Ο Γουίνστον έβλεπε στο όνειρο του τη μητέρα του.
Σκέφτηκε ότι μάλλον θα ήταν δέκα ή έντεκα χρονών όταν εξαφανίστηκε η μητέρα του, μια ψηλή επιβλητική γυναίκα, λιγόλογη, με αργές κινήσεις και υπέροχα ξανθά μαλλιά. Από τον πατέρα του είχε μια αμυδρή ανάμνηση ενός μελαχρινού λεπτού άνδρα ντυμένου πάντα με καθαρά σκούρα ρούχα (Ο Γουίνστον θυμόταν χαρακτηριστικά τις λεπτές σόλες των παπουτσιών του πατέρα του) και επίσης φορούσε γυαλιά. Και οι δύο γονείς του προφανώς είχαν εξαφανιστεί σε μια από τις πρώτες εκκαθαρίσεις της δεκαετίας του πενήντα.
Στο όνειρό του, η μητέρα του καθόταν κάπου βαθιά, ακριβώς από κάτω του, και κρατούσε στην αγκαλιά της τη μικρή του αδελφή. Δεν θυμόταν καθόλου την αδελφή του, πέρα από το ότι ήταν ένα μικροσκοπικό αδύναμο μωρό, πάντα σιωπηλό, με μεγάλα παρατηρητικά μάτια. Και η μητέρα και η αδελφή του τον κοιτούσαν. Βρίσκονταν κάτω από τη γη, –ίσως στον πυθμένα ενός πηγαδιού ή ενός βαθιού τάφου– ήταν όμως ένα μέρος απόμακρο, που βάθαινε όλο και περισσότερο. Ήταν στο σαλόνι ενός πλοίου που βυθιζόταν, μπορούσαν να τον δουν και να τις δει, συνέχιζαν όμως να βυθίζονται όλο και πιο βαθιά στα πράσινα νερά που σε λίγο θα τις έκρυβαν για πάντα. Αυτός βρισκόταν έξω, μέσα στο φως και τον αέρα, ενώ εκείνες τις κατάπινε ο θάνατος. Κι οι δυο τους ήταν εκεί κάτω, γιατί αυτός ήταν εδώ πάνω. Το ήξερε και το ήξεραν, το έβλεπε στα πρόσωπά τους. Δεν τον κατηγορούσαν. Στα πρόσωπά τους ήταν αποτυπωμένη η γνώση ότι έπρεπε να πεθάνουν ώστε να ζήσει ο ίδιος και ότι αυτό ήταν μέρος της αναπόφευκτης τάξης των πραγμάτων.
Δεν μπορούσε να θυμηθεί τι είχε συμβεί, στο όνειρό του όμως ήξερε ότι κατά κάποιον τρόπο οι ζωές της μητέρας και της αδελφής του θυσιάστηκαν για να μείνει ζωντανός αυτός. Το όνειρό του ήταν από εκείνα που, ενώ διατηρούν τον χαρακτήρα του φανταστικού, αποτελούν συνέχεια της διανοητικής ζωής, και τα γεγονότα και οι ιδέες που αντιλαμβάνεσαι στη διάρκειά τους παραμένουν νέα και πολύτιμα ακόμα κι όταν ξυπνήσεις. Αυτό που είχε μόλις συνειδητοποιήσει ο Γουίνστον ήταν ότι ο θάνατος της μητέρας του, σχεδόν τριάντα χρόνια πριν, ήταν αφάνταστα τραγικός και λυπηρός, τόσο που κανείς δεν θα μπορούσε να νιώσει σήμερα. Κατάλαβε ότι η τραγωδία ήταν είδος που ανήκε σε αλλοτινούς καιρούς, σε χρόνους που υπήρχαν ακόμα οι έννοιες της ιδιωτικής ζωής, της αγάπης και της φιλίας, τότε που τα μέλη μιας οικογένειας αλληλοϋποστηρίζονταν χωρίς να ερευνούν τον λόγο που το έκαναν. Η θύμηση της μητέρας του ξέσκισε την καρδιά του, γιατί εκείνη είχε πεθάνει αγαπώντας τον, τότε που αυτός ήταν πολύ νέος και εγωιστής για να της ανταποδώσει την αγάπη της, αλλά και γιατί –χωρίς να μπορεί να θυμηθεί πώς– η μητέρα του είχε θυσιαστεί από προσωπική και παντοτινή αίσθηση του καθήκοντος, κάτι που πλέον ήταν αδύνατον να συμβεί. Σήμερα, μόνο φόβος υπήρχε, μίσος και πόνος. Τα ευγενή αισθήματα είχαν εξοστρακιστεί, το ίδιο και η βαθιά και πολύπλοκη θλίψη. Ήταν λες και όλα αυτά τα έβλεπε μέσα από τα μεγάλα μάτια της μητέρας και της αδελφής του, που τον ατένιζαν μέσα από το πράσινο νερό, εκατοντάδες οργιές κάτω από αυτόν, ενώ βυθίζονταν όλο και πιο βαθιά.
Και ξαφνικά το όνειρο άλλαξε. Ήταν απόγευμα καλοκαιριού, και ο ήλιος έπεφτε πλάγια χρυσίζοντας τη γη. Ο Γουίνστον πατούσε στο μαλακό χορτάρι. Το τοπίο που έβλεπε ερχόταν τόσο συχνά στα όνειρά του που δεν ήταν καθόλου βέβαιος αν το είχε δει κάπου στην πραγματικότητα ή όχι. Όταν ήταν ξύπνιος, το ονόμαζε Χρυσαφένια Χώρα. Ήταν ένα παλιό λιβάδι, πέρασμα λαγών, με ένα φιδογυριστό μονοπάτι και διάσπαρτο λαγούμια που είχαν φτιάξει οι τυφλοπόντικες. Πάνω από τον απεριποίητο φράχτη, στην απέναντι μεριά του λιβαδιού, τα κλωνάρια των φτελιών λικνίζονταν απαλά στον αέρα και τα φύλλα τους ανέμιζαν σαν ξέπλεκα γυναικεία μαλλιά. Κάπου κοντά, κάτω από τις ιτιές, αργοκυλούσε αθέατο ένα ρυάκι, με το καθάριο του νερό να σχηματίζει λιμνούλες όπου κολυμπούσαν κυπρίνοι.
Η μελαχρινή κοπέλα πλησίαζε από την άλλη άκρη του λιβαδιού, Με μία κίνηση, έσκισε τα ρούχα της και τα πέταξε παράμερα με περιφρόνηση. Παρότι το σώμα της ήταν λευκό και λείο, δεν δημιούργησε καμία σεξουαλική επιθυμία στον Γουίνστον, στην ουσία ίσα που της έριξε μια ματιά. Αυτό που τον είχε συνεπάρει ήταν ένας θαυμασμός για την κίνηση της κοπέλας. Η χάρη και η ανεμελιά της έμοιαζαν να ακυρώνουν έναν ολόκληρο πολιτισμό, ένα ολόκληρο σύστημα σκέψης, σαν να αρκούσε μια απλή κίνηση του χεριού για να εκμηδενίσει τον Μεγάλο Αδελφό, το Κόμμα και την Αστυνομία της Σκέψης. Και αυτή η χειρονομία ήταν σημάδι παλιών εποχών. Ο Γουίνστον ξύπνησε με τη λέξη “Σαίξπηρ” στα χείλη του.
Η τηλεοθόνη σύριζε εκκωφαντικά επί τριάντα δευτερόλεπτα. Η ώρα ήταν επτά και τέταρτο, ώρα έγερσης για τους υπαλλήλους των γραφείων. Ο Γουίνστον τινάχτηκε από το κρεβάτι –γυμνός, μια και τα μέλη του Εξωτερικού Κόμματος λάμβαναν μόνο 3000 κουπόνια ένδυσης τον χρόνο, και ένα ζευγάρι πυτζάμες κόστιζε 600– κι άρπαξε μια βρόμικη φανέλα κι ένα ζευγάρι σορτς από μια καρέκλα. Οι Γυμναστικές Ασκήσεις ξεκινούσαν σε τρία λεπτά. Την επόμενη στιγμή, το σώμα του είχε διπλώσει από μια δυνατή κρίση βήχα που τον έπιανε μετά από σχεδόν κάθε πρωινό ξύπνημα. Τα πνευμόνια του ξέμεναν από αέρα, και το μόνο που μπορούσε να κάνει για να ξαναβρεί την ανάσα του ήταν να ξαπλώσει ανάσκελα και να πάρει βαθιές εισπνοές. Οι φλέβες του είχαν φουσκώσει από τον έντονο βήχα και τον είχε ξαναπιάσει φαγούρα στους ερεθισμένους του κιρσούς.
«Ομάδα τριάντα έως σαράντα!» γάβγισε μια διαπεραστική γυναικεία φωνή. «Ομάδα τριάντα έως σαράντα! Πάρτε θέση, παρακαλώ! Τριάντα έως σαράντα!»
Ο Γουίνστον στάθηκε σε στάση προσοχής μπροστά από την τηλεοθόνη όπου είχε εμφανιστεί η εικόνα μιας νεαρής γυναίκας, λεπτής αλλά μυώδους, που φορούσε έναν χιτώνα και παπούτσια γυμναστικής.
«Λυγίζουμε και τεντώνουμε τα χέρια!» πρόσταξε. «Ακολουθήστε τον ρυθμό μου. Ένα, δύο, τρία, τέσσερα! Ένα, δύο, τρία, τέσσερα! Εμπρός, σύντροφοι! Ζωηρέψτε λίγο! Ένα, δύο, τρία, τέσσερα! Ένα, δύο, τρία, τέσσερα!…»
Ο πόνος που του έφερε η κρίση βήχα έσβησε εντελώς την εντύπωση που του είχε αφήσει το όνειρο, όμως οι ρυθμικές κινήσεις των ασκήσεων τη ζωντάνεψαν. Καθώς κουνούσε μηχανικά τα χέρια του μπρος πίσω, φροντίζοντας το ύφος του προσώπου του να δείχνει ότι απολάμβανε τις Γυμναστικές Ασκήσεις, προσπαθούσε να γυρίσει νοερά στη θολή περίοδο της παιδικής του ηλικίας. Ήταν εξαιρετικά δύσκολο. Λίγο πριν το τέλος της δεκαετίας του πενήντα, τα πάντα είχαν σβήσει. Αν δεν έβρισκες κάποιο εξωτερικό σημείο αναφοράς, τότε ακόμα και το περίγραμμα της ζωής σου καταντούσε μια θαμπάδα. Θυμόσουν σημαντικά γεγονότα που μπορεί και να μην είχαν συμβεί ποτέ, θυμόσουν λεπτομέρειες περιστατικών χωρίς να μπορείς να συλλάβεις την ατμόσφαιρά τους, είχες μεγάλα κενά διαστήματα, στα οποία δεν μπορούσες να εντάξεις ούτε ένα συμβάν. Ακόμα και τα ονόματα των χωρών, ακόμα και τα σχήματά τους στον χάρτη, ήταν διαφορετικά. Η Πρώτη Ζώνη, για παράδειγμα, παλιά δεν ονομαζόταν έτσι. Την έλεγαν Αγγλία ή Βρετανία, παρότι το Λονδίνο –ήταν αρκετά σίγουρος– λεγόταν πάντα έτσι.
Ο Γουίνστον δεν μπορούσε να θυμηθεί με ακρίβεια μια εποχή που η χώρα του δεν βρισκόταν σε πόλεμο, ήταν φανερό όμως ότι στην παιδική του ηλικία είχε μεσολαβήσει μια μακρόχρονη περίοδος ειρήνης, γιατί μια από τις πρώτες του αναμνήσεις ήταν από μια αεροπορική επιδρομή που είχε αιφνιδιάσει τους πάντες. Την ίδια την επιδρομή δεν τη θυμόταν. Ίσως να ήταν όταν είχε πέσει η ατομική βόμβα στο Κόλτσεστερ. Θυμόταν όμως το χέρι του πατέρα του να κρατάει σφιχτά το δικό του καθώς χώνονταν βιαστικά όλο και πιο βαθιά κάτω από τη γη κατεβαίνοντας μια στριφογυριστή σκάλα που έτριζε κάτω από τα πόδια τους. Αυτή η αγχωτική κατάβαση του είχε φέρει τόση κούραση, που τον έπιασαν τα κλάματα, και αναγκαστικά έκαναν μία στάση. Η μητέρα του τους ακολουθούσε από μακριά με αργά, ονειροπόλα βήματα. Είχε στην αγκαλιά της τη μικρή του αδελφή ή μπορεί να κουβαλούσε έναν μπόγο κουβέρτες. Δεν ήταν σίγουρος αν η αδελφή του είχε γεννηθεί τότε. Τελικά μπήκαν σε ένα μέρος γεμάτο θόρυβο και κόσμο, που κατάλαβε ότι ήταν σταθμός του μετρό.
Άλλοι κάθονταν στο πέτρινο πάτωμα, άλλοι στριμώχνονταν σε μεταλλικούς πάγκους. Ο Γουίνστον μαζί με τον πατέρα και τη μητέρα του βρήκαν μια θέση στο πάτωμα. Κοντά τους κάθονταν ένας γέρος και μια γριά, ο ένας δίπλα στον άλλον, σε έναν πάγκο. Ο γέρος φορούσε ένα σοβαρό σκούρο κοστούμι και μια μαύρη τραγιάσκα τραβηγμένη προς τα πίσω, που άφηνε να φαίνονται τα κάτασπρα μαλλιά του. Το πρόσωπό του ήταν κατακόκκινο και τα γαλάζια του μάτια ήταν γεμάτα δάκρυα. Έζεχνε τζιν, που έμοιαζε να στάζει σαν ιδρώτας από το σώμα του. Θα έπαιρνες όρκο ότι και τα δάκρυα που έτρεχαν από τα μάτια του ήταν καθαρό οινόπνευμα. Όμως, παρότι μεθυσμένος, έμοιαζε να υποφέρει από έναν αληθινό και αβάστακτο πόνο. Ο Γουίνστον, με το παιδιάστικο μυαλό του, κατάλαβε ότι κάτι τρομερό, κάτι ασυγχώρητο και ανεπανόρθωτο είχε μόλις συμβεί. Και μάλλον είχε καταλάβει και τι ήταν αυτό που είχε συμβεί. Κάποιος που ο γέρος αγαπούσε –ίσως κάποια εγγονούλα– είχε σκοτωθεί. Κάθε λίγα λεπτά, ο γέρος έλεγε ξανά και ξανά:
«Δεν έπρεπε να τους εμπιστευτούμε. Το έλεγα εγώ, γριούλα μου, δεν το έλεγα; Αυτά παθαίνεις όταν τους εμπιστεύεσαι. Εγώ το έλεγα πάντα. Δεν έπρεπε να τα εμπιστευτούμε τα καθάρματα».
Ποια καθάρματα όμως δεν έπρεπε να έχουν εμπιστευτεί, αυτό δεν μπορούσε να το θυμηθεί ο Γουίνστον.
Από εκείνον τον καιρό πάνω κάτω, ο πόλεμος ήταν συνεχόμενος, αν και για την ακρίβεια δεν ήταν πάντα ο ίδιος πόλεμος. Για πολλούς μήνες στη διάρκεια της παιδικής του ηλικίας, ξεσπούσαν άτακτες οδομαχίες ακόμα και στο Λονδίνο, κάποιες μάλιστα τις θυμόταν ολοκάθαρα. Για να ιχνηλατήσεις όμως την ιστορική περίοδο, να ονομάσεις ποιος πολεμούσε ποιον τη συγκεκριμένη στιγμή, ήταν αδύνατον, αφού ούτε έγγραφες ούτε προφορικές μαρτυρίες ανέφεραν κάποια άλλη κατάσταση πέρα από την τωρινή. Για παράδειγμα, αυτή τη στιγμή, το 1984 (αν η χρονιά ήταν το 1984), η Ωκεανία βρισκόταν σε πόλεμο με την Ευρασία και σε συμμαχία με την Ανατολασία. Δεν υπήρχε προφορική ή γραπτή μαρτυρία που να αποδεικνύει ότι ο τρεις δυνάμεις δεν είχαν πάντα την ίδια δυναμική σχέσεων. Βασικά, όπως γνώριζε πολύ καλά ο Γουίνστον, τέσσερα χρόνια πριν η Ωκεανία βρισκόταν σε πόλεμο με την Ανατολασία και είχε σύμμαχό της την Ευρασία. Αυτό όμως δεν ήταν παρά μια λαθραία πληροφορία, την οποία έτυχε να γνωρίζει γιατί η μνήμη του παραστρατούσε πότε πότε. Επισήμως, καμία αλλαγή δεν είχε επέλθει στο πολιτικό σκηνικό. Η Ωκεανία πολεμούσε εναντίον της Ευρασίας, άρα πάντα πολεμούσε εναντίον της. Ο τωρινός εχθρός ανέκαθεν αντιπροσώπευε το απόλυτο κακό, και αυτό σήμαινε ότι οποιαδήποτε παρελθοντική ή μελλοντική συμφωνία μαζί του ήταν αδύνατη.
Το τρομακτικό, σκέφτηκε για χιλιοστή φορά ο Γουίνστον ενώ έσπρωχνε τους ώμους προς τα πίσω, (με τα χέρια στους γοφούς έστρεφαν το σώμα από τη μέση και πάνω, άσκηση υποτίθεται ενδυναμωτική των μυών της πλάτης) –το τρομακτικό ήταν πως όλα αυτά μπορούσε κάλλιστα να αλήθευαν. Αν το Κόμμα είχε τη δυνατότητα να βάλει χέρι στο παρελθόν και να ισχυρίζεται ότι το τάδε ή το δείνα γεγονός δεν συνέβη ποτέ –αυτό δεν ήταν σίγουρα κάτι πιο τρομακτικό από τα βασανιστήρια και τον θάνατο;
Το Κόμμα έλεγε ότι η Ωκεανία δεν ήταν ποτέ σύμμαχος με την Ευρασία. Αυτός όμως, ο Γουίνστον Σμιθ, γνώριζε καλά ότι η Ωκεανία ήταν σύμμαχος με την Ευρασία πριν από τέσσερα χρόνια. Αλλά, πώς το γνώριζε; Υπήρχε μόνο στη δική του συνείδηση, που έτσι κι αλλιώς, πολύ σύντομα θα έπρεπε να μηδενιστεί. Κι αν όλοι οι υπόλοιποι αποδέχονταν τα ψέματα που επέβαλλε το Κόμμα –αν όλα τα αρχεία παρουσίαζαν την ίδια εκδοχή– τότε το ψέμα θα περνούσε στην ιστορία και θα γινόταν αλήθεια. Το σύνθημα του Κόμματος ήταν: “Αυτός που ελέγχει το παρελθόν, ελέγχει το μέλλον. Αυτός που ελέγχει το παρόν, ελέγχει το παρελθόν”. Και πάλι όμως, το παρελθόν, αν και εκ φύσεως παραποιήσιμο, δεν παραποιήθηκε ποτέ. Ό,τι κι αν ήταν αλήθεια σήμερα, ήταν αλήθεια ανέκαθεν. Τα πράγματα ήταν πολύ απλά. Το μόνο που χρειαζόταν ήταν αλλεπάλληλες σαρώσεις της μνήμης σου. “Έλεγχος της πραγματικότητας” ή όπως το ονόμαζαν στη Νέα Ομιλία “δισκεψία”.
«Ανάπαυση!» έδωσε κάπως πιο ήπια την εντολή η γυμνάστρια.
Ο Γουίνστον κατέβασε τα χέρια και γέμισε αργά τα πνευμόνια του αέρα. Το μυαλό του γλίστρησε στον δαιδαλώδη κόσμο της δισκεψίας. Να γνωρίζεις και να μην γνωρίζεις, να έχεις συνείδηση της απόλυτης αλήθειας ενώ λες επιμελώς κατασκευασμένα ψέματα, να έχεις ταυτόχρονα δύο αντικρουόμενες απόψεις, να γνωρίζεις ότι είναι αντίθετες μεταξύ τους και όμως να πιστεύεις και τις δύο, να χρησιμοποιείς την λογική ως όπλο εναντίον της λογικής, να αποκηρύσσεις την ηθική ενώ την απαιτείς, να πιστεύεις ότι η δημοκρατία είναι αδύνατη, όμως το Κόμμα είναι ο θεματοφύλακας της δημοκρατίας, να ξεχνάς ό,τι χρειάζεται να ξεχάσεις, μετά να το ξαναφέρνεις στη μνήμη σου τη στιγμή που χρειάζεται και αμέσως πάλι να το ξεχνάς. Μα πάνω από όλα, να εφαρμόζεις αυτή τη μεθοδολογία στην ίδια τη μεθοδολογία. Η μεγαλύτερη δεξιοτεχνία ήταν να έχεις στερηθεί ενσυνείδητα τη συνείδησή σου και μετά να ξεχνάς την ύπνωση που μόλις επέβαλες στον εαυτό σου. Ακόμα και για να κατανοήσεις τη δισκεψία χρειαζόταν να χρησιμοποιήσεις δισκεψία.
Η γυμνάστρια φώναξε να πάρουν ξανά στάση ετοιμότητας. «Και τώρα, για να δούμε ποιος από εμάς θα καταφέρει να αγγίξει τα δάχτυλα των ποδιών του!» είπε με ενθουσιασμό. «Σκύψτε από τη μέση και κάτω, παρακαλώ, σύντροφοι. Ένα, δύο! Ένα, δύο!…»
Ο Γουίνστον απεχθανόταν τη συγκεκριμένη άσκηση, η οποία του έφερνε πόνους από τις φτέρνες μέχρι τους γοφούς και συνήθως κατέληγε σε μία ακόμα κρίση βήχα. Οι μισοευχάριστες σκέψεις του πήραν τέλος. Το παρελθόν, αναλογίστηκε, δεν είχε αλλοιωθεί. Βασικά, είχε καταστραφεί. Γιατί, πώς μπορούσες να υποστηρίζεις ακόμα και το πιο προφανές, όταν αυτό δεν ήταν καταγραμμένο παρά μόνο στη δική σου μνήμη; Προσπάθησε να θυμηθεί ποια χρονιά άκουσε για πρώτη φορά να αναφέρεται το όνομα του Μεγάλου Αδελφού. Μάλλον κάποια στιγμή μέσα στη δεκαετία του εξήντα, δεν μπορούσε όμως να είναι σίγουρος. Φυσικά, στην ιστορία του Κόμματος ο Μεγάλος Αδελφός παρουσιαζόταν σαν ηγέτης και θεματοφύλακας της Επανάστασης από την απαρχή της. Σταδιακά τα επιτεύγματά του τοποθετήθηκαν χρονικά πολύ πιο πίσω, έως ότου έφτασαν στις μυθικές δεκαετίες του τριάντα και του σαράντα, τότε που οι καπιταλιστές με τα παράξενα κυλινδρικά καπέλα κυκλοφορούσαν στους δρόμους του Λονδίνου με μεγάλα αστραφτερά αμάξια ή άμαξες που τις έσερναν άλογα και που στο πλάι τους είχαν τζάμια. Δεν μπορούσες να ξέρεις τι από όλα αυτά ήταν αλήθεια και τι επινοημένο. Ο Γουίνστον δεν μπορούσε καν να θυμηθεί πότε ακριβώς δημιουργήθηκε το Κόμμα. Δεν θυμόταν να είχε ακούσει τη λέξη ΑΓΓΣΟΣ πριν το 1960, πιθανόν όμως να κυκλοφορούσε νωρίτερα με την ονομασία “Αγγλικός Σοσιαλισμός” της Παλαιάς Ομιλίας. Η ομίχλη είχε καταπιεί τα πάντα. Υπήρχαν βέβαια κάποιες φορές που μπορούσες να εντοπίσεις ένα ψέμα. Για παράδειγμα, δεν ήταν αλήθεια ότι το Κόμμα είχε εφεύρει τα αεροπλάνα, όπως υποστήριζαν τα ιστορικά βιβλία του. Ο Γουίνστον θυμόταν το αεροπλάνο από πολύ μικρός. Δεν μπορούσες όμως να αποδείξεις το παραμικρό. Ποτέ δεν υπήρχαν στοιχεία. Μόνο μια φορά στη ζωή του βρέθηκαν στα χέρια του αδιάψευστες αποδείξεις για την παραποίηση ενός ιστορικού γεγονότος. Και σ’ αυτή την περίπτωση…
«Σμιθ!» ούρλιαξε η δύστροπη φωνή από την τηλεοθόνη. «6079 Σμιθ Γ! Ναι, εσύ! Σκύψε περισσότερο, παρακαλώ! Μπορείς να το κάνεις καλύτερα. Δεν προσπαθείς. Σκύψε κι άλλο! Τώρα είναι καλύτερα, σύντροφε. Τώρα, ανάπαυση όλη η ομάδα, και κοιτάξτε τι κάνω».
Ένα κύμα ιδρώτα έλουσε το σώμα του Γουίνστον. Το πρόσωπό του παρέμενε ανεξιχνίαστο. Μη δείχνεις ποτέ απόγνωση! Ως κι ένα πετάρισμα των ματιών μπορούσε να σε προδώσει. Ο Γουίνστον απόμεινε να παρακολουθεί τη γυμνάστρια καθώς εκείνη σήκωνε τα χέρια της πάνω από το κεφάλι και, αν όχι με χάρη, πάντως με αξιοσημείωτη ακρίβεια και ικανότητα, έσκυβε και ακουμπούσε με τα χέρια τα δάχτυλα των ποδιών της.
«Έτσι, σύντροφοι! Αυτό θέλω να κάνετε. Κοιτάξτε με ξανά! Είμαι τριάντα εννιά χρονών και έχω τέσσερα παιδιά. Τώρα κοιτάξτε!» Έσκυψε ξανά. «Βλέπετε, τα γόνατά μου δεν έχουν λυγίσει. Όλοι σας μπορείτε να το κάνετε αν το θελήσετε» πρόσθεσε καθώς σηκωνόταν και πάλι όρθια. «Όποιος είναι κάτω από σαράντα πέντε, μπορεί άνετα να αγγίξει τα δάχτυλα των ποδιών του. Δεν έχουμε όλοι μας το προνόμιο να πολεμάμε στο μέτωπο, μπορούμε όμως να κρατιόμαστε σε φόρμα. Θυμηθείτε τα αγόρια μας στο μέτωπο του Μαλαμπάρ! Και τους ναύτες μας στα Πλωτά Οχυρά! Σκεφτείτε τι έχουν να αντιμετωπίσουν εκείνοι. Τώρα, προσπαθήστε ξανά. Έτσι μπράβο, σύντροφε, πολύ καλύτερα» πρόσθεσε ενθαρρυντικά καθώς ο Γουίνστον, με μια απότομη επίκυψη, κατάφερε να αγγίξει τα δάχτυλα των ποδιών του χωρίς να κάμψει τα γόνατα, για πρώτη φορά μετά από πολλά χρόνια.