Με έναν βαθύ ασυναίσθητο αναστεναγμό που ούτε η τόσο κοντινή παρουσία της τηλεοθόνης τον απέτρεπε να βγάζει στην αρχή κάθε εργάσιμης ημέρας, ο Γουίνστον τράβηξε προς το μέρος του τον φωνογράφο, φύσηξε τη σκόνη από το μικρόφωνο και φόρεσε τα γυαλιά του. Κατόπιν, ξετύλιξε τέσσερις μικρούς χάρτινους κυλίνδρους που είχαν μόλις αναπηδήσει στο γραφείο του από τον αεροσωλήνα στα δεξιά του.
Στους τοίχους του γραφείου του υπήρχαν τρία στόμια. Δεξιά από τον φωνογράφο βρισκόταν ένας αεροσωλήνας για τα γραπτά μηνύματα, αριστερά ένας μεγαλύτερος για τις εφημερίδες και στον πλαϊνό τοίχο, σε μια εύλογη απόσταση, ώστε να φτάνει εύκολα το χέρι του Γουίνστον, μια φαρδιά παραλληλόγραμμη χαραμάδα προστατευμένη από συρματόπλεγμα όπου πετούσε τα άχρηστα χαρτιά. Δεκάδες χιλιάδες παρόμοιες χαραμάδες υπήρχαν σε όλο το κτίριο, όχι μόνο σε κάθε δωμάτιο, αλλά και, ανά μικρά διαστήματα, σε όλους τους διαδρόμους. Για κάποιο λόγο τούς είχαν δώσει το παρατσούκλι “τρύπες της μνήμης”. Όταν έπρεπε να καταστραφεί ένα έγγραφο ή ακόμα κι ένα άχρηστο πεταμένο χαρτάκι να έβλεπες, αυτόματα σήκωνες το καπάκι της κοντινότερης τρύπας μνήμης και το πετούσες μέσα. Με τη βοήθεια θερμού αέρα, το χαρτί στροβιλιζόταν μέχρι τους τεράστιους κλιβάνους που ήταν κρυμμένοι κάπου στα βάθη του κτιρίου.
Ο Γουίνστον εξέτασε τα τέσσερα χαρτιά που είχε ξετυλίξει. Το καθένα τους περιείχε ένα μήνυμα, όχι μεγαλύτερο από δύο γραμμές, στα συντομογραφημένα ακαταλαβίστικα –δεν ήταν ακριβώς η Νέα Ομιλία, αλλά περιείχαν πολλές λέξεις της– που χρησιμοποιούνταν στις εσωτερικές υποθέσεις του Υπουργείου. Τα μηνύματα έγραφαν:
τάιμς 17.3.84 ομιλία μ.α. κακοαναφορά αφρική διόρθωσε
τάιμς 19.12.83 προβλέψεις 3χρ. 4ο τέταρτο 83 τυπογραφικά λάθη επαλήθευσε τρέχον τεύχος
τάιμς 14.2.84 υπαφθονία κακομεταβίβαση σοκολάτα διόρθωσε
τάιμς 3.12.83 γνωστοποίηση μ.α. ημερήσια διάταξη διςυπερμηκαλος αναφ. μηανθρωποι ξαναγράψε πλήρως υποβολή άνω προταξινόμηση
Με μια ελαφριά αίσθηση ικανοποίησης, ο Γουίνστον έβαλε στην άκρη το τέταρτο μήνυμα. Αφορούσε ένα ζήτημα που απαιτούσε πολύπλοκη και υπεύθυνη δουλειά, οπότε ήταν καλύτερα να το αφήσει τελευταίο. Τα υπόλοιπα τρία ήταν υποθέσεις ρουτίνας, παρότι το δεύτερο ίσως χρειαζόταν μια κοπιαστική αναζήτηση σε καταλόγους αριθμητικών στοιχείων.
Ο Γουίνστον σχημάτισε τις λέξεις “παλιά νούμερα” στο καντράν της τηλεοθόνης και ζήτησε τα απαραίτητα φύλλα των “Τάιμς”, τα οποία γλίστρησαν μέσω του αεροσωλήνα πάνω στο γραφείο του με μόλις ελάχιστη καθυστέρηση. Τα μηνύματα που είχε λάβει αναφέρονταν σε άρθρα ή ειδήσεις που με τον έναν ή τον άλλον τρόπο είχε κριθεί αναγκαίο να αλλάξουν ή, κατά την επίσημη έκφραση, να “διορθωθούν”. Για παράδειγμα, από τους “Τάιμς” της εβδόμης Μαρτίου φαινόταν ότι ο Μεγάλος Αδελφός, σε ομιλία του της προηγούμενης ημέρας, είχε προβλέψει ότι στο μέτωπο της Νότιας Ινδίας θα επικρατούσε ηρεμία, ενώ μια ευρασιατική επίθεση θα εξαπολυόταν σύντομα στη Βόρεια Αφρική. Στην πραγματικότητα, η Ευρασιατική Ανώτερη Διοίκηση είχε εξαπολύσει επίθεση στη Νότια Ινδία και είχε αφήσει στην ησυχία της τη Βόρεια Αφρική. Οπότε ήταν απαραίτητο να ξαναγραφεί η συγκεκριμένη παράγραφος του λόγου του Μεγάλου Αδελφού με τέτοιον τρόπο ώστε να προβλέπει αυτό που συνέβη στην πραγματικότητα. Ή πάλι, οι “Τάιμς” της 19ης Δεκεμβρίου είχαν δημοσιεύσει τις επίσημες προβλέψεις για την παραγωγή διαφόρων καταναλωτικών αγαθών στο τέταρτο τρίμηνο του 1983, το οποίο ήταν ταυτόχρονα το έκτο τρίμηνο του Ένατου Τριετούς Πλάνου. Το σημερινό φύλλο περιείχε μια αναφορά της πραγματικής παραγωγής, όπου φαινόταν ότι ο προβλέψεις ήταν εντελώς λανθασμένες. Η δουλειά του Γουίνστον ήταν να διορθώσει τα αρχικά στοιχεία ώστε να βρίσκονται σε συμφωνία με τα τελευταία δεδομένα. Όσο για το τρίτο μήνυμα, αυτό αναφερόταν σε ένα πολύ απλό λάθος που δεν χρειαζόταν πάνω από δύο λεπτά για να διορθωθεί. Πριν από λίγο καιρό, συγκεκριμένα μέσα στον Φεβρουάριο, το Υπουργείο Αφθονίας είχε δημοσιεύσει μία υπόσχεση (“κατηγορηματική εγγύηση” κατά την επίσημη έκφραση) ότι σε όλη τη διάρκεια του 1984 δεν θα γινόταν καμία μείωση στη μερίδα της σοκολάτας. Στην πραγματικότητα, όπως ήταν ενήμερος ο Γουίνστον, η μερίδα της σοκολάτας θα μειωνόταν από τριάντα σε είκοσι γραμμάρια στο τέλος της εβδομάδας που διένυαν. Το μόνο λοιπόν που χρειαζόταν στο τρίτο μήνυμα ήταν να αντικατασταθεί η αρχική υπουργική υπόσχεση με μια προειδοποίηση ότι πιθανώς θα κρινόταν αναγκαίο να μειωθεί η μερίδα κάποια στιγμή μέσα στον Απρίλιο.
Με το που διεκπεραίωσε τα θέματα των τριών μηνυμάτων, ο Γουίνστον επισύναψε τις φωτογραφημένες διορθώσεις του στο αντίστοιχο φύλλο των “Τάιμς” και τις έσπρωξε στον αεροσωλήνα. Κατόπιν, με μία σχεδόν αυτόματη κίνηση, τσαλάκωσε τα αρχικά μηνύματα και τυχόν δικές του σημειώσεις και τα έριξε στην τρύπα της μνήμης για να τα καταβροχθίσουν οι φλόγες.
Το τι συνέβαινε στον αόρατο λαβύρινθο όπου οδηγούσαν οι αεροσωλήνες, δεν το γνώριζε με κάθε λεπτομέρεια, είχε όμως μια γενική ιδέα. Με το που συγκεντρώνονταν και αντιστοιχούνταν όλες οι απαραίτητες διορθώσεις, το φύλλο των “Τάιμς” τυπωνόταν ξανά, το πρωτότυπο καταστρεφόταν και το διορθωμένο έπαιρνε τη θέση του στα αρχεία. Αυτή η διαδικασία των αλλεπάλληλων διορθώσεων εφαρμοζόταν όχι μόνο στις εφημερίδες αλλά και στα βιβλία, τα περιοδικά, τα φυλλάδια, τις αφίσες, τις ταινίες, τις ηχογραφήσεις, τα κινούμενα σχέδια, τις φωτογραφίες –σε κάθε λογοτεχνικό είδος και κάθε έγγραφο που ίσως έφερε πολιτική ή ιδεολογική σημασία. Μέρα με τη μέρα, για να μην πούμε λεπτό προς λεπτό, το παρελθόν ενημερωνόταν για να συμφωνεί με το παρόν. Με αυτόν τον τρόπο, κάθε πρόβλεψη του Κόμματος αποδεικνυόταν σωστή βάσει ντοκουμέντων. Οποιαδήποτε είδηση ή έκφραση άποψης ερχόταν σε αντίθεση με τις ανάγκες της παρούσας στιγμής, δεν επιτρεπόταν να παραμείνει καταγεγραμμένη. Ολόκληρη η ιστορία ήταν ένα παλίμψηστο, ένα χειρόγραφο που σβηνόταν και ξαναγραφόταν όσες φορές κρινόταν αναγκαίο. Μόλις ολοκληρωνόταν η εκ νέου καταγραφή, δεν υπήρχε πλέον καμία απόδειξη ότι είχε γίνει παραποίηση. Τον μεγαλύτερο τομέα του Τμήματος Αρχείων, μεγαλύτερο και από αυτόν όπου εργαζόταν ο Γουίνστον, τον απάρτιζαν πρόσωπα που η δουλειά τους ήταν να αναζητούν και να συλλέγουν όλα τα αντίτυπα βιβλίων, εφημερίδων και άλλων εγγράφων που είχαν αντικατασταθεί και επρόκειτο να καταστραφούν. Ένα φύλλο των “Τάιμς” που, λόγω αλλαγών εν όψει πολιτικής ευθυγράμμισης ή λανθασμένων προφητειών του Μεγάλου Αδελφού ίσως και να είχε ξαναγραφτεί καμιά δεκαριά φορές, εξακολουθούσε να βρίσκεται στα αρχεία με την αρχική του ημερομηνία. Δεν υπήρχε κανένα άλλο αντίτυπο που να το αναιρεί. Τα βιβλία επίσης αποσύρονταν και ξαναγράφονταν πολλές φορές. Επανεκδίδονταν χωρίς την παραμικρή αναφορά ότι είχαν υποστεί κάποια τροποποίηση. Ακόμα και οι γραπτές οδηγίες που λάμβανε ο Γουίνστον, και τις οποίες εξαφάνιζε αμέσως μόλις τακτοποιούσε το πρόβλημα, ποτέ δεν ανέφεραν ή υπονοούσαν ότι έπρεπε να γίνει κάποιου είδους πλαστογραφία. Οι οδηγίες έκαναν λόγο πάντα σε λάθη εκ παραδρομής, τυπογραφικά λάθη ή λανθασμένες αναφορές, που έπρεπε να διορθωθούν για λόγους ακρίβειας.
Βασικά όμως, σκέφτηκε ο Γουίνστον καθώς αναπροσάρμοζε τα στοιχεία του Υπουργείου Αφθονίας, όλο αυτό δεν ήταν καν πλαστογραφία. Ήταν απλά αντικατάσταση της μιας ανοησίας με μια άλλη. Το μεγαλύτερο μέρος του υλικού αντικειμένου αυτής της δουλειάς δεν είχε καμία σχέση με τι πραγματικά συνέβαινε στον κόσμο, ούτε καν το είδος της σχέσης που περιέχεται σε ένα κατάφωρο ψέμα. Τις περισσότερες φορές αναμενόταν να επινοείς τα στατιστικά στοιχεία. Για παράδειγμα, το Υπουργείο Αφθονίας είχε προβλέψει ότι η παραγωγή παπουτσιών για το τρίμηνο θα ήταν γύρω στα εκατόν σαράντα πέντε εκατομμύρια ζευγάρια. Η παραγωγή που πραγματοποιήθηκε υπολογίστηκε στα εξήντα δύο εκατομμύρια. Πάντως, όταν ο Γουίνστον ξανάγραψε τις προβλέψεις, μείωσε τον αριθμό παραγωγής σε πενήντα επτά εκατομμύρια ώστε να δώσει το περιθώριο να ισχυριστούν ότι ο στόχος είχε ξεπεραστεί. Σε κάθε περίπτωση, τα εξήντα δύο εκατομμύρια δεν ήταν νούμερο πιο αληθινό από τα πενήντα επτά ή τα εκατόν σαράντα πέντε εκατομμύρια. Το πιο πιθανόν ήταν να μην πραγματοποιηθεί καμία παραγωγή παπουτσιών. Ή ακόμα πιο πιθανόν, όχι μόνο να μη γνωρίζει αλλά και να μη νοιάζεται κανείς για την παραγωγή. Το μόνο που ήξερες ήταν ότι κάθε τρίμηνο, ένας απίθανος αριθμός παπουτσιών κατασκευαζόταν στα χαρτιά, ενώ προφανώς ο μισός πληθυσμός της Ωκεανίας κυκλοφορούσε ξυπόλυτος. Το ίδιο συνέβαινε με κάθε κατηγορία καταγεγραμμένων γεγονότων, σημαντικών ή ασήμαντων. Το καθετί χανόταν μέσα σε μια ομίχλη όπου ακόμα και η χρονολογία κατέληγε να είναι αβέβαιη.
Ο Γουίνστον έριξε ένα βλέμμα στον διάδρομο. Απέναντι, στο αντίστοιχο με το δικό του γραφείο, ένας μικρόσωμος, σχολαστικός άνδρας με αξύριστο πηγούνι, που άκουγε στο όνομα Τίλοτσον, εργαζόταν με αμείωτο ρυθμό έχοντας μια διπλωμένη εφημερίδα στα γόνατα και το στόμα του σχεδόν πάνω στο μικρόφωνο του φωνογράφου, σαν να προσπαθούσε να κρατήσει μυστικά όσα διαδραματίζονταν ανάμεσα σε αυτόν και την τηλεοθόνη. Σήκωσε το βλέμμα, και τα γυαλιά του έστειλαν μια εχθρική λάμψη προς την κατεύθυνση του Γουίνστον.
Ο Γουίνστον σχεδόν δεν γνώριζε τον Τίλοτσον, ούτε και είχε την παραμικρή ιδέα για το είδος της εργασίας που έκανε. Οι άνθρωποι που υπηρετούσαν στο Τμήμα Αρχείων δεν ήταν πρόθυμοι να συζητούν για τη δουλειά τους. Στον μακρύ και χωρίς παράθυρα διάδρομο με τη διπλή σειρά γραφείων, το συνεχές θρόισμα των χαρτιών και το βουητό των φωνών που μουρμούριζαν στους φωνογράφους, ήταν γύρω στα δώδεκα άτομα που ο Γουίνστον δεν γνώριζε ούτε καν τα ονόματά τους, παρότι τους έβλεπε κάθε μέρα να πηγαινοέρχονται βιαστικά στους διαδρόμους ή να κάνουν χειρονομίες κατά τη διάρκεια του Δίλεπτου Μίσους. Ήξερε ότι στο διπλανό γραφείο, η μικρόσωμη κοκκινομάλλα κόπιαζε καθημερινά αναζητώντας και διαγράφοντας από τον Τύπο τα ονόματα όσων είχαν εξαερωθεί, οπότε ήταν σαν να μην είχαν υπάρξει ποτέ. Ήταν ο κατάλληλος άνθρωπος για την κατάλληλη θέση, μια και ο άνδρας της είχε εξαερωθεί δύο χρόνια πριν. Μερικά γραφεία παραπέρα, ένα πράο, άτολμο, ονειροπαρμένο πλάσμα με το όνομα Άμπλφορθ, με τριχωτά αυτιά κι ένα εκπληκτικό ταλέντο στο να σκαρώνει ομοιοκαταληξίες και στιχάκια, είχε προσληφθεί για να κατασκευάζει διαστρεβλωμένες παραλλαγές –οριστικά κείμενα ονομάζονταν– ποιημάτων που ναι μεν προσέβαλλαν την ιδεολογία του Κόμματος, όμως, για τον άλφα ή βήτα λόγο, παρέμεναν στις ανθολογίες. Κι αυτός ο διάδρομος, με τους κάπου πενήντα εργαζομένους, δεν ήταν παρά μία υποδιαίρεση, ένα κύτταρο του τερατώδους δαιδάλου του Τμήματος Αρχείων. Παραπέρα, από πάνω και από κάτω τους, μελίσσια υπαλλήλων απασχολούνταν σε μια ασύλληπτη ποικιλία εργασιών. Υπήρχαν τα τεράστια τυπωτήρια με τους επιμελητές, τους άσσους της τυπογραφίας, τα υπερεξοπλισμένα εργαστήρια για την παραποίηση των φωτογραφιών. Υπήρχε ο τομέας των τηλεπρογραμμάτων με τους τεχνικούς, τους παραγωγούς και τις ομάδες ηθοποιών που είχαν επιλεχθεί ειδικά για την ικανότητά τους να μιμούνται φωνές. Υπήρχαν στρατιές υπαλλήλων που τους είχε ανατεθεί να συντάσσουν καταλόγους βιβλίων και περιοδικών τα οποία έπρεπε να αποσυρθούν. Υπήρχαν οι αχανείς αποθήκες όπου φυλάσσονταν τα διορθωμένα έγγραφα και όπου τα πρωτότυπά τους καταστρέφονταν σε απόκρυφα καμίνια. Και κάπου, εντελώς ανώνυμα, υπήρχαν τα μυαλά που κατεύθυναν και συντόνιζαν όλη αυτή την προσπάθεια και καθόριζαν το πλαίσιο της τακτικής που κρινόταν απαραίτητο ώστε να διατηρηθεί το τάδε τμήμα του παρελθόντος, να παραποιηθεί κάποιο άλλο κα ένα άλλο να πάψει να υπάρχει.
Εξάλλου, και το Τμήμα Αρχείων δεν ήταν παρά ένα παρακλάδι του Υπουργείου Αλήθειας, του οποίου το πρωταρχικό μέλημα δεν ήταν να ανακατασκευάζει το παρελθόν, αλλά να προμηθεύει τους πολίτες της Ωκεανίας με εφημερίδες, ταινίες, εγχειρίδια, προγράμματα τηλεόρασης, θεατρικά έργα, μυθιστορήματα –σε γενικές γραμμές, κάθε είδους πληροφορία, οδηγία ή ψυχαγωγία, από ένα άγαλμα μέχρι ένα σύνθημα, από ένα λυρικό ποίημα μέχρι μια διατριβή περί βιολογίας και από ένα παιδικό αλφαβητάριο μέχρι ένα λεξικό της Νέας Ομιλίας. Το Υπουργείο δεν είχε να καλύψει μόνο τις πολυποίκιλες ανάγκες του Κόμματος, αλλά και να επαναλάβει τη διαδικασία σε κατώτερο επίπεδο προς όφελος των προλετάριων. Υπήρχε μια ολόκληρη αλυσίδα ξεχωριστών τμημάτων που είχαν να κάνουν με την προλεταριακή λογοτεχνία, τη μουσική, το θέατρο, την ψυχαγωγία γενικότερα. Εδώ έβγαιναν εφημερίδες γεμάτες σκουπιδοειδήσεις, με περιεχόμενο αποκλειστικά σχετικό με αθλήματα, εγκλήματα, άθλια ρομάντζα, ταινίες σεξ και αισθηματικά τραγουδάκια που τα συνέθεταν μηχανικά μέσω ενός ειδικού καλειδοσκόπιου που ονομαζόταν “στιχοπλάστης”. Υπήρχε ακόμα ολόκληρος υποτομέας –Πόρντομ στη Νέα Ομιλία– με αρμοδιότητα να παράγει κατώτατου επιπέδου πορνογραφία που κυκλοφορούσε σε σφραγισμένα πακέτα και την οποία κανένα άλλο μέλος του Κόμματος πέρα από όσους δούλευαν στο τμήμα δεν επιτρεπόταν να δει.
Τρία μηνύματα είχαν ξεγλιστρήσει από τον αεροσωλήνα όσο ο Γουίνστον δούλευε, αφορούσαν όμως εύκολα να διευθετηθούν θέματα, οπότε ξεμπέρδεψε με αυτά προτού τον διακόψει το Δίλεπτο Μίσος. Όταν το Μίσος τελείωσε, ο Γουίνστον επέστρεψε στο γραφείο του, κατέβασε το Λεξικό της Νέας Ομιλίας από το ράφι, παραμέρισε τον φωνογράφο, καθάρισε τα γυαλιά του και καταπιάστηκε με την κύρια δουλειά της ημέρας.
Η μεγαλύτερη ευχαρίστηση της ζωής του ήταν η δουλειά του. Βέβαια, ένα μεγάλο μέρος της δεν ήταν παρά μια βαρετή ρουτίνα, υπήρχαν όμως στιγμές που εμφανίζονταν τόσο δύσκολα και πολύπλοκα ζητήματα, ώστε μπορούσες να χαθείς μέσα τους σαν να είχες να αντιμετωπίσεις ένα δυσεπίλυτο μαθηματικό πρόβλημα –λεπτεπίλεπτα θέματα πλαστογραφίας όπου το μόνο που διέθετες για να σε καθοδηγήσει ήταν οι γνώσεις σου πάνω στις αρχές του ΑΓΓΣΟΣ και μια σωστή εκτίμηση σχετικά με το τι επιθυμούσε το Κόμμα να πεις. Ο Γουίνστον διέπρεπε πάνω σε αυτό. Μάλιστα κάποτε του είχαν εμπιστευτεί τη διόρθωση των κύριων άρθρων των “Τάιμς”, τα οποία ήταν γραμμένα αποκλειστικά στη Νέα Ομιλία. Επιτέλους, ξετύλιξε το μήνυμα που νωρίτερα είχε βάλει στην άκρη. Έλεγε τα εξής:
Τάιμς 3.12.83 γνωστοποίηση μ.α. ημερήσια διάταξη διςυπερμηκαλος αναφ. μηανθρωποι ξαναγράψε πλήρως υποβολή άνω προταξινόμηση
Στην Παλαιά Ομιλία (ή Κοινή Γλώσσα) μεταφραζόταν πάνω κάτω ως εξής:
Η γνωστοποίηση της Ημερήσιας Διαταγής του Μεγάλου Αδελφού στους Τάιμς της 3ης Δεκεμβρίου του 1983 είναι άκρως ανεπαρκής και αναφέρεται σε ανύπαρκτα πρόσωπα. Να ξαναγραφεί εξ αρχής και να υποβληθεί στους ανωτέρους σας προτού αρχειοθετηθεί.
Ο Γουίνστον διέτρεξε όλο το επίμαχο άρθρο. Προφανώς η Ημερήσια Διαταγή του Μεγάλου Αδελφού ήταν κατά κύριο λόγο αφιερωμένη στα εγκώμια προς έναν οργανισμό γνωστό και ως ΟΠΠΟ4, ο οποίος προμήθευε τσιγάρα και άλλα αγαθά τους ναύτες των Πλωτών Οχυρών. Κάποιος σύντροφος Γουίδερς, εξέχον μέλος του Εσωτερικού Κόμματος, είχε διακριθεί με ιδιαίτερη μνεία και του είχε απονεμηθεί το παράσημο Εξαίρετης Αξίας Δευτέρας Τάξεως. Τρεις μήνες αργότερα, ο ΟΠΠΟ ξαφνικά και ανεξήγητα διαλύθηκε, οπότε, όπως θα μπορούσε κάποιος να συμπεράνει, ο Γουίδερς και οι συνεργάτες του έπεσαν πλέον σε δυσμένεια. Παρ’ όλα αυτά, δεν αναφέρθηκε κάτι ούτε στον Τύπο ούτε στις τηλεοθόνες. Αυτό βέβαια ήταν αναμενόμενο, καθώς δεν συνηθιζόταν να δικάζονται οι πολιτικοί εγκληματίες ή να κατηγορούνται δημόσια. Οι μεγάλες εκκαθαρίσεις χιλιάδων ανθρώπων με δημόσιες δίκες προδοτών και εγκληματιών της σκέψης, οι οποίοι ομολογούσαν με αιδώ τα εγκλήματά τους και εκτελούνταν αμέσως, ήταν φαντασμαγορικά θεάματα που συνέβαιναν μία φορά στα δύο χρόνια. Συνήθως, οι άνθρωποι που είχαν πέσει στη δυσμένεια του Κόμματος απλά εξαφανίζονταν και δεν ξαναγινόταν λόγος για αυτούς. Κανείς δεν είχε την παραμικρή ιδέα για την τύχη τους. Σε κάποιες περιπτώσεις, μπορεί και να μην είχαν καν πεθάνει. Ο Γουίνστον γνώριζε τουλάχιστον τριάντα άτομα, πέρα από τους γονείς του, τα οποία είχαν κατά καιρούς εξαφανιστεί.
Ο Γουίνστον έξυσε απαλά τη μύτη του με έναν συνδετήρα. Στο απέναντι γραφείο ο σύντροφος Τίλοτσον ήταν ακόμα σκυμμένος με μυστικοπάθεια πάνω από τον φωνογράφο του. Για μια στιγμή, σήκωσε το κεφάλι του. Πάλι εκείνη η εχθρική λάμψη των γυαλιών. Ο Γουίνστον αναρωτήθηκε αν ο σύντροφος Τίλοτσον έκανε την ίδια δουλειά με αυτόν. Πολύ πιθανόν. Μια τόσο απαιτητική εργασία δεν θα την εμπιστεύονταν μόνο σε ένα άτομο. Από την άλλη, το να την αναθέσουν σε μία επιτροπή θα ήταν σαν να παραδέχονταν ανοιχτά ότι γινόταν παραποίηση στοιχείων. Πιθανότατα καμιά δωδεκαριά άνθρωποι εργάζονταν επιμελώς για να παρουσιάσουν αντίθετες εκδοχές πάνω σε αυτό που είχε πραγματικά πει ο Μεγάλος Αδελφός. Και τώρα, κάποιος ιθύνων νους του Εσωτερικού Κόμματος θα επέλεγε την τάδε ή τη δείνα εκδοχή, θα έκανε μία εκ νέου επιμέλεια και θα κινούσε την πολύπλοκη διαδικασία των απαιτούμενων διασταυρώσεων, ώστε το επιλεγμένο ψέμα να μείνει για πάντα στην ιστορική μνήμη ως αληθινό.
Ο Γουίνστον δεν είχε την παραμικρή ιδέα για τον λόγο που είχε περιπέσει σε δυσμένεια ο Γουίδερς. Ίσως για διαφθορά ή ανικανότητα. Ίσως ο Μεγάλος Αδελφός να ξεφορτωνόταν τους πολύ δημοφιλείς υφισταμένους του. Ίσως ο Γουίδερς ή κάποιος οικείος του να ήταν ύποπτοι αιρετικών τάσεων. Ίσως πάλι –και πιθανότερα– αυτό να είχε συμβεί, γιατί οι εκκαθαρίσεις και οι εξαερώσεις ήταν αναπόσπαστο μέρος του κυβερνητικού μηχανισμού. Το μόνο υπαρκτό στοιχείο βρισκόταν πίσω από τις λέξεις “αναφ. μηανθρωποι”, και αυτό σήμαινε ότι ο Γουίδερς ήταν ήδη νεκρός. Δεν μπορούσες βέβαια να καταλήγεις πάντα σε αυτό το συμπέρασμα όταν κάποιος συλλαμβανόταν. Καμιά φορά τούς απελευθέρωναν και τους άφηναν να κυκλοφορούν για ένα δύο χρόνια, μέχρι τελικά να τους εκτελέσουν. Σπανιότατα, κάποιος που θεωρούνταν από καιρό νεκρός έκανε μια επανεμφάνιση, σαν το φάντασμα, σε δημόσια δίκη, όπου ενοχοποιούσε εκατοντάδες άλλους με τη μαρτυρία του και μετά εξαφανιζόταν, για πάντα αυτή τη φορά. Ο Γουίδερς πάντως ήταν ήδη μηανθρωπος. Δεν υπήρχε, δεν είχε υπάρξει ποτέ. Ο Γουίνστον αποφάσισε ότι δεν αρκούσε να αντιστρέψει το περιεχόμενο του λόγου του Μεγάλου Αδελφού. Θα ήταν καλύτερα να γράψει κάτι εντελώς άσχετο ως προς το αρχικό θέμα.
Ίσως μετέτρεπε τον λόγο στη συνηθισμένη καταγγελία των προδοτών και εγκληματιών της σκέψης, κάτι τέτοιο όμως θα παραήταν προφανές. Από την άλλη, αν μηχανευόταν μια νίκη στο μέτωπο ή μια θριαμβευτική υπερπαραγωγή στα πλαίσια του Ένατου Τριετούς Πλάνου μπορεί και να μπέρδευε τα αρχεία. Αυτό που χρειαζόταν ήταν κάτι ολότελα φανταστικό. Ξαφνικά, άστραψε σαν αστραπή στο μυαλό του η έτοιμη εικόνα κάποιου συντρόφου Όγκιλβι, που πρόσφατα είχε πέσει ηρωικά στο πεδίο της μάχης. Κατά περίπτωση, ο Μεγάλος Αδελφός αφιέρωνε την Ημερήσια Διαταγή στη μνημόνευση κάποιου ταπεινού σε βαθμό και σειρά μέλους του Κόμματος, του οποίου η ζωή και ο θάνατος παρουσιάζονταν σαν φωτεινά παραδείγματα μίμησης. Σήμερα θα εγκωμίαζε τον σύντροφο Όγκιλβι. Η αλήθεια ήταν πως δεν υπήρχε κανένας σύντροφος Όγκιλβι, όμως μια τυπωμένη παράγραφος και μία δύο ψεύτικες φωτογραφίες θα ήταν αρκετές ώστε να γίνει υπαρκτό πρόσωπο.
Ο Γουίνστον έμεινε σκεφτικός για λίγο και μετά τράβηξε προς το μέρος του τον φωνογράφο και άρχισε να υπαγορεύει στο συνηθισμένο ύφος του Μεγάλου Αδελφού, ένα ύφος στρατιωτικό και ταυτόχρονα σχολαστικό. Ήταν εύκολο να το μιμηθεί κάποιος εξαιτίας ενός τεχνάσματος που χρησιμοποιούσε ο Μεγάλος Αδελφός, που δεν ήταν άλλο από το να θέτει ερωτήσεις και να τις απαντάει αμέσως. Για παράδειγμα: “Τι διδασκόμαστε από αυτό το περιστατικό, σύντροφοι; Διδασκόμαστε κάτι που είναι επίσης μία από τις βασικές αρχές του ΑΓΓΣΟΣ, ότι δηλαδή κλπ, κλπ”.
Όταν ήταν τριών χρονών ο σύντροφος Όγκιλβι, τα μόνα παιχνίδια που έπαιζε ήταν ένα τύμπανο, ένα παιδικό πολυβόλο και μια μινιατούρα ελικόπτερου. Στα έξι του –ένα χρόνο νωρίτερα από το κανονικό, χάρη σε μια ιδιαίτερη ελαστικότητα του κανονισμού– μπήκε στους Κατασκόπους. Στα εννιά του είχε γίνει ομαδάρχης. Ήταν έντεκα χρονών, όταν κατέδωσε τη θεία του στην Αστυνομία της Σκέψης, αφού είχε κρυφακούσει μια συζήτηση που του φάνηκε ότι είχε εγκληματικές τάσεις. Στα δεκαεπτά του ορίστηκε Περιφερειακός Οργανωτής του Αντισεξουαλικού Συνδέσμου Νέων. Στα δεκαεννιά του σχεδίασε μια χειροβομβίδα που υιοθετήθηκε από το Υπουργείο Ειρήνης και που στην πρώτη δοκιμή της σκόρπισε, με μία και μοναδική έκρηξη, τον θάνατο σε τριάντα έναν Ευρασιάτες αιχμαλώτους. Στα είκοσι τρία του χρόνια έπεσε μαχόμενος. Κυνηγημένος από εχθρικά αεροπλάνα ενώ πετούσε πάνω από τον Ινδικό Ωκεανό σε σημαντική αποστολή, αρπάζοντας μόνο το οπλοπολυβόλο του, πήδηξε στα βαθιά νερά –ένα αξιοζήλευτο τέλος, είπε ο Μεγάλος Αδελφός. Κι επίσης πρόσθεσε κάποια λόγια για την ακεραιότητα και την προσήλωση που επέδειξε στη ζωή του ο σύντροφος Όγκιλβι. Ήταν απολύτως εγκρατής και αντικαπνιστής, δεν ξόδευε τον χρόνο του στην ψυχαγωγία εκτός από μία ώρα καθημερινά στο γυμναστήριο, ορκισμένος εργένης καθώς πίστευε ότι ο γάμος και η φροντίδα της οικογένειας ήταν έννοιες ασυμβίβαστες προς την εικοσιτετράωρη αφοσίωση στο καθήκον. Δεν είχε θέματα συζήτησης πέρα από τις αρχές του ΑΓΓΣΟΣ και άλλο σκοπό στη ζωή του πέρα από την κατατρόπωση του ευρασιατικού εχθρού και την καταδίωξη κατασκόπων, δολιοφθορέων, εγκληματιών της σκέψης και προδοτών γενικότερα.
Ο Γουίνστον αμφιταλαντεύτηκε ως προς το αν θα απένειμε το παράσημο Εξαίρετης Αξίας και στον σύντροφο Όγκιλβι. Στο τέλος αποφάσισε να μην το παρακάνει, για να αποφύγει τις περιττές διασταυρώσεις στοιχείων.
Κοίταξε ξανά τον αντίπαλό του στο απέναντι γραφείο. Κάτι του έλεγε ότι ο Τίλοτσον έκανε σίγουρα την ίδια δουλειά με αυτόν. Δεν υπήρχε τρόπος να γνωρίζει τίνος η δουλειά θα προκρινόταν, ήταν όμως σχεδόν βέβαιος ότι αυτή θα ήταν η δική του. Ο σύντροφος Όγκιλβι, ανύπαρκτος μέχρι μία ώρα πριν, ήταν πλέον γεγονός. Ο σύντροφος Όγκιλβι, που δεν υπήρξε ποτέ στο παρόν, τώρα υπήρχε στο παρελθόν, και όταν κάποια στιγμή η πλαστογραφία λησμονιόταν, η ύπαρξή του θα ήταν τόσο αυθεντική και στοιχειοθετημένη όσο του Καρλομάγνου ή του Ιούλιου Καίσαρα.