Επιτέλους συνέβη. Το αναμενόμενο μήνυμα ήρθε. Όλη του τη ζωή του φαινόταν πως αυτό ακριβώς περίμενε να συμβεί.
Περπατούσε στον μακρύ διάδρομο του Υπουργείου και είχε φτάσει στο σημείο όπου η Τζούλια είχε βάλει κρυφά στο χέρι του το σημείωμα, όταν αντιλήφθηκε ότι κάποιος πιο μεγαλόσωμος από αυτόν περπατούσε ακριβώς πίσω του. Ο άνθρωπος, όποιος κι αν ήταν, άφησε ένα βηχαλάκι να του ξεφύγει, προφανώς σαν εισαγωγή, προτού του μιλήσει. Ο Γουίνστον σταμάτησε απότομα και στράφηκε. Ήταν ο Ο’ Μπράιεν.
Επιτέλους βρίσκονταν πρόσωπο με πρόσωπο. Του φάνηκε πως το μόνο που ήθελε ήταν να το βάλει στα πόδια. Η καρδιά του σφυροκοπούσε. Του ήταν αδύνατον να αρθρώσει έστω και μια λέξη. Ο Ο’ Μπράιεν πάντως συνέχισε να προχωράει στον ίδιο ρυθμό, τον έφτασε, τον ακούμπησε φιλικά στο μπράτσο, κι έτσι βρέθηκαν να περπατούν δίπλα δίπλα. Άρχισε να του μιλάει με την ιδιόρρυθμη σοβαρή ευγένεια που τον διαφοροποιούσε από την πλειοψηφία των μελών του Εσωτερικού Κόμματος.
«Ήλπιζα να βρω μια ευκαιρία να σας μιλήσω» του είπε. «Τις προάλλες, διάβαζα ένα από τα άρθρα σας στη Νέα Ομιλία στους “Τάιμς”. Σας ενδιαφέρει επιστημονικά η Νέα Ομιλία, έτσι δεν είναι;»
Ο Γουίνστον είχε επανακτήσει ένα μέρος της αυτοκυριαρχίας του.
«Επιστημονικά, μάλλον όχι» απάντησε. «Δεν είμαι παρά ένας ερασιτέχνης. Δεν είναι η ειδικότητά μου. Δεν είχα κάποια συμμετοχή στη δημιουργία της γλώσσας».
«Κι όμως, τη γράφετε πολύ επιδέξια» είπε ο Ο’ Μπράιεν. «Και δεν είναι μόνο η δική μου άποψη. Πρόσφατα συζητούσα με έναν φίλο σας, που ασφαλώς είναι ειδήμων. Το όνομά του μου διαφεύγει αυτή τη στιγμή».
Η καρδιά του Γουίνστον σφίχτηκε ξανά. Αναφερόταν χωρίς καμία αμφιβολία στον Σάιμ. Ο Σάιμ όμως δεν ήταν νεκρός, ήταν μηδενισμένος, ήταν μη πρόσωπο. Οποιαδήποτε φανερή αναφορά στο άτομό του θα ήταν θανάσιμα επικίνδυνη. Η παρατήρηση του Ο’ Μπράιεν έπρεπε προφανώς να εκληφθεί ως κάποιο σύνθημα, μια κωδική λέξη. Με το να μοιραστεί μαζί του ένα μικρό έγκλημα σκέψης, είχε μετατρέψει και τους δυο τους σε συνενόχους.
Συνέχισαν να προχωρούν αργά στον διάδρομο. Ο Ο’ Μπράιεν σταμάτησε πρώτος. Με την παράξενη, αφοπλιστική φιλικότητα που πάντα κατάφερνε να δίνει στην κίνησή του, τακτοποίησε τα γυαλιά στη μύτη του και μετά συνέχισε:
«Αυτό που σκόπευα πραγματικά να πω είναι ότι στο άρθρο σας πρόσεξα ότι χρησιμοποιήσατε δύο λέξεις που έχουν διαγραφεί. Αυτή η διαγραφή έχει γίνει βέβαια πολύ πρόσφατα. Έχετε δει την Δέκατη Έκδοση του Λεξικού της Νέας Ομιλίας;»
«Όχι» είπε ο Γουίνστον. «Δεν γνώριζα ότι έχει ήδη κυκλοφορήσει. Στο Τμήμα Αρχείων χρησιμοποιούμε ακόμα την Ένατη Έκδοση».
«Η Δέκατη Έκδοση θα εμφανιστεί σε μερικούς μήνες, πιστεύω. Έχουν όμως κυκλοφορήσει λίγα αντίτυπα. Έχω ένα εγώ. Θα σας ενδιέφερε να του ρίξετε μια ματιά ίσως;»
«Και βέβαια» είπε ο Γουίνστον διακρίνοντας αμέσως πού στόχευαν τα λόγια του Ο’ Μπράιεν.
«Κάποια από τα αναπτύγματα είναι εξαιρετικά οξυδερκή. Η μείωση του αριθμού των ρημάτων –αυτό είναι το σημείο που θα σας κεντρίσει το ενδιαφέρον, πιστεύω. Τι θα λέγατε να σας στείλω το λεξικό με έναν αγγελιοφόρο; Φοβάμαι όμως ότι τέτοιου τύπου θέματα διαφεύγουν της μνήμης μου απαρεγκλίτως. Ίσως θα μπορούσατε να περάσετε από το διαμέρισμά μου κάποια στιγμή που θα σας βόλευε και να το παραλάβετε; Σταθείτε. Επιτρέψτε μου να σας δώσω τη διεύθυνσή μου».
Στέκονταν μπροστά από μια τηλεοθόνη. Κάπως αφηρημένα, ο Ο’ Μπράιεν έψαξε τις δυο του τσέπες και κατόπιν έβγαλε ένα μικρό δερματόδετο σημειωματάριο κι έναν χρυσό στυλογράφο. Ακριβώς κάτω από την τηλεοθόνη και σε τέτοια θέση που όποιος παρακολουθούσε από την άλλη άκρη της συσκευής μπορούσε να διαβάσει τι έγραφε, σημείωσε μια διεύθυνση, έσκισε το φύλλο και το έδωσε στον Γουίνστον.
«Συνήθως βρίσκομαι στο σπίτι αργά το απόγευμα. Αν όχι, ο υπηρέτης μου θα σας δώσει το λεξικό».
Απομακρύνθηκε ενώ ο Γουίνστον είχε απομείνει με το χαρτί στο χέρι. Αυτή τη φορά δεν χρειαζόταν να το κρύψει. Πάντως, αφού απομνημόνευσε προσεκτικά ό,τι έγραφε, κάποιες ώρες αργότερα το πέταξε στην τρύπα της μνήμης μαζί με μια στοίβα άλλα χαρτιά.
Η κουβέντα τους δεν είχε κρατήσει πάνω από δύο λεπτά το πολύ. Μόνο μία σημασία θα μπορούσε να έχει αυτό το επεισόδιο. Σχεδιάστηκε ώστε να μάθει ο Γουίνστον τη διεύθυνση του Ο’ Μπράιεν. Ήταν απαραίτητο να συμβεί κάπως έτσι, γιατί ήταν αδύνατον να βρεις πού ζούσε κάποιος παρά μόνο ρωτώντας άμεσα. Δεν υπήρχαν κατάλογοι διευθύνσεων. “Αν θελήσετε να με δείτε, θα με βρείτε εδώ”. Αυτό του έλεγε ο Ο’ Μπράιεν. Ίσως να υπήρχε κάποιο μήνυμα κρυμμένο μέσα στο λεξικό. Σε κάθε περίπτωση, ένα ήταν το σίγουρο. Η συνωμοσία που είχε ονειρευτεί υπήρχε όντως, και αυτός είχε πλησιάσει το εξωτερικό της όριο.
Ήξερε ότι αργά ή γρήγορα θα υπάκουε στην πρόσκληση του Ο’ Μπράιεν. Ίσως αύριο, ίσως μετά από αρκετό καιρό –δεν ήταν βέβαιος. Αυτό που συνέβαινε ήταν το αποτέλεσμα μιας διαδικασίας που είχε ξεκινήσει χρόνια πριν. Το πρώτο βήμα ήταν μια μυστική, αθέλητη σκέψη. Το δεύτερο ήταν το ξεκίνημα του ημερολογίου. Από τις σκέψεις είχε περάσει στις λέξεις, και τώρα, από τις λέξεις στις πράξεις. Το τελευταίο βήμα, όποιο κι αν ήταν αυτό, θα διαδραματιζόταν στο Υπουργείο Αγάπης. Το είχε αποδεχτεί. Η αρχή εμπεριείχε το τέλος. Αυτό το τέλος όμως ήταν τρομακτικό ή μάλλον ήταν μια πρόγευση θανάτου, μια αίσθηση ότι ήσουν κατά κάποιον τρόπο λιγότερο ζωντανός. Ακόμα κι όσο μιλούσε με τον Ο’ Μπράιεν κι όταν είχε εμπεδώσει το νόημα των λέξεων, μια παγερή ανατριχίλα είχε συνταράξει το σώμα του αφήνοντάς του την αίσθηση ότι βάδιζε μέσα στην υγρασία ενός τάφου. Ούτε τον παρηγόρησε ότι πάντα ήξερε πως ο τάφος βρισκόταν εκεί και τον περίμενε.