Την ώρα που έπιανε το πόμολο, ο Γουίνστον είδε ότι είχε αφήσει το ημερολόγιο ανοιχτό πάνω στο τραπέζι. Το ΚΑΤΩ Ο ΜΕΓΑΛΟΣ ΑΔΕΛΦΟΣ ήταν γραμμένο παντού, με τόσο μεγάλα γράμματα που άνετα μπορούσε να το διαβάσει από το σημείο που στεκόταν. Αυτό που είχε κάνει ήταν αδιανόητη ανοησία. Συνειδητοποίησε όμως ότι, παρά τον πανικό του, δεν θέλησε να λεκιάσει το κρεμ χαρτί κλείνοντας το τετράδιο όσο το μελάνι ήταν ακόμα νωπό.
Πήρε μια βαθιά ανάσα και άνοιξε την πόρτα. Αμέσως τον κατέλαβε μια γλυκιά ανακούφιση. Μια άχρωμη, ταλαιπωρημένη γυναίκα με αραιά μαλλιά και ρυτιδιασμένο πρόσωπο στεκόταν απ’ έξω.
«Α! Σύντροφε!» κλαψούρισε. «Καλά σας άκουσα να μπαίνετε. Θα μπορούσατε να έρθετε να ρίξετε μια ματιά στον νεροχύτη της κουζίνας μας; Έχει βουλώσει και …»
Ήταν η κυρία Πάρσονς, η γυναίκα ενός γείτονα, που έμενε στον ίδιο όροφο (“Κυρία” ήταν μία λέξη που το Κόμμα είχε κατά κάποιο τρόπο αποκηρύξει, –υποτίθεται ότι έπρεπε να προσφωνείς τον καθένα “σύντροφο”– σου ερχόταν όμως αυτόματα στο στόμα για κάποιες γυναίκες). Η κυρία Πάρσονς ήταν γύρω στα τριάντα, έδειχνε όμως μεγαλύτερη. Σου έδινε την εντύπωση ότι είχε σκόνη μέσα στις ρυτίδες του προσώπου της. Ο Γουίνστον την ακολούθησε στον διάδρομο. Αυτές οι ερασιτεχνικές επισκευές ήταν μια σχεδόν καθημερινή ενόχληση. Το Κτίριο της Νίκης είχε παλιά διαμερίσματα, χτισμένα κάπου γύρω στο 1930, που ρήμαζαν μέσα στον χρόνο. Οι σοβάδες στους τοίχους και το ταβάνι ξεφλούδιζαν συνεχώς, οι σωλήνες έσπαγαν στις μεγάλες παγωνιές, η στέγη έσταζε νερό όποτε χιόνιζε, η κεντρική θέρμανση λειτουργούσε στη μισή ένταση, όταν δεν ήταν εντελώς κλειστή για λόγους οικονομίας. Οι επισκευές, εκτός κι αν ήταν κάτι που μπορούσες να κάνεις μόνος σου, έπρεπε πρώτα να εγκριθούν από απρόσιτες επιτροπές που ήταν ικανές να καθυστερήσουν δύο χρόνια ως και για μία απλή αλλαγή τζαμιού.
«Φυσικά είναι που λείπει από το σπίτι ο Τομ» είπε αόριστα η κυρία Πάρσονς.
Το διαμέρισμα των Πάρσονς ήταν μεγαλύτερο από του Γουίνστον, άθλιο κι αυτό με τον δικό του τρόπο. Όλα εκεί μέσα έδειχναν χτυπημένα και τσαλαπατημένα, σαν να είχε περάσει ένα μεγάλο άγριο ζώο: Σύνεργα σπορ, μπαστούνια του χόκεϊ, γάντια του μποξ, μια ξεφούσκωτη μπάλα, ένα ζευγάρι σορτς μουσκεμένο από τον ιδρώτα και γυρισμένο από την ανάποδη, όλα ήταν σκόρπια στο πάτωμα. Πάνω στο τραπέζι στοιβάζονταν βρόμικα πιάτα και βιβλία ασκήσεων με τσακισμένες σελίδες. Στους τοίχους υπήρχαν κόκκινες σημαίες του Συνδέσμου Νεολαίας και των Κατασκόπων και μια αφίσα του Μεγάλου Αδελφού σε φυσικό μέγεθος. Η συνηθισμένη μυρωδιά βρασμένου λάχανου πλανιόταν στον χώρο, κοινή σε όλο το κτίριο, αλλά την κάλυπτε μια αψιά μπόχα ιδρώτα –το καταλάβαινες με το πρώτο ρουθούνισμα, άγνωστο πώς– που προερχόταν από κάποιον που εκείνη τη στιγμή απουσίαζε. Στο άλλο δωμάτιο, κάποιος προσπαθούσε να κρατήσει το ίσο στην στρατιωτική μουσική που ακόμα έβγαινε από την τηλεοθόνη, χρησιμοποιώντας μια χτένα κι ένα κομμάτι χαρτί τουαλέτας.
«Τα παιδιά» είπε η κυρία Πάρσονς ρίχνοντας μια φοβισμένη ματιά προς την πόρτα. «Δεν βγήκαν έξω σήμερα. Και φυσικά…»
Είχε τη συνήθεια να κόβει τις προτάσεις της στη μέση. Ο νεροχύτης της κουζίνας σχεδόν ξεχείλιζε από ρυπαρά πράσινα νερά που μύριζαν χειρότερα κι από το βραστό λάχανο. Ο Γουίνστον γονάτισε κι εξέτασε τον γωνιακό σύνδεσμο του σωλήνα. Σιχαινόταν να χρησιμοποιήσει τα χέρια του, όπως σιχαινόταν να σκύβει, κάτι που πάντα του προκαλούσε βήχα. Η κυρία Πάρσονς κοιτούσε απελπισμένη.
«Βέβαια, αν ήταν ο Τομ στο σπίτι, θα το μαστόρευε στη στιγμή» είπε. «Του αρέσουν τα μαστορέματα. Του Τομ πιάνουν τα χέρια του».
Ο Πάρσονς ήταν συνάδελφος του Γουίνστον στο Υπουργείο Αλήθειας. Ήταν ένας γεμάτος αλλά δραστήριος άνδρας, απελπιστικά ανόητος και χαζοχαρούμενος, ένας από εκείνους τους πειθήνιους, αφοσιωμένους σκλάβους στους οποίους στηριζόταν περισσότερο και από την Αστυνομία της Σκέψης η σταθερότητα του Κόμματος. Στα τριάντα πέντε του αποβλήθηκε χωρίς να το θέλει από τον Σύνδεσμο Νεολαίας, αφού πριν είχε καταφέρει να παραμείνει στους Κατασκόπους έναν χρόνο παραπάνω από το κανονικό. Στο Υπουργείο εργαζόταν σε δευτερεύουσα θέση, όπου δεν υπήρχαν απαιτήσεις εξυπνάδας, από την άλλη όμως είχε διευθυντική θέση στην Επιτροπή Αθλημάτων όπως και σε όλες τις άλλες επιτροπές που ασχολούνταν με την οργάνωση κοινοτικών πεζοποριών, εθελοντικών επιδείξεων, εκστρατειών εράνων και γενικά εθελοντικών δράσεων. Ο Πάρσονς μπορούσε να σε πληροφορήσει με καμάρι, ενώ κάπνιζε την πίπα του, ότι τα τελευταία τέσσερα χρόνια δεν είχε παραλείψει ούτε ένα απόγευμα που να μην κάνει την εμφάνισή του στο Κοινοτικό Κέντρο. Μια ανυπόφορη ιδρωτίλα, σαν ακούσια μαρτυρία της υπερδραστήριας ζωής του, τον ακολουθούσε όπου κι αν πήγαινε, κι έμενε πίσω του ακόμα κι όταν εκείνος είχε φύγει.
«Έχετε ένα γαλλικό κλειδί;» ρώτησε ο Γουίνστον ψαχουλεύοντας αμήχανα το παξιμάδι του σωλήνα.
«Ένα γαλλικό κλειδί» είπε άνευρα η κυρία Πάρσονς. «Δεν ξέρω, ίσως τα παιδιά…»
Ακούστηκε ποδοβολητό κι άλλος ένας εκκωφαντικός ήχος του αυτοσχέδιου μουσικού οργάνου καθώς τα παιδιά όρμησαν στο σαλόνι. Η κυρία Πάρσονς έφερε το γαλλικό κλειδί. Ο Γουίνστον άφησε το νερό να τρέξει και με αηδία έβγαλε μια χούφτα μπερδεμένα μαλλιά που είχαν φράξει τον σωλήνα. Καθάρισε τα δάχτυλά του όσο μπορούσε καλύτερα κάτω από το κρύο νερό της βρύσης και επέστρεψε στο άλλο δωμάτιο.
«Ψηλά τα χέρια!» ούρλιαξε μια άγρια φωνή.
Ένα όμορφο εννιάχρονο αγόρι με μάγκικο ύφος είχε ξεπροβάλει από το τραπέζι και τον απειλούσε με ένα αυτόματο παιδικό πιστόλι, ενώ η μικρότερη κατά δύο χρόνια αδελφή του έκανε την ίδια κίνηση απειλώντας τον με ένα κομμάτι ξύλο. Και τα δύο παιδιά φορούσαν τη στολή των Κατασκόπων, δηλαδή μπλε σορτς, γκρι πουκάμισο και κόκκινο μαντήλι. Ο Γουίνστον σήκωσε τα χέρια ψηλά κάπως ανήσυχος. Η στάση του αγοριού ήταν τόσο σατανική που δεν θα το έλεγες ότι το έκανε στα ψέματα.
«Είσαι προδότης!» ούρλιαξε το αγόρι. «Είσαι εγκληματίας της σκέψης! Είσαι κατάσκοπος της Ευρασίας! Θα σε πυροβολήσω, θα σε εξαερώσω, θα σε στείλω στα αλατωρυχεία!»
Ξαφνικά, και τα δύο μικρά χοροπηδούσαν γύρω του φωνάζοντας «Προδότη!» και «Εγκληματία της Σκέψης!», μια και το κοριτσάκι αντέγραφε όλες τις κινήσεις του αδελφού της. Ήταν ένα θέαμα κάπως τρομακτικό, σαν τα τιγράκια που θα μεγάλωναν και θα γίνονταν ανθρωποφάγα. Στο βλέμμα του αγοριού υπήρχε κάτι που έμοιαζε με υπολογισμένη αγριάδα, μια ολοφάνερη επιθυμία να χτυπήσει ή να κλωτσήσει τον Γουίνστον και μια συνειδητοποίηση ότι ήταν αρκετά μεγάλος για να το κάνει. Ευτυχώς που δεν κρατούσε αληθινό πιστόλι, σκέφτηκε ο Γουίνστον.
Το βλέμμα της κυρίας Πάρσονς πηγαινοερχόταν νευρικά ανάμεσα στα παιδιά της και τον Γουίνστον, ο οποίος παρατηρώντας την καλύτερα στο φως του σαλονιού, συνειδητοποιούσε ότι όντως οι ρυτίδες του προσώπου της είχαν σκόνη.
«Κάνουν τόση φασαρία» του είπε. «Απογοητεύτηκαν επειδή δεν μπόρεσαν να δουν το κρέμασμα, γι’ αυτό κάνουν έτσι. Έχω πολλές δουλειές και δεν μπορώ να τα πάω. Και ο Τομ θα αργήσει να γυρίσει από τη δουλειά».
«Γιατί να μην πάμε να δούμε την κρεμάλα;» βρυχήθηκε το αγόρι.
«Θέλω να δω την κρεμάλα! Θέλω να δω την κρεμάλα!» φώναζε τραγουδιστά η πιτσιρίκα ενώ συνέχιζε να χοροπηδάει ολόγυρα.
Ο Γουίνστον θυμήθηκε ότι κάποιοι Ευρασιάτες κρατούμενοι, ένοχοι πολεμικών εγκλημάτων, επρόκειτο να κρεμαστούν στο Πάρκο το απόγευμα. Ήταν κάτι που συνέβαινε περίπου μια φορά το μήνα και αποτελούσε λαοφιλές θέαμα. Τα παιδιά γκρίνιαζαν πάντα να τα πάνε να παρακολουθήσουν. Ο Γουίνστον χαιρέτησε την κυρία Πάρσονς και βγήκε από την πόρτα. Δεν είχε κάνει ούτε δύο βήματα, όταν ένιωσε κάτι να τον χτυπάει στο σβέρκο αφήνοντάς του μια έντονα επώδυνη αίσθηση. Ήταν σαν να του είχαν ακουμπήσει στο δέρμα ένα πυρωμένο σίδερο. Στράφηκε απότομα, ίσα για να προλάβει να δει την κυρία Πάρσονς να μπάζει με το ζόρι τον γιο της στο διαμέρισμά τους, ενώ το αγόρι έχωνε στην τσέπη του μια σφεντόνα.
«Γκολντστάιν!» μούγκρισε το αγόρι πίσω από την κλειστή πόρτα. Αυτό όμως που έκανε μεγαλύτερη εντύπωση στον Γουίνστον ήταν το ανήμπορο, φοβισμένο ύφος στο γκρίζο πρόσωπο της γυναίκας.
Μπαίνοντας στο διαμέρισμά του, προσπέρασε βιαστικά την τηλεοθόνη και κάθισε ξανά στο τραπέζι συνεχίζοντας να τρίβει το σβέρκο του. Η μουσική από την τηλεοθόνη είχε σταματήσει. Την είχε αντικαταστήσει μια κοφτή στρατιωτική φωνή που με βάναυση ευχαρίστηση διάβαζε δυνατά μια περιγραφή του εξοπλισμού του νέου Πλωτού Οχυρού που είχε μόλις αγκυροβολήσει μεταξύ της Ιρλανδίας και των Νήσων Φερόες.
Ο Γουίνστον σκέφτηκε ότι με τέτοια παιδιά εκείνη η καημένη θα ζούσε μέσα στην τρομοκρατία. Σε ένα δύο χρόνια θα την παρακολουθούσαν μέρα νύχτα, μη τυχόν και εκδηλώσει συμπτώματα ανορθοδοξίας. Όλα σχεδόν τα παιδιά ήταν πλέον τρομερά! Το χειρότερο απ’ όλα ήταν ότι, με οργανώσεις όπως οι Κατάσκοποι, τα παιδιά μετατρέπονταν συστηματικά σε απείθαρχους μικρούς άγριους, χωρίς αυτό να τους δημιουργεί κάποια τάση εξέγερσης ενάντια στην πειθαρχία του Κόμματος. Αντίθετα, λάτρευαν το Κόμμα και όλα τα παρελκόμενά του. Τα τραγούδια, οι παρελάσεις, οι σημαίες, η πεζοπορία, τα γυμνάσια ψεύτικης σκοποβολής, τα δυνατά συνθήματα, η λατρεία του Μεγάλου Αδελφού –όλα αυτά φάνταζαν σαν ένα αστραφτερό παιχνίδι στα μάτια τους. Όλη τους η θηριωδία είχε σαν αποδέκτη τους εχθρούς του κράτους, τους αλλοδαπούς, τους προδότες, τους δολιοφθορείς, τους εγκληματίες της σκέψης. Ήταν σχεδόν φυσικό οι τριαντάρηδες και πάνω να φοβούνται τα ίδια τους τα παιδιά. Κι είχαν κάθε λόγο, αφού σχεδόν κάθε εβδομάδα στους “Τάιμς” υπήρχε μία παράγραφος που περιέγραφε πώς κάποιος μικρός σπιούνος –“παιδί ήρωα” τον βάφτιζαν– είχε κρυφακούσει κάποια δυσμενή για το Κόμμα παρατήρηση και είχε καταδώσει τους γονείς του στην Αστυνομία της Σκέψης.
Το τσούξιμο από το χτύπημα της σφεντόνας είχε περάσει, και ο Γουίνστον έπιασε με μισή καρδιά την πένα του, ενώ αναρωτιόταν τι άλλο θα μπορούσε να γράψει στο ημερολόγιό του. Ξαφνικά, του ήρθε ξανά στο μυαλό ο Ο’ Μπράιεν.
Χρόνια πριν –πόσος καιρός να είχε περάσει; Μάλλον θα ήταν επτά χρόνια– είχε ονειρευτεί ότι περπατούσε σε ένα θεοσκότεινο δωμάτιο. Και κάποιος δίπλα του τού είχε πει καθώς τον προσπερνούσε: “Θα συναντηθούμε εκεί που δεν υπάρχει σκοτάδι”. Αυτό είχε ειπωθεί ήρεμα, σχεδόν τυχαία –μια απλή δήλωση, και όχι σαν διαταγή. Δεν κοντοστάθηκε, συνέχισε να προχωράει. Το περίεργο ήταν ότι εκείνη τη στιγμή στο όνειρό του τα λόγια δεν του έκαναν ιδιαίτερη εντύπωση. Μόνο αργότερα και σταδιακά άρχισαν να αποκτούν σημασία. Τώρα δεν μπορούσε να θυμηθεί αν είχε πρωτοδεί τον Ο’ Μπράιεν πριν ή μετά το όνειρο, ούτε και μπορούσε να θυμηθεί πότε, αναγνώρισε όμως για πρώτη φορά ότι η φωνή στο όνειρό του ανήκε στον Ο’ Μπράιεν. Ωστόσο, η ταυτοποίηση είχε γίνει. Ο Ο’ Μπράιεν ήταν ο άνδρας που του είχε μιλήσει στο σκοτάδι του ονείρου του.
Ο Γουίνστον δεν μπορούσε να πει με σιγουριά –ούτε και λίγο μετά τη στιγμιαία πρωινή συνάντηση των βλεμμάτων τους– κατά πόσον ο Ο’ Μπράιεν ανήκε στους φίλους ή τους εχθρούς. Όχι ότι είχε κάποια ιδιαίτερη σημασία πάντως. Υπήρχε κάποιο ίχνος αμοιβαίας κατανόησης, κάτι πιο σημαντικό από την αφοσίωση ή τη συντροφικότητα. “Θα συναντηθούμε εκεί που δεν υπάρχει σκοτάδι” του είχε πει. Ο Γουίνστον δεν ήξερε τι σήμαιναν αυτά τα λόγια, ήξερε μόνο ότι με κάποιον τρόπο θα έβγαιναν αληθινά.
Η φωνή από την τηλεοθόνη έκανε μια παύση. Ένα σάλπισμα, καθαρό και γλυκό, ήχησε στη βαριά ατμόσφαιρα του δωματίου. Η φωνή συνέχισε τραχιά:
«Προσοχή! Την προσοχή σας παρακαλώ! Μόλις κατέφθασαν έκτακτα νέα από το μέτωπο του Μαλαμπάρ. Οι δυνάμεις μας στη Νότια Ινδία κατέκτησαν μια λαμπρή νίκη. Είμαι εξουσιοδοτημένος να σας ανακοινώσω ότι αυτό το γεγονός μπορεί να οδηγήσει στο τέλος του πολέμου. Η είδηση έχει ως εξής…»
Κακά μαντάτα, σκέφτηκε ο Γουίνστον. Και φυσικά, σε συνέχεια της αιματοβαμμένης περιγραφής της συντριβής του ευρασιατικού στρατού με τερατώδη στοιχεία νεκρών και αιχμαλώτων, ακολούθησε μια αναγγελία που πληροφορούσε ότι από την επόμενη εβδομάδα η μερίδα της σοκολάτας θα μειωνόταν από τα τριάντα στα είκοσι γραμμάρια.
Ο Γουίνστον ρεύτηκε ξανά. Το τζιν εξατμιζόταν από τον οργανισμό του, αφήνοντάς του μια αίσθηση ξεφουσκώματος. Η τηλεοθόνη –ίσως για τα επινίκια, ίσως για να απαλύνει την ανάμνηση της χαμένης σοκολάτας– άρχισε να τραγουδάει ηχηρά το “Ωκεανία για σένα”. Τώρα, υποτίθεται ότι έπρεπε να σταθείς προσοχή. Ωστόσο, αυτός ήταν αόρατος από τη θέση που καθόταν.
Το “Ωκεανία για σένα” έδωσε τη θέση του σε μια πιο ανάλαφρη μουσική. Ο Γουίνστον πήγε μέχρι το παράθυρο φροντίζοντας να έχει την πλάτη γυρισμένη στην τηλεοθόνη. Έξω, η μέρα συνέχιζε να είναι ψυχρή και καθαρή. Κάπου μακριά, μια κατευθυνόμενη βόμβα εξερράγη αφήνοντας έναν εκκωφαντικό ήχο. Γύρω στις είκοσι με τριάντα τέτοιες έπεφταν κάθε βδομάδα στο Λονδίνο.
Κάτω στον δρόμο, η σκισμένη αφίσα είχε γίνει έρμαιο του αέρα και η λέξη ΑΓΓΣΟΣ μία εμφανιζόταν και μία χανόταν. Οι ιερές αρχές του ΑΓΓΣΟΣ: Νέα Ομιλία, δισκεψία, η μετάλλαξη του παρελθόντος. Ο Γουίνστον ένιωσε σαν να περιπλανιόταν στα δάση μιας θαλάσσιας αβύσσου, χαμένος σε έναν τερατώδη κόσμο όπου ο ίδιος του ο εαυτός ήταν το τέρας. Ήταν μόνος. Το παρελθόν ήταν νεκρό, το μέλλον μη προβλέψιμο. Ποια βεβαιότητα είχε ότι υπήρχε έστω και ένας άνθρωπος που σκεφτόταν όπως αυτός; Πώς μπορούσε να ξέρει ότι η κυριαρχία του Κόμματος δεν θα διαρκούσε για πάντα; Σαν απάντηση, τα τρία συνθήματα στη λευκή πρόσοψη του Υπουργείου Αλήθειας ήρθαν ξανά στο μυαλό του:
Ο ΠΟΛΕΜΟΣ ΕΙΝΑΙ ΕΙΡΗΝΗ.
Η ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ ΕΙΝΑΙ ΣΚΛΑΒΙΑ.
Η ΑΓΝΟΙΑ ΕΙΝΑΙ ΔΥΝΑΜΗ.
Έβγαλε ένα κέρμα των είκοσι πέντε σεντς από την τσέπη του. Ακόμα και πάνω του ήταν γραμμένα με καθαρά μικροσκοπικά γράμματα τα ίδια συνθήματα, ενώ στην άλλη όψη του ήταν χαραγμένο το κεφάλι του Μεγάλου Αδελφού. Ακόμα και από εκεί, τα μάτια του σε καταδίωκαν. Πάνω σε νομίσματα, γραμματόσημα, εξώφυλλα βιβλίων, σημαίες, αφίσες, ακόμα και στα πακέτα των τσιγάρων –παντού. Τα μάτια πάντα σε παρακολουθούσαν, η φωνή πάντα σε τύλιγε. Ξύπνιος ή κοιμισμένος, όσο δούλευες ή όσο έτρωγες, μέσα κι έξω από το σπίτι, στο μπάνιο ή στο κρεβάτι –δεν υπήρχε διαφυγή. Δεν σου ανήκε τίποτα περισσότερο από τα λίγα κυβικά εκατοστά μέσα στο κρανίο σου.
Ο ήλιος είχε γυρίσει, και τα μυριάδες παράθυρα του Υπουργείου Αλήθειας, τώρα που το φως δεν έπεφτε κατευθείαν επάνω τους, φάνταζαν βλοσυρά, σαν πολεμίστρες οχυρού. Η καρδιά του Γουίνστον τρεμούλιασε μπροστά στο πελώριο πυραμοειδές σχήμα, αυτή την ισχυρή απόρθητη κατασκευή. Και χίλιες βόμβες να έπεφταν, δεν θα μπορούσαν να το γκρεμίσουν. Αναρωτήθηκε ξανά για ποιον άραγε έγραφε το ημερολόγιο. Για το μέλλον, για το παρελθόν, για μια φανταστική εποχή. Μπροστά του δεν έβλεπε τον θάνατο, αλλά την εκμηδένιση. Το ημερολόγιο θα γινόταν στάχτες, και αυτός ατμός. Μόνο η Αστυνομία της Σκέψης θα διάβαζε όσα είχε καταγράψει και μετά θα τα εξαφάνιζε, θα έσβηνε ως και τη θύμησή τους. Πώς να κάνεις έκκληση στο μέλλον αν δεν επιζούσε ούτε μία λέξη σου γραμμένη σε ένα κομμάτι χαρτί;
Η τηλεοθόνη σήμανε δεκατέσσερις ώρες. Σε δέκα λεπτά ο Γουίνστον έπρεπε να φύγει για να βρίσκεται στη δουλειά του μέχρι τις δεκατέσσερις και μισή.
Όλως παραδόξως, η υπενθύμιση της ώρας τον αναπτέρωσε. Μπορεί να ήταν ένα μοναχικό πλάσμα που εξέφραζε μια αλήθεια την οποία δεν θα άκουγε ποτέ κανείς, όμως όσο την εξέφραζε, κατά έναν αόριστο τρόπο, η συνοχή παρέμενε. Την ανθρώπινη κληρονομιά τη συνέχιζες μένοντας ισορροπημένος, και όχι προσπαθώντας να ακουστείς. Επέτρεψε στο τραπέζι, βούτηξε την πένα στο μελάνι και έγραψε:
Στο μέλλον ή στο παρελθόν, στους καιρούς που η σκέψη είναι ελεύθερη, όταν οι άνθρωποι διαφέρουν ο ένας από τον άλλον και δεν ζουν μόνοι –στους καιρούς που υπάρχει η αλήθεια και αυτό που έχει γίνει, θα μείνει για πάντα.
Από την εποχή της ομοιομορφίας, της απομόνωσης, του Μεγάλου Αδελφού, από την εποχή της δισκεψίας –χαιρετίσματα!
Ήταν ήδη νεκρός, σκέφτηκε. Του φαινόταν πως, μόνο τώρα που είχε καταφέρει να βάλει τις σκέψεις του σε μία τάξη, είχε κάνει το αποφασιστικό βήμα. Οι συνέπειες κάθε πράξης περιέχονται στην ίδια την πράξη. Συνέχισε να γράφει:
Το έγκλημα της σκέψης δεν επιφέρει τον θάνατο, το έγκλημα της σκέψης είναι θάνατος.
Τώρα που ένιωθε τον εαυτό του νεκρό, είχε αποκτήσει πλέον σημασία το να παραμείνει ζωντανός όσο περισσότερο μπορούσε. Δύο από τα δάχτυλα του δεξιού του χεριού είχαν λεκιαστεί από τα μελάνι, μια λεπτομέρεια που μπορούσε να τον προδώσει. Κάποιος καλοθελητής στο Υπουργείο, από αυτούς που έχωναν τη μύτη τους παντού (γυναίκα κατά προτίμηση, ίσως κάποια σαν τη μικρόσωμη κοκκινομάλλα ή τη μελαχρινή από το Τμήμα Φαντασίας) ίσως άρχιζε να αναρωτιέται γιατί άραγε ο Γουίνστον έγραφε στο μεσημεριανό διάλειμμα, γιατί χρησιμοποιούσε μια παλιομοδίτικη πένα, τι να ήταν αυτό που έγραφε. Και μετά να πετάξει μια σπόντα στον αρμόδιο τομέα.
Πήγε στο μπάνιο και έτριψε με προσοχή τα δάχτυλά του με το κοκκώδες καφέ σαπούνι που σου έγδερνε το δέρμα σαν σμυριδόχαρτο. Ήταν ό,τι χρειαζόταν για να φύγει κάθε ίχνος μελανιού.
Έβαλε το ημερολόγιο στο συρτάρι. Ακόμα και η σκέψη να το κρύψει ήταν ανώφελη. Μπορούσε όμως να σιγουρευτεί κατά πόσον κάποιος θα ανακάλυπτε ή όχι την ύπαρξή του. Μια τρίχα στην άκρη των σελίδων θα ήταν κάτι ολοφάνερο. Με το ακροδάχτυλό του έβαλε έναν κόκκο άσπρης σκόνης στη γωνιά του εξωφύλλου. Αν κάποιος μετακινούσε το ημερολόγιο, ο κόκκος θα έπεφτε.