Ο Γουίνστον ξύπνησε με τα μάτια γεμάτα δάκρυα. Η Τζούλια γλίστρησε νυσταγμένη προς το μέρος του μουρμουρίζοντας κάτι που ακούστηκε σαν: «Τι συμβαίνει;»
«Ονειρεύτηκα…» άρχισε να της λέει, αλλά σταμάτησε απότομα. Ήταν κάτι πολύ μπερδεμένο ώστε να βρει λόγια να το εκφράσει. Υπήρχε το όνειρο, υπήρχε όμως και μια ανάμνηση που συνδεόταν με αυτό, μια ανάμνηση που είχε κατακλύσει το μυαλό του λίγα δευτερόλεπτα αφότου είχε ξυπνήσει.
Έμεινε ξαπλωμένος με τα μάτια κλειστά, βυθισμένος ακόμα στην ατμόσφαιρα του ονείρου. Ήταν ένα όνειρο απέραντο, φωτεινό, κι εκεί μέσα απλωνόταν όλη του η ζωή σαν τοπίο μετά από βροχή μια καλοκαιρινή μέρα. Όλα είχαν συμβεί στο εσωτερικό του γυάλινου χαρτοστάτη. Η επιφάνεια του γυαλιού ήταν ο ουράνιος θόλος και μέσα του τα πάντα είχαν πλημμυρίσει από ένα απαλό καθαρό φως που σου επέτρεπε να δεις πέρα μακριά. Στο όνειρο περιεχόταν ή μάλλον κυριαρχούσε μια κίνηση του χεριού της μητέρας του, μια κίνηση που τριάντα χρόνια μετά είχε κάνει εκείνη η Εβραία στα επίκαιρα. Ήταν σαν να προσπαθούσε να προστατέψει το μικρό αγόρι από τις σφαίρες προτού το ελικόπτερο τους κάνει κομμάτια.
«Το ξέρεις» είπε στη Τζούλια «ότι μέχρι αυτή τη στιγμή που σου μιλάω πίστευα πως είχα σκοτώσει τη μητέρα μου;»
«Γιατί τη σκότωσες;» τον ρώτησε μισοκοιμισμένη.
«Δεν τη σκότωσα. Τουλάχιστον, όχι σωματικά».
Στο όνειρό του είχε θυμηθεί την τελευταία φορά που είχε κοιτάξει τη μητέρα του. Λίγες στιγμές αφότου ξύπνησε, όλο το σύμπλεγμα των γεγονότων που συνδέονταν με εκείνο το βλέμμα ήρθε ξανά στο μυαλό του. Ήταν μια ανάμνηση που μάλλον είχε σπρώξει επίτηδες στο ασυνείδητό του για πολλά χρόνια. Δεν ήταν σίγουρος για την ημερομηνία, δεν πρέπει πάντως να ήταν μικρότερος από δέκα, ίσως δώδεκα χρονών, τον καιρό που συνέβη.
Ο πατέρας του είχε εξαφανιστεί λίγο καιρό πριν, πόσο όμως δεν μπορούσε να θυμηθεί. Θυμόταν καλύτερα την ταραχώδη, ανήσυχη εποχή. Τον πανικό κάθε φορά που γίνονταν αεροπορικές επιδρομές, τα καταφύγια στους σταθμούς του Υπογείου, τους σωρούς από μπάζα παντού, τις ακατάληπτες προκηρύξεις που ήταν κολλημένες στις γωνιές των δρόμων, τις συμμορίες των νέων με τα ομοιόχρωμα πουκάμισα, τις ατελείωτες ουρές έξω από τους φούρνους, το ασταμάτητο κροτάλισμα των πολυβόλων κάπου μακριά –και πάνω απ’ όλα το γεγονός πως δεν υπήρχε ποτέ αρκετό φαγητό. Θυμήθηκε αργόσυρτα απογεύματα, που τα περνούσε με άλλα παιδιά σκαλίζοντας σκουπιδοτενεκέδες και σωρούς απορριμμάτων, μαζεύοντας τις ίνες από τα λαχανόφυλλα, τα φλούδια από τις πατάτες, μερικές φορές ακόμα και μπαγιάτικα ψίχουλα, αφού πρώτα σκούπιζαν προσεκτικά τα αποκαΐδια. Κι ακόμα, περιμένοντας να περάσουν τα καμιόνια που έκαναν ένα συγκεκριμένο δρομολόγιο κουβαλώντας ζωοτροφές και που, καθώς τραντάζονταν στις λακκούβες, σκόρπιζαν κάτι λίγα κομματάκια από λαδόπιτες.
Όταν εξαφανίστηκε ο πατέρας του, η μητέρα του δεν έδειξε έκπληξη ή κάποια έντονη θλίψη, κάτι όμως άλλαξε απότομα επάνω της. Ήταν προφανές, ακόμα και στον Γουίνστον, ότι περίμενε κάτι που ήξερε πως θα συνέβαινε. Έκανε όλα τα απαιτούμενα από αυτήν –μαγείρευε, έπλενε, μαντάριζε, έστρωνε τα κρεβάτια, σκούπιζε το πάτωμα, ξεσκόνιζε πάνω από το τζάκι –πάντα με πολύ αργές κινήσεις και μια παράξενη ατονία, σαν ένα νευρόσπαστο που κινείται αυτόματα. Το ψηλό καλοσχηματισμένο σώμα της έμοιαζε άκαμπτο. Καθόταν επί ώρες στο κρεβάτι, ακίνητη σχεδόν, κανακεύοντας την αδελφούλα του, ένα μικροσκοπικό ασθενικό και σιωπηλό πλάσμα δύο ή τριών χρονών, με ένα πρόσωπο ισχνό σαν της μαϊμούς. Κάποιες φορές η μητέρα του έπαιρνε αγκαλιά τον Γουίνστον και τον έσφιγγε επάνω της για ώρα χωρίς να βγάζει μιλιά. Κι αυτός, παρότι ήταν μικρός και εγωιστής, καταλάβαινε ότι η κίνηση της μητέρας του είχε κάποια σύνδεση με κάτι που δεν αναφερόταν ποτέ αλλά έμελλε να συμβεί.
Θυμήθηκε το δωμάτιο που ζούσαν, σκοτεινό κι ασφυκτικό. Έμοιαζε σαν να μην έχει άλλο χώρο παρά για το κρεβάτι με το άσπρο κάλυμμα. Υπήρχε μια γκαζιέρα στο τζάκι κι ένα ράφι όπου φυλούσαν τα τρόφιμα. Απ’ έξω, στο κεφαλόσκαλο, ήταν ένας μικρός πήλινος κοινόχρηστος νεροχύτης. Θυμήθηκε το αγαλματένιο σώμα της μητέρας του να σκύβει πάνω από τη γκαζιέρα για να ανακατέψει κάτι στο κατσαρολάκι. Μα πάνω απ’ όλα, θυμήθηκε την αδιάκοπη πείνα του και τις άγριες, εγωιστικές μάχες την ώρα του φαγητού. Ρωτούσε συνέχεια τη μητέρα του γκρινιάζοντας για ποιον λόγο δεν υπήρχε περισσότερο φαγητό, της φώναζε εξαγριωμένος (θυμήθηκε ως και τον τόνο της φωνής του, που είχε αρχίσει να ωριμάζει πρόωρα και μερικές φορές ακουγόταν ιδιόρρυθμα βροντερή) ή μυξόκλαιγε προσπαθώντας να φανεί αξιολύπητος για να κερδίσει παραπάνω μερίδα στο φαγητό. Η μητέρα του ήταν πρόθυμη να του δώσει παραπάνω. Το θεωρούσε δεδομένο ότι αυτός, “το αγόρι”, θα έπρεπε να παίρνει τη μεγαλύτερη μερίδα. Όσο περισσότερο κι αν του έδινε όμως, αυτός πάντα ζητούσε κι άλλο. Σε κάθε γεύμα, εκείνη τον εκλιπαρούσε να μην είναι εγωιστής και να μην ξεχνάει ότι η αδελφούλα του ήταν άρρωστη και χρειαζόταν επίσης φαγητό, μάταια όμως. Ο μικρός Γουίνστον ξεσπούσε τον θυμό του όταν την έβλεπε να σταματάει να σερβίρει. Τότε, προσπαθούσε να της πάρει από τα χέρια το κατσαρόλι και την κουτάλα, άρπαζε μπουκιές από το πιάτο της αδελφής του. Το ήξερε ότι με αυτά τα καμώματα γινόταν η αιτία να λιμοκτονήσουν η μητέρα και η αδελφή του, δεν μπορούσε όμως να κάνει διαφορετικά. Πίστευε μάλιστα ότι είχε δικαίωμα να φέρεται έτσι. Η πείνα που του θέριζε τα σωθικά δικαίωνε τις πράξεις του, έτσι νόμιζε. Ανάμεσα στα γεύματα, αν η μητέρα του δεν είχε το νου της, έβρισκε ευκαιρία και λεηλατούσε το ελάχιστο φαγητό που υπήρχε στο ράφι.
Μια μέρα μοίραζαν με δελτίο μια μερίδα σοκολάτας, κάτι που είχε να γίνει εβδομάδες, μπορεί και μήνες. Ο Γουίνστον θυμήθηκε ξεκάθαρα εκείνο το πολύτιμο κομματάκι σοκολάτας. Ήταν μια πλάκα δύο ουγκιών8 (τότε υπήρχε ακόμα η ουγκιά σαν μονάδα μέτρησης) και για τους τρείς τους. Προφανώς έπρεπε να μοιραστεί σε τρία ίσα μέρη. Ξαφνικά, σαν να ηχούσε η φωνή κάποιου άλλου, ο Γουίνστον άκουσε τον εαυτό του να απαιτεί βροντερά να πάρει ολόκληρη τη σοκολάτα. Η μητέρα του τού είπε να μην είναι άπληστος. Τότε ξέσπασε μια λογομαχία που συνεχίστηκε με φωνές, γκρίνια, κλάματα, διαμαρτυρίες, παζαρέματα. Η λιλιπούτεια αδελφή του είχε γαντζωθεί επάνω στη μητέρα και με τα δυο της χέρια, σαν πιθηκάκι και κοιτούσε με τα μεγάλα λυπημένα της μάτια. Στο τέλος, η μητέρα του έσπασε τη σοκολάτα στα τέσσερα κι έδωσε τα τρία κομμάτια στον Γουίνστον και το ένα στη μικρή. Το κοριτσάκι το χούφτωσε κοιτάζοντάς το άτονα, μην καταλαβαίνοντας προφανώς τι ήταν. Ο Γουίνστον απόμεινε μια στιγμή να την παρατηρεί και ξαφνικά τινάχτηκε σβέλτα, άρπαξε το κομμάτι και βγήκε τρέχοντας από την πόρτα.
«Γουίνστον! Γουίνστον!» φώναξε η μητέρα του. «Γύρνα πίσω! Δώσε τη σοκολάτα στην αδελφή σου!»
Σταμάτησε, όμως δεν γύρισε πίσω. Τα ανήσυχα μάτια της μητέρας του ήταν καρφωμένα στο πρόσωπό του. Ακόμα και τώρα που σκεφτόταν το περιστατικό, δεν ήξερε τι ήταν αυτό που επρόκειτο να συμβεί. Η αδελφή του, καταλαβαίνοντας ότι κάτι της είχαν κλέψει, ξέσπασε σε ένα αδύναμο παραπονιάρικο κλάμα. Η μητέρα του την αγκάλιασε και την έσφιξε στο στήθος της. Κάτι στην κίνηση αυτή τον έκανε να νιώσει ότι η αδελφή του επρόκειτο να πεθάνει. Στράφηκε και κατέβηκε βιαστικά τις σκάλες ενώ η σοκολάτα έλιωνε στη χούφτα του.
Δεν ξαναείδε τη μητέρα του. Αφού καταβρόχθισε τη σοκολάτα, ένιωσε κάτι σαν ντροπή. Τριγυρνούσε άσκοπα στους δρόμους μέχρι που πείνασε και τότε κατευθύνθηκε προς το σπίτι. Όταν επέστρεψε στο δωμάτιο, η μητέρα του είχε εξαφανιστεί. Εκείνο τον καιρό, αυτό ήταν πια κάτι φυσικό. Εκτός από τη μητέρα του και την αδελφή του, τίποτα άλλο δεν έλειπε. Δεν είχαν πάρει ρούχα μαζί τους, ούτε καν το παλτό της μητέρας του.
Μέχρι σήμερα, ο Γουίνστον δεν ήξερε με σιγουριά αν η μητέρα του είχε πεθάνει. Μπορεί να την είχαν στείλει σε στρατόπεδο καταναγκαστικής εργασίας. Όσο για την αδελφή του, ίσως την είχαν μεταφέρει, όπως είχαν κάνει και με τον Γουίνστον, σε μια από τις αποικίες των άστεγων παιδιών (Κέντρα Αποκατάστασης τα έλεγαν), που είχαν πληθύνει λόγω του εμφυλίου ή ίσως την είχαν στείλει σε στρατόπεδο καταναγκαστικής εργασίας μαζί με τη μητέρα του ή ίσως απλά την είχαν παρατήσει οπουδήποτε να πεθάνει.
Το όνειρο ήταν ακόμα ολοζώντανο στο μυαλό του, ειδικά εκείνο το προστατευτικό αγκάλιασμα που τα έλεγε όλα. Οι σκέψεις του γύρισαν σε ένα ακόμη όνειρο, που είχε δει πριν από δύο μήνες. Η μητέρα του καθόταν στο πλοίο που βυθιζόταν μακριά του. Καθόταν όπως ακριβώς και στο βρόμικο κρεβάτι με το άσπρο κάλυμμα, με το μικρό παιδί γαντζωμένο επάνω της. Ο βυθός την τραβούσε όλο και πιο κάτω, κι εκείνη τον κοιτούσε ακόμα μέσα από τα νερά που σκοτείνιαζαν.
Την ιστορία της εξαφάνισης της μητέρας του την αφηγήθηκε στην Τζούλια, που χωρίς να ανοίξει τα μάτια της, γύρισε το σώμα της και βολεύτηκε πιο αναπαυτικά.
«Φαντάζομαι πως θα ήσουν ένα μικρό τέρας εκείνο τον καιρό» είπε αδιάφορα. «Έτσι είναι όλα τα παιδιά».
«Ναι. Όμως το πραγματικό νόημα της ιστορίας…»
Από τον ρυθμό της αναπνοής της ήταν ολοφάνερο ότι την έπαιρνε ξανά ο ύπνος. Θα ήθελε να συνεχίσει να της μιλάει για τη μητέρα του. Από όσο μπορούσε να τη θυμηθεί, δεν θεωρούσε ότι ήταν ιδιαίτερη ή και έξυπνη γυναίκα. Και όμως, διέθετε ένα είδος ευγένειας και αγνότητας, ακριβώς γιατί τα πρότυπά της ήταν προσωπικά. Τα αισθήματά της ήταν δικά της, και δεν μπορούσαν να αλλάξουν από κανέναν εξωτερικό παράγοντα. Δεν θα της περνούσε από το μυαλό ότι μια πράξη χωρίς αποτέλεσμα δεν έχει νόημα. Αν αγαπούσες κάποιον, τον αγαπούσες, κι όταν δεν είχες τίποτα άλλο να δώσεις, έδινες αγάπη. Όταν εξαφανίστηκε και το τελευταίο κομμάτι σοκολάτας, η μητέρα του είχε σφίξει το παιδί στην αγκαλιά της. Δεν είχε καμία χρησιμότητα εκείνη η κίνηση, δεν θα εμφάνιζε μαγικά άλλη σοκολάτα, δεν θα απέτρεπε τον θάνατο του παιδιού ή τον δικό της. Και η πρόσφυγας στη βάρκα είχε σκεπάσει το αγοράκι με το χέρι της, μια κίνηση που δεν θα το προστάτευε από τις σφαίρες περισσότερο από ένα φύλλο χαρτί.
Το Κόμμα είχε καταφέρει κάτι τρομερό: είχε κατορθώσει να σε πείσει ότι τα απλά αισθήματα και οι παρορμήσεις δεν είχαν καμία αξία, ενώ ταυτόχρονα σου στερούσε τον έλεγχο του υλικού κόσμου. Αν τύχαινε κι έπεφτες στις αρπάγες του Κόμματος, τι ένιωθες ή τι δεν ένιωθες, τι έκανες ή τι δεν έκανες, ήταν κυριολεκτικά αδιάφορο. Ό,τι κι αν συνέβαινε, εξαφανιζόσουν και κανείς δεν άκουγε ποτέ κάτι για εσένα ή όσα είχες κάνει. Είχες σβήσει από τη ροή της ιστορίας. Και όμως, αυτό δεν θα είχε ιδιαίτερη σημασία δύο γενιές πίσω, γιατί τότε οι άνθρωποι δεν επιχειρούσαν να αλλάξουν την ιστορία. Τους καθοδηγούσαν τα προσωπικά τους πιστεύω, τα οποία ακολουθούσαν τυφλά. Αυτό που μετρούσε ήταν οι προσωπικές σχέσεις. Μια αυθόρμητη κίνηση, μια αγκαλιά, ένα δάκρυ, μια λέξη που ψιθυριζόταν σε έναν ετοιμοθάνατο είχαν αξία από μόνα τους. Ξαφνικά, ο Γουίνστον σκέφτηκε ότι οι προλετάριοι είχαν παραμείνει σε αυτή την κατάσταση. Δεν ήταν πιστοί σε ένα κόμμα, μια χώρα, μια ιδέα. Ήταν πιστοί ο ένας στον άλλον. Για πρώτη φορά στη ζωή του ο Γουίνστον δεν ένιωσε απέχθεια για τους προλετάριους. Ούτε τους σκέφτηκε σαν μια αδρανή δύναμη που θα ζωντάνευε μια μέρα και θα αναζωογονούσε τον κόσμο. Οι προλετάριοι είχαν παραμείνει άνθρωποι. Δεν είχε πετρώσει ο εσωτερικός τους κόσμος. Είχαν διατηρήσει τα προγονικά αισθήματα, αυτά που ο ίδιος αναγκάστηκε να ξαναμάθει μετά από συνειδητή προσπάθεια. Αυτές οι σκέψεις τον έκαναν να θυμηθεί –παρότι άσχετο– το κομμένο χέρι που είχε δει λίγες εβδομάδες πριν στον δρόμο και το είχε κλωτσήσει στον υπόνομο σαν να ήταν ένα κοτσάνι από λάχανο.
«Οι προλετάριοι είναι ανθρώπινα πλάσματα» είπε δυνατά. «Εμείς δεν είμαστε».
«Γιατί δεν είμαστε;» ρώτησε η Τζούλια έχοντας ξυπνήσει ξανά.
Ο Γουίνστον σκέφτηκε για λίγο.
«Σου πέρασε ποτέ από το μυαλό» της είπε «ότι το καλύτερο που έχουμε να κάνουμε είναι να φύγουμε από εδώ προτού να είναι πολύ αργά και να μην ξαναϊδωθούμε ποτέ;»
«Ναι, αγάπη μου. Μου πέρασε από το μυαλό πολλές φορές. Όμως, δεν θα το κάνω, έτσι κι αλλιώς».
«Σταθήκαμε τυχεροί» της είπε. «Πόσο όμως θα κρατήσει αυτό; Εσύ είσαι νέα. Μοιάζεις φυσιολογική και αθώα. Αν αποφεύγεις ανθρώπους σαν εμένα, ίσως και να παραμείνεις ζωντανή για άλλα πενήντα χρόνια».
«Όχι. Τα έχω σκεφτεί όλα αυτά. Θα κάνω ό,τι κάνεις κι εσύ. Και μη σε παίρνει από κάτω. Μια χαρά θα καταφέρω να επιζήσω».
«Μπορεί να μείνουμε μαζί έξι μήνες ακόμα, ίσως έναν χρόνο, ποιος ξέρει; Το σίγουρο όμως είναι ότι στο τέλος θα χωρίσουμε. Καταλαβαίνεις πόσο μόνοι θα είμαστε; Όταν κάποια στιγμή μάς πιάσουν, δεν θα υπάρχει απολύτως τίποτα που να μπορούμε να κάνουμε ο ένας για τον άλλον. Αν ομολογήσω, θα σε σκοτώσουν. Αν δεν ομολογήσω, και πάλι θα σε σκοτώσουν. Τίποτα που να μπορώ να πω ή να κάνω ή να μην πω δεν θα αναβάλει τον θάνατό σου για περισσότερο από πέντε λεπτά. Κανείς μας δεν θα ξέρει αν ο άλλος ζει ή πέθανε. Θα μας έχουν στερήσει κάθε ίχνος δύναμης. Το μόνο που μετράει είναι να μην προδώσουμε ο ένας τον άλλον, παρότι ούτε αυτό θα έπαιζε κανένα ρόλο».
«Αν εννοείς την ομολογία» του είπε «δεν θα το γλυτώσουμε. Όλοι ομολογούν στο τέλος. Δεν γίνεται διαφορετικά. Σε βασανίζουν».
«Δεν εννοώ την ομολογία. Η ομολογία δεν είναι προδοσία. Το τι λέμε και τι κάνουμε δεν έχει σημασία. Μόνο τα αισθήματα έχουν σημασία. Ξέρεις ποια θα ήταν η πραγματική προδοσία; Να με κάνουν να πάψω να σε αγαπώ».
Η Τζούλια φάνηκε να το σκέφτεται.
«Δεν μπορούν να το κάνουν αυτό» είπε τελικά. «Είναι το μόνο που δεν μπορούν να κάνουν. Μπορούν να μας κάνουν να πούμε οτιδήποτε –οτιδήποτε–, δεν μπορούν όμως να μας κάνουν να το πιστέψουμε. Δεν μπορούν να μπουν μέσα μας».
«Όχι» της είπε κάπως αναθαρρημένος. «Όχι, έχεις δίκιο. Δεν μπορούν να μπουν μέσα μας. Αν μπορούμε να νιώσουμε ότι το να παραμείνουμε άνθρωποι αξίζει, ακόμα κι αν δεν φέρνει κανένα αποτέλεσμα, τότε τους έχουμε νικήσει».
Σκέφτηκε την τηλεοθόνη με τα πάντα τεντωμένα αυτιά της. Είχαν κάθε δυνατότητα να σε κατασκοπεύουν μέρα νύχτα, αν όμως παρέμενες ψύχραιμος, μπορούσες να τους ξεγελάσεις. Παρόλη τους την εξυπνάδα, δεν κατάφεραν να βρουν ποτέ το μυστικό που θα τους επέτρεπε να μάθουν τι σκέφτεται ένας άνθρωπος. Αυτό, ίσως και να μην ήταν η απόλυτη αλήθεια αν σε είχαν ήδη πιάσει στα χέρια τους. Κι αν δεν γνώριζες τι συνέβαινε μέσα στο Υπουργείο Αγάπης, δεν ήταν δύσκολο να μαντέψεις: βασανιστήρια, ναρκωτικές ουσίες, ευαίσθητα όργανα που κατέγραφαν τις αντιδράσεις του νευρικού συστήματος, σταδιακή εξάντληση από την έλλειψη ύπνου, απομόνωση και αδιάκοπες ανακρίσεις. Έτσι κι αλλιώς, τα στοιχεία δεν μπορούσαν να μείνουν κρυφά. Τα εντόπιζαν με ανακρίσεις, στα αποσπούσαν με βασανιστήρια. Αν όμως ο σκοπός σου δεν ήταν να παραμείνεις γενναίος, αλλά να παραμείνεις άνθρωπος, τι σημασία είχαν όλα αυτά σε τελευταία ανάλυση; Δεν μπορούσαν να αλλάξουν τα αισθήματά σου. Βασικά ούτε εσύ ο ίδιος μπορούσες να τα αλλάξεις ακόμα κι αν το ήθελες. Μπορούσαν να ξεγυμνώσουν τις σκέψεις και τις πράξεις σου ως την παραμικρή λεπτομέρεια, όμως τα απόκρυφα της ψυχής σου, που και για σένα αποτελούσαν ένα μυστήριο, παρέμεναν απαραβίαστα.