τα δόντια, ήταν ανίκανος να σταματήσει. Ο Ο’ Μπράιεν τον παρακολουθούσε με τα δάχτυλα πάντα τεντωμένα. Τράβηξε τον μοχλό προς τα πίσω. Αυτή τη φορά ο πόνος μειώθηκε ελάχιστα.
«Πόσα είναι τα δάχτυλα, Γουίνστον;»
«Τέσσερα».
Η βελόνα έδειξε εξήντα.
«Πόσα είναι τα δάχτυλα, Γουίνστον;»
«Τέσσερα! Τέσσερα! Τι άλλο να πω; Τέσσερα!»
Η βελόνα θα πρέπει να ανέβηκε ξανά, δεν την κοίταξε όμως. Το βαρύ μουτρωμένο πρόσωπο και τα τέσσερα δάχτυλα γέμιζαν το οπτικό του πεδίο. Τα δάχτυλα ορθώνονταν μπροστά στα μάτια του σαν στύλοι, τεράστιοι, θαμποί, τρεμουλιαστοί, ήταν όμως αλάνθαστα τέσσερα.
«Πόσα είναι τα δάχτυλα, Γουίνστον;»
«Τέσσερα! Σταμάτα! Πώς μπορείς να συνεχίζεις; Τέσσερα! Τέσσερα!»
«Πόσα είναι τα δάχτυλα, Γουίνστον;»
«Πέντε! Πέντε! Πέντε!»
«Όχι, Γουίνστον, δεν έχει νόημα. Ψεύδεσαι, γιατί συνεχίζεις να πιστεύεις ότι είναι τέσσερα. Πόσα είναι τα δάχτυλα, σε παρακαλώ;»
«Τέσσερα! Πέντε! Τέσσερα! Ό,τι θέλεις εσύ. Σταμάτα μόνο, σταμάτα τον πόνο!»
Ξαφνικά βρέθηκε ανακαθισμένος, με το χέρι του Ο’ Μπράιεν περασμένο στους ώμους του. Μάλλον είχε χάσει τις αισθήσεις του για κάποια δευτερόλεπτα. Τα λουριά που κρατούσαν ακινητοποιημένο το σώμα του είχαν χαλαρώσει. Ένιωσε παγωμένος, έτρεμε ανεξέλεγκτα. Τα δόντια του χτυπούσαν μεταξύ τους, δάκρυα κυλούσαν στα μάγουλά του. Για μια στιγμή σφίχτηκε πάνω στον Ο’ Μπράιεν νιώθοντας μια παράξενη θαλπωρή να διαχέεται από το βαρύ χέρι και να απλώνεται στους ώμους του. Είχε την αίσθηση ότι ο Ο’ Μπράιεν θα τον έσωζε.
«Μαθαίνεις αργά, Γουίνστον» είπε ο Ο’ Μπράιεν μαλακά.
«Πώς να κάνω αλλιώς;» είπε κλαίγοντας γοερά. «Πώς να κάνω αλλιώς και να μη δω αυτό που είναι μπροστά στα μάτια μου; Δύο και δύο κάνουν τέσσερα».
«Μερικές φορές είναι τέσσερα, Γουίνστον. Άλλοτε είναι πέντε, κι άλλοτε τρία. Και υπάρχουν φορές που είναι όλα αυτά μαζί. Πρέπει να προσπαθήσεις περισσότερο. Δεν είναι εύκολο να γίνεις λογικός».
Τον ξάπλωσε πάλι στο κρεβάτι. Τα λουριά σφίχτηκαν ξανά στα μέλη του, ο πόνος όμως είχε σβήσει και το τρέμουλο είχε σταματήσει αφήνοντας το σώμα του αδύναμο και παγωμένο. Ο Ο’ Μπράιεν έγνευσε με το κεφάλι στον άνδρα με την άσπρη ποδιά, που όλη αυτή την ώρα παρακολουθούσε ακίνητος. Ο άνδρας με την άσπρη ποδιά έσκυψε και εξέτασε τα μάτια του Γουίνστον, άκουσε τον σφυγμό του, έβαλε το αυτί στο στήθος του, τον ψηλάφισε εδώ κι εκεί και μετά έγνευσε καταφατικά στον Ο’ Μπράιεν.
«Ξανά» είπε ο Ο’ Μπράιεν.
Ο πόνος διαπέρασε το σώμα του Γουίνστον. Η βελόνα θα πρέπει να έδειχνε εβδομήντα πέντε. Αυτή τη φορά είχε κλείσει τα μάτια του. Ήξερε ότι τα δάχτυλα ορθώνονταν ακόμα και ήταν πάντα τέσσερα. Το μόνο που μετρούσε ήταν να καταφέρει με κάποιο τρόπο να παραμείνει ζωντανός μέχρι να περάσει ο σπασμός. Είχε πάψει να παρατηρεί αν έκλαιγε ή όχι. Ο πόνος μειώθηκε ξανά. Άνοιξε τα μάτια. Ο Ο’ Μπράιεν είχε τραβήξει τον μοχλό προς τα πίσω.
«Πόσα είναι τα δάχτυλά μου, Γουίνστον;»
«Τέσσερα. Υποθέτω πως είναι τέσσερα. Αν μπορούσα, θα έβλεπα πέντε. Προσπαθώ να δω πέντε».
«Τι από τα δύο θέλεις; Να με πείσεις ότι βλέπεις πέντε ή να τα δεις πραγματικά;»
«Να τα δω πραγματικά».
«Ξανά» είπε ο Ο’ Μπράιεν.
Η βελόνα ίσως έδειχνε κι ογδόντα, ίσως ενενήντα. Ανά διαστήματα ο Γουίνστον αδυνατούσε να θυμηθεί για ποιον λόγο τού προκαλούσαν όλον αυτόν τον πόνο. Πίσω από τα σφαλιστά του βλέφαρα, ένα δάσος από δάχτυλα έμοιαζε να έχουν στήσει κάπου χορό, μπλέκονταν και ξεμπλέκονταν, χάνονταν το ένα πίσω από το άλλο και εμφανίζονταν ξανά. Προσπαθούσε να τα μετρήσει, δεν θυμόταν όμως για ποιον λόγο. Ήξερε μόνο πως του ήταν αδύνατον να τα μετρήσει, και αυτό κατά κάποιον τρόπο οφειλόταν στη μυστηριώδη ταυτοσημία του τέσσερα με το πέντε. Ο πόνος έσβησε ξανά. Όταν άνοιξε τα μάτια του, διαπίστωσε ότι έβλεπε την ίδια εικόνα. Αμέτρητα δάχτυλα, σαν κινούμενα δένδρα, πήγαιναν προς κάθε κατεύθυνση, και οι δρόμοι τους πότε διασταυρώνονταν και πότε χώριζαν. Έκλεισε ξανά τα μάτια.
«Πόσα δάχτυλα σου δείχνω, Γουίνστον;»
«Δεν ξέρω. Δεν ξέρω. Αν το ξανακάνεις, θα με σκοτώσεις. Τέσσερα, πέντε, έξι –με κάθε ειλικρίνεια, δεν έχω ιδέα».
«Τώρα τα πας καλύτερα» είπε ο Ο’ Μπράιεν.
Ένιωσε μια βελόνα στο μπράτσο του. Την ίδια στιγμή μια ευφορική, θεραπευτική ζεστασιά χύθηκε σε όλο του το σώμα. Άνοιξε τα μάτια και κοίταξε με ευγνωμοσύνη τον Ο’ Μπράιεν. Στη θέα του βαριού, ρυτιδιασμένου προσώπου, τόσο άσχημου και τόσο έξυπνου, η καρδιά του χτύπησε δυνατά. Αν μπορούσε να κουνηθεί, θα άπλωνε το χέρι του και θα το ακουμπούσε στο μπράτσο του Ο’ Μπράιεν. Ποτέ του δεν ένιωσε βαθύτερη αγάπη από αυτή που ένιωθε μόλις για τον Ο’ Μπράιεν, και όχι μόνο επειδή είχε σταματήσει τον πόνο. Εκείνη η παλιά αίσθηση, ότι δεν είχε καμία σημασία αν ήταν φίλος ή εχθρός του, είχε επιστρέψει. Ο Ο’ Μπράιεν ήταν κάποιος που μπορούσες να του μιλήσεις. Ίσως αυτό που επιδίωκε κανείς δεν ήταν τόσο το να αγαπηθεί όσο το να βρει κατανόηση. Ο Ο’ Μπράιεν τον είχε βασανίσει φέρνοντάς τον στα όρια της τρέλας και σύντομα –ήταν σίγουρος γι’ αυτό– θα τον έστελνε στον θάνατο. Δεν είχε καμία σημασία. Ήταν κατά κάποιον τρόπο κάτι βαθύτερο από τη φιλία, είχαν μια εσωτερική εγγύτητα. Κάπου υπήρχε ένας τόπος όπου θα μπορούσαν να συναντηθούν και να μιλήσουν, παρότι αυτό δεν θα εκφραζόταν ποτέ με λόγια.
Ο Ο’ Μπράιεν τον κοιτούσε με μια έκφραση που έδειχνε ότι ίσως και να είχε κάνει την ίδια σκέψη. Όταν μίλησε, ο τόνος του ήταν χαλαρός, οικείος.
«Ξέρεις πού βρίσκεσαι, Γουίνστον;» ρώτησε.
«Δεν ξέρω. Μπορώ να μαντέψω. Στο Υπουργείο Αλήθειας».
«Ξέρεις πόσο καιρό βρίσκεσαι εδώ;»
«Δεν ξέρω. Μέρες, βδομάδες, μήνες –μάλλον μήνες».
«Και για ποιον λόγο νομίζεις πως φέρνουμε κάποιον εδώ μέσα;»
«Για να τον κάνετε να ομολογήσει».
«Όχι, δεν είναι αυτός ο λόγος. Δοκίμασε ξανά».
«Για να τον τιμωρήσετε».
«Όχι!» φώναξε ο Ο’ Μπράιεν. Η φωνή του είχε αλλάξει εντυπωσιακά, το πρόσωπό του είχε ξαφνικά ζωηρέψει και σοβαρέψει. «Όχι! Ούτε για να σου αποσπάσουμε απλά μια ομολογία ούτε για να σε τιμωρήσουμε. Θέλεις να σου πω γιατί σε φέραμε εδώ; Για να σε γιατρέψουμε! Να σε εκλογικεύσουμε! Μπορείς να καταλάβεις, Γουίνστον, ότι κανείς από όσους φέρνουμε εδώ μέσα δεν φεύγει χωρίς να έχει γιατρευτεί; Δεν μας ενδιαφέρουν αυτά τα ανόητα εγκλήματα που διέπραξες. Το Κόμμα δεν ενδιαφέρεται για την επιφανειακή πράξη. Δεν καταστρέφουμε απλά τους εχθρούς μας, τους αλλάζουμε. Καταλαβαίνεις τι θέλω να πω;»
Έσκυβε πάνω από τον Γουίνστον. Το πρόσωπό του τού έμοιαζε πελώριο λόγω της εγγύτητας και κακάσχημο, γιατί το κοιτούσε από κάτω. Επιπλέον ήταν γεμάτο έξαρση, μια ένταση τρέλας. Η καρδιά του Γουίνστον βούλιαξε ξανά. Αν μπορούσε, θα χωνόταν πιο βαθιά στο κρεβάτι. Ένιωθε σίγουρος ότι ο Ο’ Μπράιεν ήταν έτοιμος να γυρίσει τον επιλογέα, απλά για να ικανοποιήσει το καπρίτσιο του. Αμέσως όμως εκείνος στράφηκε κι έκανε μερικά βήματα πάνω κάτω. Μετά συνέχισε πιο ήπια.
«Το πρώτο πράγμα που πρέπει να καταλάβεις είναι ότι εδώ μέσα δεν θα βρεις μάρτυρες. Έχεις διαβάσει για τους θρησκευτικούς διωγμούς του παρελθόντος. Τον Μεσαίωνα υπήρχε η Ιερά Εξέταση. Απέτυχε. Ξεκίνησε για να ξεριζώσει την αίρεση και κατέληξε να τη διαιωνίζει. Για κάθε αιρετικό που καιγόταν στην πυρά, χιλιάδες άλλοι ξεπηδούσαν. Γιατί γινόταν αυτό; Γιατί η Ιερά Εξέταση εξολόθρευε τους εχθρούς της σε κοινή θέα και το έπραττε όσο αυτοί παρέμεναν αμετανόητοι. Βασικά τους σκότωνε γιατί ήταν αμετανόητοι. Άνθρωποι πέθαιναν γιατί δεν εγκατέλειπαν τις πεποιθήσεις τους. Φυσικά όλη η δόξα ανήκε στο θύμα και όλη η ντροπή στον Ιεροεξεταστή που το είχε κάψει. Αργότερα, στον εικοστό αιώνα, υπήρχαν οι οπαδοί του ολοκληρωτισμού, όπως τους έλεγαν. Ήταν οι Γερμανοί Ναζί και οι Ρώσοι Κομμουνιστές. Οι Ρώσοι καταδίωξαν την αίρεση με περισσότερη αγριότητα από όση επέδειξε η Ιερά Εξέταση και πίστευαν ότι είχαν διδαχθεί από τα λάθη του παρελθόντος. Τουλάχιστον γνώριζαν ότι δεν έπρεπε να δημιουργούν μάρτυρες. Προτού εκθέσουν τα θύματά τους σε δημόσια δίκη, στόχευαν εσκεμμένα στην καταρράκωση της αξιοπρέπειάς τους. Εξαθλίωναν τα θύματά τους με βασανιστήρια και απομόνωση έως ότου τα καταντούσαν απεχθή, δουλοπρεπή ερείπια που ομολογούσαν οτιδήποτε τους έβαζαν στο στόμα, που έλουζαν τον εαυτό τους με βρισιές και προσπαθούσαν να σωθούν φορτώνοντας τις ευθύνες τους στις πλάτες άλλων, που εκλιπαρούσαν για έλεος. Κι όμως, μερικά χρόνια αργότερα έγινε ξανά το ίδιο. Ο εξευτελισμός τους είχε ξεχαστεί. Ποιος ο λόγος και πάλι; Κατ’ αρχάς, γιατί οι ομολογίες τους ήταν προφανώς βεβιασμένες και ψευδείς. Εμείς δεν κάνουμε τέτοια λάθη. Όλες οι ομολογίες που γίνονται εδώ είναι αληθινές. Εμείς τις κάνουμε αληθινές. Και πάνω απ’ όλα, δεν επιτρέπουμε στους νεκρούς να εξεγερθούν εναντίον μας. Πρέπει να πάψεις να φαντάζεσαι ότι οι επόμενες γενιές θα σε δικαιώσουν, Γουίνστον. Ούτε που θα ακούσουν το όνομά σου. Θα σβήσεις εντελώς από την ιστορία. Θα σε μετατρέψουμε σε αέριο και θα σε σκορπίσουμε στη στρατόσφαιρα. Δεν θα μείνει το παραμικρό από εσένα, ούτε κάποιο όνομα σε έναν κατάλογο ούτε μια μνήμη στο μυαλό κάποιου ανθρώπου. Θα εκμηδενιστείς, και στο παρελθόν και στο μέλλον. Δεν θα έχεις υπάρξει ποτέ».
Τότε, γιατί μπαίνετε στον κόπο να με βασανίσετε, σκέφτηκε ο Γουίνστον με μια στιγμιαία πικρία. Ο Ο’ Μπράιεν σταμάτησε απότομα να βηματίζει, σαν να είχε εκφράσει δυνατά τις σκέψεις του ο Γουίνστον και να τον είχε ακούσει. Το μεγάλο άσχημο πρόσωπό του τον πλησίασε. Τα μάτια του ήταν μισόκλειστα, σαν να υπολόγιζε κάτι.
«Σκέφτεσαι» του είπε «ότι εφόσον σκοπεύουμε να σε καταστρέψουμε ολοκληρωτικά, ούτως ώστε ό,τι και να πεις ή να κάνεις δεν θα έχει καμία σημασία, τότε γιατί μπαίνουμε στον κόπο να σε ανακρίνουμε. Αυτό δεν σκεφτόσουν;»
«Ναι» είπε ο Γουίνστον.
Ο Ο’ Μπράιεν χαμογέλασε αχνά. «Είσαι ένα ψεγάδι στο σχέδιο, Γουίνστον. Είσαι ένας λεκές που πρέπει να εξαφανιστεί. Δεν σου είπα μόλις τώρα ότι διαφέρουμε από τους διώκτες του παρελθόντος; Δεν είμαστε ικανοποιημένοι με την αρνητική υπακοή ούτε καν με την ταπεινωτική υποταγή. Όταν τελικά θα μας παραδοθείς, θα είναι από δική σου θέληση. Δεν καταστρέφουμε τον αιρετικό γιατί μας αντιστέκεται. Όσο μας αντιστέκεται, δεν τον καταστρέφουμε ποτέ. Τον προσηλυτίζουμε, αιχμαλωτίζουμε τις κρυφές του σκέψεις, τον αναπλάθουμε. Βάζουμε φωτιά σε κάθε κακό και κάθε ψευδαίσθηση που έχει μέσα του. Τον φέρνουμε προς το μέρος μας, όχι φαινομενικά, αλλά πραγματικά, με την ψυχή και το μυαλό του. Τον κάνουμε να γίνει ένας από εμάς πριν τον σκοτώσουμε. Δεν μπορούμε να ανεχτούμε να υπάρχει έστω και μία εσφαλμένη σκέψη κάπου στον κόσμο, όσο κρυφή και ανίσχυρη και αν είναι. Ακόμα και τη στιγμή του θανάτου, δεν μπορούμε να επιτρέψουμε καμία απόκλιση. Τα παλιά χρόνια, ο αιρετικός βάδιζε στην πυρά παραμένοντας αιρετικός, διακηρύσσοντας την αίρεσή του, θριαμβολογώντας. Ακόμα και τα θύματα των ρωσικών εκκαθαρίσεων, καθώς βάδιζαν προς τον τόπο της εκτέλεσής τους περιμένοντας τη σφαίρα, έκρυβαν μια επανάσταση στο κρανίο τους. Εμείς όμως, προτού τινάξουμε ένα μυαλό στον αέρα, το κάνουμε τέλειο. Η εντολή του παλιού δεσποτισμού έλεγε: “Δεν θα πράξεις”. Η εντολή των οπαδών του ολοκληρωτισμού ήταν: “Θα πράξεις”. Η δική μας εντολή είναι: “Θα είσαι”. Κανένας από όσους φέρνουμε εδώ δεν μας εναντιώνεται ξανά. Όλοι αναβαπτίζονται. Ακόμα κι εκείνους τους τρείς άθλιους προδότες, τους Τζόουνς, Άαρονσον και Ράδερφορντ, που κάποτε πίστεψες στην αθωότητά τους, τους τσακίσαμε. Εγώ ο ίδιος πήρα μέρος στην ανάκρισή τους. Τους είδα να εξουθενώνονται σταδιακά, να τους πιάνει το παράπονο, να σέρνονται στα πόδια μου, να κλαίνε. Στο τέλος, όλα αυτά δεν τα έκαναν από πόνο ή φόβο, αλλά από μετάνοια. Όταν πια είχαμε ξεμπερδέψει μαζί τους, δεν είχε απομείνει παρά μόνο το περίβλημά τους. Δεν είχε μείνει τίποτα άλλο μέσα τους εκτός από λύπη για όσα είχαν πράξει και αγάπη για τον Μεγάλο Αδελφό. Τι συγκινητικό να βλέπεις πόσο τον αγαπούσαν! Ικέτευσαν να τουφεκιστούν το δυνατόν συντομότερα, ώστε να πεθάνουν όσο οι σκέψεις τους ήταν ακόμα αγνές».
Η φωνή του είχε πάρει έναν σχεδόν ονειρικό τόνο. Η έξαρση και ο παράφορος ενθουσιασμός υπήρχαν ακόμα στο πρόσωπό του. Δεν προσποιείται, σκέφτηκε ο Γουίνστον, δεν είναι υποκριτής, πιστεύει το καθετί που λέει. Αυτό που τον κατάθλιβε περισσότερο ήταν η συνείδηση της δικής του πνευματικής κατωτερότητας. Παρατήρησε την εύσωμη και όμως γεμάτη χάρη φιγούρα να πηγαινοέρχεται μέσα κι έξω από το οπτικό του πεδίο. Ο Ο’ Μπράιεν ήταν ένα πλάσμα που σε σύγκριση με αυτόν υπερτερούσε σε όλους τους τομείς. Δεν υπήρχε ούτε μία σκέψη που είχε κάνει κάποτε ή θα έκανε στο μέλλον, την οποία να μην είχε από καιρό μάθει, εξετάσει και απορρίψει ο Ο’ Μπράιεν. Η μνήμη του περιείχε τη μνήμη του Γουίνστον. Σε μια τέτοια περίπτωση όμως, πώς μπορούσε να αληθεύει ότι ο Ο’ Μπράιεν ήταν τρελός; Ο τρελός πρέπει να ήταν αυτός, ο Γουίνστον.
Ο Ο’ Μπράιεν σταμάτησε να βηματίζει και τον κοίταξε. Η φωνή του έγινε ξανά αυστηρή.
«Μη φαντάζεσαι πως θα σωθείς, Γουίνστον, όσο ολοκληρωτικά κι αν μας παραδοθείς. Κανένας από όσους λοξοδρόμησαν δεν γλύτωσε ποτέ. Αλλά ακόμα κι αν επιλέγαμε να διανύσεις τον φυσιολογικό κύκλο της ζωής σου, και πάλι δεν θα ξέφευγες από εμάς. Ό,τι σου συμβεί εδώ, θα είναι για πάντα. Αυτό κοίταξε να το καταλάβεις. Θα σε συνθλίψουμε σε τέτοιο βαθμό που δεν θα υπάρχει επιστροφή. Θα σου κάνουμε τέτοια πράγματα που, ακόμα κι αν ζούσες χίλια χρόνια, δεν θα μπορούσες να συνέλθεις. Δεν θα μπορέσεις να ξανανιώσεις ποτέ τα συνηθισμένα ανθρώπινα αισθήματα. Τα πάντα θα νεκρώσουν μέσα σου. Δεν θα μπορέσεις ποτέ ξανά να νιώσεις αγάπη, φιλία, τη χαρά της ζωής, γέλιο, περιέργεια, θάρρος, ακεραιότητα. Θα είσαι κούφιος. Θα σε ξεζουμίσουμε και θα σε ξαναγεμίσουμε με τους εαυτούς μας».
Σταμάτησε κι έκανε νόημα στον άνδρα με την άσπρη ποδιά. Ο Γουίνστον ένιωσε κάτι βαρύ να σπρώχνεται πίσω από το κεφάλι του. Ο Ο’ Μπράιεν είχε καθίσει στο πάτωμα, δίπλα στο κρεβάτι, έτσι ώστε το πρόσωπό του να βρίσκεται σχεδόν στο ίδιο επίπεδο με τον Γουίνστον.
«Τρεις χιλιάδες» είπε απευθυνόμενος, πάνω από το κεφάλι του Γουίνστον, στον άνδρα με την άσπρη ποδιά.
Δυο μαλακά μαξιλαράκια, ελαφρώς υγρά, στερεώθηκαν στους κροτάφους του Γουίνστον. Άρχισε να τρέμει. Προμηνυόταν κι άλλος πόνος, ένας άλλου είδους πόνος. Ο Ο’ Μπράιεν άγγιξε καθησυχαστικά, σχεδόν μεγαλόψυχα, το χέρι του.
«Αυτή τη φορά δεν θα πονέσει» του είπε. «Κοίταξέ με σταθερά στα μάτια».
Ταυτόχρονα σχεδόν έγινε μια τρομερή έκρηξη ή τουλάχιστον έμοιαζε σαν έκρηξη, παρότι δεν ήταν σίγουρο ότι ακούστηκε κάποιος ήχος. Σίγουρα πάντως έλαμψε ένα εκτυφλωτικό φως. Ο Γουίνστον δεν τραυματίστηκε. Βρέθηκε μόνο ξαπλωμένος μπρούμυτα. Παρότι ήδη ήταν ανάσκελα όταν συνέβη η έκρηξη, είχε την παράξενη αίσθηση ότι τον είχαν χτυπήσει και ρίξει κάτω σε αυτή τη θέση. Ένα τρομερό, όμως ανώδυνο, χτύπημα τον είχε ισοπεδώσει. Κι ακόμα, κάτι είχε συμβεί μέσα στο κεφάλι του. Καθώς το βλέμμα του κατάφερε να εστιάσει ξανά, θυμήθηκε ποιος ήταν και πού βρισκόταν και αναγνώρισε το πρόσωπο που κοιτούσε το δικό του. Αλλά με έναν αόριστο τρόπο ένιωθε ένα μεγάλο κενό, σαν να του είχαν αφαιρέσει ένα κομμάτι από το μυαλό του.
«Δεν θα κρατήσει» είπε ο Ο’ Μπράιεν. «Κοίταξέ με στα μάτια. Με ποια χώρα βρίσκεται σε πόλεμο η Ωκεανία;»
Ο Γουίνστον σκέφτηκε. Ήξερε τι σήμαινε η λέξη “Ωκεανία” και ότι ο ίδιος ήταν πολίτης της Ωκεανίας. Θυμόταν επίσης την Ευρασία και την Ανατολασία Ποιος πολεμούσε με ποιον όμως, αυτό δεν το γνώριζε. Βασικά, δεν είχε καν αντιληφθεί ότι γινόταν πόλεμος.
«Δεν θυμάμαι».
«Η Ωκεανία βρίσκεται σε πόλεμο με την Ανατολασία. Το θυμάσαι τώρα;»
«Ναι».
«Η Ωκεανία βρισκόταν πάντα σε πόλεμο με την Ανατολασία. Από τότε που γεννήθηκες, από τότε που δημιουργήθηκε το Κόμμα, από την αρχή της ιστορίας, ο πόλεμος συνεχίζεται χωρίς διακοπή, πάντα ο ίδιος πόλεμος. Το θυμάσαι αυτό;»
«Ναι».
«Πριν από έντεκα χρόνια, έπλασες έναν μύθο για τρεις άνδρες που καταδικάστηκαν σε θάνατο για προδοσία. Υποκρινόσουν ότι είχες δει ένα κομμάτι χαρτί που αποδείκνυε την αθωότητά τους. Κανένα τέτοιο χαρτί δεν υπήρχε. Το έφτιαξες με το μυαλό σου κι αργότερα έφτασες να πιστεύεις στην ύπαρξή του. Θυμάσαι τώρα ποια ακριβώς στιγμή κατασκεύασες αυτή την ιστορία; Τη θυμάσαι;»
«Ναι».
«Μόλις τώρα σήκωσα και σου έδειξα τα δάχτυλα του χεριού μου. Είδες πέντε δάχτυλα. Το θυμάσαι;»
«Ναι».
Ο Ο’ Μπράιεν σήκωσε τα δάχτυλα του αριστερού του χεριού, έχοντας κρυμμένο τον αντίχειρα.
«Εδώ είναι πέντε δάχτυλα. Τα βλέπεις τα πέντε δάχτυλα;»
«Ναι».
Και όντως τα είδε, για μια φευγαλέα στιγμή, προτού αλλάξει το σκηνικό της μνήμης του. Είδε πέντε δάχτυλα, και δεν υπήρχε καμία παραμόρφωση. Μετά, όλα επανήλθαν στην κανονικότητα, και ο παλιός φόβος, το μίσος και το σάστισμα ξαναγύρισαν ταυτόχρονα. Είχε υπάρξει όμως μια στιγμή –δεν ήξερε πόσο είχε διαρκέσει, μπορεί και τριάντα δευτερόλεπτα– ολοκάθαρης σιγουριάς, όταν κάθε νέα υποβολή εκ μέρους του Ο’ Μπράιεν γέμιζε κι ένα κομματάκι του κενού και γινόταν η απόλυτη αλήθεια, κι όταν δύο και δύο θα μπορούσαν να κάνουν τρία ή ακόμα και πέντε, αν αυτό χρειαζόταν. Αυτή η στιγμή είχε σβήσει προτού κατεβάσει το χέρι του ο Ο’ Μπράιεν. Παρότι όμως δεν μπορούσε να την ανασυγκροτήσει, τη θυμόταν, όπως θυμάται κανείς μια ζωηρή εμπειρία κάποιας περιόδου της ζωής του, τον καιρό που ήταν ένας τελείως διαφορετικός άνθρωπος.
«Τώρα βλέπεις ότι σε κάθε περίπτωση είναι εφικτό» είπε ο Ο’ Μπράιεν.
«Ναι» είπε ο Γουίνστον.
Ο Ο’ Μπράιεν σηκώθηκε με μια έκφραση ικανοποίησης. Στα αριστερά του, ο Γουίνστον είδε τον άνδρα με την άσπρη ποδιά να σπάει μια αμπούλα και να ετοιμάζεται να γεμίσει μια σύριγγα. Ο Ο’ Μπράιεν στράφηκε προς τον Γουίνστον χαμογελώντας. Τακτοποίησε τα γυαλιά στη μύτη του κάνοντας περίπου εκείνη την παλιά χειρονομία.
«Θυμάσαι που έγραψες στο ημερολόγιό σου» του είπε «ότι δεν είχε σημασία αν ήμουν φίλος ή εχθρός, αφού ταυτόχρονα ήμουν κάποιος που σε καταλάβαινε και μπορούσες να μιλήσεις μαζί του; Είχες δίκιο. Απολαμβάνω να μιλάω μαζί σου. Μου αρέσει το μυαλό σου. Μοιάζει με το δικό μου, με τη διαφορά ότι εσύ είσαι παράλογος. Προτού τελειώσουμε τη συνάντησή μας, αν θέλεις, μπορείς να μου κάνεις μερικές ερωτήσεις».
«Όποια ερώτηση θέλω;»
«Οποιαδήποτε». Ο Ο’ Μπράιεν είδε ότι το βλέμμα του Γουίνστον ήταν καρφωμένο στον επιλογέα. «Είναι κλειστός. Ποια είναι η πρώτη σου ερώτηση;»
«Τι κάνατε στη Τζούλια;» ρώτησε ο Γουίνστον.
Ο Ο’ Μπράιεν χαμογέλασε ξανά. «Σε πρόδωσε, Γουίνστον. Αμέσως, χωρίς κανέναν δισταγμό. Σπάνια έχω συναντήσει τόσο πρόθυμο άτομο. Σχεδόν δεν θα την αναγνώριζες αν την έβλεπες. Όλη η αντιδραστικότητά της, η εξαπάτηση, η τρέλα, το βρόμικο μυαλό της –όλα αυτά απομακρύνθηκαν από μέσα της. Ήταν μια τέλεια μεταστροφή, μια περίπτωση για να γραφεί στα χρονικά».
«Τη βασανίσατε;»
Ο Ο’ Μπράιεν άφησε την ερώτηση αναπάντητη. «Επόμενη ερώτηση» είπε.
«Υπάρχει ο Μεγάλος Αδελφός;»
«Φυσικά και υπάρχει. Το Κόμμα υπάρχει. Ο Μεγάλος Αδελφός είναι η προσωποποίηση του Κόμματος».
«Υπάρχει με τον ίδιο τρόπο που υπάρχω κι εγώ;»
«Εσύ δεν υπάρχεις» είπε ο Ο’ Μπράιεν.
Για μια ακόμη φορά ο Γουίνστον ένιωσε ανήμπορος. Ήξερε ή μπορούσε να φανταστεί τα επιχειρήματα που αποδείκνυαν την ανυπαρξία του. Ήταν όμως ανοησίες, απλά ένα παιχνίδι με τις λέξεις. Μήπως και η πρόταση “δεν υπάρχεις” δεν περιείχε έναν λογικό παραλογισμό; Τι ωφελούσε όμως να το πει; Ένιωσε το μυαλό του να ζαρώνει καθώς σκεφτόταν τα αναπάντητα, τρελά επιχειρήματα με τα οποία θα τον συνέτριβε ο Ο’ Μπράιεν.
«Πιστεύω πως υπάρχω» είπε κουρασμένα. «Έχω συνείδηση της ταυτότητάς μου. Γεννήθηκα και θα πεθάνω. Έχω χέρια και πόδια. Καταλαμβάνω ένα συγκεκριμένο σημείο στον χώρο. Κανένα άλλο στερεό αντικείμενο δεν μπορεί να καταλάβει το ίδιο σημείο ταυτόχρονα. Υπάρχει με αυτή την έννοια ο Μεγάλος Αδελφός;»
«Δεν έχει σημασία. Υπάρχει».
«Θα πεθάνει κάποτε ο Μεγάλος Αδελφός;»
«Φυσικά και όχι. Πώς θα μπορούσε να πεθάνει; Επόμενη ερώτηση».
«Υπάρχει η Αδελφότητα;»
«Αυτό, Γουίνστον, δεν θα το μάθεις ποτέ. Αν επιλέξουμε να σε αφήσουμε ελεύθερο όταν πια θα έχουμε τελειώσει μαζί σου, και αν φτάσεις να ζήσεις μέχρι τα ενενήντα σου χρόνια, και πάλι δεν θα μάθεις ποτέ αν η απάντηση είναι ένα ναι ή ένα όχι. Όσο ζεις, θα παραμείνει άλυτος γρίφος στο μυαλό σου».
Ο Γουίνστον απόμεινε σιωπηλός. Το στήθος του ανεβοκατέβαινε πιο γρήγορα. Δεν είχε κάνει ακόμα την ερώτηση που του είχε έρθει πρώτη στο μυαλό. Έπρεπε να τη ρωτήσει κι όμως, ένιωθε λες και τα χείλη του δεν μπορούσαν να την ξεστομίσουν. Το πρόσωπο του Ο’ Μπράιεν πήρε ένα ύφος σαν να έδειχνε ότι διασκέδαζε. Ακόμα και τα γυαλιά του έμοιαζαν να λάμπουν ειρωνικά. Ξέρει, σκέφτηκε ξαφνικά ο Γουίνστον. Ξέρει τι πρόκειται να ρωτήσω! Και μόνο με αυτή τη σκέψη, οι λέξεις ξεχύθηκαν σαν έκρηξη από μέσα του.
«Τι υπάρχει στο Δωμάτιο 101;»
Η έκφραση στο πρόσωπο το Ο’ Μπράιεν δεν άλλαξε. Απάντησε ξερά:
«Ξέρεις τι υπάρχει στο Δωμάτιο 101, Γουίνστον. Όλοι ξέρουν τι υπάρχει στο Δωμάτιο 101».
Ύψωσε το δάχτυλο στον άνδρα με την άσπρη ποδιά. Προφανώς η συνάντηση είχε φτάσει στο τέλος της. Μια βελόνα μπήχτηκε απότομα στο μπράτσο του Γουίνστον. Σχεδόν αμέσως βυθίστηκε σε έναν βαθύ ύπνο.