Ήταν μια φωτεινή αλλά κρύα ημέρα του Απριλίου, και τα ρολόγια σημαναν δεκατρείς φορές. Ο Γουίνστον Σμιθ, με το πηγούνι του χωμένο στο στήθος προσπαθώντας να προφυλαχτεί από τον άγριο αέρα, πέρασε στα γρήγορα μέσα από τις γυάλινες πόρτες του Κτιρίου της Νίκης, χωρίς ωστόσο να αποφύγει έναν στρόβιλο σκόνης και άμμου να τον ακολουθήσει.
Το χολ μύριζε βρασμένο λάχανο και παλιές κουρελούδες. Στη μία του άκρη, μια έγχρωμη αφίσα, σε μέγεθος παράταιρο για εσωτερικό χώρο, ήταν κολλημένη στον τοίχο. Έδειχνε ένα πελώριο πρόσωπο, με πλάτος πάνω από ένα μέτρο, το πρόσωπο ενός άνδρα γύρω στα σαράντα πέντε, με σκούρο παχύ μουστάκι και ατημέλητα αρρενωπά χαρακτηριστικά. Ο Γουίνστον τράβηξε για τη σκάλα. Ήταν μάταιος κόπος να χρησιμοποιήσει τον ανελκυστήρα. Ακόμα και τις καλές εποχές, λειτουργούσε σπάνια, πόσο μάλλον τώρα που γινόταν διακοπή ρεύματος όσο υπήρχε φυσικό φως, ως μέρος των οικονομικών μέτρων εν όψει της Εβδομάδας Μίσους. Το διαμέρισμα βρισκόταν στον έβδομο όροφο, και ο Γουίνστον, που υπέφερε από κιρσούς πάνω από τον δεξί του αστράγαλο, ανέβαινε αργά, κάνοντας αρκετές στάσεις ενδιάμεσα. Σε κάθε όροφο, απέναντι από τον ανελκυστήρα, η αφίσα με το πελώριο πρόσωπο σε κοιτούσε από τον τοίχο. Ήταν έτσι φτιαγμένη ώστε να νομίζεις ότι τα μάτια σε ακολουθούσαν σε κάθε σου κίνηση. Ο ΜΕΓΑΛΟΣ ΑΔΕΛΦΟΣ ΣΕ ΠΑΡΑΚΟΛΟΥΘΕΙ έλεγε η λεζάντα.
Στο διαμέρισμα, μια γλυκερή φωνή απαριθμούσε μια λίστα στοιχείων που αφορούσαν την παραγωγή χυτοσιδήρου. Η φωνή έβγαινε από μια μακρόστενη μεταλλική πλάκα με εμφάνιση θαμπού καθρέφτη, η οποία αποτελούσε μέρος της επιφάνειας του δεξιού τοίχου. Ο Γουίνστον γύρισε έναν διακόπτη, και η φωνή χαμήλωσε κάπως, παρότι ο λέξεις εξακολουθούσαν να ακούγονται ευδιάκριτα. Σε αυτή τη κατασκευή (την αποκαλούσαν τηλεοθόνη) σου παρεχόταν η δυνατότητα να σκοτεινιάσεις την οθόνη, δεν μπορούσες όμως με κανέναν τρόπο να την κλείσεις εντελώς. Ο Γουίνστον πλησίασε το παράθυρο: μια μικρόσωμη εύθραυστη φιγούρα, που η μπλε φόρμα του Κόμματος τόνιζε περισσότερο την αδυναμία της. Είχε ανοιχτόχρωμα μαλλιά, το πρόσωπό του διέθετε ένα φυσικό ροδοκόκκινο χρώμα, η επιδερμίδα του είχε αγριέψει από το τραχύ σαπούνι, τα στομωμένα ξυραφάκια και το κρύο του χειμώνα που είχε μόλις τελειώσει.
Έξω, ακόμα και πίσω από το κλειστό παράθυρο, ο κόσμος φάνταζε ψυχρός. Κάτω στον δρόμο, ο κοφτός αέρας στροβίλιζε σκόνη και σκισμένα χαρτιά. Παρότι ο ήλιος έλαμπε και ο ουρανός ήταν αψεγάδιαστος, έμοιαζε λες και όλα ήταν μουντά, όλα εκτός από τις αφίσες που υπήρχαν παντού. Εκείνο το πρόσωπο με το σκούρο μουστάκι σε κοιτούσε από κάθε γωνία. Μία από τις αφίσες ήταν κολλημένη στο ακριβώς απέναντι κτίριο. Ο ΜΕΓΑΛΟΣ ΑΔΕΛΦΟΣ ΣΕ ΠΑΡΑΚΟΛΟΥΘΕΙ έλεγε η λεζάντα, ενώ τα σκούρα μάτια έμοιαζαν να βυθίζονται στα μάτια του Γουίνστον. Πιο κάτω, στο επίπεδο του δρόμου, μία ακόμα αφίσα, σκισμένη στη μια της άκρη, παιχνίδιζε στο έλεος των ριπών του αέρα, πότε σκεπάζοντας και πότε ξεσκεπάζοντας μία και μοναδική λέξη: ΑΓΓΣΟΣ. Πέρα μακριά, ένα ελικόπτερο βουτούσε ανάμεσα στις στέγες, για μια στιγμή μετεωριζόταν σαν μια κρεατόμυγα, και μετά χανόταν διαγράφοντας μια καμπύλη πορεία. Ήταν η αστυνομική περίπολος, που κατασκόπευε μέσα από τα παράθυρα των ανθρώπων. Οι περίπολοι ωστόσο δεν είχαν σημασία. Μόνο η Αστυνομίας της Σκέψης είχε σημασία.
Πίσω από τον Γουίνστον, η φωνή από την τηλεοθόνη συνέχιζε να φλυαρεί για τον χυτοσίδηρο και την υπερκάλυψη του Ένατου Τριετούς Πλάνου. Η τηλεοθόνη λειτουργούσε ταυτόχρονα σαν πομπός και σαν δέκτης. Μπορούσε να συλλάβει κάθε ήχο που παρήγαγε ο Γουίνστον, αρκεί να ήταν πάνω από το επίπεδο του ψιθύρου. Επιπλέον, όσο αυτός βρισκόταν μέσα στο οπτικό πεδίο της μεταλλικής πλάκας, μπορούσαν όχι μόνο να τον ακούσουν, αλλά και να τον δουν. Φυσικά, με κανέναν τρόπο δεν είχες τη δυνατότητα να γνωρίζεις αν και πότε σε παρακολουθούσαν. Πόσο συχνά ή με ποιο σύστημα συνδεόταν η Αστυνομία της Σκέψης σε κάθε συσκευή, μόνο να το μαντέψεις μπορούσες. Ίσως και να παρακολουθούσαν τους πάντες συνεχώς, ποιος να το ήξερε; Πάντως, μπορούσαν να συνδεθούν με τη συσκευή σου όποτε ήθελαν. Έπρεπε να ζεις –έτσι ζούσες, η συνήθεια είχε εξελιχτεί σε ένστικτο– έχοντας αποδεχτεί ότι κάθε σου ήχος ακουγόταν και κάθε σου κίνηση ελεγχόταν εξονυχιστικά, εκτός κι αν ήταν σκοτάδι.
Ο Γουίνστον συνέχιζε να έχει την πλάτη γυρισμένη στην τηλεοθόνη. Ήταν πιο ασφαλές, παρότι γνώριζε καλά ότι και μια πλάτη μόνο θα μπορούσε να αποκαλύψει πολλά. Ένα χιλιόμετρο πιο πέρα, ο λευκός όγκος του Υπουργείου Αλήθειας –εκεί εργαζόταν– δέσποζε τεράστιος πάνω από το θλιβερό τοπίο. Αυτό ήταν το Λονδίνο, –σκέφτηκε με μια αόριστη απέχθεια– πρωτεύουσα της Πρώτης Ζώνης, της τρίτης σε πληθυσμό επαρχίας της Ωκεανίας. Προσπάθησε να ανασύρει κάποια ανάμνηση της παιδικής του ηλικίας, κάτι που θα του απαντούσε στο αν το Λονδίνο ήταν πάντα έτσι. Άραγε έβλεπες πάντα τη θέα αυτών των ρημαγμένων σπιτιών του δέκατου ένατου αιώνα, που οι τοίχοι τους στηρίζονταν σε ξύλινα αντερείσματα, τα παράθυρά τους ήταν μπαλωμένα με χαρτόνια και οι στέγες τους με λαμαρίνες, ενώ οι παράλογοι φράχτες των κήπων έγερναν προς κάθε κατεύθυνση; Και τα βομβαρδισμένα τοπία όπου η σκόνη των σοβάδων τους στροβιλιζόταν στον αέρα και συστοιχίες επιλόβιων πάλευαν να ξεφύγουν από τα μπάζα που τις έπνιγαν; Και εκείνα τα ρημαγμένα από τις βόμβες σημεία, όπου τα αφανισμένα σπίτια είχαν δώσει τη θέση τους σε άθλια ξύλινα παραπήγματα που έμοιαζαν κοτέτσια; Όμως, εφόσον δεν μπορούσε να θυμηθεί, ποιο το όφελος; Όλες οι αναμνήσεις της παιδικής του ηλικίας είχαν μηδενιστεί, δεν υπήρχε τίποτα εκτός από ασύνδετες ακατανόητες εικόνες.
Το Υπουργείο Αλήθειας –Υπαλ στη Νέα Ομιλία–1 ήταν εντελώς διαφορετικό στην όψη από οτιδήποτε συναντούσε το βλέμμα. Επρόκειτο για μια πελώρια πυραμοειδή κατασκευή από εκτυφλωτικά λευκό τσιμέντο, που υψωνόταν από όροφο σε όροφο στα 300 μέτρα πάνω από το έδαφος. Από το σημείο που στεκόταν ο Γουίνστον, ίσα που μπορούσες να διαβάσεις τα τρία συνθήματα του Κόμματος, έτσι όπως ξεχώριζαν γραμμένα καλλιγραφικά στη λευκή πρόσοψη:
Ο ΠΟΛΕΜΟΣ ΕΙΝΑΙ ΕΙΡΗΝΗ.
Η ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ ΕΙΝΑΙ ΣΚΛΑΒΙΑ.
Η ΑΓΝΟΙΑ ΕΙΝΑΙ ΔΥΝΑΜΗ.
Λεγόταν ότι το Υπουργείο Αλήθειας διέθετε τρεις χιλιάδες δωμάτια πάνω από το έδαφος και αντίστοιχες υπόγειες διακλαδώσεις. Υπήρχαν τρία κτίρια ακόμη, διάσπαρτα στο Λονδίνο, που διέθεταν παρόμοια εμφάνιση και όγκο. Κυριαρχούσαν τόσο απόλυτα στο τοπίο ώστε από τη στέγη του Κτιρίου της Νίκης μπορούσες να δεις και τα τέσσερα ταυτόχρονα. Ήταν οι έδρες των τεσσάρων Υπουργείων, στα οποία καταμεριζόταν ολόκληρος ο κυβερνητικός μηχανισμός. Το Υπουργείο Αλήθειας, με αρμοδιότητα την ειδησεογραφία, την ψυχαγωγία, την εκπαίδευση και τις καλές τέχνες. Το Υπουργείο Ειρήνης, που ασχολούνταν με τον πόλεμο. Το Υπουργείο Αγάπης, που φρόντιζε για την τήρηση της έννομης τάξης. Τέλος, το Υπουργείο Αφθονίας, υπεύθυνο για τα οικονομικά θέματα. Τα ονόματα που είχαν στη Νέα Ομιλία ήταν: Υπάλ, Υπείρ, Υπάγ, Υπάφ.
Το Υπουργείο Αγάπης ήταν το πιο τρομακτικό. Στο κτίριό του δεν υπήρχαν καν παράθυρα. Ο Γουίνστον δεν είχε βρεθεί ποτέ του στο εσωτερικό του Υπουργείου Αγάπης, ούτε καν σε απόσταση μισού χιλιομέτρου δεν είχε πλησιάσει. Ήταν αδύνατον να εισχωρήσεις, εκτός αν ήσουν σε εντεταλμένη υπηρεσία και τότε, μόνο διεισδύοντας μέσα από έναν λαβύρινθο συρματοπλεγμάτων, θωρακισμένων θυρών και κρυφών πολυβολείων. Ακόμα και οι δρόμοι που οδηγούσαν στα εξωτερικά του όρια ήταν γεμάτοι φρουρούς με όψη γορίλα, μαυροντυμένες φιγούρες οπλισμένες με κλομπ.
Ο Γουίνστον στράφηκε απότομα. Πειθαρχώντας τα χαρακτηριστικά του προσώπου του, κατάφερε να τους δώσει μια έκφραση ήρεμης αισιοδοξίας. Ήταν καλύτερα να δείχνει έτσι όταν κοιτούσε καταπρόσωπο την τηλεοθόνη. Διέσχισε το δωμάτιο με κατεύθυνση τη μικροσκοπική κουζίνα. Με το να φύγει τέτοια ώρα από το Υπουργείο, είχε θυσιάσει το γεύμα του στην καντίνα, παρότι ήξερε ότι δεν θα έβρισκε τίποτα φαγώσιμο στο ψυγείο, τίποτα εκτός από ένα κομμάτι μαύρο ψωμί, που όμως έπρεπε να φυλάξει για το πρόγευμα της επόμενης ημέρας. Κατέβασε από το ράφι ένα μπουκάλι άχρωμο υγρό με μια λευκή ετικέτα, που έγραφε μόνο Τζιν της Νίκης. Ανέδιδε μια αναγουλιαστική ελαιώδη μυρωδιά, κάτι σαν κινέζικο ρυζόκρασο. Ο Γουίνστον γέμισε ένα φλιτζάνι προετοιμάζοντας τον εαυτό του για το επερχόμενο σοκ και το κατάπιε μονομιάς, σαν να ήταν φάρμακο.
Αμέσως το πρόσωπό του μπλάβισε, και τα μάτια του άρχισαν να τρέχουν δάκρυα. Όχι μόνο ήταν σαν να κατάπινες νιτρικό οξύ, αλλά σου άφηνε και την αίσθηση ότι κάποιος σου είχε καταφέρει ένα χτύπημα στο σβέρκο με ένα κλομπ. Την επόμενη στιγμή ωστόσο, το κάψιμο στο στομάχι του καταλάγιασε, κι άρχισε να βλέπει με κάποια αισιοδοξία γύρω του. Τράβηξε ένα τσιγάρο από ένα τσαλακωμένο πακέτο Τσιγάρα της Νίκης, από απροσεξία όμως το κράτησε ανάποδα και ο καπνός έπεσε στο πάτωμα. Στο επόμενο, στάθηκε πιο τυχερός. Ξαναγύρισε στο καθιστικό και κάθισε μπροστά σε ένα μικρό τραπέζι, στα αριστερά της τηλεοθόνης. Από το συρτάρι του τραπεζιού έβγαλε μια πένα, ένα μπουκαλάκι μελάνη και ένα χοντρό άγραφο τετράδιο διαστάσεων 25Χ20, με κόκκινη ράχη και σκληρό μουαρέ εξώφυλλο.
Για κάποιο αδιευκρίνιστο λόγο, η τηλεοθόνη στο καθιστικό ήταν τοποθετημένη σε μια ασυνήθιστη θέση. Το φυσιολογικό θα ήταν να βρίσκεται στον πλαϊνό τοίχο, ώστε να επιβλέπει όλο το δωμάτιο, εν προκειμένω όμως ήταν στημένη στον μακρύτερο τοίχο απέναντι από το παράθυρο. Στη μία πλευρά του δωματίου υπήρχε μια ρηχή εσοχή, κι εκεί καθόταν τώρα ο Γουίνστον. Ήταν ένα σημείο που προφανώς αρχικά προοριζόταν για βιβλιοθήκη. Κρυμμένος στην εσοχή, ο Γουίνστον βρισκόταν έξω από το οπτικό πεδίο της τηλεοθόνης. Φυσικά, μπορούσαν να τον ακούσουν, τουλάχιστον όμως όσο διατηρούσε αυτή τη θέση, δεν μπορούσαν να τον δουν. Η ασυνήθιστη διάταξη του χώρου από τη μία και το τετράδιο που είχε μόλις βγάλει από το συρτάρι από την άλλη, του είχαν δώσει την έμπνευση για αυτό που ετοιμαζόταν να κάνει.
Το τετράδιο είχε μια ιδιόμορφη ομορφιά. Το λείο κρεμ χαρτί του, λίγο κιτρινισμένο από την πολυκαιρία, ήταν ένα είδος που δεν κατασκευαζόταν εδώ και τουλάχιστον σαράντα χρόνια. Μάλλον όμως το τετράδιο ήταν ακόμη πιο παλιό. Το είχε δει στη βιτρίνα ενός άθλιου παλαιοπωλείου σε κάποια βρομερή συνοικία της πόλης (ούτε θυμόταν πού ακριβώς), κι αμέσως είχε νιώσει μια ακατανίκητη επιθυμία να το αποκτήσει. Τα μέλη του Κόμματος υποτίθεται ότι απαγορευόταν να πηγαίνουν σε συνηθισμένα μαγαζιά (“να συναλλάσσονται στην ελεύθερη αγορά”, έτσι το έλεγαν), ο κανόνας όμως ήταν κάπως ελαστικός, καθώς διάφορα αγαθά, όπως ξυραφάκια και κορδόνια, ήταν αδύνατον να τα προμηθευτείς με άλλον τρόπο. Ο Γουίνστον είχε κοιτάξει στα γρήγορα πάνω κάτω τον δρόμο και μετά μπήκε αθόρυβα στο μαγαζί και αγόρασε το τετράδιο. Το έβαλε στον χαρτοφύλακά του και με ένοχο ύφος το μετέφερε στο σπίτι. Ακόμα κι έτσι, άγραφο, δεν έπαυε να είναι ένα παρακινδυνευμένο απόκτημα.
Αυτό που σκόπευε να κάνει ήταν να ξεκινήσει να κρατάει ένα ημερολόγιο. Δεν ήταν παράνομο (τίποτα δεν ήταν παράνομο, αφού δεν υπήρχαν πια νόμοι), αν όμως τον ανακάλυπταν, αυτή του η πράξη θα επέσυρε με βεβαιότητα τη θανατική ποινή ή τουλάχιστον είκοσι πέντε χρόνια σε στρατόπεδο καταναγκαστικής εργασίας. Ο Γουίνστον προσάρμοσε μια μύτη στην πένα και τη φύσηξε για να καθαρίσει. Η πένα ήταν ένα αρχαϊκό εργαλείο, που η χρήση του σπάνιζε πλέον, ακόμα κι αν την προόριζες μόνο για να βάζεις υπογραφές. Ωστόσο, ο Γουίνστον είχε προμηθευτεί μία στα κρυφά και με χίλιες προφυλάξεις, μόνο και μόνο γιατί είχε την αίσθηση ότι το όμορφο κρεμ χαρτί άξιζε μια πένα και όχι το γρατζούνισμα ενός απλού στυλό. Βασικά δεν ήταν συνηθισμένος να γράφει με το χέρι. Εκτός από σύντομες σημειώσεις, το σύνηθες ήταν να υπαγορεύει τα πάντα στον φωνογράφο, κάτι που φυσικά ήταν αδύνατον για τον συγκεκριμένο σκοπό. Βούτηξε την πένα στο μελάνι διστάζοντας για μια στιγμή. Το αποτύπωμά του στο χαρτί θα ήταν αμετάκλητο. Με μικρά αδέξια γράμματα έγραψε:
4 Απριλίου 1984.
Σταμάτησε νιώθοντας ανήμπορος ξαφνικά. Κατ’ αρχάς, δεν ήταν σίγουρος ότι το έτος που διένυαν ήταν το 1984. Πάνω κάτω όμως μάλλον έτσι θα ήταν, αφού ο ίδιος ήταν τριάντα εννιά ετών και πίστευε ότι είχε γεννηθεί το 1944 ή το 1945. Και πάλι όμως, ήταν αδύνατον πλέον να προσδιορίσεις οποιαδήποτε ημερομηνία.
Ξαφνικά αναρωτήθηκε για ποιον αλήθεια έγραφε αυτό το ημερολόγιο. Για τις επόμενες γενιές. Οι σκέψεις του πλανήθηκαν για λίγο στο θέμα της αμφίβολης ημερομηνίας και μετά προσέκρουσαν στη λέξη δισκεψία2 που περιεχόταν στο λεξιλόγιο της Νέας Ομιλίας. Για πρώτη φορά συνειδητοποίησε το μέγεθος και τη σοβαρότητα του εγχειρήματός του. Πώς μπορούσες να επικοινωνήσεις με το μέλλον; Από τη φύση του ήταν κάτι αδύνατον. Το μέλλον ή που θα έμοιαζε με το παρόν, οπότε η φωνή του Γουίνστον δεν θα ακουγόταν ή θα ήταν διαφορετικό, οπότε το εγχείρημά του θα ήταν άνευ ουσίας.
Για λίγο απόμεινε να κοιτάζει σαν χαζός το χαρτί. Η τηλεοθόνη έπαιζε τώρα διαπεραστική στρατιωτική μουσική. Τι περίεργο που ο Γουίνστον όχι μόνο έμοιαζε να έχει χάσει τη δύναμη της έκφρασης αλλά και είχε φτάσει να ξεχάσει τι ακριβώς ήθελε να πει. Προετοιμαζόταν εδώ και εβδομάδες για αυτή τη στιγμή και δεν του είχε περάσει καν από το μυαλό ότι θα χρειαζόταν κάτι παραπάνω από θάρρος. Η καταγραφή από μόνη της δεν θα παρουσίαζε δυσκολίες. Το μόνο που είχε να κάνει ήταν να μεταφέρει στο χαρτί τον αδιάκοπο ανήσυχο μονόλογο που τριβέλιζε το κεφάλι του για χρόνια. Αυτή τη στιγμή πάντως, ακόμα και ο μονόλογός του είχε στερέψει. Σαν να μην έφτανε αυτό, το κιρσώδες έλκος στο πόδι του τού προξενούσε φρικτή φαγούρα. Δεν τολμούσε να το ξύσει, γιατί θα το ερέθιζε. Τα δευτερόλεπτα περνούσαν. Συνειδητοποιούσε μόνο το κενό χαρτί μπροστά του, τη φαγούρα στον αστράγαλο, την εκκωφαντική μουσική και μια ελαφριά ζαλάδα από το τζιν.
Ξαφνικά άρχισε να γράφει πανικόβλητος, χωρίς να κατανοεί απόλυτα αυτά που σκάλιζε στο χαρτί. Τα μικρά παιδιάστικα γράμματα αγκομαχούσαν στη σελίδα. Από κάποια στιγμή και μετά έπαψε να χρησιμοποιεί κεφαλαία και στο τέλος κατάργησε και τις τελείες:
4 Απριλίου 1984. Χθες το βράδυ στο σινεμά. Όλες πολεμικές ταινίες. Μια πολύ καλή για ένα πλοίο γεμάτο πρόσφυγες που το βομβάρδιζαν κάπου στη Μεσόγειο. Το κοινό διασκέδαζε με τα πλάνα ενός πελώριου χοντρού που προσπαθούσε να ξεφύγει κολυμπώντας ενώ ένα ελικόπτερο τον κυνηγούσε, αρχικά τον έβλεπες να τσαλαβουτάει σαν τη φώκια, μετά τον έβλεπες μέσα από τα σκόπευτρα του ελικόπτερου, μετά τον είχαν γαζώσει οι σφαίρες και η θάλασσα γύρω του είχε βαφτεί κόκκινη και ξαφνικά βούλιαξε λες και το νερό πέρασε από τις τρύπες που είχαν ανοίξει στο σώμα του οι σφαίρες και το κοινό ξέσπασε σε γέλια μόλις τον είδε να βυθίζεται. μετά έβλεπες μια σωσίβια λέμβο γεμάτη παιδιά κι ένα ελικόπτερο να ταλαντεύεται από πάνω. ήταν μια μεσόκοπη, μπορεί και εβραία, καθόταν στην πλώρη και κρατούσε ένα μωρό γύρω στα τρία στην αγκαλιά της. το μικρό παιδί ούρλιαζε τρομαγμένο και έκρυβε το κεφάλι του στο στήθος της σαν να προσπαθούσε να βρει καταφύγιο και η γυναίκα τύλιγε το αγοράκι με τα χέρια της και το παρηγορούσε, παρότι κι η ίδια είχε πανιάσει από τον φόβο της, κι όλη αυτή την ώρα το σκέπαζε με τα χέρια της σαν να νόμιζε πως έτσι θα το φύλαγε από τις σφαίρες. μετά το ελικόπτερο τούς έριξε μια βόμβα 20 κιλά, τρομερή λάμψη και η βάρκα διαλύθηκε σαν σπιρτόκουτο. μετά ακολουθούσε ένα καταπληκτικό πλάνο ενός παιδικού χεριού που εκτοξευόταν ψηλά στον ουρανό. ένα ελικόπτερο με κάμερα ακολούθησε την πορεία του χεριού και έπεσε πολύ χειροκρότημα από τις θέσεις του κόμματος όμως μια γυναίκα από τις θέσεις των προλετάριων άρχισε ξαφνικά να φωνάζει πως δεν έπρεπε να δείχνουν τέτοια πράγματα σε παιδιά δεν ήταν σωστό δεν ήταν μέχρι που η αστυνομία την έβγαλε έξω δεν πιστεύω πως έπαθε κάτι κανένας δεν δίνει σημασία στα λόγια των προλετάριων ποτέ τους δεν …
Ο Γουίνστον σταμάτησε να γράφει, τον είχε πιάσει κράμπα. Δεν ήξερε τι τον είχε κάνει να αραδιάσει αυτόν τον χείμαρρο βλακείας. Το παράξενο όμως ήταν πως, όση ώρα έγραφε, μια ολότελα διαφορετική ανάμνηση ξεκαθάρισε στο μυαλό του, κι ήταν τόσο έντονη που ένιωσε ότι ίσως και να μπορούσε να την καταγράψει. Τώρα συνειδητοποιούσε ότι η ξαφνική του ανάγκη να γυρίσει στο σπίτι και να ξεκινήσει το ημερολόγιο σήμερα πήγαζε από ένα συγκεκριμένο περιστατικό που είχε συμβεί το πρωί στο Υπουργείο, αν μπορούσες να χρησιμοποιήσεις τις λέξεις “είχε συμβεί” για κάτι τόσο νεφελώδες.
Ήταν σχεδόν έντεκα η ώρα, και στο Τμήμα Αρχείων, όπου εργαζόταν ο Γουίνστον, τραβούσαν τις καρέκλες από τα γραφεία τους3και τις συγκέντρωναν στο κέντρο του χολ, απέναντι από τη μεγάλη τηλεοθόνη, σαν μέρος της προετοιμασίας του Δίλεπτου Μίσους. Ο Γουίνστον έπαιρνε μόλις θέση σε μια από τις μεσαίες σειρές, όταν δύο άνθρωποι, τους οποίους γνώριζε εξ όψεως χωρίς να έχει μιλήσει ποτέ μαζί τους, μπήκαν απροσδόκητα στον χώρο. Ο ένας τους ήταν μια κοπέλα με την οποία διασταυρωνόταν συχνά στους διαδρόμους. Δεν γνώριζε το όνομά της, γνώριζε όμως ότι δούλευε στο Τμήμα Φαντασίας. Προφανώς –μια και αρκετές φορές την είχε δει με ένα κατσαβίδι στα λαδωμένα χέρια της– θα έκανε κάποια τεχνική εργασία στις μηχανές συγγραφής μυθιστορημάτων. Το ύφος της ήταν τολμηρό, την υπολόγιζε γύρω στα είκοσι επτά. Είχε πλούσια σκούρα μαλλιά, ένα πρόσωπο με φακίδες και οι κινήσεις της ήταν επιδέξιες, αθλητικές. Μια στενή κόκκινη ζώνη, έμβλημα του Αντισεξουαλικού Συνδέσμου Νέων ήταν διπλωμένη αρκετές φορές γύρω από τη μέση της φόρμας της, τόσο σφιχτά που τόνιζε το σχήμα των γοφών της. Ο Γουίνστον την είχε αντιπαθήσει από την πρώτη στιγμή και ήξερε τον λόγο. Ήταν εξαιτίας του αέρα που απέπνεε, ένα αέρα γηπέδου χόκεϊ, κρύων ντους, ομαδικής πεζοπορίας και γενικής σύνεσης σκέψης. Αντιπαθούσε σχεδόν όλες τις γυναίκες, και ιδιαίτερα τις νέες και όμορφες. Ήταν πάντα οι γυναίκες, κυρίως οι νέες, που είχαν αυτή την ιδιαίτερη προσκόλληση στο Κόμμα. Παπαγάλιζαν τα συνθήματα, ήταν ερασιτέχνες κατάσκοποι, ξετρύπωναν την κάθε ανορθόδοξη συμπεριφορά. Η συγκεκριμένη κοπέλα τού έδινε όμως την εντύπωση ότι ήταν η πιο επικίνδυνη. Κάποτε είχαν διασταυρωθεί στον διάδρομο, και του είχε ρίξει μια πλάγια ματιά σαν να προσπαθούσε να τον διαπεράσει και να δει βαθιά μέσα του, κι αυτό του είχε φέρει τυφλό πανικό. Του είχε περάσει η σκέψη ότι ίσως ήταν πράκτορας της Αστυνομίας της Σκέψης, αν και κάτι τέτοιο δεν έμοιαζε πολύ πιθανό. Πάντως, ο Γουίνστον συνέχιζε να νιώθει μια περίεργη ανησυχία ανάκατη με φόβο και εχθρότητα κάθε φορά που η κοπέλα ήταν κάπου κοντά του.
Το άλλο πρόσωπο ήταν ένας άνδρας με το όνομα Ο’ Μπράιεν, μέλος του Εσωτερικού Κόμματος και κάτοχος μιας τόσο αόριστης και απόμακρης θέσης που μόνο μια αμυδρή ιδέα για τη φύση της είχε ο Γουίνστον. Μια απότομη ησυχία απλώθηκε στην ομάδα των ανθρώπων γύρω από τις καρέκλες, καθώς είδαν να πλησιάζει η μαύρη στολή που φορούσε κάθε μέλος του Εσωτερικού Κόμματος. Ο Ο’ Μπράιεν ήταν μεγαλόσωμος, γεροδεμένος, με δυνατό λαιμό και χαρακτηριστικά αγροίκου, τραχιά αλλά και κάπως εύθυμα. Παρά την ογκώδη του εμφάνιση, διέθετε κάποια γοητεία. Όταν διόρθωνε τα γυαλιά πάνω στη γέφυρα της μύτης του, αυτό ήταν ένα τέχνασμα αφοπλιστικό και με έναν αόριστο τρόπο, παράδοξα πολιτισμένο. Ήταν μια κίνηση που ίσως και να θύμιζε ευγενή του δέκατου όγδοου αιώνα την ώρα που προσφέρει την ταμπακιέρα του –αν το έβλεπες βέβαια κάτω από αυτό το πρίσμα. Ο Γουίνστον ίσα που είχε δει τον Ο’ Μπράιεν μια ντουζίνα φορές σε όλα τα χρόνια που εργαζόταν στο Υπουργείο. Ένιωθε να τον έλκει όχι μόνο η περίεργη αντίφαση ανάμεσα στο παρουσιαστικό και τους τρόπους του, αλλά περισσότερο γιατί κρυφά μέσα του πίστευε ή μάλλον έτρεφε την ελπίδα ότι η πολιτική ορθότητα του Ο’ Μπράιεν είχε κάποιο ψεγάδι. Κάτι στο πρόσωπό του το υπονοούσε. Και πάλι όμως, ίσως να μην ήταν η στάμπα της μη ορθότητας που αποτυπωνόταν στο πρόσωπό του, αλλά απλά εξυπνάδα. Τέλος πάντων, έδειχνε σαν κάποιος στον οποίον μπορούσες να μιλήσεις, αν φυσικά κατάφερνες να ξεγελάσεις την τηλεοθόνη, και αν τον πετύχαινες μόνο του. Ο Γουίνστον, μέχρι στιγμής, δεν είχε κάνει την παραμικρή προσπάθεια να επαληθεύσει την υπόθεσή του. Στην πραγματικότητα, δεν υπήρχε κάποιος τρόπος ώστε να επιχειρήσει να το κάνει. Πάνω στην ώρα, ο Ο’ Μπράιεν κοίταξε το ρολόι του, είδε ότι ήταν σχεδόν έντεκα και προφανώς αποφάσισε να παραμείνει στο Τμήμα Αρχείων μέχρι να τελειώσει το Δίλεπτο Μίσος. Κάθισε σε μια καρέκλα στην ίδια σειρά με τον Γουίνστον, δύο θέσεις μακρύτερα. Ανάμεσά τους καθόταν μια μικρόσωμη κοκκινομάλλα, η οποία δούλευε στο διπλανό από του Γουίνστον γραφείο. Η μελαχρινή καθόταν πίσω της ακριβώς.
Την επόμενη στιγμή, ένας απαίσιος διαπεραστικός ήχος, σαν κάτι που έβγαινε από μια τερατώδη μηχανή που κανείς δεν είχε μπει στον κόπο να γρασάρει, ξεχύθηκε από τη μεγάλη τηλεοθόνη στην άκρη της αίθουσας. Ήταν κάτι που έκανε τα δόντια σου να τρίζουν και τις τρίχες σου να σηκώνονται. Το Μίσος είχε ξεκινήσει.
Ως συνήθως, το πρόσωπο του Εμμανουήλ Γκολντστάιν, του Εχθρού του Λαού, εμφανίστηκε στην τηλεοθόνη. Αμέσως ακούστηκαν αποδοκιμασίες από διάφορα σημεία του ακροατηρίου. Η μικρόσωμη κοκκινομάλλα στρίγκλισε φοβισμένη αλλά και αηδιασμένη. Ο Γκολντστάιν ήταν αποστάτης και εγκληματίας, που χρόνια πριν (πόσα όμως, κανείς πια δεν θυμόταν) είχε υπάρξει ένα από τα ηγετικά πρόσωπα του Κόμματος, ίσος σχεδόν με τον Μεγάλο Αδελφό. Μετά όμως αναμείχτηκε σε αντεπαναστατική δραστηριότητα, καταδικάστηκε σε θάνατο, αλλά δραπέτευσε με μυστήριο τρόπο και εξαφανίστηκε. Παρότι το πρόγραμμα του Δίλεπτου Μίσους ποίκιλλε καθημερινά, πάντα το κύριό του θέμα ήταν ο Γκολντστάιν, ο πρωταρχικός προδότης, ο πρώτος που σπίλωσε την αγνότητα του Κόμματος. Όλα τα επόμενα εγκλήματα κατά του Κόμματος, όλες οι προδοσίες, οι δολιοφθορές, οι αιρέσεις, οι αποκλίσεις πήγαζαν κατευθείαν από τις διδαχές του Γκολντστάιν. Όπου κι αν βρισκόταν, παρέμενε ζωντανός συνωμοτώντας. Ίσως βρισκόταν κάπου στο εξωτερικό, υπό την προστασία ξένων χρηματοδοτών, ίσως και να κρυβόταν στην Ωκεανία –κυκλοφορούσαν και κάποιες τέτοιες φήμες.
Ο Γουίνστον ένιωσε ένα πλάκωμα στο στήθος. Ποτέ του δεν κατάφερε να αντικρίσει το πρόσωπο του Γκολντστάιν χωρίς να αισθανθεί ανάμικτα, οδυνηρά συναισθήματα. Ήταν ένα πρόσωπο λεπτό, εβραϊκό, με ένα φωτοστέφανο από πλούσια λευκά μαλλιά και ένα μικρό μυτερό γενάκι, ένα πρόσωπο έξυπνο, όμως με κάποιο τρόπο και άξιο περιφρόνησης. Η μακριά μύτη και η εικόνα των γυαλιών στην άκρη της έδιναν στην έκφρασή του έναν τόνο γεροντικής ανοησίας. Θύμιζε πρόβατο, ως και η φωνή του θύμιζε βέλασμα. Ο Γκολντστάιν κυριαρχούσε στην τηλεοθόνη εξαπολύοντας το συνηθισμένο του δηλητήριο με ένα κατάφορα υπερβολικό και απαξιωτικό ύφος, από την άλλη όμως έδειχνε τόσο λογικό που έκρουε τον κώδωνα του κινδύνου σχετικά με το πόσοι ευκολόπιστοι θα μπορούσαν να παρασυρθούν. Έβριζε τον Μεγάλο Αδελφό, αποκήρυσσε τη δικτατορία του Κόμματος, απαιτούσε άμεσα ειρηνευτικό σύμφωνο με την Ευρασία, επιχειρηματολογούσε υπέρ της ελευθερίας του λόγου, του τύπου, των συναθροίσεων, της σκέψης, φώναζε υστερικά σχεδόν ότι η Επανάσταση είχε προδοθεί –κι όλα αυτά σερβιρισμένα με έναν καταιγισμό πολυσύλλαβων λέξεων, σαν παρωδία του χαρακτηριστικού τρόπου ομιλίας του Κόμματος, διανθισμένα όμως και με λέξεις της Νέας Ομιλίας, και μάλιστα τόσες πολλές που κανένα μέλος του Κόμματος δεν θα χρησιμοποιούσε. Και σε όλο αυτό το διάστημα, για να μην υπάρξει η παραμικρή αμφιβολία για το τι κρυβόταν πίσω από την παραπλανητική λογοδιάρροια του Γκολντστάιν, στην τηλεοθόνη και πίσω από το κεφάλι του παρέλαυνε ο στρατός της Ευρασίας –ατελείωτες σειρές στιβαρών ανδρών με ανέκφραστα ασιατικά πρόσωπα, που χάνονταν από την οθόνη για να δώσουν τη θέση τους σε άλλα κι άλλα, πανομοιότυπα. Ο ανιαρός ρυθμικός ήχος από τις μπότες των στρατιωτών ήταν ιδανικό υπόβαθρο στο βέλασμα του Γκολντστάιν.
Προτού περάσουν τριάντα δευτερόλεπτα από τα δύο λεπτά του Μίσους, το μισό ακροατήριο είχε ξεσπάσει σε ξέφρενη οργή. Το αυτάρεσκο προβατίσιο πρόσωπο στην τηλεοθόνη και η τρομερή δύναμη του ευρασιατικού στρατού πίσω του είχαν ξεχειλίσει το ποτήρι του μίσους. Εξάλλου, δεν χρειαζόταν να δεις τον Γκολντστάιν. Αρκούσε να τον σκεφτείς και αυτόματα σε καταλάμβανε θυμός και φόβος μαζί. Το πρόσωπό του ήταν ένας στόχος μίσους πολύ πιο απτός από την Ευρασία ή την Ανατολασία, καθώς, όταν η Ωκεανία βρισκόταν σε πόλεμο με τη μία από αυτές τις δύο δυνάμεις, αυτομάτως διατηρούσε ειρηνικές σχέσεις με την άλλη. Το παράδοξο όμως ήταν πως, παρότι ο Γκολντστάιν αποτελούσε το αντικείμενο του μίσους και της περιφρόνησης όλων, παρότι καθημερινά και συνέχεια, από κάθε βήμα, τηλεοθόνη, εφημερίδα, βιβλίο, οι θεωρίες του απορρίπτονταν, γελοιοποιούνταν, απογυμνώνονταν, και όλοι κατανοούσαν άμεσα το μέγεθος της ανοησίας που εμπεριείχαν, παρ’ όλα τα παραπάνω, σε γενικές γραμμές η επιρροή του έμοιαζε να μη λιγοστεύει ποτέ. Καθημερινά, κατάσκοποι και δολιοφθορείς που δρούσαν υπό τις οδηγίες του ξεσκεπάζονταν από την Αστυνομία της Σκέψης. Ήταν ο αρχηγός ενός σκιώδους στρατού, ενός υπόγειου δικτύου συνωμοτών που είχαν αφιερώσει τη ζωή τους στην πάλη για την πτώση του Καθεστώτος. Αδελφότητα, έτσι υποτίθεται ότι τους έλεγαν. Κι ακόμα, ψιθυριζόταν κάτι για την ύπαρξη ενός τρομερού βιβλίου, ενός συγκερασμού όλων των αιρέσεων, το οποίο είχε γράψει ο Γκολντστάιν και κυκλοφορούσε παράνομα εδώ κι εκεί. Το βιβλίο δεν είχε τίτλο. Όποτε αναφερόταν, η λέξη που το προσδιόριζε ήταν απλά το βιβλίο. Και πάλι, όλα αυτά ήταν γνωστά σαν αόριστες φημολογίες. Ούτε η Αδελφότητα ούτε το βιβλίο ήταν από τα θέματα στα οποία θα αναφερόταν ποτέ ένα κανονικό μέλος του Κόμματος, αν μπορούσε να το αποφύγει.
Στο δεύτερο λεπτό του, το Μίσος είχε φτάσει σε σημείο φρενίτιδας. Ο κόσμος αναπηδούσε στις καρέκλες και ούρλιαζε όσο πιο δυνατά μπορούσε για να καλύψει το εξοργιστικό βέλασμα που έβγαινε από την τηλεοθόνη. Η μικρόσωμη κοκκινομάλλα είχε αναψοκοκκινίσει και το στόμα της ανοιγόκλεινε σαν το ψάρι που ψυχορραγεί στη στεριά. Ακόμα και το παχύ πρόσωπο του Ο’ Μπράιεν ήταν φλογισμένο. Καθόταν ολόισια στην καρέκλα του, το δυνατό του στέρνο φούσκωνε και παλλόταν σαν να ετοιμαζόταν να σκάσει επάνω του ένα κύμα. Η μελαχρινή πίσω από το Γουίνστον άρχισε να φωνάζει: «Γουρούνι, γουρούνι, γουρούνι!» και ξαφνικά άρπαξε ένα χοντρό λεξικό της Νέας Ομιλίας και το εκσφενδόνισε στην τηλεοθόνη. Αυτό βρήκε τη μύτη της εικόνας του Γκολντστάιν και αναπήδησε στο πάτωμα. Η φωνή συνέχιζε τον καταιγισμό λέξεων. Σε μια στιγμή διαύγειας, ο Γουίνστον κατάλαβε ότι και ο ίδιος φώναζε μαζί με τους άλλους και κλωτσούσε τα πόδια της καρέκλας βίαια με τις φτέρνες του. Το πιο φοβερό με το Δίλεπτο Μίσος δεν ήταν ότι ήσουν υποχρεωμένος να συμμετέχεις, αλλά ότι, αντιθέτως, σου ήταν αδύνατον να μην μπεις κι εσύ στον χορό. Σε τριάντα δευτερόλεπτα, δεν υπήρχε πλέον κανένας λόγος προσποίησης. Μια αποτρόπαιη έκσταση φόβου και εκδίκησης, μια επιθυμία να σπείρουν τον θάνατο, να βασανίσουν, να λιώσουν κεφάλια με ένα σφυρί έμοιαζε να διαπερνάει τους πάντες σαν το ηλεκτρικό ρεύμα, μετατρέποντάς τους άθελά τους σε τρελούς που ούρλιαζαν και μόρφαζαν. Κι όμως, η οργή που ένιωθαν ήταν ένα συναίσθημα αφηρημένο και χωρίς στόχο, που μπορούσε να στραφεί από το ένα αντικείμενο στο άλλο, σαν τη φλόγα σε ένα φλόγιστρο. Έτσι, κάποια στιγμή, το μίσος του Γουίνστον δεν στρεφόταν καν εναντίον του Γκολντστάιν, αλλά, αντιθέτως, ο στόχος του ήταν ο Μεγάλος Αδελφός, το Κόμμα, η Αστυνομία της Σκέψης. Σε κάτι τέτοιες στιγμές, η καρδιά του έτρεχε να συναντήσει τον μοναχικό, γελοίο αιρετικό στην τηλεοθόνη, μοναδικό φύλακα της αλήθειας και της λογικής σ’ έναν κόσμο γεμάτο ψέματα. Και πάλι όμως, την επόμενη στιγμή, γινόταν ένα με τους διπλανούς του, κι όλα όσα έλεγαν για τον Γκολντστάιν τού φαίνονταν αληθινά. Κάτι τέτοιες στιγμές, η κρυφή του απέχθεια για τον Μεγάλο Αδελφό μεταβαλλόταν σε λατρεία. Ο Μεγάλος Αδελφός έμοιαζε να υψώνεται σαν ένας ανίκητος, ατρόμητος προστάτης, να αντιστέκεται σαν βράχος ενάντια στις ορδές της Ασίας, και ο Γκολντστάιν, παρά την απομόνωση, την αδυναμία και την αμφιβολία γύρω από την ίδια του την ύπαρξη, έμοιαζε με διεστραμμένο γητευτή, ικανό με τη φωνή του και μόνο να καταστρέψει τις δομές του πολιτισμού.
Κάποιες στιγμές, ήταν εξίσου δυνατό να μεταστρέψεις το μίσος που ένιωθες, όπου εσύ το ήθελες. Ξαφνικά, με ένα απότομο τίναγμα, όπως όταν προσπαθείς να ξυπνήσεις από έναν εφιάλτη, ο Γουίνστον κατάφερε να μεταφέρει το μίσος του από το πρόσωπο της τηλεοθόνης στη μελαχρινή που καθόταν πίσω του. Όμορφες, ζωηρές παραισθήσεις γέμισαν το μυαλό του. Τη χτυπούσε μέχρι θανάτου με ένα λαστιχένιο κλομπ. Την έδενε γυμνή σε ένα παλούκι και τη σημάδευε με βέλη σαν τον Άγιο Σεβαστιανό. Τη βίαζε και της έκοβε το λαρύγγι πάνω στην κορύφωση της ηδονής. Τώρα καταλάβαινε καλύτερα από πριν τι ήταν αυτό που τον έκανε να τη μισεί. Τη μισούσε γιατί ήταν νέα και όμορφη και ανέραστη, γιατί ήθελε να κοιμηθεί μαζί της και δεν θα το έκανε ποτέ, γιατί γύρω από τη θελκτική, ευλύγιστη μέση της, που έμοιαζε να σε προκαλεί να την τυλίξεις με το χέρι σου, υπήρχε μόνο αυτό το μισητό κόκκινο ζωνάρι, επιδεικτικό σύμβολο αγνότητας.
Το Μίσος κορυφώθηκε. Η φωνή του Γκολντστάιν είχε μετατραπεί σε κανονικό βέλασμα, και για μια στιγμή το πρόσωπό του άλλαξε σε προβάτου. Μετά, το προβατίσιο πρόσωπο μεταλλάχτηκε κι απόκτησε χαρακτηριστικά ευρασιάτη πολεμιστή που έμοιαζε να προελαύνει πελώριος και τρομερός γαζώνοντας με το πολυβόλο του μέχρι που ξεπηδούσε από την οθόνη. Ήταν τόσο ζωηρή όλη αυτή η εικόνα, ώστε κάποιοι που κάθονταν στα μπροστινά καθίσματα ζάρωσαν στις καρέκλες τους. Την ίδια όμως στιγμή, με έναν αναστεναγμό βαθιάς ανακούφισης, όλοι είδαν την εχθρική φιγούρα να διαλύεται μέσα στο πρόσωπο του Μεγάλου Αδελφού, με τα σκούρα μαλλιά και το σκούρο μουστάκι, σε αυτό το πρόσωπο το γεμάτο δύναμη και μυστηριακή ηρεμία, τόσο μεγάλο που έπιανε σχεδόν όλη την τηλεοθόνη. Κανείς τους δεν άκουγε τι έλεγε ο Μεγάλος Αδελφός. Ήταν απλώς κάποια ενθαρρυντικά λόγια, σαν εκείνα που λέγονται στο πανδαιμόνιο της μάχης, λόγια που χωρίς να ξεχωρίζεις τι λένε ακριβώς, επαναφέρουν την εμπιστοσύνη σου. Κατόπιν, το πρόσωπο του Μεγάλου Αδελφού άρχισε να σβήνει ξανά, και στη θέση του εμφανίστηκαν τα τρία συνθήματα του Κόμματος με τονισμένα κεφαλαία γράμματα:
Ο ΠΟΛΕΜΟΣ ΕΙΝΑΙ ΕΙΡΗΝΗ.
Η ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ ΕΙΝΑΙ ΣΚΛΑΒΙΑ.
Η ΑΓΝΟΙΑ ΕΙΝΑΙ ΔΥΝΑΜΗ.
Το πρόσωπο του Μεγάλου Αδελφού όμως φαινόταν να παραμένει στην τηλεοθόνη για αρκετά δευτερόλεπτα, λες και η εντύπωση που είχε αφήσει να ήταν πολύ ζωηρή για να χαθεί αμέσως. Η μικρόσωμη κοκκινομάλλα κρέμασε το σώμα της γέρνοντας στο μπροστινό κάθισμα. Με ένα τρεμουλιαστό μουρμουρητό που ακουγόταν σαν “Σωτήρα μου!”, άπλωσε τα χέρια προς την οθόνη. Μετά, έκρυψε το πρόσωπο στις παλάμες της. Ήταν ολοφάνερο ότι προσευχόταν.
Εκείνη τη στιγμή, το ακροατήριο ξέσπασε σε μια βαθιά, αργή, ρυθμική ψαλμωδία: “Μ.Α! … Μ.Α!”, ξανά και ξανά, με μια μεγάλη παύση ανάμεσα στο Μ και το Α. Ήταν ένα βαρύ σούσουρο, παράδοξα πρωτόγονο, που στο βάθος του σου φαινόταν ότι άκουγες ποδοκρότημα γυμνών πελμάτων και τον συνεχόμενο χτύπο των ταμ ταμ. Αυτό συνεχίστηκε για τριάντα δευτερόλεπτα πάνω κάτω. Ήταν μία επωδός που συχνά ακολουθούσε τα ασυγκράτητα συναισθήματα. Εν μέρει ήταν κάτι σαν ύμνος προς τη σοφία και το μεγαλείο του Μεγάλου Αδελφού, μα ακόμα περισσότερο ήταν μια πράξη αυτούπνωσης, μια εκούσια καταστολή της συνείδησης μέσα από έναν ρυθμικό θόρυβο. Τα σωθικά του Γουίνστον είχαν παγώσει. Στη διάρκεια του Δίλεπτου Μίσους δεν μπόρεσε να αντισταθεί στο γενικό παραλήρημα, όμως αυτή η ζωώδης ψαλμωδία “Μ.Α! … Μ.Α”, τον γέμιζε πάντα με τρόμο. Φυσικά συμμετείχε και στην ψαλμωδία. Δεν μπορούσε να κάνει αλλιώς. Το να κρύψεις τα πραγματικά σου αισθήματα, το να ελέγξεις την έκφραση του προσώπου σου, το να κάνεις ό,τι και οι υπόλοιποι ήταν μία ενστικτώδης αντίδραση. Υπήρξε όμως ένα διάστημα δύο δευτερολέπτων που η έκφραση των ματιών του θα μπορούσε να τον προδώσει. Και ήταν ακριβώς εκείνη τη στιγμή που συνέβη το σημαντικό –αν όντως συνέβη.
Ξαφνικά, η ματιά του συνάντησε το βλέμμα του Ο’ Μπράιεν. Εκείνος είχε σηκωθεί. Είχε βγάλει τα γυαλιά του κι ετοιμαζόταν να τα ξαναβάλει στη μύτη του με εκείνη τη χαρακτηριστική του χειρονομία. Ήταν όμως ένα κλάσμα δευτερολέπτου που οι ματιές του συναντήθηκαν, κι ακριβώς σε αυτό τον ελάχιστο χρόνο ο Γουίνστον ήξερε –ναι, το ήξερε!– ότι ο Ο’ Μπράιεν σκεφτόταν ακριβώς το ίδιο. Ένα ξεκάθαρο μήνυμα είχε περάσει από τον έναν στον άλλον. Ήταν σαν να είχαν ανοίξει έναν δίαυλο επικοινωνίας, και οι σκέψεις τους ξεχείλιζαν μέσα από το κανάλι των ματιών τους. “Είμαι μαζί σου!” φαινόταν να του λέει ο Ο’ Μπράιεν. “Ξέρω ακριβώς τι νιώθεις. Ξέρω για την περιφρόνηση, το μίσος, την αηδία σου. Μην ανησυχείς όμως, είμαι με το μέρος σου”. Και μετά, ο δίαυλος επικοινωνίας έκλεισε, και το πρόσωπο του Ο’ Μπράιεν έγινε ανεξιχνίαστο όσο και όλων των υπολοίπων.
Αυτό ήταν όλο, και ήδη ο Γουίνστον αμφέβαλλε κατά πόσον είχε συμβεί. Τέτοια περιστατικά δεν είχαν ποτέ συνέχεια. Το μόνο που έκαναν ήταν να διατηρούν μέσα του ζωντανή την πεποίθηση ή την ελπίδα ότι και άλλοι εκτός από αυτόν ήταν εχθροί του Κόμματος. Ίσως οι φήμες σχετικά με εκτεταμένες μυστικές συνωμοσίες να ήταν αληθινές – ίσως η Αδελφότητα να υπήρχε! Παρά τις συνεχιζόμενες συλλήψεις και εκτελέσεις, ήταν αδύνατον να είσαι σίγουρος ότι η Αδελφότητα δεν ήταν παρά ένας μύθος. Ήταν μέρες που και ο ίδιος το πίστευε, άλλες πάλι όχι. Δεν υπήρχαν αποδείξεις, υπήρχαν μόνο φευγαλέα σημάδια που μπορεί να σήμαιναν οτιδήποτε ή τίποτα απολύτως: αποσπασματικές κουβέντες που κρυφάκουγες εδώ κι εκεί, συνθήματα γραμμένα αχνά σε τοίχους αποχωρητηρίων και καμιά φορά, όταν συναντιόνταν δύο ξένοι, μια ανεπαίσθητη κίνηση του χεριού, που ίσως και να φαινόταν σαν αναγνωριστικό σημάδι. Όλα αυτά ήταν εικασίες, πιθανώς αποκυήματα της φαντασίας του.
Επέστρεψε στο γραφείο του χωρίς να κοιτάξει ξανά τον Ο’ Μπράιεν. Ούτε που του πέρασε από το μυαλό η ιδέα να δώσει συνέχεια στη στιγμιαία επικοινωνία τους. Θα ήταν απίστευτα επικίνδυνο, ακόμα κι αν γνώριζε πώς να το οργανώσει. Είχαν ανταλλάξει ένα διφορούμενο βλέμμα για δύο δευτερόλεπτα, κι αυτό ήταν όλο. Ακόμα κι έτσι όμως, επρόκειτο για ένα αξιοσημείωτο συμβάν μέσα στην απομόνωση που ήσουν καταδικασμένος να ζεις.
Ο Γουίνστον τέντωσε το σώμα του και κάθισε πιο ίσια. Ένα ρέψιμο του ξέφυγε. Το τζιν τού ανέβηκε στο λαρύγγι.
Τα μάτια του εστίασαν ξανά στη σελίδα. Ανακάλυψε ότι, καθώς ονειροπολούσε, ταυτόχρονα έγραφε σαν αυτόματο! Και κάτι ακόμα: δεν ήταν πλέον εκείνος ο άτσαλος, μουδιασμένος γραφικός χαρακτήρας. Η πένα του είχε γλιστρήσει με άνεση πάνω στο λείο χαρτί, σκαλίζοντας με όμορφα κεφαλαία γράμματα:
ΚΑΤΩ Ο ΜΕΓΑΛΟΣ ΑΔΕΛΦΟΣ.
ΚΑΤΩ Ο ΜΕΓΑΛΟΣ ΑΔΕΛΦΟΣ.
ΚΑΤΩ Ο ΜΕΓΑΛΟΣ ΑΔΕΛΦΟΣ.
ΚΑΤΩ Ο ΜΕΓΑΛΟΣ ΑΔΕΛΦΟΣ.
ΚΑΤΩ Ο ΜΕΓΑΛΟΣ ΑΔΕΛΦΟΣ.
ξανά και ξανά, γεμίζοντας έτσι τη μισή σελίδα.
Τον κατέλαβε ένας ξαφνικός πανικός. Το συναίσθημα ήταν βέβαια παράλογο, αφού η καταχώρηση αυτών των ιδιαίτερων λέξεων δεν ήταν περισσότερο επικίνδυνη από την αρχική πράξη του ανοίγματος του ημερολογίου. Για μια στιγμή όμως, μπήκε στον πειρασμό να σκίσει τις γραμμένες σελίδες και να παρατήσει το εγχείρημα.
Δεν το έκανε πάντως, καθώς γνώριζε καλά ότι θα ήταν ανώφελο. Είτε έγραφε ΚΑΤΩ Ο ΜΕΓΑΛΟΣ ΑΔΕΛΦΟΣ είτε δεν το έγραφε, δεν είχε σημασία. Είτε συνέχιζε να κρατάει ημερολόγιο είτε όχι, πάλι δεν είχε σημασία. Η Αστυνομία της Σκέψης θα τον έπιανε έτσι κι αλλιώς. Είχε διαπράξει –θα είχε διαπράξει ακόμα κι αν δεν είχε πιάσει την πένα στα χέρια του– το βασικό έγκλημα, που εμπεριείχε όλα τα υπόλοιπα. Έγκλημα της Σκέψης το αποκαλούσαν. Το Έγκλημα Σκέψης δεν μπορούσες να το συγκαλύψεις για πάντα. Μπορεί να κατάφερνες να τους ξεγελάσεις για λίγο, αργά ή γρήγορα όμως θα σε έπιαναν.
Αυτό γινόταν πάντα τη νύχτα –οι συλλήψεις γίνονταν πάντα τη νύχτα. Το ξαφνικό τίναγμα στον ύπνο σου, το τραχύ χέρι που τράνταζε τον ώμο σου, το δυνατό φως που έπεφτε στα μάτια του, ο κύκλος των σκληρών προσώπων γύρω από το κρεβάτι σου. Στις περισσότερες περιπτώσεις ούτε δίκη γινόταν ούτε καν καταγραφή της σύλληψης. Οι άνθρωποι απλώς εξαφανίζονταν, πάντα μέσα στη νύχτα. Το όνομά σου έσβηνε από τους επίσημους καταλόγους, η ύπαρξή σου ήταν αναπόδεικτη, και τελικά σε κατάπινε η λήθη για πάντα. Σε καταργούσαν, σε μηδένιζαν. Εξαέρωση ήταν ο συνηθισμένος όρος για όλη αυτή τη διαδικασία.
Για μια στιγμή τον έπιασε κάτι σαν υστερία. Άρχισε να γράφει με βιαστικά ορνιθοσκαλίσματα:
θα με πυροβολήσουν δεν με νοιάζει θα με πυροβολήσουν στο σβέρκο δεν με νοιάζει κάτω ο μεγάλος αδελφός πάντα σε πυροβολούν στο σβέρκο δεν με νοιάζει κάτω ο μεγάλος αδελφός…
Ζάρωσε στην καρέκλα του με κάποια ντροπή για τη συμπεριφορά του. Παράτησε την πένα. Την επόμενη στιγμή τινάχτηκε απότομα. Κάποιος χτυπούσε την πόρτα.
Κιόλας! Απόμεινε ακίνητος, βουβός σαν το ποντίκι, με τη μάταιη ελπίδα ότι όποιος κι αν ήταν, θα έφευγε χωρίς να κάνει δεύτερη προσπάθεια. Όχι όμως! Το χτύπημα ακούστηκε ξανά. Το χειρότερο θα ήταν να καθυστερήσει να ανοίξει. Η καρδιά του χτυπούσε σαν ταμπούρλο, το πρόσωπό του όμως, συνηθισμένο επί χρόνια, παρέμενε προφανώς ανέκφραστο. Σηκώθηκε και κινήθηκε με βαριά βήματα προς την πόρτα.