Δεν ήξερε που βρισκόταν. Προφανώς στο Υπουργείο Αγάπης, αν και δεν μπορούσε να είναι σίγουρος. Το κελί ήταν ψηλοτάβανο, χωρίς παράθυρα, με τοίχους από αστραφτερή άσπρη πορσελάνη. Κρυφές λάμπες το πλημμύριζαν ένα ψυχρό φως, ενώ ακουγόταν αδιάκοπα ένα βουητό, προφανώς από τον εξαερισμό. Ένας πάγκος ή ράφι, με φάρδος τόσο όσο να καθίσεις μόλις και με το ζόρι, διέτρεχε τους τοίχους και διακοπτόταν μόνο στο σημείο της πόρτας. Στο βάθος, απέναντι από την πόρτα, βρισκόταν μια λεκάνη χωρίς ξύλινο σκέπασμα. Υπήρχαν τέσσερις τηλεοθόνες, από μία σε κάθε τοίχο.
Ένιωθε έναν βουβό πόνο στην κοιλιά του, έναν πόνο που είχε ξεκινήσει από την ώρα που τον είχαν πετάξει σαν μπόγο στο κλειστό φορτηγάκι για να τον μεταφέρουν. Ένιωθε και πείνα, μια νοσηρή πείνα που του κατέτρωγε τα σωθικά. Μπορεί να είχαν περάσει είκοσι τέσσερις ώρες, μπορεί και τριάντα έξι από την τελευταία φορά που είχε φάει. Κι ακόμα δεν ήξερε, και πιθανώς δεν θα μάθαινε ποτέ, αν ήταν πρωί ή βράδυ όταν τον συνέλαβαν. Από την ώρα της σύλληψής του και μετά, δεν του είχαν δώσει φαγητό.
Καθόταν όσο μπορούσε πιο ακίνητος στον στενό πάγκο, με τα χέρια σταυρωμένα στα γόνατα. Είχε ήδη μάθει να κάθεται ακίνητος. Αν έκανες αιφνίδιες κινήσεις, σου έβαζαν τις φωνές από τις τηλεοθόνες. Η λαχτάρα όμως για φαγητό όλο και δυνάμωνε μέσα του. Αυτό που ήθελε περισσότερο ήταν ένα κομμάτι ψωμί. Θυμόταν αμυδρά ότι είχε λίγα ψίχουλα στην τσέπη της στολής του. Μπορεί και να ήταν ακόμα εκεί μέσα –έτσι πίστευε, γιατί κάποιες στιγμές ένιωθε κάτι να του γαργαλάει το πόδι. Στο τέλος, ο πειρασμός να το ανακαλύψει υπερίσχυσε του φόβου του.
«Σμιθ!» κραύγασε μια φωνή από την τηλεοθόνη. «6079 Σμιθ! Έξω τα χέρια από τις τσέπες μέσα στα κελιά!»
Κάθισε ξανά ακίνητος, με τα χέρια σταυρωμένα στα γόνατα. Προτού τον φέρουν σε αυτό το κελί, τον είχαν πάει σε ένα άλλο μέρος που μάλλον ήταν κανονική φυλακή ή κρατητήριο που χρησιμοποιούσαν οι περίπολοι. Δεν ήξερε πόσο έμεινε εκεί, πάντως θα ήταν για κάποιες ώρες. Χωρίς ρολόγια και το φως του ήλιου, ήταν δύσκολο να υπολογίσεις τον χρόνο. Εκείνο το μέρος ήταν θορυβώδες και γεμάτο δυσωδία. Τον είχαν βάλει σε ένα κελί ίδιο με αυτό που βρισκόταν τώρα, αλλά θεοβρόμικο και πάντα ασφυκτικά γεμάτο κόσμο, δέκα ή δεκαπέντε άτομα μαζί. Στην πλειοψηφία τους ήταν κοινοί εγκληματίες, υπήρχαν όμως και λίγοι πολιτικοί κρατούμενοι ανάμεσά τους Ο Γουίνστον είχε καθίσει αμίλητος, με την πλάτη στον τοίχο, στριμωγμένος ανάμεσα σε βρόμικα κορμιά, τόσο απορροφημένος από τον φόβο και τον πόνο στην κοιλιά του, ώστε να μην ενδιαφέρεται για τον περίγυρο. Παρόλα αυτά δεν μπόρεσε να μην παρατηρήσει την τεράστια διαφορά στη στάση των κρατουμένων του Κόμματος και των υπολοίπων. Οι κρατούμενοι του Κόμματος ήταν πάντα τρομοκρατημένοι και βουβοί, όμως οι κοινοί εγκληματίες έδειχναν να μη δίνουν δεκάρα για τίποτα και για κανέναν. Φώναζαν προσβλητικά στους φρουρούς, αντιστέκονταν δυναμικά όταν τους έκαναν κατάσχεση στα υπάρχοντα, χάραζαν προστυχόλογα στο πάτωμα, έτρωγαν λαθραία φαγητό που έβγαζαν από μυστηριώδεις κρυψώνες στα ρούχα τους, έως και αντιμιλούσαν στη φωνή που έβγαινε από την τηλεοθόνη όταν επιχειρούσε να τους επαναφέρει στην τάξη. Από την άλλη, κάποιοι από αυτούς έμοιαζαν να έχουν καλές σχέσεις με τους φύλακες, τους φώναζαν με υποκοριστικά και προσπαθούσαν με καλοπιάσματα να τους περάσουν τσιγάρα από το παραθυράκι της πόρτας. Αλλά και οι φύλακες μεταχειρίζονταν τους κοινούς εγκληματίες με κάποια ανοχή, ακόμα κι όταν έπρεπε να τους φερθούν σκληρά. Γινόταν πολύς λόγος για τα στρατόπεδα καταναγκαστικής εργασίας, στα οποία υπολόγιζαν να σταλούν οι περισσότεροι κρατούμενοι. Ο Γουίνστον συμπέρανε ότι δεν ήταν άσχημα στα στρατόπεδα, αρκεί να είχες καλές γνωριμίες και να ήξερες τα κόλπα. Βασίλευε η δωροδοκία, η ευνοιοκρατία και κομπίνες κάθε είδους, ομοφυλοφιλία, πορνεία, ακόμα και παράνομο αλκοόλ από απόσταγμα πατάτας. Οι θέσεις εμπιστοσύνης προορίζονταν μόνο για τους κοινούς εγκληματίες, και ιδιαίτερα τους μαφιόζους και τους δολοφόνους, που αποτελούσαν ένα είδος αριστοκρατίας. Όλα τα χαμαλίκια τα έκαναν οι πολιτικοί κρατούμενοι.
Υπήρχε ένα αδιάκοπο πήγαινε έλα κρατουμένων κάθε είδους: έμποροι ναρκωτικών, κλέφτες, ληστές, μαυραγορίτες, αλκοολικοί, πόρνες. Κάποιοι από τους αλκοολικούς ήταν τόσο βίαιοι που οι υπόλοιποι κρατούμενοι έπρεπε να ενώσουν τις δυνάμεις τους για να τους αντιμετωπίσουν. Μια πελώρια γυναίκα, ένα ανθρώπινο ράκος γύρω στα εξήντα, με μεγάλα στήθια που χοροπηδούσαν και πυκνές τούφες άσπρα μαλλιά ανάκατα από την πάλη, ήρθε στο κελί κλωτσώντας και φωνάζοντας στους τέσσερις φύλακες, που ο καθένας τους την κρατούσε από ένα άκρο. Της έβγαλαν τις μπότες καθώς η γυναίκα προσπαθούσε να τους κλωτσήσει και την πέταξαν στον πάγκο. Προσγειώθηκε στην αγκαλιά του Γουίνστον, που ένιωσε τα κόκκαλα των μηρών του παραλίγο να τσακίσουν από το βάρος. Η γυναίκα ανασηκώθηκε και ούρλιαξε ξοπίσω τους: «Παλιομπάσταρδοι!» Τότε πρόσεξε ότι καθόταν κάπου ανώμαλα και γλίστρησε από τα γόνατα του Γουίνστον πάνω στον πάγκο.
«Σχώρα με, πουλάκι μου» του είπε. «Δε θα καθόμουν πάνω σου, αυτοί οι σκατιάρηδες φταίνε! Σάμπως λογάνε πώς να φερθούν σε μια κυρία;» Σώπασε, χτύπησε ελαφρά το στήθος της και ρεύτηκε. «Σχώρα με, δεν είμαι πολύ στα καλά μου» είπε.
Έσκυψε μπροστά κι έβγαλε τα άντερά της στο πάτωμα.
«Ξαλάφρωσα» είπε γέρνοντας πίσω με κλειστά μάτια. «Μη το κρατάς μέσα σου, έτσι λέω εγώ. Να το βγάζεις όσο είναι φρέσκο στο στομάχι σου».
Αναζωογονημένη στράφηκε κι έριξε άλλη μια ματιά στον Γουίνστον, που σαν να της καλάρεσε. Έβαλε το πελώριο μπράτσο της γύρω από τον ώμο του και τον τράβηξε επάνω της αποπνέοντας μπόχα εμετού και μπύρας στο πρόσωπό του.
«Πώς είναι το ονοματάκι σου, χρυσό μου;» ρώτησε.
«Σμιθ» είπε ο Γουίνστον.
«Σμιθ;» έκανε η γυναίκα. «Ωραίο αστείο. Κι εμένα Σμιθ με λένε. Για δες!» πρόσθεσε γεμάτη συναίσθημα. «Θα μπορούσα να είμαι μητέρα σου!»
Θα μπορούσε, σκέφτηκε ο Γουίνστον, να είναι η μητέρα του. Είχε την ίδια ηλικία, την ίδια κοψιά, και πιθανόν μετά από είκοσι χρόνια σε στρατόπεδο καταναγκαστικής εργασίας οι άνθρωποι να άλλαζαν.
Κανείς άλλος δεν του είχε μιλήσει. Οι κοινοί εγκληματίες αγνοούσαν σχεδόν πάντα τους κρατούμενους του Κόμματος. “Πολυτίποτα” τους αποκαλούσαν με αδιαφορία και περιφρόνηση. Οι κρατούμενοι του Κόμματος ήταν πολύ τρομοκρατημένοι για να μιλήσουν στον οποιονδήποτε, και πολύ περισσότερο για να μιλήσουν μεταξύ τους. Μια φορά μόνο δύο γυναίκες κρατούμενες του Κόμματος βρέθηκαν στριμωγμένες δίπλα δίπλα, και ο Γουίνστον άρπαξε στον αέρα πάνω από την οχλαγωγία λίγες βιαστικά ψιθυρισμένες λέξεις, και ιδίως μια αναφορά σε κάτι που αποκαλούσαν “δωμάτιο εκατόν ένα”, που δεν κατάλαβε τι ήταν.
Ίσως και να είχαν περάσει δύο με τρεις ώρες από τότε που τον μετέφεραν σε αυτό το κελί. Ο βουβός πόνος στην κοιλιά του είχε γίνει μόνιμος σύντροφος. Άλλοτε καλυτέρευε και άλλοτε χειροτέρευε, και οι σκέψεις του επεκτείνονταν ή συρρικνώνονταν ανάλογα. Όταν ο πόνος χειροτέρευε, το μόνο που απασχολούσε τις σκέψεις του Γουίνστον ήταν ο ίδιος ο πόνος και το φαγητό. Όταν καλυτέρευε, τότε τον έπιανε πανικός. Υπήρχαν στιγμές που προέβλεπε τα πράγματα που θα του συνέβαιναν με τέτοια ακρίβεια που η καρδιά του χτυπούσε ξέφρενα και η αναπνοή του κοβόταν. Ένιωθε το δυνατό χτύπημα των κλομπ στους ώμους του και τις πεταλωμένες μπότες στα καλάμια του. Έβλεπε τον εαυτό του να σέρνεται στο πάτωμα και να ικετεύει για έλεος μέσα από τα σπασμένα του δόντια. Μόλις και μετά βίας σκεφτόταν τη Τζούλια. Δεν μπορούσε να σταθεροποιήσει τη σκέψη του πάνω της. Την αγαπούσε και δεν θα την πρόδιδε, αλλά αυτό δεν ήταν παρά ένα γεγονός που γνώριζε σαν τους κανόνες της αριθμητικής. Αυτή την αγάπη όμως δεν μπορούσε να τη νιώσει τώρα και μόλις που αναρωτιόταν τι να της συνέβαινε. Πιο συχνά σκεφτόταν τον Ο’ Μπράιεν με αναπτερωμένη ελπίδα. Ο Ο’ Μπράιεν ίσως γνώριζε ότι τον είχαν συλλάβει. Η Αδελφότητα, του είχε πει, δεν επιχειρούσε ποτέ να σώσει τα μέλη της. Υπήρχε όμως η λεπίδα του ξυρίσματος. Θα του έστελναν μια λεπίδα αν μπορούσαν. Ίσως να μεσολαβούσαν πέντε δευτερόλεπτα μέχρι να ορμήσει ο φρουρός στο κελί του. Η λεπίδα θα δάγκωνε τη σάρκα του με μια καυτή ψυχρότητα, και τα δάχτυλα που θα την κρατούσαν θα κόβονταν μέχρι το κόκκαλο. Όλα αυτά τα ένιωθε στο αδύναμο σώμα του, που ζάρωνε τρέμοντας μπροστά στον παραμικρό πόνο. Ακόμα κι αν είχε την ευκαιρία, δεν ήταν σίγουρος ότι θα χρησιμοποιούσε τη λεπίδα. Ήταν πιο φυσικό να ζεις στιγμή τη στιγμή, να δέχεσαι δέκα λεπτά ζωής ακόμα, κι ας ήσουν βέβαιος ότι μετά σε περίμεναν τα βασανιστήρια.
Ήταν φορές που προσπαθούσε να μετρήσει τα πορσελάνινα πλακάκια στους τοίχους του κελιού. Θα έπρεπε να είναι εύκολο, όμως πάντα έχανε τον λογαριασμό στο ένα ή στο άλλο σημείο. Πιο συχνά αναρωτιόταν πού βρισκόταν και τι ώρα της ημέρας ήταν. Κάποια στιγμή ένιωθε σίγουρος ότι έξω ήταν μέρα μεσημέρι, και την επόμενη στιγμή ήταν εξίσου σίγουρος ότι έξω ήταν πίσσα σκοτάδι. Ενστικτωδώς ήξερε ότι σε αυτό το μέρος τα φώτα έμεναν πάντα αναμμένα. Ήταν το μέρος όπου δεν υπήρχε σκοτάδι. Τώρα καταλάβαινε γιατί ο Ο’ Μπράιεν είχε δείξει να αναγνωρίζει τον υπαινιγμό. Στο Υπουργείο Αγάπης δεν υπήρχαν παράθυρα. Το κελί του μπορεί να βρισκόταν στην καρδιά του κτιρίου, μπορεί και στην εξωτερική πλευρά του, μπορεί να βρισκόταν δέκα πατώματα κάτω από τη γη, μπορεί και τριάντα πάνω από αυτήν. Μεταφερόταν νοερά από το ένα σημείο στο άλλο και προσπαθούσε να προσδιορίσει με τις αισθήσεις του αν βρισκόταν ψηλά στον αέρα ή θαμμένος στα κατάβαθα.
Απ’ έξω ακούστηκαν βήματα από μπότες. Η ατσάλινη πόρτα άνοιξε με έναν μεταλλικό ήχο. Ένας νεαρός αξιωματικός, κομψός μέσα στη μαύρη στολή του από καλογυαλισμένο δέρμα, με ένα πρόσωπο που τα χλομά άκαμπτα χαρακτηριστικά του το έκαναν να μοιάζει με μάσκα, πέρασε βιαστικός την πόρτα. Έκανε νόημα στους φρουρούς απ’ έξω να φέρουν μέσα τον κρατούμενο που συνόδευαν. Ο ποιητής Άμπλφορθ μπήκε με σερνάμενα βήματα. Η πόρτα έκλεισε με τον ίδιο μεταλλικό ήχο.
Ο Άμπλφορθ έκανε μια δυο αβέβαιες κινήσεις αριστερά δεξιά, σαν να έψαχνε να βρει μια άλλη πόρτα για να φύγει, και μετά άρχισε να βηματίζει πάνω κάτω στο κελί. Ακόμη δεν είχε προσέξει τον Γουίνστον. Τα φουρτουνιασμένα του μάτια ατένιζαν τον τοίχο ένα μέτρο περίπου πάνω από το κεφάλι του Γουίνστον. Δεν φορούσε παπούτσια. Μεγάλα, βρόμικα δάχτυλα ξεπρόβαλλαν από τις τρύπιες κάλτσες του. Είχε μέρες να ξυριστεί. Μια πυκνή γενειάδα κάλυπτε το πρόσωπό του μέχρι τα ζυγωματικά κα του έδινε όψη κακούργου που δεν ταίριαζε στο ψιλόλιγνο σκαρί του και τις νευρόσπαστες κινήσεις του.
Ο Γουίνστον μισοξύπνησε από τον λήθαργό του. Έπρεπε να μιλήσει στον Άμπλφορθ, κι ας ρίσκαρε να του βάλουν τις φωνές από την τηλεοθόνη. Ίσως ο Άμπλφορθ να ήταν αυτός που του έφερνε τη λεπίδα εκ μέρους της Αδελφότητας.
«Άμπλφορθ!» του είπε.
Καμία φωνή δεν ακούστηκε από την τηλεοθόνη. Ο Άμπλφορθ έμεινε ακίνητος, λίγο ξαφνιασμένος. Τα μάτια του εστίασαν αργά πάνω στον Γουίνστον.
«Α, Σμιθ!» είπε. «Κι εσύ εδώ;»
«Γιατί σε έφεραν εδώ;»
«Να σου πω την αλήθεια…» Κάθισε αδέξια στον πάγκο απέναντι από τον Γουίνστον. «Μόνο ένα έγκλημα υπάρχει, έτσι δεν είναι;» ρώτησε.
«Και το διέπραξες;»
«Προφανώς».
Έβαλε το χέρι του στο μέτωπο και πίεσε για λίγο τους κροτάφους του, σαν να προσπαθούσε να θυμηθεί κάτι.
«Αυτά τα πράγματα συμβαίνουν» ξεκίνησε αόριστα. «Κατάφερα να θυμηθώ τη στιγμή. Αναμφίβολα ήταν απερισκεψία. Ετοιμάζαμε την τελική έκδοση των ποιημάτων του Κίπλινγκ. Άφησα τη λέξη “Θεός” να παραμείνει στο τέλος ενός στίχου. Δεν μπορούσα να το αποφύγω!» πρόσθεσε αγανακτισμένος σχεδόν, σηκώνοντας το κεφάλι για να κοιτάξει τον Γουίνστον. «Δεν μπορούσα να αλλάξω τον στίχο. Η ρίμα ήταν η λέξη “στερεός”. Πόσες ρίμες υπάρχουν που να ταιριάζουν; Για μέρες έσπαγα το κεφάλι μου. Δεν υπήρχε άλλη ρίμα».
Η έκφραση του προσώπου του άλλαξε. Η ενόχληση είχε χαθεί, και τώρα έδειχνε σχεδόν ευχαριστημένος. Κάτι σαν πνευματική ζέση, η χαρά του σχολαστικού που ανακαλύπτει κάποια άχρηστη πληροφορία, έλαμψε μέσα από τη βρόμικη πυκνή γενειάδα.
«Σου πέρασε ποτέ από το μυαλό» είπε «ότι ολόκληρη η ιστορία της αγγλικής γλώσσας έχει καθοριστεί από το γεγονός ότι στερείται ρίμας;»
Όχι, αυτή η συγκεκριμένη σκέψη δεν είχε περάσει ποτέ από το μυαλό του Γουίνστον. Ούτε καν σκέφτηκε ότι είχε κάποια σημασία ή ενδιαφέρον κάτω από τις παρούσες συνθήκες.
«Ξέρεις τι ώρα είναι;» ρώτησε.
Ο Άμπλφορθ ξαφνιάστηκε ξανά. «Ούτε που το σκέφτηκα. Με συνέλαβαν…, θα είναι τώρα δυο μέρες, ίσως και τρεις». Το βλέμμα του διέτρεξε τους τοίχους σαν να περίμενε να βρει ένα παράθυρο κάπου εκεί. «Δεν έχει διαφορά αν είναι μέρα ή νύχτα σ’ αυτό εδώ το μέρος. Δεν βλέπω πώς μπορεί κάποιος να υπολογίσει τον χρόνο».
Κουβέντιασαν ασυνάρτητα για λίγο και μετά, χωρίς προφανή λόγο, μια φωνή από την τηλεοθόνη τούς διέταξε να σωπάσουν. Ο Γουίνστον κάθισε ήσυχος, με τα χέρια σταυρωμένα. Ο Άμπλφορθ, αρκετά μεγαλόσωμος για να βολευτεί στον στενό πάγκο, στριφογύριζε αριστερά δεξιά πλέκοντας άτονα τα χέρια πότε στο ένα γόνατο πότε στο άλλο. Η τηλεοθόνη τού έβαλε τις φωνές να πάψει να κινείται. Η ώρα περνούσε. Είκοσι λεπτά, μία ώρα –πολύ δύσκολο να ξέρεις. Ακούστηκαν ξανά βήματα από μπότες. Τα σωθικά του Γουίνστον συσπάστηκαν. Σύντομα, πολύ σύντομα, ίσως και τώρα, τα βαριά βήματα από τις μπότες θα σήμαιναν ότι είχε έρθει η σειρά του.
Η πόρτα άνοιξε. Ο νεαρός αξιωματικός με την παγωμένη έκφραση μπήκε στο κελί. Με μια κοφτή κίνηση του χεριού έδειξε τον Άμπλφορθ.
«Δωμάτιο 101» είπε.
Ο Άμπλφορθ βγήκε με αδέξια βήματα ανάμεσα στους φρουρούς, με κάποια ανησυχία στο πρόσωπό του, χωρίς όμως να έχει καταλάβει τι συνέβαινε.
Φάνηκε να έχει περάσει αρκετή ώρα. Ο πόνος στην κοιλιά του Γουίνστον αναζωπυρώθηκε. Οι σκέψεις του γυρνούσαν ξανά και ξανά στα ίδια, σαν το μπαλάκι που πέφτει ξανά και ξανά στις ίδιες τρύπες. Τον απασχολούσαν μόνο έξι σκέψεις: ο πόνος στην κοιλιά του, ένα κομμάτι ψωμί, το αίμα και τα ουρλιαχτά, ο Ο’ Μπράιεν, η Τζούλια, η λεπίδα. Άλλος ένας σπασμός στα σωθικά του, οι βαριές μπότες πλησίαζαν. Καθώς η πόρτα άνοιξε, το ρεύμα του αέρα έφερε μέσα μια δυνατή οσμή παγωμένου ιδρώτα. Ο Πάρσονς μπήκε στο κελί. Φορούσε χακί σορτ και ένα κοντομάνικο μπλουζάκι με γιακά.
Αυτή τη φορά, ο Γουίνστον ξαφνιάστηκε τόσο που ξεχάστηκε.
«Εσύ εδώ;» είπε.
Ο Πάρσονς τού έριξε ένα βλέμμα που δεν έδειχνε ούτε ενδιαφέρον ούτε έκπληξη παρά μόνο δυστυχία. Άρχισε να βηματίζει πηδηχτά πάνω κάτω, ανίκανος προφανώς να μείνει ήσυχος. Κάθε φορά που ίσιωνε τα παχουλά του γόνατα, ήταν ολοφάνερο ότι έτρεμαν. Τα μάτια του κοιτούσαν ορθάνοιχτα, επίμονα, σαν να μην μπορούσε να πάρει το βλέμμα του από κάτι κάπου εκεί κοντά.
«Γιατί σε έφεραν εδώ;» ρώτησε ο Γουίνστον.
«Για έγκλημα σκέψης!» είπε ο Πάρσονς κλαψουρίζοντας σχεδόν. Ο τόνος της φωνής του φανέρωνε άμεσα μια πλήρη αποδοχή της ενοχής του και κάτι σαν απίστευτο τρόμο για το ότι μια τέτοια κατηγορία απευθυνόταν στο άτομό του. Σταμάτησε απέναντι από τον Γουίνστον και άρχισε να μιλάει ανυπόμονα: «Δεν πιστεύεις να με σκοτώσουν, παλιόφιλε, έτσι δεν είναι; Δεν σε σκοτώνουν αν δεν έχεις κάνει κάτι στ’ αλήθεια –σκέψεις ήταν μόνο, πώς να τις αποφύγεις; Το ξέρω πως είναι σωστοί όταν σε δικάζουν. Α! Τους έχω εμπιστοσύνη σ’ αυτό! Τον ξέρουν τον φάκελό μου, έτσι δεν είναι; Εσύ ξέρεις τι τύπος είμαι. Για το είδος μου, δεν είμαι κακός. Όχι έξυπνος φυσικά, αλλά πρόθυμος. Προσπάθησα να βάλω τα δυνατά μου για το Κόμμα, έτσι δεν είναι; Θα τη βγάλω καθαρή με πέντε χρόνια, τι λες κι εσύ; Ή μήπως δέκα; Κάποιος σαν εμένα μπορεί να φανεί αρκετά χρήσιμος σε ένα στρατόπεδο καταναγκαστικής εργασίας. Δεν θα με σκοτώσουν γιατί μια φορά και μόνο ξέφυγα από τον σωστό δρόμο, έτσι δεν είναι;»
«Είσαι ένοχος;» ρώτησε ο Γουίνστον.
«Και βέβαια είμαι ένοχος!» φώναξε ο Πάρσονς ρίχνοντας μια δουλική ματιά κατά την τηλεοθόνη. «Πιστεύεις πως το Κόμμα θα μπορούσε να συλλάβει έναν αθώο;» Το βατραχίσιο του πρόσωπο ηρέμησε και πήρε μια έκφραση φαρισαϊσμού. «Το έγκλημα της σκέψης είναι κάτι φρικτό, παλιόφιλε» είπε ηθικολογώντας. «Είναι ύπουλο. Μπορεί να σε αρπάξει στα νύχια του χωρίς καν να το καταλάβεις. Ξέρεις πώς άρπαξε εμένα στα νύχια του; Στον ύπνο μου! Ναι, ακριβώς έτσι. Εγώ προσπαθούσα να κάνω ό,τι καλύτερο μπορούσα στη δουλειά μου –ούτε που ήξερα πως είχα κακές σκέψεις στο μυαλό μου. Και τότε, άρχισα να μιλάω στον ύπνο μου. Ξέρεις τι με άκουσαν να λέω;» Χαμήλωσε τον τόνο της φωνής του, σαν κάποιος που για ιατρικούς λόγους είναι υποχρεωμένος να πει κάτι άσεμνο. «“Κάτω ο Μεγάλος Αδελφός!” Ναι, το είπα! Μάλλον το είπα ξανά και ξανά. Μεταξύ μας, παλιόφιλε, χαίρομαι που με έπιασαν προτού προχωρήσει το κακό. Ξέρεις τι θα τους πω όταν θα εμφανιστώ στο δικαστήριο; “Σας ευχαριστώ”. Αυτό θα πω. “Σας ευχαριστώ που με σώσατε προτού να είναι αργά”».
«Ποιος σε κατάδωσε;» ρώτησε ο Γουίνστον.
«Η κορούλα μου» είπε ο Πάρσονς με μια θλιμμένη περηφάνια. «Κρυφάκουγε από την κλειδαρότρυπα. Άκουσε τι έλεγα και την επόμενη μέρα πήγε τρέχοντας να ειδοποιήσει την περίπολο. Είδες εξυπνάδα για πιτσιρίκι επτά χρονών; Δεν της κρατάω κακία. Και μάλιστα, είμαι περήφανος γι’ αυτήν. Τουλάχιστον, δείχνει πως τη μεγάλωσα σωστά».
Έκανε μερικά ακόμα τινάγματα βηματίζοντας πάνω κάτω ενώ παράλληλα έριχνε ένα βλέμμα όλο λαχτάρα προς τη λεκάνη της τουαλέτας. Έπειτα, με μια ξαφνική κίνηση, κατέβασε το σορτ του.
«Σχώρα με, παλιόφιλε» είπε. «Δεν αντέχω άλλο. Είναι από την αναμονή».
Προσγείωσε τα τεράστια οπίσθιά του στη λεκάνη. Ο Γουίνστον κάλυψε το πρόσωπό του με τα χέρια.
«Σμιθ!» ούρλιαξε η φωνή από την τηλεοθόνη. «6079 Σμιθ! Βγάλε τα χέρια από το πρόσωπο. Απαγορεύεται να καλύπτεις το πρόσωπό σου μέσα στο κελί».
Ο Γουίνστον τράβηξε τα χέρια από το πρόσωπό του. Ο Πάρσονς χρησιμοποίησε τη λεκάνη με θόρυβο και για πολλή ώρα. Μετά, διαπιστώθηκε ότι το καζανάκι ήταν ελαττωματικό, και το κελί έζεχνε για ώρες.
Ο Πάρσονς μεταφέρθηκε αλλού. Κι άλλοι κρατούμενοι έρχονταν κι έφευγαν με μυστήριο τρόπο. Μια γυναίκα τη διέταξαν να σταλεί στο “Δωμάτιο 101”, και όπως παρατήρησε ο Γουίνστον, έδειξε να ζαρώνει και να αλλάζει χρώμα όταν το άκουσε.
Ήρθε μια στιγμή που, αν ήταν πρωί όταν τον έφεραν στο κελί, τώρα θα ήταν απόγευμα. Ή αν τον είχαν φέρει απόγευμα, τώρα θα ήταν μεσάνυχτα. Στο κελί ήταν έξι κρατούμενοι, άνδρες και γυναίκες. Όλοι κάθονταν ακίνητοι, Απέναντι από τον Γουίνστον καθόταν ένας άνδρας χωρίς πηγούνι, όλος δόντια, ίδιος με ένα μεγάλο άκακο τρωκτικό. Τα παχιά διάστικτα μάγουλά του ήταν τόσο φουσκωμένα που σε έκαναν να πιστεύεις ότι εκεί μέσα έκρυβε μικρές ποσότητες τροφής. Τα ξεπλυμένα γκρίζα του μάτια πήγαιναν φευγαλέα από το ένα πρόσωπο στο άλλο και στρέφονταν γρήγορα σε διαφορετική κατεύθυνση όταν συναντούσαν κάποιο βλέμμα.
Η πόρτα άνοιξε κι έφεραν άλλον έναν κρατούμενο του οποίου η εμφάνιση έκανε τον Γουίνστον να ανατριχιάσει για μια στιγμή. Ήταν ένας άνδρας με συνηθισμένο πρόσωπο, άθλιος στην εμφάνιση, που ίσως κάποτε είχε υπάρξει μηχανικός ή τεχνικός. Αυτό που σε τρόμαζε όμως επάνω του ήταν η ισχνότητα του προσώπου του. Έμοιαζε με νεκροκεφαλή. Ήταν τόσο αδυνατισμένος που το στόμα και τα μάτια του πρόβαλλαν δυσανάλογα μεγάλα, ενώ το βλέμμα του έδειχνε γεμάτο από ασίγαστο μίσος για κάποιον ή για κάτι.
Ο άνδρας κάθισε στον πάγκο, σε μικρή απόσταση από τον Γουίνστον. Παρότι δεν τον κοίταξε ξανά, το βασανισμένο, όμοιο με νεκροκεφαλή, πρόσωπό του είχε μείνει τόσο ζωντανό στη μνήμη του Γουίνστον, ώστε ήταν σαν να το έβλεπε μπροστά του. Ξαφνικά, συνειδητοποίησε τι έφταιγε. Ο άνδρας λιμοκτονούσε. Η ίδια σκέψη φάνηκε να πέρασε ταυτόχρονα από το μυαλό όλων όσων βρίσκονταν στο κελί. Μια μικρή αναταραχή διέτρεξε τον πάγκο. Τα μάτια του άνδρα χωρίς πηγούνι έπεφταν διαρκώς πάνω στο αποστεωμένο πρόσωπο, μετά αποσύρονταν ένοχα, μετά εστίαζαν ξανά εκεί σαν να τα τραβούσε ένα ακατανίκητο θέαμα. Ο άνδρας χωρίς πηγούνι άρχισε να κουνιέται ανήσυχα στη θέση του. Τελικά σηκώθηκε, διέσχισε με αβέβαια βήματα το κελί, έψαξε τις τσέπες της στολής του και με ντροπιασμένο ύφος, έτεινε στον αποστεωμένο άνθρωπο ένα βρόμικο κομμάτι ψωμί.
Από την τηλεοθόνη ακούστηκε ένα εξοργισμένο, εκκωφαντικό μουγκρητό. Ο άνδρας χωρίς πηγούνι αναπήδησε τρομαγμένος. Ο άλλος με το σκελετωμένο πρόσωπο έβαλε γρήγορα τα χέρια του πίσω από την πλάτη, σαν να ήθελε να δείξει σε όλον τον κόσμο ότι είχε αρνηθεί το δώρο.
«Μπάμστεντ!» βρυχήθηκε η φωνή. «2713 Μπάμστεντ Τζ! Πέτα το ψωμί!»
Ο άνδρας χωρίς πηγούνι πέταξε το ψωμί στο πάτωμα.
«Μείνε εκεί που είσαι» είπε η φωνή. «Το πρόσωπο προς την πόρτα. Μην κουνηθείς!»
Ο άνδρας χωρίς πηγούνι υπάκουσε. Τα παχιά φουσκωμένα του μάγουλα έτρεμαν ανεξέλεγκτα. Η πόρτα άνοιξε με έναν μεταλλικό κρότο. Ο νεαρός αξιωματικός μπήκε και στάθηκε παράμερα. Πίσω του φάνηκε ένας κοντόχοντρος φύλακας με πελώρια χέρια και φαρδιούς ώμους. Στάθηκε απέναντι από τον άνδρα χωρίς πηγούνι και μετά, υπακούοντας σε ένα νεύμα του αξιωματικού, πήρε φόρα και με όλη του τη δύναμη κατάφερε ένα τρομακτικό χτύπημα στο στόμα του δύστυχου ανθρώπου. Ήταν τόσο δυνατό το χτύπημα που σχεδόν τον έριξε κάτω. Το σώμα του τινάχτηκε και χτύπησε στη λεκάνη της τουαλέτας. Για μια στιγμή απόμεινε μαρμαρωμένος, ενώ σκούρο αίμα έτρεχε από τη μύτη και το στόμα του. Κάτι σαν αδύναμο κλαψούρισμα ή τσιρίδα τού ξέφυγε μάλλον άθελά του. Μετά, γύρισε το σώμα του, στηρίχτηκε στα χέρια και τα γόνατα και σηκώθηκε παραπατώντας. Από το στόμα του, τα δύο μισά ενός σπασμένου δοντιού έπεσαν και κύλησαν στο πάτωμα μέσα σε ένα ρυάκι από αίμα και σάλιο.
Οι κρατούμενοι κάθονταν ολότελα ακίνητοι, με τα χέρια σταυρωμένα στα γόνατά τους. Ο άνδρας χωρίς πηγούνι σωριάστηκε στη θέση του στον πάγκο. Η μία πλευρά του προσώπου του είχε πάρει ένα σκούρο χρώμα. Το στόμα του είχε πρηστεί κι έμοιαζε με μια άμορφη βυσσινί μάζα με μια μαύρη τρύπα στη μέση. Κάθε τόσο, λίγες σταγόνες αίμα έσταζαν στη στολή του. Τα γκρίζα μάτια του συνέχιζαν να πηγαινοέρχονται στα πρόσωπα των συγκρατουμένων του ακόμα πιο ένοχα, σαν να ήθελε να ανακαλύψει πόσο τον περιφρονούσαν για την ταπείνωση που είχε υποστεί.
Η πόρτα άνοιξε. Με μια σύντομη κίνηση, ο αξιωματικός έδειξε τον αποστεωμένο άνθρωπο.
«Δωμάτιο 101» είπε.
Ο Γουίνστον ένιωσε μια κοφτή ανάσα και μια αναταραχή δίπλα του. Ο άνθρωπος είχε πέσει στα γόνατα με τα χέρια ενωμένα.
«Σύντροφε! Αξιωματικέ!» φώναξε. «Μη με πάτε σ’ εκείνο το μέρος! Δεν σας τα είπα όλα; Τι άλλο θέλετε να μάθετε; Δεν υπάρχει τίποτα που δεν θα ομολογούσα, τίποτα! Πείτε μου μόνο τι θέλετε, και θα το ομολογήσω αμέσως. Γράψτε το και το υπογράφω –οτιδήποτε! Όχι όμως στο δωμάτιο 101!»
«Δωμάτιο 101» είπε ο αξιωματικός.
Το πρόσωπο του άνδρα, κατάχλομο ήδη, είχε πάρει ένα χρώμα που ο Γουίνστον δεν θα πίστευε ποτέ ότι μπορούσε να υπάρξει. Ήταν, χωρίς καμία αμφιβολία, μια απόχρωση του πράσινου.
«Κάντε με ό,τι θέλετε!» ούρλιαξε. «Με έχετε νηστικό τόσες βδομάδες. Σταματήστε κι αφήστε με να πεθάνω. Πυροβολείστε με. Κρεμάστε με. Καταδικάστε με σε είκοσι χρόνια καταναγκαστικά έργα. Ποιον άλλον θέλετε να προδώσω; Πείτε μου μονάχα ποιον, και θα σας πω ό,τι θέλετε. Δεν με ενδιαφέρει ποιος θα είναι ή τι θα τον κάνετε. Έχω γυναίκα και τρία παιδιά. Το μεγαλύτερο δεν είναι ούτε έξι χρονών. Πάρτε τους όλους και κόψτε τους τα λαρύγγια μπροστά στα μάτια μου. Εγώ θα είμαι εκεί και θα κοιτάζω. Όχι όμως στο δωμάτιο 101!»
«Δωμάτιο 101» είπε ο αξιωματικός.
Ο άνθρωπος κοίταξε σαν τρελός γύρω του τους άλλους κρατούμενους, σαν να του είχε έρθει η ιδέα ότι μπορούσε να υποδείξει άλλον στη θέση του. Τα μάτια του σταμάτησαν στο τσακισμένο πρόσωπο του άνδρα χωρίς πηγούνι. Έτεινε το ισχνό του χέρι προς το μέρος του.
«Αυτόν πρέπει να πάρετε, όχι εμένα!» φώναξε. «Δεν ακούσατε τι έλεγε αφότου τον χτυπήσατε στο πρόσωπο. Ακούστε με λίγο, και θα σας τα πω όλα. Αυτός εναντιώνεται στο Κόμμα, όχι εγώ». Οι φρουροί τον πλησίασαν και τότε η φωνή του υψώθηκε και έγινε στριγκλιά. «Δεν τον ακούσατε!» επανέλαβε. «Κάτι έπαθε η τηλεοθόνη. Αυτός είναι που θέλετε. Πάρτε αυτόν, όχι εμένα!»
Οι δύο γεροδεμένοι φρουροί στάθηκαν μπροστά του για να τον πάρουν σηκωτό, εκείνη όμως τη στιγμή ο αποστεωμένος άνθρωπος ρίχτηκε στο πάτωμα του κελιού και αρπάχτηκε από ένα από τα σιδερένια πόδια που στήριζαν τον πάγκο. Άρχισε να ουρλιάζει ακατάληπτα σαν ζώο. Οι φρουροί τον άρπαξαν για να τον ξεκολλήσουν, εκείνος όμως είχε γαντζωθεί στο σίδερο με απίστευτη δύναμη. Για περίπου είκοσι δευτερόλεπτα, τον τραβούσαν. Οι άλλοι κρατούμενοι παρέμεναν ακίνητοι με τα χέρια σταυρωμένα στα γόνατα και το βλέμμα ίσια μπροστά τους. Τα ουρλιαχτά έπαψαν. Ο άνθρωπος δεν είχε δύναμη για κάτι άλλο παρά να μένει γαντζωμένος στο σίδερο. Μετά ακούστηκε μια διαφορετική κραυγή. Μια κλωτσιά από τη μπότα ενός φρουρού είχε σπάσει τα δάχτυλα του ενός χεριού του. Τον έσυραν και τον έστησαν όρθιο.
«Δωμάτιο 101» είπε ο αξιωματικός.
Οδήγησαν τον άνθρωπο έξω από το κελί, ενώ αυτός παραπατούσε με το κεφάλι σκυμμένο, κρατώντας το σπασμένο του χέρι. Κάθε διάθεση για αντίσταση είχε χαθεί οριστικά από πάνω του.
Πέρασε πολλή ώρα. Αν ήταν μεσάνυχτα όταν πήραν τον σκελετωμένο άνθρωπο, τώρα ήταν πρωί. Αν ήταν πρωί, τώρα ήταν απόγευμα. Ο Γουίνστον είχε απομείνει μόνος στο κελί, είχε μείνει μόνος εδώ και ώρες. Ήταν τέτοιος ο πόνος που ένιωθε, καθισμένος τόσες ώρες στον στενό πάγκο, που συχνά σηκωνόταν και περπατούσε στο κελί χωρίς να δέχεται επίπληξη από την τηλεοθόνη. Το κομμάτι του ψωμιού βρισκόταν ακόμα εκεί που το είχε πετάξει ο άνδρας χωρίς πηγούνι. Στην αρχή, ο Γουίνστον χρειάστηκε να καταβάλει μεγάλη προσπάθεια για να μην το κοιτάζει, τώρα όμως η πείνα είχε παραχωρήσει τη θέση της στη δίψα. Το στόμα του κολλούσε και είχε απαίσια γεύση. Το βουητό και το τεχνητό φως, που δεν έσβηνε ποτέ, τού έφερναν κάτι σαν λιποθυμία, μια αίσθηση κενού στο κεφάλι του. Σηκωνόταν, γιατί δεν μπορούσε να αντέξει άλλο τον πόνο στα κόκαλά του και αμέσως καθόταν ξανά, γιατί ένιωθε τέτοια ζαλάδα που δεν μπορούσε να σταθεί στα πόδια του. Όποτε κατάφερνε να κυριαρχήσει κάπως στις αισθήσεις του, ο τρόμος επέστρεφε. Ήταν φορές που, με μια όλο και πιο αμυδρή ελπίδα, οι σκέψεις του επέστρεφαν στον Ο’ Μπράιεν και την λεπίδα. Ακόμα το σκεφτόταν ότι μπορεί να του έστελναν τη λεπίδα κρυμμένη στο φαγητό του, αν του έδιναν ποτέ φαγητό. Πιο αραιά σκεφτόταν τη Τζούλια. Κάπου θα υπέφερε, ίσως χειρότερα από αυτόν. Μπορεί να ούρλιαζε από τον πόνο αυτή τη στιγμή. Σκέφτηκε: “Αν μπορούσα να σώσω την Τζούλια διπλασιάζοντας τον δικό μου πόνο, άραγε θα το έκανα; Ναι, θα το έκανα”. Αυτό όμως δεν ήταν παρά ένα συμπέρασμα στο οποίο είχε καταλήξει γιατί ήξερε ότι έτσι όφειλε να κάνει. Δεν το αισθανόταν όμως. Σε αυτό το μέρος δεν μπορούσες να αισθανθείς τίποτα εκτός από τον πόνο και την αναμονή του πόνου. Εξάλλου, την ώρα που υπέφερες, ήταν δυνατόν να επιθυμείς να δυναμώσει ο πόνος σου για κάποιον λόγο; Αυτή η ερώτηση όμως δεν είχε προς το παρόν απάντηση.
Βήματα από μπότες ακούστηκαν ξανά. Η πόρτα άνοιξε. Μπήκε ο Ο’ Μπράιεν.
Ο Γουίνστον πετάχτηκε όρθιος. Η έκπληξή του ήταν τόση που ξέχασε όλες τις προφυλάξεις. Για πρώτη φορά μετά από χρόνια ξέχασε την παρουσία της τηλεοθόνης.
«Σας έπιασαν και εσάς!» φώναξε.
«Με έχουν πιάσει εδώ και πολύ καιρό» είπε ο Ο’ Μπράιεν με μια αχνή, σχεδόν λυπημένη ειρωνεία. Παραμέρισε, και πίσω του φάνηκε ένας φρουρός με φαρδύ στέρνο κι ένα μακρύ μαύρο κλομπ στο χέρι.
«Το ξέρεις, Γουίνστον» είπε ο Ο’ Μπράιεν. «Μη ξεγελιέσαι. Το ήξερες –το ήξερες πάντα».
Ναι, τώρα το έβλεπε πως το ήξερε πάντα. Αλλά δεν υπήρχε χρόνος να το σκεφτεί. Το μόνο που τον ενδιέφερε ήταν το κλομπ του φρουρού. Μπορούσε να πέσει οπουδήποτε: στο κεφάλι του, στο αυτί, στο μπράτσο, στον αγκώνα…
Στον αγκώνα! Ο Γουίνστον κατέρρευσε στα γόνατά του, παραλυμένος σχεδόν, πιάνοντας τον χτυπημένο του αγκώνα με το άλλο χέρι. Όλα έγιναν μια έκρηξη από κίτρινο ομιχλώδες φως. Ασύλληπτο! Ασύλληπτο να φέρνει τόσο πόνο ένα μόνο χτύπημα! Η ομίχλη διαλύθηκε, και τότε κατάφερε να διακρίνει ότι οι άλλοι δύο τον κοιτούσαν. Ο φρουρός γελούσε με τους μορφασμούς του. Τουλάχιστον, ένα ερώτημα είχε βρει την απάντησή του. Για κανένα λόγο δεν έπρεπε να επιδιώξεις να δυναμώσει ο πόνος. Για τον πόνο, μόνο ένα πράγμα έπρεπε να εύχεσαι: να σταματήσει. Δεν υπήρχε τίποτα χειρότερο στον κόσμο από τον σωματικό πόνο. Μπροστά στον πόνο, κανείς δεν είναι ήρωας, κανείς! σκεφτόταν ξανά και ξανά καθώς σπαρταρούσε στο πάτωμα, σφίγγοντας χωρίς αποτέλεσμα το σακατεμένο του αριστερό μπράτσο.